Τριπόταμος Φλώρινας: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Geilamir (συζήτηση | συνεισφορές)
μ Εξελληνισμός + επιμέλεια με τη χρήση AWB (10003)
Γραμμή 1:
{{μορφοποίηση}}
{{coord|40|49|28|N|21|29|59|E|type:city_region:GR|display=title}}{{Πρότυπο:Πόλη 1
|Πόλη=Τριπόταμος
|Παλιά ονομασία = Πετόρατσι
Γραμμή 21:
|Ιστοσελίδα=}}
 
Ο Τριπόταμος είναι χωριό του [[Δήμος Φλώρινας|δήμου Φλώρινας]], βρισκόμενο βορειοανατολικά της πόλης της [[Φλώρινα|Φλώρινας]]ς μέσα στο λεκανοπέδιο της [[Λυγκηστίδα|Λυγκηστίδας]]ς.
=== Γεωγραφία - Περιβάλλον ===
==== Γεωγραφική θέση - Μορφολογία ====
Σε απόσταση 10 χλμ. και βορειοανατολικά της [[Φλώρινα]]ς βρίσκεται το χωριό Τριπόταμος. Είναι ένα μικρό χωριό στη μέση του Φλωρινιώτικου κάμπου (αρχαία [[Λυγκηστίδα]]). Το χωριό είναι χτισμένο στη δεξιά όχθη του ποταμού [[Σακουλέβας|Σακουλέβα]] και ανάμεσα στις συμβολές του ρέματος [[Παλαίστρα Φλώρινας|Παλαίστρας]] και του Γεροπόταμου (ποταμός [[Μελίτη Φλώρινας|Μελίτης]]), με το Σακουλέβα. Η Τοπική Κοινότητα Τριποτάμου ορίζεται από τις τοπικές κοινότητες: βόρεια από τον [[Παπαγιάννης Φλώρινας|Παπαγιάννη]], νότια από την [[Παλαίστρα Φλώρινας|Παλαίστρα]] και το [[Αρμενοχώρι Φλώρινας|Αρμενοχώρι]], δυτικά από το [[Αρμενοχώρι Φλώρινας|Αρμενοχώρι]] και ανατολικά από την [[Ιτέα Φλώρινας|Ιτέα]].
 
Το έδαφος του χωριού είναι ομαλό, εκτός από την περιοχή στα δυτικά, όπου βρίσκεται η λοφοσειρά που ξεκινάει από το [[Αρμενοχώρι Φλώρινας|Αρμενοχώρι]] με κατεύθυνση δυτικά - ανατολικά, φτάνει μέχρι την τοποθεσία ''Αργάτσι'' (''Άσπρη Πέτρα'' και παλαιότερα ''Ποποζάν Τεπέ'' [Κορυφή Παπαγιάννη]) και μετά κατευθύνεται προς βορρά και καταλήγει βορειοδυτικά του [[Παπαγιάννης Φλώρινας|Παπαγιάννη]]. Η συνολική έκταση των εδαφών που ανήκουν στην τοπική κοινότητα είναι 6.357 στρέμματα και η καλλιεργήσιμη 4.311 στρέμματα.
Γραμμή 33:
# ''[[Σακουλέβας]]'' ή ''Στάρα Ρέκα'' (παλιό ρέμα). Είναι ποτάμι γνωστό από την αρχαιότητα με το όνομα ''Λύγκος'', ενώ οι Τούρκοι το έλεγαν ''Καρασού'' (Μαύρο Ποτάμι). Πηγάζει κοντά στη Βίγλα Πισοδερίου, λίγο πιο πάνω από το χωριό [[Άλωνα Φλώρινας|Άλωνα]].
# Ο ''Γεροπόταμος'' ή ''Σετίντσκα Ρέκα''. Οι πηγές του βρίσκονται στη δυτική πλαγιά του όρους [[Βόρας]] (Καϊμάξελαν), ψηλότερα από το χωριό [[Σκοπός Φλώρινας|Σκοπός (Σέτινα)]] και το εγκαταλειμμένο χωριό [[Παπαδιά Φλώρινας|Παπαδιά]]. Ρέει δίπλα στο χωριό, στην ανατολική και βόρεια πλευρά του.
# Ο Ποταμός Παλαίστρας ή ''Μπορέσκα Ρέκα''. Πηγάζει κάπου ανάμεσα στη [[Σιταριά Φλώρινας|Σιταριά]] και την [[Βεύη Φλώρινας|Κάτω Βεύη]], ρέει συνεχώς βορειοδυτικά, περνάει δίπλα από το χωριό [[Παλαίστρα ΦΛώρινας|Παλαίστρα (Μπορέσνιτσα)]] και πριν φτάσει στον Τριπόταμο κατευθύνεται δυτικά και τελικά χύνεται στο [[Σακουλέβας|Σακουλέβα]].
 
Τα τρία ποτάμια περιβάλλουν το χωριό και αφήνουν ένα άνοιγμα μόνο προς τα νοτιοανατολικά. Από τη διαμόρφωση του εδάφους φαίνεται ότι ο [[Σακουλέβας]] και ο Γεροπόταμος έχουν αλλάξει πολλές φορές κοίτη και ίσως κάποτε η συμβολή τους να γινόταν εκεί που σήμερα βρίσκεται το χωριό. Ακόμα, είναι πολύ πιθανό η περιοχή να ήταν λασπώδης ή και βάλτος. Αυτό μαρτυρεί και η ονομασία ''Βάρικο'', μιας τοποθεσίας του χωριού που σημαίνει λασπότοπος, αλλά και τα πολλά επιφανειακά νερά που υπήρχαν στα λιβάδια.
Γραμμή 63:
=== Ιστορικά στοιχεία ===
==== Παλαιότεροι Οικισμοί ====
Στην τοποθεσία Στράνατα έχουν βρεθεί ίχνη παλιού [[Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία|ρωμαϊκού]] οικισμού. Η κορυφή του υψώματος, η πλαγιά του λόφου και η περιοχή Ντάμπο είναι κατάσπαρτες από θραύσματα κεραμίδων και όστρακα ρωμαϊκής εποχής. Ακόμη βρίσκουμε πολλά κομμάτια από σκουριές σιδήρου που μαρτυρούν ανθρώπινη παρουσία πολλά χρόνια πριν, αλλά και χρήση και επεξεργασία μετάλλου. Τέλος, στην παλιά εκκλησία του Αγίου Γεωργίου μπορεί να δει κανείς πελεκημένες πέτρες από αρχαία κτίσματα και πέτρινες πλάκες από κιβωτιόσχημους τάφους, που είχαν μεταφερθεί παλαιότερα από τη Στράνατα.<ref> Δημήτρης Κ. Σαμσάρης, Ιστορική γεωγραφία της ρωμαϊκής επαρχίας Μακεδονίας (Το τμήμα της σημερινής Δυτικής Μακεδονίας), Θεσσαλονίκη 1989 (Έκδοση της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών), σ.196 </ref>
 
Η θέση του οικισμού θα μπορούσε να πει κανείς ότι ήταν πολύ επίκαιρη. Είχε οπτική επαφή με όλες τις εισόδους του Φλωρινιώτικου κάμπου ([[Βεύη Φλώρινας|Βεύη]], [[Μελίτη Φλώρινας|Μελίτη]], [[Φλάμπουρο Φλώρινας|Φλάμπουρο]], [[Υδρούσα Φλώρινας|Υδρούσα]], [[Φλώρινα]], [[Άνω Κλεινές Φλώρινας|Άνω Κλεινές]]) και με τα παλιά φρούρια της περιοχής ([[Σκοπός Φλώρινας|Σκοπού]], [[Άνω Κλεινές Φλώρινας|Άνω Κλεινών]]). Προς τον κάμπο της [[Πελαγονία]]ς μπορούσε κανείς να ελέγξει οπτικά την περιοχή σε ακτίνα πολλών χιλιομέτρων.<ref> Δημήτρης Κ. Σαμσάρης, ό.π., σ.197 </ref>
 
Απέναντι από το σημερινό γήπεδο, στην άλλη όχθη του ποταμού [[Σακουλέβας|Σακουλέβα]] και βόρεια της τοποθεσίας Ντάμπο, σώζονταν μέχρι τις αρχές του αιώνα μας κάποιες καλύβες. Λέγεται για αυτές ότι ήταν καμίνια. Δυτικότερα και πιο ψηλά στο λόφο, σε ένα σημείο της τοποθεσίας Μπράνκοντολ διακρινόταν καθαρά ότι είχε σκαφτεί ο λόφος και είχε αφαιρεθεί αρκετό χώμα. Το πιο πιθανό είναι οι καλύβες αυτές να ήταν εργαστήρια κεραμοποιίας, αλλά οι σκουριές σιδήρου που έχουν βρεθεί εκεί δείχνουν ότι υπήρχαν και μικρά εργαστήρια επεξεργασίας μετάλλου. Κάποιοι λένε ότι είχαν ακούσει από γέρους που έχουν πεθάνει πριν χρόνια ότι εκεί υπήρχε οικισμός αλλά είναι άγνωστο πότε και ποιοι κατοικούσαν εκεί.
Γραμμή 78:
Φαίνεται ότι η συνύπαρξη χριστιανών από τα διάφορα μέρη δεν ήταν προβληματική και αυτό γιατί τους ένωναν πολλά. Είχαν τον ίδιο αφέντη - δυνάστη τα ίδια κοινά προβλήματα, αλλά, το βασικότερο, είχαν κοινή θρησκεία. Έτσι από τα πρώτα τους μελήματα ήταν να συνεργαστούν και να χτίσουν την εκκλησία κάτι που δείχνει και βαθιά θρησκευτικότητα.
 
Κρίνοντας από το μέγεθος του οικισμού και τον αριθμό των οικογενειών συμπεραίνεται ότι αυτός ήταν μικρός. Η θέση του ήταν, όπως άρεσε στους Τούρκους, κοντά σε ποτάμια, σε πεδινό, λασπώδες έδαφος, κοντά στα πιο γόνιμα χωράφια, σε απόσταση μικρότερη του ενός χιλιομέτρου από το δρόμο [[Φλώρινα|Φλώρινας]]ς - [[Μελίτη Φλώρινας|Μελίτης]] - [[Σκοπός Φλώρινας|Σκοπού]].
 
Ο οικισμός, όπως και ή ευρύτερη περιοχή του κάμπου ήταν μάλλον ασφαλής γιατί είχε εκκαθαριστεί από τους [[Αλβανοί|Αλβανούς]] ληστές στο τέλος του 18ου αρχές του 19ου αιώνα - ίσως ο Μπέης βοήθησε στην εκκαθάριση αυτή και σαν ανταμοιβή του παραχωρήθηκε το τσιφλίκι). Επίσης το χωριό βρισκόταν στη μέση του κάμπου και ήταν δύσκολη η διαφυγή και η ανεύρεση κρυψώνας σε περίπτωση που κάποιος ήταν κυνηγημένος.
Γραμμή 94:
Κάτω από αυτές τις συνθήκες, η ζωή ήταν πολύ δύσκολη, λιτή και φτωχική. Έτσι οι άντρες άρχισαν να ξενιτεύονται στη [[Ρουμανία]], τη [[Βουλγαρία]], τη [[Μικρά Ασία]] και αργότερα, μετά το [[1887]], αλλά περισσότερο μετά το [[1904]], στην [[ΗΠΑ|Αμερική]]. Δεν ξέρουμε αν κάποιοι από τους ξενιτεμένους έμειναν τότε στις χώρες αυτές, εκτός από τον Αλέκο Στεπάνη (Στεφανίδη), ο οποίος μετά από περιπλανήσεις κατέληξε σιδηροδρομικός υπάλληλος στη [[Σμύρνη]]. Με την [[Καταστροφή της Σμύρνης|καταστροφή το ‘22]] πέρασε με την οικογένειά του στην [[Ελλάδα]] και εγκαταστάθηκε στον [[Πειραιάς|Πειραιά]].
 
Μετά την επιστροφή τους από την ξενιτιά και έχοντας εξοικονομήσει λίγα χρήματα, άρχισαν να αγοράζουν χωράφια, ενώ αυτοί που έμεναν στο χωριό δούλευαν σαν επιστάτες των [[Οθωμανοί|Τούρκων]] και κατάφεραν κι αυτοί να τους παραχωρηθούν μερικά στρέμματα. Έτσι, μετά την απελευθέρωση το [[1912]] αρκετές οικογένειες κατείχαν ιδιόκτητα χωράφια.
 
Μετά το [[1900]], με τη δράση των αντάρτικων ομάδων και τον [[Μακεδονικός αγώνας|Μακεδονικό Αγώνα]], οι κάτοικοι ξεθάρρεψαν κι άρχισαν να μη φοβούνται τους Τούρκους. Αυτό δείχνει και το ακόλουθο περιστατικό όπως το διηγείται απόγονος ενός από τους πρωταγωνιστές:
Γραμμή 102:
 
Την εποχή εκείνη η και ίσως λίγο αργότερα κάποιες οικογένειες έφυγαν από το χωριό και εγκαταστάθηκαν στον [[Παπαγιάννης Φλώρινας|Παπαγιάννη]] και την [[Ιτέα Φλώρινας|Ιτιά]]. Αυτές ήταν: Βέρτκα στην [[Ιτέα Φλώρινας|Ιτέα]], Ρούση η Ρουσίδη, Ραπασάνη, Μητάνη, Τόλκου στον [[Παπαγιάννης Φλώρινας|Παπαγιάννη]].
Στον [[Α΄ Βαλκανικός Πόλεμος|απελευθερωτικό αγώνα]] του [[1912]], φαίνεται ότι ο Τριπόταμος ήταν διεκδικούμενη περιοχή και από τους δύο σύμμαχους στρατούς, [[Σερβία|Σέρβικο]] και [[Ελλάς|Ελληνικό]]. Σύμφωνα με τον Τραϊανό Στεφανίδη, από διηγήσεις του πατέρα του, το Νοέμβριο του [[1912]] το χωριό καταλήφθηκε από τους [[Σέρβοι|Σέρβους]], όπως και ο [[Παπαγιάννης Φλώρινας|Παπαγιάννης]] και η μισή [[Ιτέα ΦΛώρινας|Ιτέα]]. Στα πρακτικά της μικτής Ελληνοσερβικής επιτροπής για τη χάραξη των συνόρων, [[Μοναστήρι (ΠΓΔΜ)|Μοναστήρι]] 6 - 11 Ιανουαρίου [[191]]3, αναφέρεται ότι οι [[Σέρβοι]] ζητούσαν τα σύνορα να περνάνε νότια των χωριών [[Ιτέα Φλώρινας|Ιτέα (παλιό όνομα Βέρμπιανη)]] και [[Παπαγιάννης Φλώρινας|Παπαγιάννη (παλιό όνομα Βακούφκιοϊ)]].
 
Με την τελική χάραξη των συνόρων, το καλοκαίρι του [[1913]], ο Τριπόταμος περιήλθε οριστικά στο [[Ελλάς|Ελληνικό]] κράτος. Οι Τούρκοι του χωριού δεν έφυγαν αμέσως, διατήρησαν την κυριότητα των χωραφιών τους, αλλά υποχρεώθηκαν πλέον να νοικιάζουν τα χωράφια με συμβόλαια και με πιο ευνοϊκούς όρους για τους [[Έλληνες]]. Άρχισαν να οργανώνονται οι αρχές και η ζωή να παίρνει καινούργιο ρυθμό.
Γραμμή 111:
 
Από το [[1923]] αρχίζει η αποχώρηση των [[Τούρκοι (έθνος)|Τούρκων]], τα χωράφια τους, όσα δεν πρόλαβαν να πουλήσουν, δεσμεύτηκαν και θεωρήθηκαν ανταλλάξιμα, εκτός από εκείνα του Ισμαήλ που κατάφερε να τα κρατήσει και να τα πουλήσει αργότερα στη δεκαετία του ’50.
Το 1923 - 1924 εγκαταστάθηκε στο χωριό ο παπα-Σωτήρης Γώγος με τους δυο γιους του από το [[Πληκάτι Ιωαννίνων|Πληκάτι]] της [[Δήμος Κόνιτσας|Κόνιτσας]]. Το [[1924]] γίνεται η εγκατάσταση των προσφύγων από τον [[Πόντος|Πόντο]] και συγκεκριμένα από το χωριό Σαράφ του [[Καρς]]. Το [[1926]] ολοκληρώνεται ο εποικισμός με 6 οικογένειες από την περιοχή της [[Κορυτσά|Κορυτσάς]]ς της [[Βόρεια Ήπειρος|Βορείου Ηπείρου]]. Στην προσαρμογή των νεοφερμένων οικογενειών δεν υπήρξαν αξεπέραστες δυσκολίες και δεν υπήρχαν, πέρα από κάποια φραστικά επεισόδια, συγκρούσεις των γηγενών με τους καινούργιους εποίκους.
 
Το [[1928]] έγινε η διανομή των χωραφιών και το [[1932]] η οριστική διανομή τίτλων ιδιοκτησίας των οικοπέδων. Το [[1940]] το χωριό συμμετέχει στον [[Ελληνοϊταλικός πόλεμος (1940-1941)|Ελληνοϊταλικό πόλεμο]] και στην άμυνα κατά της [[Γερμανική εισβολή στην Ελλάδα|Γερμανικής εισβολής]] με νεκρούς τους Κωνσταντίνο Ζιώγα και Τραϊανό Κύρκο. Επίσης σημαντική ήταν και η συμμετοχή στην [[Εθνική Αντίσταση (Ελλάδα)|Εθνική Αντίσταση]] κατά των [[Γερμανοί|Γερμανών]].
Γραμμή 134:
# ήταν στην πλειοψηφία τους κτηνοτρόφοι.
 
Από τα παραπάνω συμπεραίνεται πως διάλεξαν, οι πρόγονοι των σημερινών Τριποταμιωτών Ποντίων, να καταφύγουν στους ορεινούς όγκους νότια της [[Τραπεζούντα|Τραπεζούντας]]ς για να αποφύγουν τους εξισλαμισμούς, πράγμα που βεβαίωναν και οι γεροντότεροι που πέθαναν πριν το [[1930]], καθώς και οι βιβλιογραφικές αναφορές.
 
Έχει παραδοθεί προφορικά πως αρχική κοιτίδα των προγόνων τους ήταν το Αλάγιον ή Αλαγιούν, όρος που στα [[Μεσαιωνική ελληνική γλώσσα|μεσαιωνικά ελληνικά]] σημαίνει περιοχή κοντά στη θάλασσα. Πιθανόν να πρόκειται για παραθαλάσσιο οικισμό, από τον οποίο μετά το [[1461]] μετακινούνται νοτιότερα, προς τις δύσβατες πλαγιές των ποντιακών βουνών, νότια της [[Τραπεζούντα]]ς, ανάμεσα στη [[Σάντα]], τη Ματσούκα και την Κρώμνη.
Γραμμή 151:
===== Κυβερνείο Καρς - Σαράφ =====
 
Ένα μέρος των προσφύγων κατευθύνθηκε βορειοδυτικά, στην περιοχή της Κιόλιας (Γκιόλιας) του Κυβερνείου Καρς, το οποίο ανήκε στη Ρωσική Αυτοκρατορία. Εκεί εγκαταστάθηκαν σε 13 χωριά, με αμιγή ελληνικό πληθυσμό. Συνολικά το Κυβερνείο είχε 80 ελληνικά χωριά. Οι κάτοικοι του Κελεχπούρ ερχόμενοι στην υποδιοίκηση της Κιόλιας κατοίκησαν στα χωριά: Σαράφ (το Σ προφέρεται παχύ συριστικό), Μερτινίκ, Σαλούτ, Γκιουλεπέρτ και Μουζαρέτ.
 
Η περιοχή της Κιόλιας είχε μέσο υψόμετρο 2000 μέτρα, κλίμα ηπειρωτικό με μεγάλους χειμώνες και σύντομα καλοκαίρια. Υπήρχε μια ομαλή έκταση μέσα από την οποία έρρεαν ποτάμια και την οποία οι κάτοικοι χρησιμοποιούσαν ως λιβάδια. Βουνά με μεγάλο υψόμετρο (3000 μέτρα) υψώνονταν γύρω από τα 13 χωριά.
 
Μια συμπαγής ομάδα προσφύγων εγκαταστάθηκε στο χωριό Σαράφ, που πήρε το όνομά του από τον Τούρκο ιδιοκτήτη της έκτασης αυτής. Ο οικισμός χτίστηκε από τους ίδιους τους πρόσφυγες. Βρίσκονταν στην ανατολική πλαγιά ενός λόφου. Μπροστά από το χωριό περνούσε η επαρχιακή οδός Καρς - Αρνταχάν και λίγο πιο πέρα ο ποταμός Αράπαλη. Στο χωριό εγκαταστάθηκαν 417 κάτοικοι το 1881-1882. Όταν εγκατέλειψαν το χωριό το 1919 ήταν 750 περίπου άτομα.
Γραμμή 163:
Η αρχιτεκτονική των σπιτιών ήταν προσαρμοσμένη στις συνθήκες της περιοχής και τις ανάγκες των κατοίκων. Τα σπίτια ήταν χτισμένα στην κατωφέρεια του λόφου, με τέτοιο τρόπο, ώστε ο πίσω τοίχος του σπιτιού να είναι μέσα στο χώμα καθώς και οι πλαϊνοί τοίχοι ως το μισό της επιφάνειάς τους. Βασικό υλικό για την οικοδόμηση ήταν η πέτρα,το ξύλο και η λάσπη. Οι τοίχοι είχαν πάχος ένα μέτρο και ύψος τέσσερα μέτρα. Στην πρόσοψη του σπιτιού υπήρχαν μικρά παράθυρα. Η στέγη του σπιτιού ήταν χωμάτινη με πάχος ένα μέτρο. Υπήρχαν κενά στη στέγη ('ρδανία) που χρησίμευαν για να φωτίζεται ο εσωτερικός χώρος του σπιτιού. Μπαίνοντας στο σπίτι υπήρχε το χαγιάτι (αγιάτ') στο οποίο γίνονταν όλες οι δουλειές του σπιτιού. Πιο μέσα ήταν το υπνοδωμάτιο και ένας ιδιαίτερος χώρος για την υποδοχή των επισκεπτών που έρχονταν για νυχτέρι (παρακάθ'). Στο πίσω μέρος του σπιτιού ήταν ένα μικρό σκοτεινό δωμάτιο (κελάρ') για την συντήρηση των τροφίμων που παρασκευάζονταν στο σπίτι. Επίσης στο πίσω μέρος ήταν και ο στάβλος. Αχυρώνες δεν υπήρχαν. Το άχυρο και το χορτάρι στοιβάζονταν σε θημωνιές στην αυλή του σπιτιού και σκεπάζονταν με φύλλα φτέρης. Το χιόνι και η παγωνιά σχημάτιζαν μια συμπαγή κρούστα στην επιφάνεια της θημωνιάς, έτσι ώστε το χορτάρι να παραμένει αναλλοίωτο όλο το χειμώνα. Στην αυλή τοποθετούνταν και τα ξύλα που θα χρησίμευαν ως καύσιμη ύλη για το μακρύ χειμώνα.
 
Το Σαράφ απείχε 47 χιλιόμετρα απ’ το Αρνταχάν και 70 περίπου απ’ το Καρς. Οι κάτοικοι του χωριού πήγαιναν στις πόλεις αυτές για να πουλήσουν την ξυλεία που υλοτομούσαν από τα πλούσια δάση και να αγοράσουν σιτάρι, ρύζι, λάδι, ρουχισμό, κ.α. Όσοι από τους κατοίκους είχαν μεγάλη παραγωγή σε γαλακτοκομικά προϊόντα τα πωλούσαν στα γύρω χωριά και στις πόλεις.
 
Μέσα συγκοινωνίας και μεταφοράς ήταν τα μεγάλα κάρα με δύο ή τέσσερα βουβάλια και τα δίτροχα κάρα (φουργούνια) με ένα άλογο με τα οποία πήγαιναν σε γάμους, πανηγύρια, κ.α. Πολλοί άντρες συνήθιζαν να έχουν ένα άλογο αποκλειστικά για ιππασία. Το χειμώνα χρησιμοποιούσαν έλκηθρα (σάγκες).
 
Η ψυχαγωγία των κατοίκων το χειμώνα ήταν τα νυχτέρια. Μαζεύονταν στα σπίτια και συζητούσαν για διάφορα θέματα ή γελούσαν λέγοντας εύθυμες ιστορίες. Τα καλοκαίρια όταν είχαν ελεύθερο χρόνο επισκέπτονταν συγγενείς σε κοντινά χωριά. Τα παιδιά βοηθούσαν σε όλες τις δουλειές και τις ελεύθερες ώρες τους έπαιζαν.
 
Το μοναδικό κατάστημα του Σαράφ ήταν ένα παντοπωλείο που κάλυπτε κάποιες μικρές ανάγκες των κατοίκων. Κύρια απασχόληση ήταν η κτηνοτροφία. Όλο το χειμώνα τα ζωντανά έμεναν κλεισμένα στο στάβλο και τρέφονταν από τα χόρτα που είχαν μαζέψει οι ιδιοκτήτες τους το καλοκαίρι. Την άνοιξη όταν έλιωναν τα χιόνια τα ζωντανά βοσκούσαν στα βοσκοτόπια που απλώνονταν μπροστά από το χωριό. Το χόρτο θέριευε και έφτανε σε ύψος το ενάμισι μέτρο. Τους θερινούς μήνες οι κτηνοτρόφοι ανέβαιναν σε πιο ψηλά οροπέδια (παρχάρια) και έμεναν εκεί ως τα μέσα του Αύγουστου που άρχιζαν τα αλώνια. Ο αλωνισμός έπρεπε να γίνει σύντομα γιατί από το Σεπτέμβρη έπεφτε δριμύ ψύχος. Στα χωράφια ευδοκιμούσαν το κριθάρι και ελάχιστα κηπευτικά.
 
Το σχολείο είχε δύο δασκάλους και σε αυτό φοιτούσαν αγόρια και λίγα κορίτσια. Η αγροτική ζωή δεν επέτρεπε στα παιδιά να συνεχίσουν τις σπουδές τους. Ορισμένοι κατάφεραν να γίνουν δάσκαλοι και άλλοι να υπηρετήσουν ως αξιωματικοί στο ρωσικό στρατό.
 
Λίγο πιο έξω από το χωριό υπήρχε σταθμός συγκέντρωσης γάλακτος (ζαβότ). Σε όλο το Κυβερνείο του Καρς υπήρχαν τέτοιοι σταθμοί που συγκέντρωναν το γάλα και κατόπιν το έκαναν γραβιέρα. Η εταιρεία ήταν ιδιοκτησία Γερμανών που είχαν έρθει από την Τιφλίδα.
 
Στα μέρη του Κυβερνείου παρά την ασφάλεια που παρείχαν τα ρωσικά στρατεύματα, συχνά οι Κούρδοι και οι Τούρκοι λήστευαν, λεηλατούσαν και σκότωναν τους χριστιανούς (Έλληνες και Αρμένιους). Το κλίμα αυτό της τρομοκρατίας έγινε εντονότερο από το 1914 και μετά που ξέσπασε ο Α’ παγκόσμιος πόλεμος. Την ίδια περίοδο ο Τουρκικός στρατός έμπαινε στα εδάφη του Κυβερνείου από το νότο. Οι Πόντιοι του Κυβερνείου (70.000 άτομα) ανταριάστηκαν αφού είδαν την ιστορία να επαναλαμβάνεται για μια ακόμη φορά. Η ειρηνική περίοδος (1878 - 1919) είχε τελειώσει και οι Πόντιοι έπαιρναν για μια ακόμη φορά τους δρόμους της προσφυγιάς.
Γραμμή 181:
Το Μάρτιο του 1918 υπογράφεται η συνθήκη του Μπρεστ-Λιτόφσκ σύμφωνα με τους όρους της οποίας τα εδάφη του Κυβερνείου του Καρς έπρεπε να δοθούν στην Τουρκία και ταυτόχρονα να αποχωρήσουν οι Ρώσοι, όπως και πριν από το 1878. Χιλιάδες Πόντιοι ξεριζώνονται και καταφεύγουν στη γειτονική Γεωργία, τη νότια Ρωσία και την Ελλάδα.
Οι κάτοικοι του Σαράφ αντιλαμβανόμενοι τον κίνδυνο παίρνουν τους δρόμους της προσφυγιάς. Χωρίστηκαν σε δύο ομάδες. Η πρώτη ομάδα, περισσότερο προνοητική, δεν περίμενε να φτάσουν κοντά οι Τούρκοι για να φύγουν κι έτσι ξεκίνησαν τον Σεπτέμβριο του 1919 κατευθυνόμενοι μέσω Καρς και Τιφλίδας προς τις νότιες περιοχές της Γεωργίας παίρνοντας μαζί τους ότι μπορούσαν να φορτώσουν στα κάρα. Στο Καρς πούλησαν τα λιγοστά υπάρχοντά τους και τα ζώα που έφεραν μαζί τους. Αφού νοίκιασαν τρία βαγόνια τρένου έφυγαν και πήγαν στη Μιχαήλοβα, πόλη της νότιας Γεωργίας. Εκεί έμειναν περίπου 10 μήνες φιλοξενούμενοι σε σπίτια Γεωργιανών και Ελλήνων. Δούλευαν περιστασιακά όπου έβρισκαν, βγάζοντας λίγα χρήματα για να επιβιώσουν. Η παραμονή τους εκεί ήταν προσωρινή γιατί ήλπιζαν πως σύντομα θα έφευγαν για την Ελλάδα. Τον Ιούλιο του 1920, όταν το προσφυγικό κύμα του Καυκάσου δεν είχε ακόμα φουντώσει (αυτό συνέβηκε τους επόμενους μήνες), κατάφεραν να μεταβούν στο Βατούμ και μέσα σε τρεις μέρες να επιβιβαστούν στο εμπορικό πλοίο ''Καλουτάς'' και να φτάσουν στο Καραμπουρνάκι της Θεσσαλονίκης.
 
Η δεύτερη ομάδα, που ήταν πολυπληθέστερη από την πρώτη, έφυγε από το χωριό το φθινόπωρο του 1920 κατευθυνόμενη προς το Βατούμ μαζί με 15 χιλιάδες περίπου άλλους πρόσφυγες. Η πορεία τους ήταν εξαντλητική, μέσω δύσβατων βουνών, αλλά μόνο μια γυναίκα βρήκε το θάνατο από τις κακουχίες. Έφθασαν στο Βατούμ αρχές Δεκεμβρίου του 1920, όπου είχαν συγκεντρωθεί χιλιάδες πρόσφυγες που περίμεναν να φύγουν για την Ελλάδα. Τον Φεβρουάριο του 1921 επιβιβάστηκαν στα πλοία και ήρθαν στην Θεσσαλονίκη.
Γραμμή 192:
 
===== Εγκατάσταση στο χωριό =====
Το 1923 ξεκινούν απ’ το Τσιουκαλή ο Αθανάσιος Αθανασιάδης μαζί με τα αδέρφια του και πηγαίνουν στον Άγιο Βαρθολομαίο Φλώρινας, όπου είχαν ήδη εγκατασταθεί συγγενείς τους από χωριά της Κιόλιας του Καρς. Έμειναν λίγο καιρό εκεί, όμως δε βρήκαν το χωριό κατάλληλο και αναζήτησαν νέα εγκατάσταση. Αφού ήρθαν σε συνεννόηση με τις τοπικές αρχές και τις αρχές αποκατάστασης έκριναν πως ο Τριπόταμος, τότε Πετοράκι, είναι κατάλληλος τόπος για εγκατάσταση. Η Επιτροπή Αποκατάστασης Προσφύγων (Ε.Α.Π.) χτίζει στον Τριπόταμο 10 σπίτια. Εκεί πρωτοεγκαταστάθηκαν οι Αθανασιαδαίοι. Ενώ το χτίσιμο των σπιτιών συνεχιζότανε, το 1924 έρχονται και οι υπόλοιπες οικογένειες από τα χωριά του Κιλκίς και εγκαθίστανται στον Τριπόταμο.
 
Τον πρώτο καιρό φιλοξενήθηκαν στα δέκα σπίτια του Εποικισμού, καθώς και σε σπίτια των ντόπιων κατοίκων. Όταν χτίστηκαν και τα υπόλοιπα σπίτια του συνοικισμού κάθε οικογένεια εγκαταστάθηκε σε ξεχωριστό σπίτι. Τη χρονιά αυτή, 1924, ολοκληρώνεται η εγκατάσταση των ποντίων προσφύγων στον Τριπόταμο. Εγκαταστάθηκαν οι παρακάτω οικογένειες: Αθανασιαδαίοι, Θεοδωριδαίοι, Κασκαμανιδαίοι, Κατικαριδαίοι, Μιχαηλιδαίοι, Πανιδαίοι, Πατουλιδαίοι, Παυλιδαίοι.
 
Στο εξής οι τύχες των Ποντίων προσφύγων ενώνονται με αυτές των ντόπιων κατοίκων του Τριποτάμου.
Γραμμή 209:
Είναι χτισμένη με πέτρες και έχει εξωτερικές διαστάσεις 5,9 x 10,1 μ. Οι τοίχοι έχουν πάχος 65 εκ. Υπήρχε και πέτρινο καμπαναριό στη βορειοδυτική πλευρά, το οποίο όμως καταστράφηκε από οβίδα στη διάρκεια του Α’ παγκοσμίου πολέμου πιθανότατα τον Αύγουστο του 1916.
 
Επειδή ο οικισμός ήταν πολύ μικρός, φαίνεται ότι δεν υπήρχε τακτικός εφημέριος, αλλά κατά καιρούς ερχόταν παπάδες από τα κοντινά χωριά. Προπολεμικά, όταν οι παπάδες πληρώνονταν από τους κατοίκους, η ετήσια αμοιβή τους ήταν μια κούτλα (μονάδα χωρητικότητας για τη μέτρηση κυρίως δημητριακών, βάρους 11 οκάδων, περίπου 14 κιλά) σιτάρι από κάθε οικογένεια.
 
Τα παλιότερα βιβλία που σώζονται είναι μια ''Παρακλητική'' τυπωμένη Εκ του Ελληνικού Τυπογραφείου του Αγίου Γεωργίου το 1871 και ένα ''Πεντηκοστάριο'' από το οποίο λείπουν μερικά φύλλα αλλά από το δέσιμο και την ποιότητα του χαρτιού φαίνεται να είναι της ίδιας εποχής. Οι παλαιότερες εικόνες είναι μια τοιχογραφία της Προσκομιδής στο ιερό και δύο φορητές εικόνες που έφεραν μαζί τους οι πρόσφυγες από τον Πόντο, άγνωστης χρονολογίας.
Γραμμή 222:
==== Κοινότητα ====
Στην έκδοση της Κ.Ε.Δ.Κ.Ε. ''Στοιχεία συστάσεως και εξελίξεως των Δήμων και Κοινοτήτων'', Αθήνα 1961, αναφέρεται:
ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΡΧ. ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΕΩΣ: Κοινότης Πετορακίου, Δ. 10-3-1928 Φ.Ε.Κ. Α 48 /1928, Προήλθε εκ της Κοινότητος Ιτέας,
 
ΜΕΤΟΝΟΜΑΣΙΑΙ: Ο συνοικισμός και η Κοινότης μετονομάσθηκαν εις Συνοικισμό και Κοινότητα Τριποτάμου, Δ. 19-7-1928 Φ.Ε.Κ. Α 156/1928.
Γραμμή 286:
==== Σχολείο ====
Για πρώτη φορά σχολείο λειτούργησε στον Τριπόταμο το 1914. Μέχρι τότε οι περισσότεροι δεν είχαν πάει καθόλου σχολείο και πολύ λίγοι είχαν παρακολουθήσει μαθήματα στον Παπαγιάννη, όπου λειτουργούσε ελληνικό σχολείο ήδη πριν από το τέλος του 19ου αιώνα.
Δεν ξέρουμε αν λειτούργησε σχολείο στη διάρκεια του Α’ παγκοσμίου πολέμου, αλλά το 1919, όπως μας πληροφορεί μια κατάσταση συγκέντρωσης σιταριού για το δάσκαλο, η ετήσια αμοιβή του δασκάλου ήταν μια κούτλα σιτάρι από κάθε οικογένεια.
 
Το πρώτο σχολείο στεγάστηκε σε σπίτι που ανήκε στην εκκλησία (βακούφικο) και μέχρι το 1926, όταν χτίστηκε αυτό που εμείς λέγαμε "παλιό σχολείο" και βρισκόταν εκεί που είναι σήμερα η παιδική χαρά, δίπλα στην Κοινότητα.
 
Η λειτουργία του σχολείου στη δεκαετία του ‘40 διακόπηκε αρκετές φορές, αλλά μόνο τις χρονιές 1947 -1948 και 1948 - 1949 δεν ολοκληρώθηκε το σχολικό έτος.
Γραμμή 343:
Σε όλη τη διάρκεια του καλοκαιριού μια από τις ασχολίες, αλλά και διασκέδαση των αντρών του χωριού, ήταν το ψάρεμα. Ειδικά μέχρι το 1960, όταν αποξηράνθηκε η λίμνη Τσέρνα (κοντά στο Μοναστήρι), τους μήνες Μάιο - Ιούνιο, τα ποτάμια κατακλύζονταν από ψάρια που ανέβαιναν το ρεύμα του ποταμού για να γεννήσουν. Το ψάρεμα γινόταν με αυτοσχέδια δίχτυα, τις ''ζαγκάζνες'' και με τα χέρια. Οι ψαράδες οργανώνονταν σε παρέες. Ήταν όλοι δεινοί ψαράδες αλλά από ότι λένε οι ηλικιωμένοι του χωριού, οι καλύτεροι ήταν ο Ναούμ Δουγιάκης, ο Γιάννης Παπάς και ο Κόλε (Νίκος) Τζώγας. Τα ψάρια που υπήρχαν ήταν οι μρέγκες (μπράνες), οι μπελοβίτσες (κέφαλοι), οι καρακούσκες και μικρά γριβάδια.
Πριν τα τέλη του 19ου αιώνα οι άντρες της περιοχής, σε αναζήτηση καλύτερης τύχης, μετανάστευαν ομαδικά στη Μικρά Ασία, στη Βουλγαρία και στη Ρουμανία, την οποία προτιμούσαν γιατί κέρδιζαν περισσότερα χρήματα δουλεύοντας σαν πριονιστές. Στις αρχές του 20ου αιώνα άρχισαν να μεταναστεύουν στη Βόρεια αρχικά και αργότερα στη Νότια Αμερική. Για εποχιακές γεωργικές δουλειές πήγαιναν στον κάμπο της Εορδαίας και στην περιοχή της Σκύδρας. Πολύ αργότερα, μετά το 1950, πολλοί έφυγαν στην Αυστραλία και μετά το 1960 στο Βέλγιο και τη Γερμανία.
 
=== Θρύλοι ===
Γραμμή 358:
Ο επόμενος θρύλος:
 
"Ζούσε κάποτε στο χωριό ένας Τούρκος που λεγόταν Τόσκος. Αυτός έκανε μαγικά, έλεγε τη μοίρα και έκανε διάφορα γιατροσόφια. Ήταν ο μάγος του χωριού. Μια μέρα καθώς ερχόταν από τον Παπαγιάννη, στη διασταύρωση του δρόμου προς την Ιτιά, συνάντησε ένα χριστιανό που συνόδευε τη νύφη του (τη γυναίκα του γιου του) στους γονείς της που ζούσαν στην Καλλινίκη. Ο Τόσκος με την απειλή όπλου εξανάγκασε τους δυο χριστιανούς σε άσεμνες πράξεις, ενώ αυτός γελούσε. Ο άντρας όμως (για τον οποίο ξέρουμε μόνο ότι το επίθετό του ήταν Ντάφτσης) είχε κρυμμένο πιστόλι επάνω του και σε μια στιγμή, στην πρώτη ευκαιρία που του παρουσιάσθηκε, σκότωσε τον Τόσκο. Τον έκρυψε όπως όπως στο χαντάκι, γύρισε στο χωριό, πήρε τα λίγα υπάρχοντά του και την οικογένειά του και εξαφανίστηκε. Ποτέ από τότε δεν ακούστηκε τίποτε άλλο για αυτόν.
 
Όταν οι Τούρκοι βρήκαν το πτώμα του Τόσκου, τον έθαψαν δίπλα στο σταυροδρόμι και ακόμα και σήμερα μια μικρή γωνία δεν καλλιεργείται και έχει βάτα. Είναι ένα σημείο από όπου όλοι μας όταν ήμασταν παιδιά δεν θέλαμε να περνάμε μόνοι μας μετά το σούρουπο. Πολλοί έχουν πει κατά καιρούς ότι έχουν δει εκεί κάποιον να περιφέρεται και μετά να εξαφανίζεται, άλλοι ότι είδαν το βράδυ αναμμένο καντήλι στο σημείο εκείνο. Ακόμη και οι Τούρκοι ονόμαζαν το δρόμο προς τον Παπαγιάννη ''Βακούφ Γιολού'' δηλαδή ιερό δρόμο.
Γραμμή 429:
* [http://girismata.skai.gr/default.asp?pid=2&vid=520&rid=21&cid= Αφιέρωμα στη Βούλα Πατουλίδου]
* [http://pandektis.ekt.gr/pandektis/handle/10442/170308 Πανδέκτης]
{{Πρότυπο:Δήμος Φλώρινας}}
[[Κατηγορία: Χωριά του νομού Φλώρινας]]
 
==Παραπομπές==
{{παραπομπές}}
 
[[Κατηγορία: Χωριά του νομού Φλώρινας]]