Ταυτότητα: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Ιερός (συζήτηση | συνεισφορές)
Geilamir (συζήτηση | συνεισφορές)
Αφαίρεση ελεύθερων συνειρμών, + προσθήκης χρήστη Ιερός
Γραμμή 3:
Η λέξη '''Ταυτότητα''' μπορεί να αναφέρεται:
 
==Στα Μαθηματικά==
* Στην [[Ταυτότητα (μαθηματικά)]], που αναφέρεται σε ισότητα που είναι πάντα αληθής, και ειδικότερα:
**Στις [[Αλγεβρικές ταυτότητες]] στην Άλγεβρα.
* ΣτηνΣτο [[Δελτίο αστυνομικής ταυτότητας (Ελλάδα)|Αστυνομική ταυτότητα]], επίσημο δελτίο που εκδίδεται από αστυνομική αρχή.
**Στην [[Ταυτότητα του Όιλερ]].
**Στην [[Τριγωνομετρική ταυτότητα]]
**Στην [[Αλγεβρικές ταυτότητες|Πυθαγόρεια Ταυτότητα]]
**Στην [[Νόμος του Παραλληλογράμμου|ταυτότητα παραλληλογράμμου]]
==Άλλες χρήσεις==
* Στην [[Δελτίο αστυνομικής ταυτότητας (Ελλάδα)|Αστυνομική ταυτότητα]], επίσημο δελτίο που εκδίδεται από αστυνομική αρχή.
* Στο [[Βραχιόλι]] ή μενταγιόν στο οποίο είναι σκαλισμένο το όνομα του του κατόχου του
==Ως προσδιορισμός==
* Στην [[Εθνική ταυτότητα]], που προσδιορίζει ένα σύνολο στοιχείων.
* Στην [[Πολιτισμική ταυτότητα]], που προσδιορίζει ένα σύνολο πολιτιστικών στοιχείων.
* Στην [[Εταιρική ταυτότητα]]
== Στην Ψυχολογία ==
Γύρω από το θέμα τής ψυχολογικής ταυτότητας, και μάλιστα των εφήβων, έχει τα τελευταία χρόνια αναπτυχθεί μια τεράστια φιλολογία (Lucente, 2008. Kroger, 2005), αφού η εφηβεία συχνά επιφέρει ουσιώδεις αλλαγές στην αυτοεικόνα και την αυτοεκτίμηση του εφήβου (Feldman, 2009).
O όρος ψυχολογική ταυτότητα αναφέρεται στη διαχρονική και διαπεριστασιακή συνέχεια και συνοχή τού εαυτού, δεδομένου ότι η διαμόρφωση της ψυχολογικής ταυτότητας διατρέχει ολόκληρη τη διάρκεια της ζωής τού ατόμου (Erikson, 1963) και χαρακτηρίζεται, αντίστοιχα, από κύκλους διερεύνησης και δέσμευσης, καθώς και από εμπειρίες επάρκειας και τρωτότητας (Γεωργαντή, 2009). Βέβαια, το να διαθέτει κανείς ταυτότητα δεν σημαίνει ότι είναι ένα πλήρως συνειδητοποιημένο άτομο, αλλ’, ωστόσο, αυτό δεν αποκλείει το να μπορεί το άτομο να λειτουργεί ως ένας λογικός και δραστικός παράγων, που λαμβάνει αποφάσεις και αναλαμβάνει γι’ αυτό την ευθύνη των πράξεών του (Craig, 1997. Chandler, 1997).
Σύμφωνα με τον Berzonsky (1993), η ταυτότητα συνιστά μια εννοιολογική δομή, η οποία αποτελείται από υποκειμενικά αξιώματα, υποθέσεις και διαδικασίες που έχουν να κάνουν με την αλληλεπίδραση εαυτού και κόσμου. Συνεπώς, η διαμόρφωση της ταυτότητας είναι αποτέλεσμα ενδοατομικών διαδικασιών και δυναμικής αλληλεπίδρασης του ατόμου με το κοινωνικο-ιστορικό περιβάλλον (Erikson, 1959, 1968. Μπακονικόλα – Γεωργοπούλου, 1993. Bosma & Kunnen, 2001. Kroger, 2004. Γεωργαντή, 2009)• εξασφαλίζει δε, την ισορροπία μεταξύ εαυτού και άλλων. Με άλλα λόγια, οι έφηβοι, όταν προσπαθούν να περιγράψουν τον εαυτό τους, λαμβάνουν υπόψη τους τόσο τις δικές τους, όσο και τις αντιλήψεις των άλλων (Harter, 1990. Cole et al., 2001. Updegraff et al., 2004). Μάλιστα δε, κατά τα τελευταία χρόνια τής εφηβείας, ο έφηβος αποδέχεται ευκολότερα το γεγονός ότι διαφορετικές συνθήκες κινητοποιούν διαφορετικά στοιχεία τής προσωπικότητάς του, δημιουργώντας διαφορετική συμπεριφορά και συναισθήματα (Harter, 1990. Pyryt & Mendaglio, 1994. Trzesniewski et al., 2003. Hitlin et al., 2006). Έτσι, η διαμόρφωση της ψυχολογικής ταυτότητας επηρεάζεται από τα μακρο- (πολιτισμό, οικονομία, δημογραφικά στοιχεία, πολιτικό καθεστώς, αξίες, φυλή, εθνότητα, θρησκεία και κοινωνική τάξη) και μικρο- (διαπροσωπική επικοινωνία, διάλογο και καθημερινές αλληλεπιδράσεις) περιβαλλοντικά χαρακτηριστικά [πρβλ. μικροσύστημα, μεσοσύστημα, εξωσύστημα, μακροσύστημα και χρονοσύστημα (Bronfenbrenner, 1989, 2000)] τού πλαισίου, στο οποίο ζει το άτομο.
 
ΨΥΧΟΛΟΓΙΚΕΣ ΘΕΩΡΙΕΣ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑΣ
Η ταυτότητα (Erikson, 1968. Conn, 1977. Marcia, 1980. Alsdurf, 1989. Watson et al., 1998) ως εννοιολογική κατηγορία εμφανίζεται κατά την εφηβεία. Σύμφωνα με τον Erikson (1968), ο πρωταρχικός σκοπός ανάπτυξης της εφηβείας είναι ο σχηματισμός ενός ολοκληρωμένου αισθήματος της προσωπικής ταυτότητας. Κατ’ εκείνη την περίοδο, λαμβάνει χώρα η ενοποίηση και ολοκλήρωση του εαυτού, καθώς και η δημιουργία τής πνευματικής ταυτότητας του ατόμου (Πράξ. 17, 28, Εβρ. 12, 9. 8, 16• πρβλ. Χασάπης, 1970. Richards & Bergin, 1997. Moreland, 1998. Poll & Smith, 2003. Gross, 2006). Κατά τον Erikson, ο έφηβος, στην προσπάθεια λύσης τής «κρίσης ταυτότητας» (Ασπιώτης, 1951) που διέρχεται, προβαίνει στην ψυχο-πνευματική του αυτοσυνειδησία και αυτοανέλιξη (βλ. επιγενετική Αρχή), εκτυλισσόμενες σε οκτώ (Erikson, 1963) προκαθορισμένα ψυχο-κοινωνικά στάδια (κρίσιμες φάσεις) ή «κύκλους ζωής» (Kroger, 2004): 1) βασική εμπιστοσύνη – δυσπιστία, 2) αυτονομία – αμφιβολία, 3) πρωτοβουλία – ενοχή, 4) φιλοπονία – κατωτερότητα, 5) ταυτότητα – σύγχυση ταυτότητας/ρόλων, 6) οικειότητα – απομόνωση, 7) παραγωγικότητα – αδράνεια/αυτοαπορρόφηση, και 8) καταξίωση/συνοχή – απόγνωση.
Κάθε αναπτυξιακή «κρίση» (φάση ζωής), που ορίζεται από δυο διαμετρικά αντίθετες ιδιότητες (μια θετική και μια αρνητική), θέτει το άτομο ενώπιον μιας «σύγκρουσης» (κρίσης), την οποία το άτομο πρέπει να επεξεργασθεί εσωτερικά και να επιλύσει ικανοποιητικά, προκειμένου να προχωρήσει στο επόμενο στάδιο (Γεωργαντή, 2009). Οι αναπτυξιακές κρίσεις συνιστούν κρίσιμες ψυχολογικά καμπές, κατά τις οποίες το άτομο έχει τη δυνατότητα είτε για θετική, είτε για αρνητική εξέλιξη (Μόττη-Στεφανίδη, 1996), και είναι αποτέλεσμα της αναγκαιότητας για προσαρμογή στις συνεχώς μεταβαλλόμενες κοινωνικές απαιτήσεις και συνθήκες (Ποταμιάνος, 1999/20025). Στην προκειμένη περίπτωση, ο ρόλος τού Εγώ είναι να συμβάλει στην επεξεργασία της σύγκρουσης αυτής και την επίλυση της κρίσης, εξασφαλίζοντας την ισορροπία ανάμεσα στα θετικά και αρνητικά στοιχεία τού κάθε σταδίου (Γεωργαντή, 2009).
Σύμφωνα με τους Bosma και Graafsma (1982), ο κύριος ορισμός τής κατά Erikson ταυτότητας είναι η εμπειρία τής αυτο-ομοιότητας και συνέχειας της ύπαρξης στον χωροχρόνο, καθώς και η αντίληψη του γεγονότος ότι οι άλλοι αναγνωρίζουν αυτήν την ομοιότητα και τη συνέχεια. Εξάλλου, η έννοια τής ταυτότητας προϋποθέτει τη βίωση της αυτοσυνειδησίας τής ενότητας του εαυτού (Νησιώτης, 1996. Moshman, 1998. Kennett & Matthews, 2004) και της διάρκειάς του στον χρόνο (Χασάπης, 1970. Grotevant, 1993. More, 1995. Sarbin, 1997. Blasi & Glodis, 1995. van Hoof, 1997), όπως επίσης και της μοναδικότητάς του ως προσώπου (Καραζαφείρης, 1985/19952). Ενώ οι απλούστεροι οργανισμοί διαθέτουν μια αισθητηριο-κινητική ικανότητα διαφοροποίησης του εαυτού τους από ό,τι δεν αποτελεί μέρος αυτού, τα πιο εξελιγμένα είδη, όπως ο άνθρωπος, διαθέτοντας νοητική αυτοσυνειδησία, μπορούν και αναφέρονται στον εαυτό τους (τη φυσική τους ταυτότητα) στοχαστικά, γνωστικά, μνημονικά, κριτικά και διορθωτικά (Νησιώτης, 1996).
Βέβαια, την Εγώ-ταυτότητα ο Erikson (1958), μεταξύ των διαφορετικών τρόπων χρήσης τού όρου, εκλαμβάνει ―με κάποια ασάφεια, αφού άλλοτε περιγράφεται ως δομή και άλλοτε ως διαδικασία (Kroger, 2004. Γεωργαντή, 2009)― ως μια μονοδιάστατη, αντικειμενική, ανεξάρτητη και δυναμική μεταβλητή, που περιλαμβάνει τη συνείδηση τού εαυτού (Takeuchi, 2003) και των στόχων τής ζωής. Ειδικότερα, ξεκινώντας από μια ολιστικο-οργανική έποψη (Verhofstadt-Deneve et al., 1995), ο Erikson επικεντρώνεται στην ψυχο - (με ψυχαναλυτικές και περιβαλλοντικές/συμπεριφορικές διαστάσεις) κοινωνική ταυτότητα (van Hoof, 1997, 1999. Brewer & Hewstone, 2004. Bertram-Troost et al., 2006. Greenfield & Marks, 2007), αν και δεν εστιάζει στη μελέτη τής εθνοτικής και φυλετικής ταυτότητας (Yip et al., 2006). Με άλλα λόγια, η παγίωση της προσωπικής ταυτότητας αποτελεί μια διαδικασία ―κυρίως μέσω τού λόγου (επικοινωνίας)― αλληλεπίδρασης με την κοινωνία (Turner, 1991. Μαντζαρίδης, 1997. King, 2003. Fisherman, 2004. Gross, 2006). Ο χρόνος διαδικασίας κατάκτησης της προσωπικής ταυτότητας του εφήβου έχει στον πολιτισμό μας επιμηκυνθεί (Arnett, 2004). Καθ’ όλη δε αυτήν τη διαδικασία τής κοινωνικής αλληλεπίδρασης, αναφύονται από τη συζήτηση (διάλογο) με τον διαφορετικό «άλλον» νέα νοήματα και εννοήσεις, έτσι ώστε δημιουργείται μια νέα μάθηση, η οποία, στη συνέχεια, εσωτερικοποιείται, γινόμενη αναπόσπαστο στοιχείο τής ταυτότητας (Galli¬more & Tharp, 1990. Gross, 2006). Έτσι, σύμφωνα με το ψυχο-κοινωνικό αυτό μοντέλο ανάπτυξης, η ταυτότητα δεν πρέπει μόνο να αναγνωρισθεί από το ίδιο το άτομο, αλλά και να επικυρωθεί από τους άλλους (Vygotsky, 1962, 1978. Gross, 2006). Κατά συνέπεια, η διαδικασία εκ μέρους τού ατόμου για οικο-δόμηση ταυτότητας περιλαμβάνει την ενσωμάτωση σε ένα συμπαγές σώμα τών εμπειριών τού παρελθόντος, των τρεχουσών προσωπικών του αλλαγών αλλά και των απαιτήσεων και των προσδοκιών τής κοινωνίας για το μέλλον του (Sprinthall & Collins, 1984. Lersch, 1954). Μάλιστα έχει βρεθεί ότι στις γυναίκες, η κοινωνική διάσταση της προσωπικότητας είναι ισχυρότερη από ό,τι στους άνδρες (Marcia & Fridman, 1970. Schenkel & Mar¬cia, 1972. Gilligan, 1982. Josselson, 1988. Fisherman, 2004). Ενώ η ταυτότητα των αρρένων εξαίρει μάλλον την επιτυχία, των θηλέων τονίζει την κοινωνική αποδοχή/αναγνώριση (Fisherman, 2004).
Έπειτα, σύμφωνα με το μοντέλο τού James Ε. Marcia, ο οποίος προέκτεινε τη θεωρία τού Erikson, η (δομική/πραγματιστική, φαινομενολογική και συμπεριφορική) ταυτότητα αναφέρεται: 1) σε έναν σεξουαλικό προσανατολισμό, 2) σε μια δέσμη αξιών και ιδανικών [ιδεολογική τοποθέτηση: ιδεολογική ταυτότητα (πολιτικά και θρησκευτικά)] και 3) σε έναν επαγγελματικό προσανατολισμό (Marcia, 1966, 1967, 1980, 1982. Marcia et al., 1993. Waterman, 1982. Côté & Levine, 1988. Meeus, 1996ab. Berzonsky & Adams, 1999). Έτσι, η ταυτότητα εκλαμβάνεται ως μια ενιαία ψυχολογική αυτο-δομή (εσωτερικά αυτοδομημένη δυναμική οργάνωση), η οποία περιλαμβάνει ορμέμφυτα, πεποιθήσεις, ικανότητες και παρελθοντικές εμπειρίες τού υποκειμένου (ατομική ιστορία) σχετικά με τον εαυτό του. Μια καλά αναπτυγμένη προσωπική «δομή» (ταυτότητα) εμφανίζει ευκρινέστερα τις δυνάμεις, τις αδυναμίες και την προσωπική της ιδιαιτερότητα. Αντίθετα, ένα πρόσωπο με μια λιγότερο καλά οργανωμένη δομή, δεν είναι ικανό να προσδιορίσει τις προσωπικές του δυνάμεις και αδυναμίες, ενώ στερείται μιας καλά αρθρωμένης αίσθησης του εαυτού του, εμφανιζόμενο συγκεχυμένο σχετικά με την ετερότητά του έναντι των άλλων και χρήζοντας μεγαλύτερης στήριξης από εξωτερικές πηγές, προκειμένου να αυτο-αξιολογηθεί (Marcia, 1980).
Σύμφωνα με την προσέγγιση του Marcia, η όλη διαδικασία διαμόρφωσης ταυτότητας (Revelle, 1995), που από την εφηβεία και πέρα συνεχίζεται καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής, και μάλιστα με παλινδρομήσεις, λαμβάνει χώρα κατά δυο ορθογώνιες διαστάσεις: τη <διερεύνηση ταυτότητας> [όρος που αργότερα προτιμήθηκε αντί τού κάπως οχληρού «κρίση ταυτότητας» (Marcia, 1986)] και τη <δέσμευση ταυτότητας>· ή, αλλιώς, την «εξερεύνηση εναλλακτικών λύσεων και τη δέσμευση σε κάποιες επιλογές» (Grotevant, 1987). Οι διαστάσεις αυτές αναφέρονται στον βαθμό που τα άτομα έχουν ―ή δεν έχουν― βιώσει την κρίση ταυτότητας και έχουν δεσμευτεί ως προς την έννοια τού εαυτού (Klaczynski et al., 1998. Γεωργαντή, 2009). Κατά τούς Archer (1982), Archer & Waterman (1983) και Tzuriel (1990), η διερευνητική πορεία τού ατόμου για δέσμευση (παγίωση) της ψυχολογικής του ταυτότητας διέρχεται από τα στάδια της <σύγχυσης ταυτότητας>, της <δοτής ταυτότητας> και της <μορατόριουμ ταυτότητας>, που, ουσιαστικά, μαζί με την κατακτημένη ταυτότητα αποτελούν ακόμα μια διαδικασία διερεύνησης ταυτότητας (Gross, 2006. Puffer et al., 2008).
Η διερεύνηση ταυτότητας αναφέρεται σε μια περίοδο ενεργητικής αναζήτησης, όπως και στη διαβάθμιση αφενός τής αυτο-διερεύνησης σχετικά με τις αξίες, τις πεποιθήσεις και τους εναλλακτικούς στόχους ενός Άλλου (Marcia, 1988), και αφετέρου τής διερεύνησης των ποικίλων κοινωνικών ρόλων (βλ. θεωρίες ρόλων). Από την άλλη μεριά, η δέσμευση ταυτότητας αναφέρεται στην προσκόλληση και την αφοσίωση του ατόμου σε σκοπούς, αντιλήψεις και δραστηριότητες που έχουν υποδειχθεί από τους άλλους (Waterman, 1992), καθώς και στην κατοχή κάποιων σταθερών πεποιθήσεων, αξιών και στόχων. Στο μεταξύ, και οι δυο αυτές διαστάσεις μπορούν να λειτουργήσουν σύμφωνα με τέσσερα διαφορετικά στυλ ταυτοτήτων:
1) της κατακτημένης ταυτότητας· δηλ. μιας πιο ώριμης και λειτουργικά πιο σύνθετης μορφής ταυτότητας (Patterson et al., 1992. Γεωργαντή, 2009), κατά την οποία το άτομο έχει ήδη βιώσει μια κρίση ταυτότητας και έχει λάβει τις ανάλογες αποφάσεις για τις αναγκαίες του δεσμεύσεις (επάγγελμα, ιδεολογία, πολιτική, κοινωνικούς ρόλους και θρησκεία), προκειμένου να νιώσει και, στη συνέχεια, οικοδομήσει μια αίσθηση ταυτότητας. Έτσι, σύμφωνα με εμπειρικά δεδομένα, τα άτομα με κατακτημένη ταυτότητα παρουσιάζουν υψηλούς βαθμούς διερεύνησης ταυτότητας, υψηλά επίπεδα αυτονομίας, ανάπτυξης του Εγώ (Berzonsky & Adams, 1999), αυτο-εκτίμησης, αυτοπεποίθησης και αυτο-ικανοποίησης (Makros & McCabe, 2001), βασίζονται λιγότερο στη γνώμη τών άλλων, χρησιμοποιούν αποτελεσματικότερες στρατηγικές λήψης αποφάσεων και γνωστικά λειτουργούν επιτυχέστερα σε καταστάσεις έντονου στρες (Blustein & Philips, 1990. Boyes & Chandler, 1992). Επίσης, προέρχονται από υποστηρικτικές οικογένειες, οι οποίες ενισχύουν την τάση τού εφήβου για αυτονομία· οι ίδιοι οι έφηβοι αντιλαμβάνονται τις αδυναμίες των γονιών τους (Grotevant & Cooper, 1985. Willemsen & Waterman, 1991), αν και ψυχικά παραμένουν διαφοροποιημένοι από τους γονείς τους, διαθέτοντας έναν «ασφαλή» δεσμό μαζί τους (Ginsburg & Orlofsky, 1981. Jackson et al., 1990. Josselson, 1987. Kroger & Haslett, 1988. Papini et al., 1989), γι’ αυτό και κατορθώνουν να διατηρούν μια ισορροπιστική σχέση με τους γονείς τους, που σημαίνει ότι μπορεί να συμφωνούν ή και όχι μαζί τους·
2) της δοτής (ή πρόωρα σχηματισμένης) ταυτότητας, κατά την οποία το άτομο έχει αναλάβει κάποιας μορφής επαγγελματικές δεσμεύσεις (Côté & Schwartz, 2002) για το μέλλον του (ανταποκρινόμενο λ.χ. στις προσδοκίες των γονέων του), χωρίς έτσι να έχει διερευνήσει όλες τις εναλλακτικές λύσεις ή επιλογές (Coleman & Hendry, 1999) και άρα να έχει βιώσει μια προσωπική κρίση ταυτότητας, είτε επειδή φοβάται ένα άγνωστο μέλλον, είτε για να μην απογοητεύσει τούς γονείς του· παρουσιάζει υψηλούς βαθμούς στην κατακτημένη ταυτότητα και χαμηλούς στη διερεύνηση ταυτότητας (Feenstra & Brouwer, 2008), χαμηλή αυτοεκτίμηση, έλλειψη ευελιξίας (άκαμπτη σκέψη), αμφιβολίας και γνωστικής ασυμφωνίας (Berzonsky & Sullivan, 1992), αμυντική στάση απέναντι στους άλλους, συντηρητισμό, συμμόρφωση, αυταρχικότητα (Côté & Levine, 1983. Muuss, 1996. Berman et al., 2001), μη θρησκευτική αμφιβολία (Klaassen & McDonald, 2002. Puffer et al., 2008) αλλά και μη ικανοποίηση από τη θρησκεία (Puffer et al., 2008) και μικρή αυτοδιάθεση εξαιτίας πιέσεων της οικογένειας. Επιπλέον, έρευνες έχουν δείξει ότι τα άτομα αυτά επιζητούν την προσοχή των άλλων και βασίζονται πολύ στη γνώμη τους, ενώ ταυτόχρονα έχουν χαμηλά επίπεδα αυτονομίας (Marcia et al., 1993). Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι ενδοβάλλουν αξίες, σκοπούς και πεποιθήσεις άλλων (Adams, 1999). Ενώ, γενικά, δεν είναι δεκτικά σε νέες εμπειρίες (Stephen et al., 1992), ασπάζονται απόψεις μόνο από ελεγμένες και επιβεβαιωμένες πηγές πληροφόρησης (Hunsberger et al., 2001). Δεδομένου δε ότι δεν διερευνούν και άρα ούτε αμφισβητούν, βιώνουν λιγότερο άγχος σε σύγκριση με τα άτομα που ανήκουν στις άλλες μορφές ταυτότητας (Schenkel & Marcia, 1972). Ως προς τις διαπροσωπικές τους σχέσεις εμφανίζουν γενικά «καλή συμπεριφορά», αλληλεπιδρώντας με τρόπο στερεοτυπικό (Levitz-Jones & Orlofsky, 1985. Josselson, 1987. Dyk & Adams, 1990). Επίσης, τα άτομα αυτά δεν έχουν διαφοροποιηθεί ψυχικά από τους γονείς και χαρακτηρίζονται από αγχώδη αποφευκτικό δεσμό (Kroger & Haslett, 1988. Papini et al., 1989). Διατηρώντας, όμως, πολύ στενές σχέσεις με τους γονείς τους, οι έφηβοι αυτοί ενισχύουν τη συμμόρφωση και την προσκόλλησή τους σε αυτούς, όπως και στις οικογενειακές αξίες (Grote¬vant & Cooper, 1985. Frank et al., 1990. Willemsen & Waterman, 1991).
3) της μορατόριουμ-ταυτότητας (ψυχολογικής ανάπαυλας), κατά την οποία ο έφηβος, ευρισκόμενος σε μια υπαρξιακή κρίση που οφείλεται σε ορισμένες συγκρούσεις, ερευνά μεν όλες τις υπάρχουσες εναλλακτικές δεσμεύσεις, χωρίς όμως να μπορεί να λάβει κάποια απόφαση. Και ενώ μεν τού είναι απόλυτα αναγκαία η κάθε είδους και ανά πάσα στιγμή υπεύθυνη αξιολόγηση (άσχετα αν αυτή δεν καταλήγει σε ενεργά ή πρακτικά αποτελέσματα, ή αν δεν θα φέρει ευθύνη για κάποιες λαθεμένες ίσως επιλογές του), λειτουργεί για τον ίδιο —προς το παρόν— ως ένα υποκατάστατο του νοήματος ζωής του (Muuss, 1999). Στη μορατόριουμ-ταυτότητα, το άτομο διακατέχεται από μεγάλο βαθμό αβεβαιότητας (Kidwell et al., 1995), αμηχανία, δυσφορία, κατάθλιψη και υψηλά επίπεδα άγχους (Μuuss, 1996. Meeus, 1996b. Meeus et al., 1999. Puffer et al., 2008), δεδομένου ότι η ταυτότητά του βρίσκεται ακόμα στη (μεταβατική) φάση τής μορφοποίησης· παρουσιάζει δε χαμηλούς βαθμούς στην κατακτημένη ταυτότητα και υψηλούς ως προς τη διερεύνηση ταυτότητας, υψηλή επίσης αυτοεκτίμηση και αμφιθυμικές σχέσεις με τους γονείς και τους άλλους. Τα άτομα αυτά δεν συμμορφώνονται και δεν βασίζονται στις κρίσεις των άλλων, όταν πρόκειται να λάβουν αποφάσεις (Skoe & Marcia, 1991)· εμφανίζουν περισσότερο σκεπτικισμό (Boyes & Chandler, 1992) και έχουν μεγαλύτερη δεκτικότητα σε νέες εμπειρίες (Tesch & Cameron, 1987), σε σύγκριση με τις άλλες μορφές ταυτότητας. Βρίσκονται, επίσης, σε διαδικασία αποχωρισμού από τους γονείς, αν και έχουν δυσκολία να αποχωριστούν τον γονέα τού αντίθετου φύλου. Το γεγονός αυτό, ενδεχομένως, να συνδέεται με τη δυσκολία που αντιμετωπίζουν κατά τη δέσμευση σε στενές διαπροσωπικές σχέσεις. Οι γονείς τών ατόμων αυτών τείνουν να ενισχύουν την ανεξαρτησία και την αυτονομία τών παιδιών τους (Grotevant & Cooper, 1985. Frank et al., 1990), και
4) της σύγχυσης ταυτότητας, κατά την οποία το άτομο, λόγω μιας αναποφασιστικότητας ή απουσίας ενδιαφέροντος, δεν έχει αναλάβει καμιά δέσμευση ή υποχρέωση, είτε έχοντας δοκιμάσει μια κρίση ταυτότητας, είτε όχι ακόμα. Έτσι, παρουσιάζει χαμηλούς βαθμούς τόσο ως προς τη διερεύνηση ταυτότητας όσο και ως προς την κατακτημένη ταυτότητα, την απόσυρση/απόσπαση από τους άλλους (Orlofsky et al., 1973), την ικανοποίηση από τη θρησκεία (Puffer et al., 2008), την έλλειψη υπευθυνότητας και τη χαμηλή αυτοεκτίμηση και αυτονομία (Marcia et al., 1993). Το άτομο με συγκεχυμένη ταυτότητα δεν φαίνεται να έχει κάποιο σχέδιο ζωής. Ενδέχεται η σύγχυση ταυτότητας να οφείλεται σε πολιτισμικούς παράγοντες ή σε αναπτυξιακές ανεπάρκειες. Όπως υποστηρίζει ο Marcia (1994), τα άτομα με σύγχυση ταυτότητας αποτελούν μια ανομοιογενή ψυχολογικά ομάδα, η οποία παρουσιάζει είτε υψηλά επίπεδα ψυχοπαθολογίας, είτε μια ανέμελη και αδιάφορη στάση ζωής (Γεωργαντή, 2009). Κατά τον Muuss (1999), η σύγχυση ταυτότητας μπορεί να εμπερικλείει μια ποικιλία διαφορετικών συμπεριφοριστικών προτύπων, από τυχαίες και άσκοπες ενέργειες μέχρι μια παραπλανητική ιδιοτέλεια ή μια παθολογική αυτο-ασχολία.
Το μοντέλο τού Marcia, αν και άσκησε σημαντική επίδραση και έχει αποδείξει τη χρησιμότητα και εγκυρότητά του στην εμπειρική έρευνα της ψυχολογικής ταυτότητας (Marcia, 1980. Waterman, 1982. Berzonsky & Adams, 1999), έχει επικριθεί ότι μεταχειρίζεται τις κατακτημένες ταυτότητες διαρρυθμιστικά (dispositional), δηλ. ως στατικές μεταβλητές έκβασης (Côté & Levine, 1987, 1988. van Hoof, 1999) και ότι δεν συλλαμβάνει τη βαθύτερη (πυρηνική) έννοια τής ταυτότητας, όπως αυτή, τουλάχιστον, ορίζεται από τον Erikson. Οι Blasi και Glodis (1995) υποστηρίζουν ότι ο Marcia δεν εντοπίζει τις φαινομενολογικές διαστάσεις τής ταυτότητας, ενώ οι Côté και Levine (1988) θεωρούν ότι δεν προσεγγίζει το φαινόμενο σφαιρικά, καθώς και ότι αγνοεί τις επιδράσεις και τον ρόλο τού κοινωνικο-πολιτισμικού περιβάλλοντος. Ομοίως, η van Hoof (1999) αναφέρει ότι ο Marcia παραβλέπει ένα βασικό χαρακτηριστικό τής ψυχολογικής ταυτότητας, τη διαχρονική και διαπεριστασιακή συνέχεια. Βέβαια, ο ίδιος ο Marcia δεν ισχυρίστηκε ποτέ ότι η προσέγγισή του φιλοδοξεί ή δύναται να αποτυπώσει τη θεωρία τού Erikson στο σύνολό της. Η τυπολογία του αποτελεί μια προσπάθεια αποσαφήνισης ορισμένων μόνον πτυχών τής ψυχολογικής ταυτότητας (Berzonsky & Adams, 1999). Επιπλέον, οι Luyckx et al. (2006) υποστηρίζουν ότι στην κυκλική διαδικασία διερεύνησης-δέσμευσης (MAMA cycles), η διερεύνηση δεν θα έπρεπε να αντιμετωπίζεται ως μια μονοδιάστατη δομή, αλλά να διακρίνεται σε δύο επιμέρους διαστάσεις: α) στη διερεύνηση νέων και διαφορετικών εναλλακτικών λύσεων και β) στη διερεύνηση σε βάθος των υπαρχουσών δεσμεύσεων. Δυο ακόμη σημεία για τα οποία το μοντέλο τού Marcia έχει δεχθεί κριτική από την van Hoof (1999), είναι: α) η έλλειψη εννοιολογικής εγκυρότητας και β) η περιορισμένη ευαισθησία του στο να λαμβάνει υπόψη τις εξελικτικές αλλαγές που επισυμβαίνουν στην ταυτότητα με την πάροδο της ηλικίας. Ωστόσο, ενδέχεται η εξέλιξη της ταυτότητας σε πιο σύνθετες μορφές, δηλαδή στη μορατόριουμ ή την κατακτημένη, να μη συμβαίνει σε όλους τούς ανθρώπους (Γεωργαντή, 2009).
Άλλωστε, ο ίδιος ο Marcia (1976, 1980. Stephen et al., 1992) αναγνώρισε την αδυναμία τής θεωρίας του αυτής και αναθεώρησε τις αρχικές του θέσεις, σχετικά με την έννοια μιας στατικά πραγματοποιηθείσας ταυτότητας, υποστηρίζοντας μια δυναμική ανοιχτά αντίληψη, κατά το σχήμα Moratorium-Achievement-Moratorium-Achievement (πρβλ. MAMA-cycle), για τη διαμόρφωση της ταυτότητας καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής τού ανθρώπου (Μελανίτης, 1973. Μπακατσούλας, 1976. Bertram-Troost et al., 2006). Ο Marcia (1980) αναφέρει σχετικά: «...η επίλυση της κρίσης ταυτότητας στην εφηβεία εγγυάται μόνο ότι το άτομο θα αντιμετωπίσει και τις επόμενες κρίσεις ταυτότητας. Μια ταυτότητα με καλά αναπτυγμένη δομή, όπως και ένα καλά αναπτυγμένο Υπερεγώ, είναι ευέλικτη. Είναι δεκτική στις αλλαγές τής κοινωνίας και των διαπροσωπικών σχέσεων. Η δεκτικότητα αυτή εγγυάται πολλαπλές αναδιοργανώσεις των στοιχείων τής ταυτότητας κατά τη διάρκεια της ζωής τού ατόμου … και παρόλο που η βασική διαδικασία παραμένει η ίδια, μέσα από κάθε κρίση [η ταυτότητα] εξελίσσεται σε πιο ισχυρή» (p. 160). Η θέση αυτή έρχεται σε αντίθεση με την αρχική του (Marcia, 1966), σύμφωνα με την οποία, οι μορφές ταυτότητας, όπως όλα τα ψυχοκοινωνικά στάδια, είναι ιεραρχικά οργανωμένες και εξελίσσονται κατά τρόπο γραμμικό, χωρίς παλινδρομήσεις (Marcia, 1966). Αρχικά δηλ. ο Marcia (1966) είχε υποστηρίξει ότι η διαμόρφωση της ψυχολογικής ταυτότητας αρχίζει περί το μέσον τής εφηβείας, όπου τα άτομα με δοτή ταυτότητα ή σύγχυση ταυτότητας αρχίζουν να διερευνούν τις εναλλακτικές λύσεις. Μέσω τής διερεύνησης των εναλλακτικών λύσεων η ταυτότητα εξελίσσεται σε μορατόριουμ και, στη συνέχεια, μέσω τής δέσμευσης, σε κατακτημένη. Νεώτερα, όμως, δεδομένα δείχνουν ότι άτομα με κατακτημένη ταυτότητα πιθανόν να παλινδρομούν στις εξελικτικά κατώτερες μορφές τής δοτής ταυτότητας ή της σύγχυσης ταυτότητας (Slugoski et al., 1984. Muuss, 1996). Αυτή η μη ισόρροπη κατάσταση μπορεί να οφείλεται σε εσωτερικές ψυχολογικές διεργασίες ή σε σημαντικά γεγονότα τής ζωής. Στις περιπτώσεις αυτές συμβαίνει ένα είδος απώλειας της ταυτότητας, καθώς συγκεκριμένες αξίες, στάσεις, ταυτίσεις ή/και ρόλοι χάνουν το νόημά τους και δεν θεωρούνται πλέον σημαντικοί. Το άτομο διερευνά εκ νέου όλες τις διαθέσιμες εναλλακτικές λύσεις και εισέρχεται σε μια φάση αναδιοργάνωσης της ψυχολογικής του ταυτότητας. Η διαδικασία αυτή οδηγεί σε νέες δεσμεύσεις, τις οποίες το άτομο προσπαθεί να πραγματοποιήσει. Μετά από μια περίοδο σταθερότητας και δεσμεύσεων είναι πιθανόν το άτομο να εισέλθει και πάλι σε μια κατάσταση διερεύνησης και αλλαγών. Αυτή η κυκλική διαδικασία, διερεύνησης-δέσμευσης, συνεχίζεται σε όλα τα ψυχοκοινωνικά στάδια. Η ψυχολογική ταυτότητα, δηλαδή, δεν αποτελεί μια στατική δομή, αλλ΄ υπόκειται σε μια δυναμική διαδικασία, μέσω τής οποίας μεταβάλλεται και διευρύνεται καθόλη τη διάρκεια της ζωής τού ατόμου. Έτσι, το άτομο είναι σε θέση να αντιμετωπίζει αποτελεσματικά τις απαιτήσεις κάθε ψυχοκοινωνικού σταδίου (Stephen et al., 1992). Όμως, αν και η ταυτότητα του Εγώ δομείται και αναδομείται, όπως είπαμε, καθόλη τη διάρκεια της ζωής τού ατόμου, ο Marcia υποστηρίζει ότι, στις δυτικές κοινωνίες, η αφοσίωση και η δέσμευση του εφήβου σε αξίες και τομείς, όπως είναι π.χ. τα θρησκευτικά και πολιτικά «πιστεύω», το επάγγελμα και η σεξουαλική ταυτότητα, είναι χαρακτηριστικά για την επίλυση της κρίσης ταυτότητας στο τέλος της εφηβείας (Γεωργαντή, 2009. Feldman, 2010).
Η γόνιμη επιστημονική κριτική στο μοντέλο τού Marcia απέδωσε πλούσιους καρπούς σε νεότερους ερευνητές. Ο Leiper (1980), ακολουθώντας την Αρχή τής επιγένεσης του Erikson, προσέγγισε τις μορφές τής ταυτότητας ως ανοικτές, ευμετάβλητες και υποκείμενες σε συνεχή επεξεργασία, οντότητες. Όπως, χαρακτηριστικά, αναφέρει ο ίδιος, οι μορφές τής ταυτότητας αποτελούν: «...στιγμές σε μια διαλεκτική εξελικτική διαδικασία, η οποία βασίζεται από την μια πλευρά στη διαμόρφωση και τη διατήρηση της δομής και από την άλλη στην ευελιξία και τη δεκτικότητα στην αλλαγή» (Leiper, 1980). Ομοίως, οι Bosma (1985), Meeus (1996) και Meeus, Iedema & Maassen (2002) επέκτειναν το μοντέλο τού Marcia, δίνοντας διαφορετικό περιεχόμενο στη διάσταση της διερεύνησης ταυτότητας. Η διερεύνηση ορίζεται ως ο μηχανισμός εκείνος, μέσω τού οποίου το άτομο διαπραγματεύεται τις υπάρχουσες δεσμεύσεις του. Η έμφαση, δηλαδή, δίνεται στη διατήρηση των δεσμεύσεων, μέσω τής ενεργητικής και σε βάθος διερεύνησής τους. Όπως υποστηρίζουν οι Luyckx et al. (2006), οι προσεγγίσεις των Bosma (1985), Marcia (1966), Meeus (1996) και Meeus, Iedema & Maassen (2002) μπορούν να αποτελέσουν ένα ενιαίο μοντέλο, το οποίο θα αποτελείται από τέσσερεις παράγοντες: α) την ικανότητα για δέσμευση (commitment making), β) τη διερεύνηση σε εύρος (exploration in breadth) γ) τη διερεύνηση σε βάθος (exploration in depth) και δ) την ταύτιση με τη δέσμευση (identification with commitment). Ειδικότερα, η διερεύνηση σε εύρος περιλαμβάνει τη συνεκτίμηση σημαντικού αριθμού εναλλακτικών λύσεων και προηγείται της δέσμευσης. Από τη στιγμή, όμως, που το άτομο θα δεσμευτεί σε συγκεκριμένους τομείς τής ζωής του, αρχίζει η διαδικασία διερεύνησης των συγκεκριμένων δεσμεύσεων σε βάθος. Η διερεύνηση, δηλαδή, δεν είναι μια μονοδιάστατη διαδικασία και η λειτουργία της δεν έγκειται μόνο στην προετοιμασία τού ατόμου για τις μελλοντικές δεσμεύσεις του. Ως διαδικασία, η διερεύνηση όχι μόνο προηγείται της δέσμευσης αλλά και αντιπροσωπεύει τον βαθμό στον οποίο οι έφηβοι διαπραγματεύονται τις υπάρχουσες δεσμεύσεις τους μέσω τής σκέψης ή/και του διαλόγου. Η διαπραγμάτευση αυτή οδηγεί τελικά στην ταύτιση με τις δεσμεύσεις, δεδομένου ότι η σε βάθος διερεύνηση επιτρέπει τη διεξοδική αξιολόγηση της δέσμευσης. Ωστόσο, ανάλογα με το αποτέλεσμα της αξιολόγησης, η διερεύνηση σε βάθος μπορεί να ενεργοποιηθεί εκ νέου, προκειμένου το άτομο να συλλέξει νέες και περισσότερες πληροφορίες σχετικά με τη συγκεκριμένη δέσμευση. Αν η δέσμευση δεν κριθεί ικανοποιητική, η όλη διαδικασία ακολουθεί την ίδια κυκλική πορεία· δηλαδή, όπως επισημαίνουν οι Stephen et al. (1992), ενεργοποιείται και πάλι η διερεύνηση σε εύρος, προκειμένου να αναζητηθούν νέες πιθανές δεσμεύσεις, στο πλαίσιο των κύκλων Μορατόριουμ-Κατάκτησης (MAMA cycles). Αν και το θεωρητικό αυτό μοντέλο αποτελεί μια από τις πιο σύγχρονες προσεγγίσεις στη μελέτη τής ψυχολογικής ταυτότητας, χρήζει περαιτέρω εμπειρικής έρευνας, προκειμένου να φανεί κατά πόσο ισχύει η προτεινόμενη ακολουθία (Γεωργαντή, 2009).
Εξάλλου, κατά την πραγματιστική θεωρία τού M. D. Berzonsky (1990, 1992abc, 1993ab, 1994, 1997, 1999, 2002), τα άτομα δομούν τόσο την εικόνα που τα ίδια έχουν σχηματίσει για τον εαυτό τους, όσο και την «πραγματικότητα» μέσα στην οποία αυτά δρουν (Berzonsky, 1990). Μεταξύ τών προσωπικών χαρακτηριστικών και των ατομικών διαφορών μεσολαβούν τα στυλ ταυτότητας (Duriez et al., 2004).
Οι ατομικές μορφές (στυλ) <κατακτημένης ταυτότητας>, οι οποίες συνιστούν τρόπους αντιμετώπισης των προβλημάτων ή μέσα διαχείρισης της πληροφορίας και του coping στα τυπικά προβλήματα (κρίσεις ταυτότητας) της εφηβικής ηλικίας, δηλ. κοινωνικές «γνωσίες» (cognitions) ή γνωστικές αυτοθεωρίες (Duriez et al., 2004), μέσω τών οποίων ο έφηβος αντιλαμβάνεται και επεξεργάζεται την πραγματικότητα, μπορούν να διαιρεθούν σε τρεις:
α) το στυλ των πληροφοριακά προσανατολισμένων ατόμων (δηλ. τα άτομα εκείνα που προσαρμόζουν τις αυτο-ιδέες τους στα πληροφοριακά δεδομένα) που σχετίζονται με ζητήματα ταυτότητας και προσωπικών αποφάσεων, αναζητώντας και επεξεργαζόμενα δημιουργικά τις σχετικές πληροφορίες από το όλο πλαίσιο (context) ανάπτυξης της ταυτότητας. Όταν τα άτομα αυτά έρχονται αντιμέτωπα με πληροφορίες που δεν εναρμονίζονται με τις αυτο-αντιλήψεις τους (self-conceptions), είναι προετοιμασμένα να αναθεωρήσουν τις αυτο-αντιλήψεις τους και να τις προσαρμόσουν στα νέα πληροφοριακά τους δεδομένα.
β) το στυλ των κανονιστικά προσανατολισμένων ατόμων (δηλ. τα άτομα εκείνα που κρατούν τα γονικά/οικογενειακά τους στερεότυπα ή τις θρησκευτικές τους Παραδόσεις)· κατ’ αυτό το στυλ, τα άτομα εστιάζουν σε κανονιστικές προσδοκίες και εντολές κάποιων σημαντικών, κατ’ αυτά, προσώπων (λ.χ. γονέων, θρησκευτικών καθοδηγητών κ.λπ.) ή και ομάδων αναφοράς (λ.χ. μιας συγκεκριμένης θρησκευτικής Παράδοσης). Εμμένουν δε αυστηρά στις υπάρχουσες δομές ταυτότητάς τους, μέσω των οποίων αφομοιώνουν άκαμπτα όλες τις σχετικές με την ταυτότητά τους πληροφορίες.
γ) το στυλ των προσανατολισμένων ατόμων στη διάχυση ή την αποφυγή, δηλ. των ατόμων εκείνων που χαρακτηρίζονται από αναβλητικότητα στη λήψη των αποφάσεών τους ως προς τα προσωπικά τους προβλήματα. Σύμφωνα με τον Berzonsky (1990), αυτό το στυλ ταυτότητας λειτουργεί σε μια τεμαχισμένη και χαλαρά ενοποιημένη δομή ταυτότητας.
Η έρευνα έχει δείξει ότι άτομα που βρίσκο¬νται στις, κατά Marcia, κατακτημένες ταυτότητες και της μορατόριουμ-ταυτότητας, χρησιμοποιούν βασικά ένα πληροφοριακο-κεντρικό στυλ ταυτότητας. Άτομα που βρίσκονται στην «κατάσταση» της δοτής ταυτότητας, τείνουν να εφαρμόσουν το κανονιστικο-κεντρικό στυλ ταυτότητας• και άτομα που βρίσκονται στην κατάσταση της σύγχυσης ταυτότητας, υιοθετούν ένα συγκεχυμέ-νο/αποφευκτικό στυλ ταυτότητας (Σταυρόπουλος, 1991. Berman et al., 2001. Berzonsky, 1992. Berzonsky & Kuk, 2000. Berzonsky & Niemeyer, 1994. Streit¬matter, 1993. Schwartz et al., 2000).
 
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Σ. Κ. Τσιτσίγκου, Η έννοια τής Θρησκευτικότητας σε φοιτητές και η σχέση της με χαρακτηριστικά τής Προσωπικότητας και τη διαμόρφωση της Ταυτότητάς τους, δ.δ. ΦΠΨ Αθηνών, Τομέας Ψυχολογίας, Αθήνα 2010.
 
==Στην τέχνη==
*[[Χωρίς ταυτότητα]], ελληνικό κοινωνικό δράμα του 1962.
*[[Χωρίς Ταυτότητα (ταινία 2002)]], αμερικανικό περιπετειώδες, κατασκοπευτικό θρίλερ.
 
 
{{αποσαφήνιση}}