Καινή Διαθήκη: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ WPCleaner v1.33b - Fixed using Βικιπαίδεια:WikiProject Check Wikipedia (Σελίδα με χαρακτήρες ελέγχου unicode)
μ Remove invisible unicode control characters + other fixes με τη χρήση AWB (10269)
Γραμμή 11:
** Τις ''Πράξεις του Πέτρου''
** Τις ''Πράξεις του Παύλου''
Ο Πέτρος ήταν ένας από τους πρώτους μαθητές του Ιησού ενώ ο Παύλος ήταν απόστολος στον μη εβραϊκό κόσμο, της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας.
 
* Τις ''Επιστολές'': Από τα 27 βιβλία της Καινής Διαθήκης, τα 21 έχουν την μορφή των επιστολών. Οι 14 από αυτές γράφτηκαν από τον Απόστολο Παύλο. Μέσω αυτών απευθύνθηκε στους πιστούς διδάσκοντας το λόγο του Ιησού, δίνοντας λύσεις στα τοπικά προβλήματα των εκκλησιών και συμβουλές για το πως να ζήσουν μια χριστιανική ζωή.
Γραμμή 21:
Η έκφραση «Καινή Διαθήκη», σύμφωνα με τη χριστιανική παράδοση, προέρχεται από τον ίδιο τον [[Ιησούς Χριστός|Ιησού Χριστό]], ο όποιος κατά τις διηγήσεις των ευαγγελιστών και την παράδοση που διασώζει ο Απ. Παύλος, τη βραδιά του μυστικού δείπνου είπε: «Τούτο γαρ εστί το αίμα μου το της καινής διαθήκης το περί πολλών εκχυνόμενον εις άφεσιν αμαρτιών» ([[s:Κατά Ματθαίον#κστ'|Ματθ. 26, 28]] | [[s:Κατά Μάρκον#ιδ'|Μαρκ. 14, 24]] | [[s:Κατά Λουκάν#κβ'|Λουκ. 22, 20]] | Α΄ Κορ. 11, 25), δηλώνοντας έτσι μια νέα περίοδο της θείας οικονομίας.
 
Τα βιβλία που γράφηκαν από συγγραφείς της πρώτης εκκλησίας και περιέχουν τη διδασκαλία περί πραγματοποίησης των υποσχέσεων του θεού, το θάνατο και την ανάσταση του Χριστού, ονομάστηκαν «Καινή Διαθήκη» σε αντιδιαστολή προς τα βιβλία της προηγούμενης περιόδου της οικονομίας του Θεού, της «Παλαιάς Διαθήκης».
 
Ο όρος «Καινή Διαθήκη» προς δήλωση του συνόλου των βιβλίων, που περιέχουν τη νέα οικονομία του Θεού, μαρτυρείται από τα τέλη του 2ου αιώνα και επικρατεί οριστικά από τις αρχές του 3ου αιώνα και μετά. Τα βιβλία που αποτέλεσαν την Καινή Διαθήκη είναι η τελική καταγραφή της προφορικά και γραπτά μεταδιδόμενης χριστιανικής παράδοσης. Αλλά και αυτά, την εποχή που γράφηκαν δεν αναγνωρίστηκαν αμέσως ως [[Αγία Γραφή|«Γραφή»]]. Εκείνο που τα επέβαλε στη συνείδηση των χριστιανών ήταν η αποστολική τους προέλευση και η συμφωνία τους προς την αλήθεια που είχε η εκκλησία ως ζωντανή παράδοση από τους «απ' αρχής αυτόπτας και υπηρέτας» του λόγου (Λουκ. 1, 2). Για πρώτη φορά περί τα μέσα του 2ου αιώνα μερικά χωρία από τα ευαγγέλια παρατίθενται ως «Γραφή».
Γραμμή 48:
 
== Η διαμόρφωση του Κανόνα της Καινής Διαθήκης ==
Κατά τη διάρκεια του [[1ος αιώνας|1ου αιώνα]], ο κανόνας ιερών συγγραμμάτων της χριστιανικής εκκλησίας αποτελούνταν αποκλειστικά από τις εβραϊκές «Γραφές» ([[Παλαιά Διαθήκη]]), οι οποίες θεωρούνταν θεόπνευστες. ([[s:Προς Τιμόθεον Β'#3|2 Τιμ. 3:16]]· [[s:Πέτρου Β'#1|2 Πέτρ. 1:20]]) Τα συγγράμματα που αργότερα έγιναν γνωστά ως ''Καινή Διαθήκη'' χρησιμοποιούνταν σε τακτική βάση από τις εκκλησίες κατά τη [[λατρεία]], ως κριτήριο εκκλησιαστικής τάξης, για κατηχητική εκπαίδευση και για θεολογικούς σκοπούς. Αυτά τα νέα χριστιανικά συγγράμματα περιείχαν αναφορές σε άλλα χριστιανικά συγγράμματα της εποχής, χαρακτηρίζοντάς τα μάλιστα ως «Γραφές», σε σημείο ώστε μέχρι τα τέλη του δεύτερου αιώνα να αναφέρονται έτσι τα συγγράμματα της Καινής Διαθήκης<ref>«In 2 Peter 3:16 Paul’s epistles are actually called ‘Scriptures’‘Scriptures’, and a gospel is identified as ‘the‘the Scripture’Scripture’ in 1 Timothy 5:18. The use of ‘Scripture‘Scripture(s)’ to denote NT writings became increasingly common through the 2nd century and by the end of it was normal». (''New Dictionary of Biblical Theology, 2001)</ref>. Χριστιανικά έργα εκείνης της περιόδου όπως η ''Επιστολή Βαρνάβα'' και η ''Δεύτερη Επιστολή Κλήμεντος'' εισαγάγουν χωρία από αυτά τα χριστιανικά συγγράμματα με τον τρόπο που συνέβαινε ως τότε για τις εβραϊκές Γραφές: «{{Πολυτονικό|Γέγραπται}}». Καθώς υπήρχε ακόμη διαθέσιμη η ζωντανή προφορική παράδοση των λόγων του Ιησού αλλά και η παρουσία των [[Απόστολοι|αποστόλων]], των μαθητών των αποστόλων και των [[Προφήτης|προφητών]] δεν υφίστατο καν η έννοια ενός κλειστού κανόνα αποδεκτών κειμένων<ref>«There is no sense, at this stage, of a Canon of Scripture, a closed list to which addition may not be made. This would appear to be due to two factors: the existence of an oral tradition and the presence of apostles, apostolic disciples, and prophets, who were the foci and the interpreters of the dominical traditions». (''New Bible Dictionary, 1982.</ref>. Μόνο κατά τη διάρκεια του [[2ος αιώνας|2ου αιώνα]] τα [[Ευαγγέλια]] και οι επιστολές του [[Απόστολος Παύλος|αποστόλου Παύλου]] αναβαθμίστηκαν στο επίπεδο του «κανόνα».
 
Καθώς η εκκλησία θεωρούσε ότι ήταν ο «νέος Ισραήλ», παρέμενε προσκολλημένη στον κανόνα βιβλίων που χρησιμοποιούνταν από τους [[Ιουδαϊσμός|Ιουδαίους]], με μια νέα όμως αντίληψη περί αυτού. Η Παλαιά Διαθήκη μπορούσε να θεωρηθεί χριστιανική μόνο εφόσον ήταν κατανοητό ότι έδινε μαρτυρία στο σύνολό της για τον [[Ιησούς Χριστός|Ιησού Χριστό]]<ref>Βλέπε το έργο ''Διάλογος προς Τρύφωνα'' του [[Ιουστίνος ο Μάρτυρας|Ιουστίνου Μάρτυρα]] (περ. [[165]]). Αυτή η ιδέα φαίνεται και στο έργο ''Περί Πάσχα'' του [[Μελίτων Σάρδεων|Μελίτωνα Σάρδεων]] (περ. [[170]]), όπου αναφέρεται για παράδειγμα: «{{Πολυτονικό|Καὶ γὰρ ὁ Νόμος Λόγος ἐγένετο καὶ ὁ παλαιὸς καινός͵ συνεξελθὼν ἐκ Σιὼν καὶ Ἰερουσαλήμ καὶ ἡ ἐντολὴ χάρις͵ καὶ ὁ τύπος ἀλήθεια}}».</ref>.
Γραμμή 81:
:(''"Σύνοψις" [επίτομος της Θείας Γραφής, Παλαιάς και Νέας Διαθήκης]'', PG 28, 293)
 
και
 
:''"βιβλία τούτων έξωθεν, ού κανόνιζόμενα"''
Γραμμή 95:
:«{{Πολυτονικό|'''Κανὼν ΝΘ'''' Ὅτι οὐ δεῖ ἰδιωτικοὺς ψαλμοὺς λέγεσθαι ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ, οὐδὲ ἀκανόνιστα βιβλία, ἀλλὰ μόνα τὰ κανονικὰ τῆς Παλαιᾶς καὶ Καινῆς Διαθήκης.<br /> '''Κανὼν Ξ'''' Ὅσα δεῖ βιβλία ἀναγινώσκεσθαι [...] τῆς Καινῆς Διαθήκης ταῦτα· Εὐαγγέλια τέσσαρα, κατὰ Ματθαῖον, κατὰ Μάρκον, κατὰ Λουκᾶν, κατὰ Ἰωάννην· Πράξεις Ἀποστόλων· Ἐπιστολαὶ καθολικαὶ ἑπτά, Ἰακώβου μία, Πέτρου δύο, Ἰωάννου τρεῖς, Ἰούδα μία· Ἐπιστολαὶ Παύλου δεκατέσσαρες· πρὸς Ρωμαίους μία, πρὸς Κορινθίους δύο, πρὸς Γαλάτας μία, πρὸς Ἐφεσίους μία, πρὸς Φιλιππησίους μία, πρὸς Κολοσσαεῖς μία, πρὸς Θεσσαλονικεῖς δύο, πρὸς Ἑβραίους μία, πρὸς Τιμόθεον δύο, πρὸς Τίτον μία, καὶ πρὸς Φιλήμονα μία}}». <br />([[s:Κανόνες της εν Λαοδικεία Συνόδου|Κανόνες της εν Λαοδικεία Συνόδου]] [[s:Κανόνες της εν Λαοδικεία Συνόδου#Κανὼν ΝΘ'|59]] και [[s:Κανόνες της εν Λαοδικεία Συνόδου#Κανὼν Ξ'|60]])
 
Εντούτοις, έχουν διατυπωθεί αμφιβολίες για το κατα πόσον αυτή η λίστα Γραφικών βιβλίων (Κανόνας Ξ') είχε περιληφτεί μαζί με τους υπόλοιπους κανόνες ή αν αποτελεί μεταγενέστερη προσθήκη<ref>Η λίστα αυτή των βιβλίων παραλείπεται από τη λατινική έκδοση του [[Διονύσιος ο Μικρός|Διονύσιου του Μικρού]] (Dionysius Exiguus) και από 3 συριακά χειρόγραφα που βρίσκονται στο [[Βρετανικό Μουσείο]]. Βλέπε Alexander Souter, ''The Text and Canon of the New Testament'' Second ed., 1953, σελ. 178.</ref>.
 
Με τον ''κανόνα'' της Λαοδίκειας ταυτίζεται —εκτός από το βιβλίο της [[Αποκάλυψη του Ιωάννη|Αποκάλυψης]]— η 39η ''Εορταστική Επιστολή'' του Αθανάσιου, το [[367]], η οποία απαριθμεί και τα 27 βιβλία της Καινής Διαθήκης, γεγονός που αποτελεί την πρώτη εμφάνιση του κανόνα με την μορφή που έχει μέχρι και σήμερα. Η [[Σύνοδος της Ιππώνος]] ([[393]]) και λίγο αργότερα η [[Σύνοδος της Καρχηδόνας]] το [[397]] εξέδωσαν τον ίδιο κατάλογο κανονικών βιβλίων. Εντούτοις κατά τη διάρκεια των αιώνων που ακολούθησαν δεν έγινε αποδεκτός ο κανόνας αυτός από όλους μέσα στη χριστιανική εκκλησία.
 
Για την [[Ορθόδοξη Εκκλησία]], η 39η επιστολή που αποτελεί και κανόνα της Εκκλησίας, επικυρώθηκε από τη ''Σύνοδο της Καρθαγένης'' ([[419]]):
Γραμμή 108:
Τους κανόνες της ''[[Συνόδου της Καρθαγένης]]'', επικύρωσε ο ''Κανών β’''<ref>Ο δεύτερος κανόνας της [[Πενθέκτη Σύνοδος|Πενθέκτης Συνόδου]] μπορεί να βρεθεί στην [[s:Κανόνες Πενθέκτης Οικουμενικής Συνόδου#Κανὼν Β'|Βικιθήκη]] και στην [http://www.ccel.org/ccel/schaff/npnf214.xiv.iii.ii.html ιστοσελίδα της ''Christian Classics Ethereal Library''], στην αγγλική.</ref> της ''Εν Τρούλλω Πενθέκτης [[Οικουμενικές Σύνοδοι|Οικουμενικής Συνόδου]]'' το [[691]].
 
Βεβαίως, ενώ οι [[Πατρολογία|εκκλησιαστικοί πατέρες]] και οι τοπικές σύνοδοι αποφαίνονταν για την εγκυρότητα των Χριστιανικών συγγραμμάτων, η χρήση από τις Χριστιανικές κοινότητες παρείχε την πραγματική αξιολόγηση του τι θα περιλάμβανε ο κανόνας. Η Καινή Διαθήκη βασίστηκε τελικά στα συγγράμματα που είχαν ευρεία αποδοχή και ήταν χρήσιμα για την ανάγνωση στις κατά τόπους εκκλησίες. Βέβαια, ακόμη και σήμερα, για παράδειγμα, η [[Αιθιοπική Εκκλησία|Αιθιοπική (Αβυσσινιακή) Εκκλησία]] περιλαμβάνει στον κανόνα της 35 (ή 38) βιβλία αντί των 27.
 
Ο παρακάτω πίνακας παρουσιάζει συνοπτικά την διακύμανση ως προς την αναγνώριση της κανονικότητας των βιβλίων της ''Καινής Διαθήκης''.
 
{| {{Prettytable}}
Γραμμή 758:
Η γλώσσα του Ιησού και των πρώτων Αποστόλων δεν ήταν η ελληνική. Το ευαγγέλιο κηρύχθηκε αρχικά στην αραμαϊκή χωρίς αυτό να σημαίνει ότι η ελληνική γλώσσα δεν ήταν αρκετά γνωστή στην Παλαιστίνη κατά την εποχή του Ιησού. Στα Ιεροσόλυμα λειτουργούσαν τουλάχιστον πέντε συναγωγές Ελληνιστών Ιουδαίων, οι οποίοι, πρέπει να χρησιμοποιούσαν το ίδιο καλά την αραμαϊκή και την ελληνική. Πάντως το ευαγγέλιο κηρύχθηκε επί Παλαιστινιακού εδάφους στην αραμαϊκή, και σε αυτήν καταγράφτηκαν τα πρώτα "Λόγια του Ιησού" και οι πρώτες περί αυτού διηγήσεις. Όμως πολύ σύντομα, με την έξοδο των πρώτων ιεραποστόλων από το Παλαιστινιακό έδαφος, παρουσιάστηκε η ανάγκη ώστε το κήρυγμα της νέας θρησκείας να γίνεται στην ελληνική και λόγια του Ιησού ή παραδόσεις που είχαν γραφτεί στην αραμαϊκή, να μεταφρασθούν στην ελληνική.
 
Οι ελληνιστές Ιουδαίοι ιεραπόστολοι και ειδικά εκείνοι που είχαν ως κέντρο την Αντιόχεια, φαίνεται ότι υπήρξαν οι πρωτοπόροι προς την κατεύθυνση αυτή και η μετάφραση της Παλαιάς Διαθήκης στην ελληνική από τους "εβδομήκοντα" αποτέλεσε γι' αυτούς σημαντική κληρονομιά. Τα 27 βιβλία της Καινής Διαθήκης είναι είτε από την αρχή είτε τουλάχιστον στην παρούσα μορφή τους, γραμμένα στην ελληνική γλώσσα, επειδή άσχετα προς την αρχική καταγωγή του ιστορικού υλικού ή των αρχικών γραπτών πηγών, τα κείμενα αυτά προέρχονται όλα από Εκκλησίες που χρησιμοποιούσαν τα ελληνικά ως μέσο επικοινωνίας. Μάλιστα, αν εξαιρεθούν ελάχιστα χωρία, στα βιβλία της Καινής Διαθήκης, χρησιμοποιείται παντού και η ελληνική Παλαιά Διαθήκη των "εβδομήκοντα". Κατ' αυτό τον τρόπο, είναι φανερό πως η Καινή Διαθήκη αποτελεί μέρος της ελληνικής γραμματολογίας.
 
=== Το είδος της ελληνικής που χρησιμοποιήθηκε ===
Γραμμή 780:
== Η ιστορία του κειμένου της Καινής Διαθήκης ==
 
Είναι αλήθεια πως το γραπτό μήνυμα που διασώθηκε από τα βιβλία της Καινής Διαθήκης, εξαφανίστηκε στην αρχική του μορφή. Δεν έχουμε στη διάθεση μας ούτε ένα απλό σπάραγμα παπύρου, της γραφικής ύλης των πρώτων αιώνων, που να περιέχει κείμενο της Καινής Διαθήκης όπως βγήκε από το χέρι του αρχικού συγγραφέα. Αν και κάποια από αυτά μας οδηγούν αρκετά κοντά στη συγγραφή των αυθεντικών, ό,τι υπάρχει σήμερα είναι αντίγραφα των πρωτοτύπων.
 
Αυτό οφείλεται σε χιλιάδες αντιγραφείς, που από γενιά σε γενιά διέσωσαν και μετέδωσαν τα κείμενα αυτά. Βεβαίως, κι αυτοί υπόκεινταν στο ανθρώπινο λάθος. Είτε δεν διάβασαν σωστά κάποιες λέξεις, είτε εσφαλμένα αντέγραψαν άλλες, μετέθεσαν ολόκληρες προτάσεις, παρέλειψαν ολόκληρες φράσεις καθώς ήταν δυνατό από κάποια φυσική φθορά στο κείμενο του υποδείγματος να είχαν σβηστεί λίγα ή πολλά γράμματα και αυτά να παραλείπονται στο αντίγραφο, διάφορες προσθήκες παρουσιάζονταν και γενικά έκαναν όλα τα λάθη που η μελέτη της παλαιογραφίας και της κριτικής κειμένων έχει εντοπίσει σε κάθε ανθρώπινη προσπάθεια αντιγραφής.
Γραμμή 1.057:
* Κωνσταντίνου Σιαμάκη, [http://philologus.gr/4/68-2010-01-01-01-22-30/88-2009-02-01-20-33-58 ΒΙΒΛΙΚΟΣ ΚΑΝΩΝ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ], Μελέτες 1, 2008
* Κωνσταντίνου Σιαμάκη, [http://philologus.gr/4/68-2010-01-01-01-22-30/87-2009-02-01-20-30-18 ΒΙΒΛΟΣ], Μελέτες 1, 2008,
* Κωνσταντίνου Σιαμάκη, [http://philologus.gr/4/68-2010-01-01-01-22-30/76--i ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΑΠΟΚΑΛΥΨI], Περιοδικό Συμβολή, 2004-2008,
 
[[Κατηγορία:Καινή Διαθήκη| ]]