Κούρδοι: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Γραμμή 11:
Ο Τ.Σ. Ρέινολντς πιστεύει ότι ο όρος ΄Κούρντ΄ σχετίζεται πιθανότατα με τον αρχαίο όρο ΄Καρντού΄. Η κοινή ρίζα των Κουρντ και Καρντού αναφέρεται για πρώτη φορά σε μια [[Σουμεριακή γλώσσα|Σουμεριακή]] πινακίδα από την τρίτη χιλιετία π.Χ. ως η ΄χώρα των ΄Καρ-ντα΄. Παρομοίως ο Χενερμπίχλερ πιστεύει ότι ο όρος Κούρδος και παρόμοιες εθνοτικές ονομασίες προέρχονται από τη Σουμεριακή ρίζα ΄κουρ΄, που σημαίνει βουνό. Ο [[Ηρόδοτος]] διέκρινε τις Περσικές φυλές που ήταν μόνιμα εγκατεστημένοι γεωργοί από εκείνες που ονόμαζε νομάδες και οι αναφορές σε ΄κούρδους΄, γενικό όρο για τους βοσκούς, έγινε όλο και συνηθέστερος την εποχή των [[Αυτοκρατορία των Σασσανιδών|Σασσανιδών]] και την πρώτη Ισλαμική περίοδο. Ο όρος 'Καρντού' όμως εμφανίζεται σε Ασσυριακές πηγές, όπου αναφέρεται στο σύγχρονο Ορος Τζουντί (τόπο προσάραξης της [[Κιβωτός του Νώε|Κιβωτού του Νώε]] κατά τη Συριακή και Αρμενική παράδοση), και προέρχεται από το λαό που κατοικούσε την περιοχή, τους Καρδούχους, που αναφέρονται από τον [[Ξενοφών]]τα ως η φυλή που εναντιώθηκε στην υποχώρηση των [[|Μύριοι|Μυρίων]] μέσα από τα βουνά βόρεια της Μεσοποταμίας τον 4ο αιώνα π.Χ. Στο [[Κύρου Ανάβασις]] τους παρουσιάζει ως λαό ανυπότακτο, γενναίο και ικανότατο στη στρατιωτική τέχνη, ιδιαίτερα τον ανταρτοπόλεμο. Η πορεία των Ελλήνων στα Καρδούχεια Όρη κράτησε επτά μέρες, στη διάρκεια των οποίων οι Έλληνες συνάντησαν σφοδρή αντίσταση κι εξαναγκάστηκαν σε σκληρές μάχες.
 
Πάντως, σύμφωνα με τον Τ. Ασάτριαν, η λογικότερη εξήγηση του εθνώνυμου είναι η πιθανή σύνδεσή της με του Κύρτιους. To όνομα '''Κούρδος''' συμπίπτει με τη νεοπερσική λέξη ''Κιούρτ'' που σημαίνει [[ήρωας]]. Σε αρχαιότατες επιγραφές της [[Ασσυρία|Ασσυρίας]] αναφέρονται ως ''Κούρτι'', ''Χούρτι'' ή ''Κάρτι''. Η λέξη Γουτού ή Κουτού επίσης, οποία ονομάζονται οι κάτοικοι των ορεινών περιοχών που δέσποζαν της [[Ασσυρία|Ασσυρίας]], σημαίνει πολεμιστής. Στην ασσυριακή γλώσσα η λέξη μεταπήδησε ως ''Γκαρδού'' ή ''Κορδού''. To τελευταίο επιβεβαιώνεται και από τον [[Στράβων|Στράβωνα]] [C 647], ο οποίος δικαιολογεί την ετυμολογία της ελληνικής λέξης Καρδούχοι ως εξής: ''καλούνται δε ούτοι Κάρδακες, από κλοπείας τρεφόμενοι. κάρδα γαρ το ανδρώδες και πολεμικόν λέγεται''. Ακόμη και η νεότερη σχετικά ονομασία Γαρδυηνή, όπως αποκαλείτο κατά τον Στράβωνα η χώρα των Γορδυαίων, "''ους οι πάλαι ποτέ Καρδούχους έλεγον''", δε φαίνεται ξένη προς τις παλαιότερες ασσυριακές λέξεις. Bεβαια, ο [[Στράβων]] κατά τη προσφιλή του συνήθεια προσπάθησε να τη συσχετίσει και να την ερμηνεύσει σύμφωνα με την ελληνική μυθολογία: ''Γόρδυς ο Τριπτολέμου λέγεται την Γορδυηνήν οικήσαι, ύστερον δε Ερετριείς αναρπασθέντες υπό Περσών''. Βάσει αυτής της εκδοχής αρκετοί αρχαιολόγοι, ανάμεσά τους και ο Ράινχολντ Βάγκνερ, υπέθεσαν πως υπάρχει ιστορική αλήθεια πίσω από τον μύθο, καθώς πράγματι οι Πέρσες συνήθιζαν κατά τις εκστρατείες τους ν' απαγάγουν αιχμαλώτους.
 
Η λέξη ΄Κούρδος΄ γράφτηκε για πρώτη φορά σε πηγές με τη μορφή ΄Κουρτ΄ σε μια πραγματεία στα Μέσα Περσικά (3ος-7ος αι. μ.Χ.) για να περιγράψει μια κοινωνική ομάδα ή φυλές που υπήρχαν πριν τη δημιουργία του σύγχρονου έθνους. Ο όρος υιοθετήθηκε από Αραβες συγγραφείς της πρώιμης Ισλαμικής περιόδου και σταδιακά συσχετίσθηκε με ένα αμάλγαμα Ιρανικών και εξιρανισμένων νομαδικών φυλών και ομάδων στην περιοχή. Ο Σαράφ Χαν Μπιτλισί (Κούρδος εμίρης του 16ου αιώνα) αναφέρει ότι υπάρχουν τέσσερις κατηγορίες Κούρδων : Κουρμανί, Λουρ, Καλχόρ και Γκουράν, που κάθε μια τους μιλάει διαφορετική διάλεκτο ή γλώσσα. Από αυτές μόνο εκείνες των Κουρμανί και Καλχόρ αντιστοιχούν στην Κουρδική γλώσσα, ενώ οι άλλες δύο διαφέρουν γλωσσικά.
Ανακτήθηκε από "https://el.wikipedia.org/wiki/Κούρδοι"