Ελληνικά μουσικά όργανα: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Γραμμή 30:
Ο ''τρίπους'' του [[Πυθαγόρας ο Ζακύνθιος|Πυθαγόρα του Ζακυνθίου του 5ου ΠΚΕ αι. παρουσιάζει, επίσης, λειτουργικό ενδιαφέρον παρά τη σχετική σύντομη εξαφάνισή του, καθώς αποτελούσε σύνθετο όργανο με τρεις κιθάρες προσαρμοσμένες σε τρίποδα, τονισμένες σε διαφορετικές διατονικές αρμονίες, δωρική, φρυγική και λύδια<ref>Βλ. Παπαοικονόμου-Κηπουργού Κ. 2003, ''ό.π.'' σ. 111.</ref>.
 
Από την οικογένεια των πολύχορδων ενδιαφέρον παρουσιάζει η [[άρπα]] και το ψαλτήριον. Η άρπα φαίνεται πως ήταν ιδιαίτερα διαδεδομένη στην ανατολική [[Μεσόγειος|Μεσόγειο]], όχι όμως στην Ελλάδα, όπου απαντάτο ένα είδος άρπας τριγωνικού σχήματος, το τρίγωνο, που ως επί το πλείστον φαίνεται ότι παιζόταν χωρίς χωρίς συνοδεία φωνής και συνδεόταν με αισθησιακή ή ερωτική δραστηριότητα και φέρεται ότι έμεινε σε χρήση ακόμη και στον 2ο ΠΚΕ αι.<ref>Βλ. Παπαοικονόμου-Κηπουργού Κ. 2003, ''ό.π.'' σ. 112.</ref>. Αντίθετα, διαδεδομένο όργανο στην Ελλάδα ήταν το ψαλτήριο, που παιζόταν με γυμνά δάκτυλα και συνδεόταν επίσης με αισθησιακές δραστηριότητες.
 
Λίγες πληροφορίες διαθέτουμε για άλλα πολύχορδα, όπως το επιγόνειο, επινόηση του Επίγονου, με 40 χορδές, το 35χορδο σιμίκιον, την 20χορδη μάγαδι προσφιλή στη [[Λέσβος|Λέσβο]], με χορδές τονισμένες σε ζεύγη, την επίσης 20χορδη πήκτι με τονισμένες χορδές κατά τον ίδιο τρόπο και την νάβλα, για την οποία υφίσταται [[αρχαιολογική μαρτυρία]], εκτός των φιλολογικών μαρτυριών από μικρή ανάγλυφη επιτύμβια πλάκα στην οποία είναι σχεδιασμένο το όργανο, επιβεβαιωμένο από σχετική επιγραφήεπιγραφήΦεβρουάριος 1995, ανακοίνωση του Δ. Παντερμαλή για τις ανασκαφές στο Δίον. <ref>Βλ. Παπαοικονόμου-Κηπουργού Κ. 2003, ''ό.π.'', σ. 113.</ref>.
 
Από την ομάδα του λαούτου ξεχωρίζει η [[πανδουρίς]] ή πανδούρα, τρίχορδο όργανο με σχετικά μικρό και κοίλο συνήθως ηχείο, που φαίνεται ότι παιζόταν συνήθως από γυναίκες και για το οποίο διαθέτουμε, επίσης, αρχαιολογική μαρτυρία<ref>Βλ. για παράδειγμα, ανάγλυφο από τη βάση αγάλματος από τη Μαντίνεια του ύστερου 4ου αι. ΠΚΕ, [[Εθνικό Αρχαιλογικό Μουσείο]]. Βλ. Παπαοικονόμου-Κηπουργού Κ. 2003, ό.π., σ. 114.</ref>.
 
Εξετάζοντας τα αερόφωνα στην κλασική Ελλάδα, τα έμπνευστα ή εμπνεόμενα αλλιώς, βλέπουμε πως χωρίζονταν σε δύο κατηγορίες, σε εκείνα που διέθεταν και εκείνα που δε διέθεταν επιστόμιο. Στους αυλούς ή φλάουτα, που δε διέθεταν επιστόμιο, περιλαμβάνονται όσοι έχουν ανοικτό και όσοι έχουν κλειστό ή φραγμένο άκρο, ενώ στα πνευστά με επιστόμιο ταξινομούνται οι αυλοί με γλωττίδες ή οι σάλπιγγες με επιχείλιο επιστόμιο<ref>Παπαοικονόμου-Κηπουργού Κ. 2003, ''ό.π.'' σ. 116.</ref>.
 
Ενδιαφέρον για την κλασική Ελλάδα συγκεντρώνουν ο μονός και οι διπλός αυλός από τα ανοικτά φλάουτα, η πολυκάλαμη σύριγξ του Πανός από τα κλειστά ή φραγμένα φλάουτα και η [[Ύδραυλις|ύδραυλις του Κτησίβιου]]. Όσον αφορά στα γλωττιδοφόρα, όπως περιγράφονται, σημαντικός θεωρείται ο αυλός, όχι μόνο γιατί συνόδευε πολλαπλές όψεις της ζωής κατά την κλασική αρχαιότητα, αλλά και ως όργανο αναφοράς με σημαντική κατασκευαστική εξέλιξη. Ωστόσο, δεν έχει διασωθεί καμία γλωττίδα καλαμένια, εξαιτίας του μη ανθεκτικού στη φθορά του χρόνου υλικό.
 
Πιθανώς το σημαντικότερο πνευστό όργανο είναι ο αυλός, καθώς συνδεόταν στενά με πολλές κοινωνικές εκδηλώσεις, όπως είναι οι [[παιάνας|παιάνες]], οι θρήνοι, τα πολεμικά εμβατήρια ή οι γιορταστικοί χοροί. Αναφέρεται η χρήση του σε βακχικές και άλλες εκστατικές λατρείες. Από τον απλό βασικό αυλό που παράγει το αυλητικό τετράχορδο ή πεντάχορδο έως τον σύντονο μετονομασμένο σπονδειακό αυλό από [[ντο]], που χαρακτηρίζει την αρχαιοελληνική φθογγολογία ο αυλός σε όλες τις μορφές του υπήρξε βασικό εργαλείο για την απόδοση του πυθαγόρειου και του φυσικού συστήματος<ref>Βλ. Λέκκας Δ. 2003, σσ. 2, 5 και 7.</ref>.
 
Όργανο των ποιμένων και των συναφών θεοτήτων η σύριγξ αποτελείται από μια ομάδα σωλήνων συνδεδεμένων μεταξύ τους, από καλάμι ή από άλλο υλικό, χωρίς οπές, από τους οποίους ο καθένας έχει διαφορετικό μήκος, παράγοντας και διαφορετικό τονικό ύψος. Το όργανο συνδεόταν με την καθημερινότητα της ποιμενικής ζωής και αναπαρίστατο σε σχέση κυρίως με τον [[Πάνας|Πάνα]], με τον οποίο συνδεόταν [[μυθολογία|μυθολογικά]]<ref>Παπαοικονόμου-Κηπουργού Κ. 2003, ''ό.π.'' 118-9</ref>..
 
Η σάλπιγξ με τη σειρά της, αν και δε χρησιμοποιείτο ως μουσικό όργανο, αλλά για πολεμικά σαλπίσματα, ήταν όργανο κατά κανόνα χάλκινο. Αποτελείτο από μακρύ σωλήνα με άκρο κωνόσχημα διεσταλμένο και έφερε επιχείλιο επιστόμιο. Όταν χρησιμοποιείτο για τελετουργικούς σκοπούς αποδιδόταν ως ''ιερά σάλπιγξ''<ref>Παπαοικονόμου-Κηπουργού Κ. 2003, ''ό.π.'' σ. 126</ref>.
 
Τα τύμπανα, τα κρόταλα, τα κύμβαλα και τα σείστρα, ως εκπρόσωποι των μεμβρανόφωνων και των ιδιόφωνων θεωρούνται λιγότερο σημαντικά στοστα [[εννοιολογικό πλαίσιο|συμφραζ'ομενα]] της χρήσης των μουσικών οργάνων ως συνοδευτικών της ανθρώπινης φωνής.
 
Το τύμπανο στην [[αρχαία Ελλάδα]] φαίνεται πως ήταν ανοιχτός ρηχός κύλινδρος, στη μία πλευρά του οποίου τεντωνόταν ένα δέρμα. Το όργανο χρησιμοποιείτο σε οργιαστικές τελετές της [[Κυβέλη]]ς, του [[Διόνυσος|Διονύσου]] Βάκχου και του [[Σαβάζιος|Σαβάζιου]], όπως και τα κύμβαλα, και παιζόταν κυρίως από γυναίκες<ref>Παπαοικονόμου-Κηπουργού Κ. 2003, ''ό.π.'' 129.</ref>. Η τήρηση του [[ρυθμός|ρυθμού]] φαίνεται πως ήταν ο κύριος στόχος της χρήσης των κροτάλων, που απαντώνταν σε γιορτασμούς, όπως είναι ο γάμος και παίζονταν από γυναίκες που συνόδευαν αυλό ή λύρα.
 
==Ιδιαίτερες χρήσεις των οργάνων στη βυζαντινή περίοδο==