Ρέτζο νελλ’Εμίλια: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
μ διόρθωση πληθυσμού
Γραμμή 1:
{{πηγές|09|03|2014}}
{{coord|44|42|N|10|38|E|region:IT_type:city(173013165873)|display=title}}
{{Πόλη (Ιταλία)
| Πόλη = Ρέτζο νελλ'Εμίλια
Γραμμή 15:
| Ίδρυση =
| Δήμαρχος =
| ΠληθυσμόςΔήμου = 173165.013873
| ΈτοςΑπογραφής = Μάιος 30/11/2013
| ΠυκνότηταΠληθυσμού = 750
| ΠληθυσμόςΑστικής =
Γραμμή 26:
| Ιστοσελίδα = http://www.municipio.re.it/
}}
Η '''Ρέτζο νελλ’Εμίλια''' ([[ιταλικά]]: Reggio nell'Emilia), γνωστή και ως '''Ρέτζο-Εμίλια''' ή '''Ρέτζο της Εμιλίας''', ενώ το Reggio αποδίδεται στα ελληνικά και ως Ρέτζιο, είναι πόλη στην περιφέρεια [[Εμίλια-Ρομάνια]], [[Ιταλία]] και είναι ο κύριος δήμος της επαρχίας [[Ρέτζο-Εμίλια (επαρχία)|Ρέτζο-Εμίλια]]. Σύμφωνα με υπολογισμούς του 2013, η Ρέτζο νελλ’ Εμίλια έχει 173165.013873 κατοίκους<ref>http://www.demo.istat.it/bilmens2013gen/index.html</ref>. Οι κάτοικοί της την αναφέρουν απλώς ως Ρέτζο. Η πόλη είναι κτισμένη στη πεδιάδα του [[Πάδος|Πάδου]], σε υψόμετρο 58 μέτρων.
 
Η πόλη ιδρύθηκε κατά τους Ρωμαϊκούς χρόνους από τον [[Μάρκος Αιμίλιος Λέπιδος (σύμβουλος 187 π.Χ.)|Μάρκο Αιμίλιο Λέπιδο]] στη Βία Αιμιλία, ανάμεσα στο [[Ρίμινι]] και την [[Πλακεντία]] (Πιατσέντζα). Η πόλη στους ρωμαϊκούς ήταν στρατώνας. Το 476 το Ρέτζο βρέθηκε υπό την εξουσία του [[Οδόακρος|Οδόακρου]] και στην συνέχεια των Οστρογότθων, των Βυζαντινών, των Λομβαρδών και το 773 κατακτήθηκε από τον [[Καρλομάγνος|Καρλομάγνο]]. Η πόλη άρχισε να ακμάζει τον 11ο αιώνα. Κατά τη διάρκεια της Αναγέννησης στην πόλη άνθισαν οι τέχνες και κατασκευάστηκαν παλάτια και εκκλησίες. Το 1452 έγινε πρωτεύουσα του Δουκάτου του Ρέτζο, το οποίο με τη σειρά του ανήκε στο Δουκάτο της Μόντενα και του Ρέτζο. Το 1797, όταν η πόλη κατακτήθηκε από τους Γάλλους, ζητήθηκε από τους κατοίκους να υιοθετήσουν την [[σημαία της Ιταλίας]] (με το πράσινο, λευκό και κόκκινο χρώμα).<ref>[http://eurotowns.org/sic-amet/#.UxxW3IXPzCA Reggio Emilia] eurotowns.org</ref> Μετά το 1815 το Δουκάτο επανιδρύθηκε και τελικά έγινε μέρος της Ιταλίας το 1860.