Θεόφραστος Σακελλαρίδης: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ Αφαίρεση κατηγορίας σύμφωνα με συζήτηση στην Αγορά
μΧωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Γραμμή 23:
Στα 1903, έγραψε την πρώτη του όπερα «Ο Υμέναιος» σε κείμενο του [[Ιωάννης Φραγκιάς|Ιωάννη Φραγκιά]]. Η εφημερίδα "Σκριπ" (10/12/1903) αναφέρει πως ''«η σκηνή του μελοδραματικού ειδυλλίου συμβαίνει εις την Ελευσίνα κατά την μυθολογικήν εποχήν της Ελλάδος».''
 
Γύρω στο 1904 φαίνεται πως είχε ήδη συνθέσει τη σκηνική όρχηση ([[μπαλλέτομπαλέτο]]) «Υπό τον ουρανόν της Ελλάδος». Την ίδια χρονιά συνέθεσε και τη μουσική για τις «[[Εκκλησιάζουσες]]» του [[Αριστοφάνης|Αριστοφάνη]] (σε μετάφραση του Πολύβιου Δημητρακόπουλου) που παρουσιάστηκαν στη [[Νέα Σκηνή]] του [[Κωνσταντίνος Χρηστομάνος|Κ. Χρηστομάνου]]. Επίσης, από το [[1907]] έως [[1913]], διασκεύαζε ξένη μουσική για τις επιθεωρήσεις «Τα Παναθήναια».
 
Μεγάλη επιτυχία γνώρισε η όπερα «[[Περουζέ]]» (σε λιμπρέτο του Γ. Τσοκόπουλου), που πρωτοπαίχτηκε στις [[9 Αυγούστου]] [[1911]] στο [[θέατρο Ολύμπια]] ([[Εθνική Λυρική Σκηνή]]) με μαέστρο τον [[Στέφανος Βαλτετσιώτης|Στέφανο Βαλτετσιώτη]] και πρωταγωνιστές τη μεσόφωνο [[Ρεβέκα (μεσόφωνος)|Ρεβέκα]] στο ρόλο της τσιγγάνας Περουζέ, τον τενόρο Νίκο Μωραΐτη, και τον μπάσο Μιχάλη Βλαχόπουλο. Οι παραστάσεις συνεχίστηκαν για δύο χρόνια. Από το συγκεκριμένο έργο προέρχεται η γνωστή άρια «Νεράιδα του γιαλού» και το ντουέτο «Πιο θερμά». Τον «Υμέναιο» (1903), ακολούθησαν οι όπερες ο «Πειρατής» (1907), βασισμένη στο βραβευμένο στο Βουτσιναίο Διαγωνισμό έμμετρο θεατρικό έργο του [[Πολύβιος Δημητρακόπουλος|Πολύβιου Δημητρακόπουλου]] «Ο Κουρσάρος», το «Στοιχειωμένο Γεφύρι» (1912) και το «Καστρο της Ωρηάς» (1917) σε λιμπρέτα [[Γεώργιος Τσοκόπουλος|Γεωργίου Τσοκόπουλου]].
Γραμμή 55:
Ο [[Μανώλης Καλομοίρης]] στο 541 τεύχος του περιοδικού ''Νέα Εστία'' (Αθήναι 15 Ιανουαρίου 1950, τόμος 47) έγραφε μεταξύ άλλων με την αφορμή του θανάτου του Σακελλαρίδη: ''«Ένας ακόμη από τους πρωτεργάτες και θεμελιωτές της Ελληνικής μουσικής άνθησης έφυγε από ανάμεσά μας κι αφίνει ένα κενό που δύσκολα θα μπορέσωμε να το αναπληρώσωμε. Η μελωδία του χαμένου μουσουργού [...] κι αν δεν καίει κι αν δεν φλογίζει, όμως ευωδιάζει με ένα λεπτό μουσικό άρωμα γεμάτο από την Αττική φύση και την Αττική ομορφιά.[...] Αν όμως χάθηκε ο γλυκόλαλος τραγουδιστής, ο αχός της φλογέρας του μένει. Αχολογάει πάντα ολόθερμος και ζωντανός μέσα στις ψυχές και τις καρδιές μας και θα αντιλαλάει πάντα όπου Ελλάδα και Ελληνισμός σαν το θρόισμα στα κλαριά των πεύκων, όταν το δειλινό αεράκι τα αργοκινάει με το ανάλαφρο πέρασμά του, και θα μας ξεκουράζει από τον κάματο της σκληρής δουλειάς και τις πίκρες της καθημερινής ζωής».''
 
Ο ιστορικός του θεάτρου [[Γιάννης Σιδέρης]] στο ίδιο περιοδικό έλεγε: ''«...Ένας συντελεστής του νέου ελληνικού πολιτισμού έσβυσεέσβησε. Ως τόσο έζησε μια ζωή σεμνή και στάθηκε στο θέατρο σαν ένας αξιοπρεπής και σοβαρός άνθρωπος, που εκτιμούσε την έννοια της πνευματικότητας με την ευγενική και πολιτισμένη παρουσία του, με την ευθύτητά του. Μας άφισεάφησε έναν τρόπο καλλιτεχνικού βίου αληθινά τιμημένου και άξιου για μίμηση. Ως συνθέτης έκανε στην Οπερέττα ό,τι ο [[Γρηγόριος Ξενόπουλος|Ξενόπουλος]] στην πρόζα...».''
 
Η μουσικός και μουσικοκριτικός [[Σοφία Σπανούδη]] σε άρθρο της στη ''Νέα Εστία'' για τα πενήντα χρόνια της ελληνικής μουσικής δημιουργίας (Ιούλιος-Δεκέμβριος 1950, τόμος 48, σελ. 164) σημείωνε τα εξής: ''Ο Θεόφραστος Σακελλαρίδης υπήρξε ο πολυγραφώτερος Έλλην συνθέτης, που γνώρισε, ενώσω ζούσε, τη μεγάλη δόξα του ελαφρού λυρικού θεάτρου. Δημοφιλέστατος, ευτύχησε να ιδή το έργο του υιοθετούμενο πανηγυρικά από τον ελληνικό κόσμο. Πολύ δικαια οι θαυμασταί του τον επωνόμαζαν "Λέχαρ της Ελλάδος" για την πολύπλευρη έμπνευσή του και τη μελωδική του εφευρετικότητα. [...] Η παραγωγή του σε οπερέττες είναι πλουσιώτατηπλουσιότατη, γεμάτη από μουσικό οίστρο, δροσιά, αβίαστο αίσθημα και χάρη... ''
 
Ο ίδιος ο Σακελλαρίδης σε συνέντευξή του στην εφημερίδα "Εμπρός" (Κυριακή 9 Αυγούστου 1915), ανέφερε τα ακόλουθα: ''«Εγώ γράφω με αθηναϊκήν έμπνευσιν. Όταν ακούωμεν μίαν οπερέττα του Λέχαρ λέγομεν: Μυρίζει Βιέννην. Εάν μεθαύριον ειπούν και περί των έργων μου ότι μυρίζουν Αθήνα, επιτρέψατέ μου να το θεωρήσω ως εκπλήρωσιν του καλλιτεχνικού μου ονείρου».''