Νίκος Σκαλκώτας: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
μΧωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Γραμμή 11:
|είδος τέχνης = [[συνθέτης|μουσικοσυνθέτης]]
|υπηκοότητα = [[Έλληνες|Ελληνική]]
}}Ο '''Νίκος Σκαλκώτας''' ([[Χαλκίδα]], [[8 Μαρτίου]] [[1904]], - [[Αθήνα]], [[19 Σεπτεμβρίου]] [[1949]] ) ήταν συνθέτης του 20ού αιώνα. Ήταν μέλος της [[Β΄ Σχολής της Βιέννης|Δεύτερης Βιεννέζικης Σχολής]] και είχε επιρροές τόσο από την [[κλασική μουσική]] όσο και από την [[Ελληνική παραδοσιακή μουσική|Ελληνική παραδοσιακή μουσική]].
 
== Βιογραφία ==
Ο Νίκος Σκαλκώτας γεννήθηκε στη Χαλκίδα στις 8 Μαρτίου 1904. Καταγόταν από την [[Τήνο]] και προερχόταν από οικογένεια μουσικών με το επίθετο Σκαλκώτος. Ο πατέρας του Αλέκος, φλαουτίστας στη Φιλαρμονική της Χαλκίδας, άλλαξε το επίθετο της οικογένειάς του σε Σκαλκώτας, χάριν ευφωνίας. Από την ηλικία των πέντε ετών άρχισε να μαθαίνει [[βιολί]] με τον θείο του και το 1910 η οικογένειά του μετακόμισε στην Αθήνα για να του προσφέρει την ευκαιρία πληρέστερης μουσικής μόρφωσης. Γράφτηκε στο [[Ωδείο Αθηνών]] και το 1918 αποφοίτησε με την ανώτατη διάκριση («Χρυσό Μετάλλιο») για την ερμηνεία του στο «Κοντσέρτο για βιολί» του [[Μπετόβεν]]. Τα επόμενα χρόνια έπαιζε βιολί σε διάφορες εκδηλώσεις, ενώ ποιήματά του δημοσιεύτηκαν στο περιοδικό «Νουμάς».
 
Το 1921 λαμβάνει υποτροφία από το Ίδρυμα Αβέρωφ για ανώτερες σπουδές βιολιού στο Βερολίνο. Γρήγορα, όμως, θα προσανατολιστεί στη σύνθεση, με δασκάλους τον [[Κουρτ Βάιλ]], τον [[Φίλιπ Γιάρναχ]] και τον «πάπα της πρωτοπορίας» [[Άρνολντ ΣένμπμπεργκΣένμπεργκ]], ο οποίος τον εκτιμούσε ιδιαίτερα. Μαζί του έμεινε ως το 1931, χάρη σε νέα υποτροφία που του προσέφερε ο [[Εμμανουήλ Μπενάκης]]. Παράλληλα, έπαιζε βιολί σε ελαφρές ορχήστρες για να συμπληρώνει το εισόδημά του.
 
Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στο Βερολίνο έγραψε πάνω από 70 έργα, τα περισσότερα από τα οποία χάθηκαν. Παρά την εκτίμηση που έτρεφε στον Σένμπεργκ, δεν ακολούθησε τυφλά το [[Δωδεκαφθογγισμός|δωδεκαφθογγικό σύστημα]] του δασκάλου του, αλλά ανέπτυξε μια δική του απόλυτα πρωτότυπη παραλλαγή. Το 1931, μια έντονη συναισθηματική κρίση προκάλεσε τη διακοπή της σχέσης του με την γερμανίδα σύντροφό του, τη βιολονίστρια Ματίλντε Τέμκο, με την οποία είχε αποκτήσει δύο παιδιά, την Άρτεμη και ένα βρέφος που χάθηκε στη γέννα. Ακολούθησε η δημιουργική κρίση, που κράτησε έως το 1935.
 
Τον Μάιο του 1933 επιστρέφει στην Ελλάδα, τον ίδιο ακριβώς μήνα που ο δάσκαλός του Άρνολντ Σένμπεργκ παίρνει τον δρόμο της εξορίας για τις ΗΠΑ, μη αντέχοντας την καταπίεση των Ναζί. Από την πρώτη στιγμή που πάτησε το πόδι του στην πατρίδα αντιμετώπισε τον φθόνο και την καχυποψία του μουσικού κυκλώματος ([[Φιλοκτήτης Οικονομίδης]], [[Μανώλης Καλομοίρης]], [[Δημήτρης Μητρόπουλος]], [[Σπύρος Φαραντάτος]]), παρότι ήταν γνωστή η αξία του.
 
Στα μουσικά πράγματα της χώρας κυριαρχούσαν άνθρωποι συντηρητικών αντιλήψεων, που σχετίζονταν με τη λεγόμενη «Εθνική Σχολή» και δεν μπορούσαν ή δεν ήθελαν να κατανοήσουν τις νέες μουσικές προτάσεις του Σκαλκώτα. ΙσχυρίζοντανΙσχυριζόντουσαν ότι έγραφε ακαταλαβίστικη μουσική, που ήταν αντίθετη με τους κανόνες που διδάσκονταν στα ωδεία και διέδιδαν πως ήταν ήταν τρελός! Ο μουσικολόγος και βιογράφος του Σκαλκώτα Γ. Γ. Παπαϊωάννου αποκαλεί τη συμπεριφορά τους απέναντι στον Σκαλκώτα «μεγάλη συμπαιγνία» και πιστεύει ότι το πληθωρικό του ταλέντο θα τους επισκίαζε και θα τους εξοστράκιζε από τις «καρέκλες» τους.
 
Όλες οι πόρτες ήταν κλειστές για τον Σκαλκώτα. Για να ζήσει δέχεταικαταδέχεται να παίξει βιολί σε ένα από τα τελευταία αναλόγια της Κρατικής Ορχήστρας και αργότερα στις Ορχήστρες της Λυρικής και της Ραδιοφωνίας, παρά την αναμφισβήτητη αξία του ως βιολονίστα. Ως αντίδοτο, άρχισε να συνθέτει πυρετωδώς από το 1935 και ως το 1945 είχε γράψει πάνω 100 έργα. Κλεισμένος στον δικό του κόσμο και αποκομμένος εντελώς από τις ευρωπαϊκές τάσεις ανέπτυξε ένα δικό του, εντελώς προσωπικό ύφος.
 
Το 1946 παντρεύτηκε την πιανίστρια Μαρία Παγκαλή κι ένα χρόνο αργότερα ήρθε στη ζωή ο γιος τους Αλέκος, που διακρίθηκε ως ζωγράφος. Ακολούθησε μια νέα περίοδος δημιουργικής σιωπής, αλλά από το 1949 άρχισε να συνθέτει με τους παλιούς του ρυθμούς νέα έργα και να ενορχηστρώνει παλιότερα. Πέθανε στις 20 Σεπτεμβρίου 1949 από επιπλοκές που προκάλεσε η αμελημένη περισφιγμένη κήλη του. Δύο ημέρες αργότερα γεννήθηκε ο δεύτερος γιος του, Νίκος, που τον γνωρίζουμε ως πρωταθλητή Ελλάδας στο σκάκι.
Γραμμή 56:
 
==== 3η Περίοδος (1946-1949) ====
Η τελευταία περίοδος πριν πεθάνει. Δημιουργεί έργα με δραματικότερη και σκυθρωπή διάθεση. Εκείνη τη περίοδο, εμφανίζονται και έργα εξ' ολοκλήρου [[τονικά]] και [[αρμονικά]].
 
 
'''Χαρακτηριστικά έργα της 3ης Περίοδου:'''
Γραμμή 66 ⟶ 65 :
 
Γενικά, σε όλη τη διάρκεια της σταδιοδρομίας του ο Σκαλκώτας παρέμεινε πιστός στα νεοκλασικά ιδανικά της "Νέας Αντικειμενικότητας" (''Neue Sachlichkeit'') και της "απόλυτης μουσικής" που διακηρύχθηκαν το [[1925]]. Όπως ο [[Άρνολντ Σένμπεργκ|Σένμπεργκ]], καλλιέργησε επίμονα κλασικές φόρμες, αλλά ο κατάλογος των έργων του χωρίζεται σε έργα [[Ατονικότητα|ατονικά]] και [[Δωδεκαφθογγισμός|δωδεκαφθογγικά]], και σε [[Τονικότητα|τονικά]] έργα, ενώ και οι δύο κατηγορίες εκτείνονται χρονικά σε όλη τη συνθετική του καριέρα.
 
Αυτή η φαινομενική ανομοιογένεια μπορεί να εντάθηκε από την αγάπη του για την ελληνική παραδοσιακή μουσική. Παρόλα αυτά, παρέμεινε σκεπτικιστής στις προσπάθειες των Ελλήνων συγχρόνων του να την ενσωματώσουν στο σύγχρονο συμφωνικό στυλ, και μόνο σε ένα μεγάλο έργο αντιπαρέθεσε και ανάμειξε το παραδοσιακό, το ατονικό και το δωδεκαφθογγικό στυλ: η [[προγραμματική μουσική]] στο παραμυθόδραμα του Χρήστου Ευελπίδη "Με του Μαγιού τα μάγια" ο Σκαλκώτας ήταν προφανώς απρόθυμος να αναπτύξει το είδος αυτό των δομικών και στυλιστικών τάσεων που θα είχε προδώσει τα ιδανικά του για ενοποίηση, τα οποία είχε κληρονομήσει από τον Σένμπεργκ. Έτσι μπορεί να ιδωθεί σαν ένας σύνδεσμος ανάμεσα στην [[Δεύτερη Σχολή της Βιέννης]], τη σχολή του [[Φερούτσιο Μπουζόνι|Μπουζόνι]] και του [[Ιγκόρ Στραβίνσκι|Στραβίνσκι]]. Ο Σκαλκώτας ήταν ικανός να συνδέει διαφορετικά και κατά κάποιο τρόπο αντιθετικά στοιχεία και να μη συμβιβάζεται, αλλά μάλλον να εμπλουτίζει τη δική του αυθεντικότητα, ποικιλία και δύναμη έκφρασης.
 
Παρόλα αυτά η μουσική του είχε μόνο περιορισμένη επιρροή στις μεταπολεμικές τάσεις, ακόμα και στην Ελλάδα, πιθανόν εξ αιτίας των χωρίς συμβιβασμούς απαιτήσεων του τόσο από τον ακροατή όσο και από τον εκτελεστή, και των φαινομενικά συντηρητικών δομικών και θεματικών του προτιμήσεων.