Ρουμ μιλλέτ: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Γραμμή 16:
 
''Ρουμ'' είναι η τουρκική μορφή της [[ελληνική γλώσσα|ελληνικής]] λέξης «Ρωμιός» που αναφερόταν σε όσους προέρχονταν από την [[ανατολική Ρωμαϊκή αυτοκρατορία]] και μέχρι το 19ο αιώνα ήταν ισοδύναμη με την έννοια του Ορθόδοξου Χριστιανού. Ο όρος χρησιμοποιούνταν από την οθωμανική διοίκηση για να περιγράψει όλους όσους βρίσκονταν υπό τη διοίκηση των ορθόδοξων πατριαρχείων και εκκλησιών στην οθωμανική επικράτεια.<ref>{{harvnb|Ozil|2013|p=9}}</ref> Όλοι αυτοί υπόκεινταν στον άμεσο ή έμμεσο έλεγχο του [[Οικουμενικό πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως|Οικουμενικού Πατριαρχείου της Κωνσταντινούπολης]]. <ref>{{harvnb|Karakasidou|1997|p=79}}</ref>
 
Μετά την [[Άλωση της Κωνσταντινούπολης (1453)|ἀλωση της Κωνσταντινούπολης]] το 1453 ο οθωμανός Σουλτάνος [[Μωάμεθ Β΄ ο Πορθητής|Μωάμεθ]] ανέθεσε τον έλεγχο των κατακτημένων στον υψηλότερο εναπομείναντα στην πόλη Βυζαντινό αξιωματούχο, το [[Μέγας Δουξ|Μέγα Δούκα]] [[Λουκάς Νοταράς|Λουκά Νοταρά]]. Λίγο αργότερα ο Νοταράς έχασε την εμπιστοσύνη του Σουλτάνου, που διέταξε την εκτέλεσή του και στράφηκε στην εκκλησία. Επικεφαλής της αναδείχθηκε ο [[Γεννάδιος Σχολάριος]], που ενθρονίστηκε Πατριάρχης Κωνσταντινούπολης τον Ιανουάριο του 1454.<ref>{{harvnb|Braude|1982|p=77}}</ref> Σύμφωνα με τη μόνη σύγχρονη πηγή των γεγονότων, τον [[Μιχαήλ Κριτόβουλος|Κριτόβουλο]], ο Σουλτάνος αποκατέστησε την εκκλησία στη θέση που είχε πριν την οθωμανική κατάκτηση και έδωσε στον Πατριάρχη «δώρα» και «ελευθερία», η σημασία των οποίων είναι δύσκολο να εξακριβωθεί.<ref>{{harvnb|Braude|1982|p=78-9}}</ref>
 
Το 15ο και 16ο αιώνα και πιθανόν και αργότερα οι Οθωμανοί δεν είχαν σταθερή πολιτική για τους μη Μουσουλμάνους.<ref>{{harvnb|Braude|1982|p=83}}</ref> Η εξουσία που αναγνωριζόταν στο πρόσωπο κάθε Πατριάρχη ήταν προσωπική, όχι θεσμική, και με την ενθρόνιση κάθε νέου Πατριάρχη χρειαζόταν να εκδοθεί νέο [[μπεράτι]].<ref>{{harvnb|Braude|1982|p=79}}</ref> Οι οθωμανοί δεν ευνοούσαν πάντοτε το Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης. Το 1557, επί βασιλείας του [[Σουλεϊμάν ο Μεγαλοπρεπής|Σουλεϊμάν Α΄]], η μέχρι τότε αυτοκέφαλη μητροπολιτική έδρα του [[Πέγια|Ιπεκίου]] έγινε Πατριαρχείο, μετά από αίτημα του [[Σοκολού Μεχμέτ Πασά]], ο αδερφός του οποίου ενθρονίστηκε Πατριάρχης, με σκοπό τον καλύτερο έλεγχο των Σλαβικών περιοχών των [[Βαλκάνια|Βαλκανίων]]. Επίσης, επέτρεψαν τη δράση [[Καθολική Εκκλησία|Καθολικών]] [[ιεραπόστολος|ιεραποστόλων]] που προσπαθούσαν να προσηλυτίσουν ορθοδόξους Χριστιανούς ιδρύοντας [[Ανατολικές Καθολικές Εκκλησίες|ουνίτικες]] Εκκλησίες.<ref>{{harvnb|Masters|2006|p=276}}</ref> Αντιδρώντας στην Καθολική πρόκληση το Οικουμενικό Πατριαρχείο προσπάθησε να υπαγάγει το σύνολο της εκκλησιαστικής ιεραρχίας στον έλεγχό του. Η προσπάθεια στέφθηκε με επιτυχία με την κατάργηση του Πατριαρχείου του Ιπεκίου και της [[Αρχιεπισκοπή της Αχρίδας|Αρχιεπισκοπής της Αχρίδας]] το 1766 και 1767 ανστίστοιχα.<ref>{{harvnb|Masters|2006|p=278}}</ref>
 
Από το 18ο αιώνα δημιουργήθηκε μία συνεκτική Ορθόδοξη πολιτισμική κοινότητα, με χαρακτηριστικό τη χρήση της ελληνικής στη λατρεία και τη διανόηση. Μέχρι και το 19ο αιώνα ο αστικός πληθυσμός αυτοαποκαλούνταν «Ρωμαίοι» ή «Ρωμιοί» στα ελληνικά και «Ромеи» στα [[βουλγαρική γλώσσα|βουλγαρικά]], αυτοπροσδιορισμός που μαζί με τη μετοχή στην κοινότητα των Ορθοδόξων δήλωνε και το ανήκειν στην ανώτερη τάξη των πόλεων, ενώ ο αγροτικός πληθυσμός αυτοπροσδιοριζόταν ως «Χριστιανοί». Για τα μέλη της Ορθόδοξης κοινότητας, σε αστικά και αγροτικά περιβάλλοντα, η μετοχή στη θρησκευτική κοινότητα θεωρούνταν σημαντικότερη από την καταγωγή και σπάνια γινόταν χρήση εθνωνυμίων.<ref>{{harvnb|Detrez|2008|p=36}}</ref> Σύμφωνα με τους ιστορικούς Άντονυ Σμιθ και Βασίλη Γούναρη, η ύπαρξη συλλογικής ονομασίας, μύθου κοινής καταγωγής από το Βυζάντιο, κοινής παράδοσης θρησκευτικών διωγμών, αλληλεγγύης μεταξύ ομοδόξων και κοινής θρησκευτικής νοοτροπίας ανάμεσα στα μέλη του Ρουμ μιλέτ σημαίνει ότι αποτελούσαν [[εθνοτική ομάδα]].<ref>{{harvnb|Γούναρης|1997|p=35-6, 43-4}}</ref><ref>{{harvnb|Smith|1988|p=73}}</ref>