Αθωότητα: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Ιερός (συζήτηση | συνεισφορές)
Νέα σελίδα: ΑΘΩΟΤΗΤΑ (< ἀ + θωή), blamelessness, guilessness, innocence, artlessness, crédulite, blancheur, Unschuld. το να είναι κανείς αθώος, ανε...
(Καμία διαφορά)

Έκδοση από την 13:42, 19 Ιανουαρίου 2014

ΑΘΩΟΤΗΤΑ (< ἀ + θωή), blamelessness, guilessness, innocence, artlessness, crédulite, blancheur, Unschuld.

το να είναι κανείς αθώος, ανεύθυνος, αναίτιος νομοκανονικώς, ηθικώς, πνευματικώς ή υπαρξιακώς για κάτι. Στη νεοελληνική, ο όρος σημαίνει και αφέλεια, ευπιστία, απλοϊκότητα, ακακία, αγαθοσύνη και αγνότητα. Στην Αγία Γραφή, η λέξη ―εκτός τής δικανικής σημασίας (Εξ. 21, 19)― συνδέεται με την απαλλαγή από κατάρα (Γεν. 24, 41) ή αμαρτία (Αρ. 5, 31), ενώ φέρεται ως συνώνυμη του ηθικώς δίκαιου, φυσικώς (σωματικώς) και ψυχο-πνευματικώς (στην καρδιά) καθαρού (Ψαλμ. 23, 4, Ματθ. 27, 4, Α’ Τιμ. 4, 4), τού απλού (Α’ Μακ. 2, 60), ευθύ (Ψαλμ. 24, 21), αγνού, άκακου (Ιώβ 31, 6), άδολου (Ιω. 1, 47, Ιω. Χρυσ., Εις Ψαλμ. 138, 1, MPG 55, 412), ανυπεράσπιστου (P. Ramsey), ειλικρινή και απροσποίητου (Γεν. 2, 25). Μάλιστα δε, η αθωότητα συνάπτεται ψυχο-κοινωνικώς με τον λατρευτικό εξαγνισμό, μέσω τής τελετουργικής σημειωτικώς νίψης (Ψαλμ. 25, 6. 72, 13, Ματθ. 27, 24), την οποία, ως γνωστό, αντικατέστησε χριστιανικώς το μυστήριο του βαπτίσματος (Α’ Πέτρ. 3, 21), δυνάμει τής λυτρωτικής θυσίας τού άμωμου και άσπιλου αμνού «τοῦ Θεοῦ», τού αίροντος «τήν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου» (Ιω. 1, 29). Ομοίως, στην Κ.Δ. ο μεν Ιησούς Χριστός μάς καλεί, ταπεινούμενοι (πτωχεύοντες, νηπιάζοντες και κενούμενοι πνευματικώς), να γίνουμε (πρβλ. αναγέννηση) «ως τα παιδία» (βλ. Μ. Βασιλείου, MPG 31, 1225, Ισίδωρου Πηλουσιώτη MPG 78, 313. 425, Βασιλείου Σελευκείας, MPG 85, 316), προκειμένου να εισέλθουμε στη Βασιλεία των Ουρανών (Ματθ. 18, 3), ο δε απόστολος των εθνών, Παύλος, να αντικαταστήσουμε την «παλαιάν ζύμην» με τα άζυμα «ειλικρινείας και αληθείας» (Α’ Κορ. 5, 8, Ιακ. 4, 8). Η ψυχο-πνευματική και ηθικο-υπαρξιακή αθωότητα εθνολογικώς, θρησκειολογικώς και θεολογικώς αναφέρεται στη λεγόμενη αρχέγονη δικαιοσύνη (Justitia Originalis) προπτωτικώς τού ανθρώπου. Η πνευματική αυτή αθωότητα, την οποία διαθέτουν οι Άγιοι, δηλώνει ένα ιδανικό και συνάμα ειδυλλιακό ψυχο-πνευματικό καθεστώς, από το οποίο απουσιάζουν τα πάθη, οι ορμές, οι εφάμαρτες σκέψεις, η πονηρία, ο δόλος, η αισχύνη και κάθε ηθικο-πνευματική «μόλυνση», ενώ επικρατεί η αγαθή «άγνοια» (docta ignorantia), η απλότητα (sancta simplicitas), η αγάπη, η εμπιστοσύνη, η ελπίδα, η (εσωτερική) ειρήνη τής καρδίας και η άδολη χαρά. Έτσι, μεταπτωτικώς ο μετά Χριστό άνθρωπος υστερεί ως προς την τέλεια εδεμική αθωότητα· ούτε, βεβαίως, την αποβάλλει παντελώς, ούτε όμως τη διαθέτει καθαρή και ανόθευτη. Η σεξουαλική σχέση, για παράδειγμα, έτσι όπως κατάντησε μεταπτωτικώς (λιμπιντική, ορμησιακή, αυτοϊκανοποιητική, αυτάρεσκη, ναρκισσιστική, αυτοαπολαυστική, πλεονεκτική, ακόρεστη, άπληστη, εγωτική, κτητική και επιθετική), μολονότι a priori δεν αποτελεί per se αμαρτία, δεν συνιστά πλέον μία αθώα πράξη, όπως και αν εννοείται αυτή προπτωτικώς. Πλην, όμως, τη σεξουαλική «πύρωση» όσων δεν μπορούν να παραμείνουν σωματικώς και ψυχικώς παρθένοι (που είναι μία «υπέρ φύσιν» κατάσταση της Βασιλείας τού Θεού), «θεραπεύει» εκκλησιαστικώς το μυστήριο του γάμου, όπου μέσω τής αγαπητικής εν Χριστώ συζυγίας και της παιδοποιίας εξαγιάζεται η μεταπτωτική αυτή (άλογη) ορμή. Τον πυρήνα τής αθωότητας, η οποία σχετίζεται γενικώς με την αναμαρτησία (αγιότητα), οι διάφοροι φιλόσοφοι και θεολόγοι «εντόπισαν» κατά καιρούς είτε στην άγνοια του καλού/κακού (Σωκράτης, S. Kierkegaard, C. Jung, G. Greene), είτε στη φυσική απουσία των παθών, είτε στην κακή χρήση τής ελευθερίας (Πλάτων, Έλληνες Πατέρες τής Εκκλησίας), είτε στην υπερίσχυση της ροπής προς τον πανάγαθο Θεό (Πελάγιος), είτε, τέλος, στη δραστική επενέργεια της Θείας Χάρης (Αυγουστίνος). Έντονος φιλοσοφικο-θεολογικός προβληματισμός εκφράστηκε από την ταύτιση ή μη τής έννοιας τής αθωότητας με την έννοια τής τελειότητας. Κατά τον Βρετανό θεολόγο Frederick Tennant (1866-1957), ένα παιδί μπορεί να είναι μεν αναμάρτητο, αλλ’ όχι και ηθικο-πνευματικώς τέλειο, ήτοι μία ώριμη και ολοκληρωμένη προσωπικότητα (p. 28). Βεβαίως, η έννοια τής τελειότητας δεν είναι απαραίτητο να νοείται στατικώς (gratia sufficiens)· αντιθέτως, τα Γραφικά χωρία <καλά λίαν> [(Γεν. 1, 31) και όχι άριστα] και <καθ’ ομοίωσιν> (Γεν. 1, 26) παραπέμπουν ευθέως σε μία δυναμική τής λεγόμενης από τούς Πατέρες «ατέλεστης τελειότητας» (Ιωάννης Κλίμακος, Λόγ. Λ’). Οι Πατέρες τής Εκκλησίας διδάσκουν σαφώς την προπτωτική αθωότητα του ανθρώπινου γένους. Οι Πρωτόπλαστοι προπτωτικώς, δηλ. μέσα στην πρωτοϊστορία (Urgeschichte), ήσαν κατ’ επίγνωση (συνειδητώς, τ.έ. με την ελευθερία τής βουλήσεώς τους) άγιοι, σοφοί και παρθένοι, ενώ μεταπτωτικώς ―πάλι ελευθέρως― εξέπεσαν στην (ειδωλολατρική) πολυθεΐα (πολυδαιμονισμό) και την ηθική εξαχρείωση (Πρωτογονισμό). Στον Παράδεισο, γράφει ο ιερός Χρυσόστομος, «καθάπερ ἄγγελοι, οὕτως διητῶντο, οὐχ ὑπό ἐπιθυμίας φλεγόμενοι, οὐχ ὑπό ἑτέρων παθῶν πολιορκούμενοι» (Εις Γέν. 16, 4, MPG 53, 130. 13, 4, MPG 53, 109). Η αθωότητα μάλιστα αυτή, σύμφωνα πάντα με την ορθόδοξη χριστιανική Παράδοση, δεν ήταν ένα πρόσθετο υπερφυσικό δώρο (donum superadditum) στην ψυχή τού ανθρώπου, αλλά θεοειδής (θεοΰφαντη) «φυσική» του κατάσταση, της οποίας, ωστόσο, η τελική έκβαση θα εξαρτιόταν από την ανάλογη χρήση τής ελεύθερης βούλησής του με την εκούσια συνεργία ή μη τής Θ. Χάρης. Ο Μ. Αθανάσιος, οι Καππαδόκες (Μ. Βασίλειος, Γρηγόριος Νύσσης) και ο ιερός Χρυσόστομος δεν ακολουθούν τη θεολογία των Ειρηναίου, Θεόφιλου Αντιοχείας κ.ά. για νηπιακή κατάσταση των Πρωτοπλάστων, αλλά δέχονται την απ’ ευθείας ανώτερη (αν και όχι πλήρως ώριμη) πνευματικώς ζωή τους. Με άλλα λόγια, η λειτουργία τής ελευθερίας βουλήσεως προϋποθέτει από τη μεριά των Πρωτοπλάστων μία τουλάχιστον στοιχειώδη (ψιλή) θεωρητικώς γνώση (βλ. φυσικό νόμο), όπως και την ικανότητα διάκρισης, και όχι, βεβαίως, την έμπρακτη ή εμπειρική γνώση (διάπραξη: «γεύση») τού κακού (αμαρτίας). Χωρίς κανενός είδους και βαθμού γνώση, δεν έχει νόημα ούτε η Θεία εντολή, ούτε η (ελεύθερη, και επομένως ηθική) απόφαση των Πρωτοπλάστων για το «αγαθό».

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ: Τσιτσίγκος Σ. Κ., «Αθωότητα», Μεγάλη Ορθόδοξη Χριστιανική Εγκυκλοπαίδεια, τ. Α’, σ. 395-396, Henderson I., “Innocence”, in: J. Macquarrie & J. Childress (Eds.), A New Dictionary of Christian Ethics, SCM Press LTD 1990, pp. 302-303· Λουκάτος Δ. Σ., «Αθώος», ΘΗΕ 1 (1962) 848· Ramsey P., The Last War, New York 1968· Tennant F. R., The Concept of Sin (1912), Wipf & Stock Publishers, 2004· Τσιτσίγκος Σ. Κ., Η ψυχή τού ανθρώπου κατά τον ιερό Χρυσόστομο, Αθήνα 2000.