Μισαήλ Αποστολίδης: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Faolin42 (συζήτηση | συνεισφορές)
link to 1837
Γραμμή 6:
Από το 1815 έως το 1833 περίπου διακόνησε ως ιερέας και δάσκαλος στις ελληνικές κοινότητες της Ευρώπης, ξεκινώντας από τη [[Βιέννη]], συνεχίζοντας στην [[Τεργέστη]] και τελικά στο [[Μόναχο]] το [[1830]]. Εκεί παρακολούθησε επίσης μαθήματατα Θεολογίας και Φιλοσοφίας, ως ακροατής. Προηγούμενα, το 1827, βοήθησε να συγκεντρωθούν χρήματα από τους έλληνες της διασποράς προκειμένου να ιδρυθούν [[ορφανοτροφείο|ορφανοτροφεία]] στην ελεύθερη πλέον Ελλάδα, μετά από παράκληση του [[Ιωάννης Καποδίστριας|Ιωάννη Καποδίστρια]]. Το 1833 επέστρεψε στην Ελλάδα, μετά από σχετική πρόσκληση του πατέρα του [[Όθων της Ελλάδας|Όθωνα]], βασιλιά της [[Βαυαρία|Βαυαρίας]] [[Λουδοβίκος Α΄ της Βαυαρίας|Λουδοβίκου Α΄]], προκειμένου να διδάξει ελληνική γλώσσα και ιστορία στο γιο του, που μόλις είχε εγκατασταθεί ως βασιλιάς στην Ελλάδα.
 
Στην Αθήνα δίδαξε επίσης στο Θεολογικό Σχολείο και στο Διδασκαλείο, ενώ το [[1837]] διορίστηκε διορίστηκε ως ο πρώτος τακτικός καθηγητής της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών<ref>[http://www.theol.uoa.gr Τμήμα Θεολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών]</ref> στη [[Δογματική θεολογία]], τη [[Χριστιανική ηθική]] και την Ερμηνεία της Παλαιάς Διαθήκης. Χρημάτισε κοσμήτορας της Σχολής και Πρύτανης του Πανεπιστημίου κατά τα έτη 1842-1843 και 1850-1851, ενώ το 1852 ανακηρύχθηκε επίτιμος καθηγητής.
 
Ο Μισαήλ υπήρξε από τα ιδρυτικά μέλη της [[Φιλεκπαιδευτική Εταιρία|Φιλεκπαιδευτικής Εταιρίας]] και ο πρώτος καθηγητής της [[Ριζάρειος Σχολή|Ριζαρείου Σχολής]], της οποίας κατόπιν εγινε διευθυντής. Συμμετείχε ενεργά στο πιο φλέγον εκκλησιαστικό ζήτημα της εποχής, αυτό της [[Αυτοκεφαλία|Αυτοκεφαλίας]] της [[Εκκλησία της Ελλάδος|Εκκλησίας της Ελλάδος]], η οποία είχε μεν αυτοανακηρυχθεί Αυτοκέφαλη, δεν είχε όμως αναγνωριστεί από το [[Οικουμενικό Πατριαρχείο]]. Ο Μισαήλ ήταν εκπρόσωπος της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος στην [[Κωνσταντινούπολη]] και από τη θέση αυτή συνετέλεσε στην έκδοση του Συνοδικού Τόμου το 1850, με τον οποίο αναγνωρίστηκε το υπάρχον ως σήμερα εκκλησιαστικό καθεστώς της Ελληνικής Εκκλησίας.