Αντίληψη: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Ιερός (συζήτηση | συνεισφορές)
Νέα σελίδα: Αντίληψη (perception, Wahrnehmung) καλείται στην Ψυχολογία μια σύνθετη και πολύπλοκη λειτουργία τού ψυχο...
(Καμία διαφορά)

Έκδοση από την 20:27, 20 Ιανουαρίου 2014

Αντίληψη (perception, Wahrnehmung) καλείται στην Ψυχολογία μια σύνθετη και πολύπλοκη λειτουργία τού ψυχοφυσικού οργανισμού, που αυτόματα (μέσω δυναμικής αλληλοσυσχέτισης των μηνυμάτων τής εμπειρίας) μέσα στα αρμόδια εγκεφαλικά κέντρα αναγνωρίζει, ερμηνεύει άμεσα και αποδίδει νόημα ―με τη βοήθεια της νόησης (συλλαμβάνοντας απόψεις, ιδιότητες, ποιότητες ή σχέσεις των αντικειμένων μεταξύ τους), της διανοητικής ανάπτυξης, του συναισθήματος (διαθέσεως) και της προηγούμενης εμπειρίας (μάθησης) τού ατόμου― στα αισθητηριακά δεδομένα, δηλ. τα αισθήματα (που προέρχονται είτε από εξωτερικά/περιβαλλοντικά, είτε από οργανικά ή του κεντρικού νευρικού μας συστήματος ερεθίσματα) ανάλογα με το γνωσιακό σχήμα του, οργανώνοντάς τα έτσι σε μια ολότητα ως κάτι το συγκεκριμένο. Η αντίληψη, που οπωσδήποτε συνιστά μια βασική πηγή συνειδητής γνώσης (ενημέρωσης) τού κόσμου, απαραίτητη για την παροχή σημάτων αναγκαίων για τον ορθό προσανατολισμό τού ατόμου στο περιβάλλον και απαραίτητη για την παραγωγή αντίστοιχων τρόπων συμπεριφοράς, μπορεί να διαταραχθεί, αλλοιώνοντας την εικόνα τής πραγματικότητας (βλ. ψευδαισθήσεις, ψευδοψευδαισθήσεις, παραισθήσεις), κυρίως σε περιπτώσεις είτε αισθητηριακής (πληροφοριακής) αποστέρησης ή υπερτροφοδότησης (υπερφόρτωσης), είτε βλαβών τού Κεντρικού Νευρικού Συστήματος. Φιλοσοφικά, η αντίληψη διακρίνεται α) στη σύλληψη (conception, Konzeption), δηλ. τη σύνθεση μιας παράστασης ή τον σχηματισμό μιας έννοιας, β) στην κοινή αίσθηση ή αντίληψη (common sense, Gemeinsinn), κατ’ Αριστοτέλη, που συντονίζει ―μέσω τής (κοινής) λογικής (λόγου)― τα ιδιαίτερα αισθήματα κάθε ειδικής αίσθησης, αναφέροντάς τα σε ένα και το αυτό αντικείμενο και παρέχοντάς μας έτσι την ενιαία παράστασή του, γ) στην κοινή αντίληψη με την έννοια κάποιων γενικά παραδεκτών γνωμών μέσα σε ένα δεδομένο χωροχρονικά περιβάλλον, και δ) στην ορθή ή υγιή αντίληψη με την έννοια τής ικανότητας του (κοινού) λόγου να κρίνουμε σωστά (δηλ. με μέτρο), διακρίνοντας το αληθινό από το εσφαλμένο. Πάντως, η αισθησιοκρατική ή εμπειριοκρατική Γνωσιολογία θεωρεί την κατ’ αίσθηση αντίληψη ως την αφετηρία, το θεμέλιο και το κριτήριο κάθε γνώσης. Εξωαισθητηριακή αντίληψη (extrasensory perception) ή τηλαισθησία (ή κρυπταισθησία) ονομάζεται στην Παραψυχολογία η ικανότητα «παρ’ αίσθησιν» αντίληψης ενός αντικειμένου, ενός γεγονότος ή μιας διανοητικής κατάστασης ενός άλλου ατόμου χωρίς διέγερση των μέχρι σήμερα γνωστών αισθήσεων και πέρα από κάθε δυνατό λογικό συμπέρασμα. Το πιο φημισμένο εργαστήριο με σχετικές έρευνες πάνω σε παραψυχολογικά φαινόμενα θεωρείται σήμερα τού Πανεπιστημίου τού Duke (Durham της Βόρειας Καρολίνας των Η.Π.Α.).

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ: Τσιτσίγκος Σ. Κ., «Αντίληψη», Μεγάλη Ορθόδοξη Χριστιανική Εγκυκλοπαίδεια, τ. Β’, Lalande A., Λεξικόν τής Φιλοσοφίας, εκδ. ΠΑΠΥΡΟΣ, Αθήναι 1955, Θεοδώρου Ε., «Αντίληψις», ΘΗΕ (1963) 869, Μελανίτης Ν. Γ., Η μάθησις κατά τας αρχαίας ελληνικάς, τας μεταγενεστέρας και τας συγχρόνους αντιλήψεις, εν Αθήναις 1970, Μαντωνάκης Ι., «Διαταραχές τής Αντίληψης», στο: Γ. Ν. Χριστοδούλου κ.ά., Ψυχιατρική, τ. Α’, σ. 148-155, Αθήνα 2002 (ανατύπωση), Τομασίδης Χ. Χ., Εισαγωγή στην Ψυχολογία, Αθήνα 2002, Παπαδόπουλος Ν. Γ., Λεξικό τής Ψυχολογίας, Αθήνα 2005, Sternberg R. J., Γνωστική Ψυχολογία, εκδ. ΑΤΡΑΠΟΣ, Αθήνα 2007, Τσιτσίγκος Σ. Κ., Θέματα Ψυχολογίας τής Θρησκείας, Θεσσαλονίκη 2007.