Μαυροτσιροβάκος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Elanus (συζήτηση | συνεισφορές)
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Yobot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ Διόρθωση συντακτικού κώδικα με τη χρήση AWB (10454)
Γραμμή 19:
| subdivision = ''Sylvia melanocephala leucogastra''<br />''Sylvia melanocephala melanocephala''<br />''Sylvia melanocephala momus''<br />''Sylvia melanocephala pasiphae''<br />''Sylvia melanocephala valverdei''
}}
Ο '''Μαυροτσιροβάκος''' είναι [[στρουθιόμορφο]] πτηνό της [[οικογένεια|οικογενείας]] των [[συλβιίδες|Συλβιιδών]], που απαντάται και στον ελλαδικό χώρο. Η επιστημονική ονομασία του [[είδος|είδους]] είναι ''Sylvia melanocephala'' και περιλαμβάνει 5 [[υποείδος|υποείδη]]. <ref name="Howard and Moore, p. 598">Howard and Moore, p. 598</ref><ref>http://www.itis.gov/servlet/SingleRpt/SingleRpt?search_topic=TSN&search_value=563196</ref> {{Ref_label|I|i|none}}
 
Στην Ελλάδα απαντώνται τα [[υποείδος|υποείδη]] ''Sylvia melanocephala melanocephala'' (J. F. Gmelin, 1789) και ''Sylvia melanocephala pasiphae'' (Stresemann & Schiebel, 1925), με το δεύτερο να είναι ενδημικό της [[Κρήτη]]ς, της [[Ρόδος|Ρόδου]], των νησιών του Ν. Αιγαίου και της ΝΔ. Μικράς Ασίας. <ref> name="Howard and Moore, p. 598<"/ref>
 
Ο μαυροτσιροβάκος είναι ένα από τα στρουθιόμορφα που, στην Ελλάδα, αποκαλούνται με τη γενικότερη ονομασία ''τσιροβάκοι''. <ref>Όντρια (I), σ. 196</ref><ref name="ΠΛΜ: 58, 250">ΠΛΜ: 58, 250</ref> Σε γενικές γραμμές, αποτελεί τον κοινότερο τσιροβάκο που απαντάται στις μεσογειακές χώρες. <ref name="Heinzel et al, p. 290">Heinzel et al, p. 290</ref>
==Ονοματολογία==
Η επιστημονική ονομασία του [[γένος (βιολογία)|γένους]] ''sylvia'' συνδέεται με τη λατινική λέξη ''silva'' ή ''sylva'' «δάσος», «ξύλο», <ref>http://books.google.gr/books?id=m2QSAAAAIAAJ&pg=PA268&redir_esc=y#v=onepage&q&f=false</ref> και, επομένως, παραπέμπει στο ενδιαίτημα του πτηνού. Μάλιστα, ή ίδια η λέξη ''sylvia'' σημαίνει «ξωτικό (του δάσους)» <ref>Jobling, 376</ref>
 
Η επιστημονική ονομασία του [[είδος (βιολογία)|είδους]] ''melanocephala'' είναι, επίσης, (νεο-)λατινική και παραπέμπει στο χαρακτηριστικό μαύρο κεφάλι του αρσενικού.
Γραμμή 31:
Το ίδιο ισχύει και για την λαϊκή ελληνική ονομασία του πτηνού, ενώ η αγγλική (''Sardinian warbler''), παραπέμπει σε ένα από τα μεσογειακά νησιά, από όπου πρωτοπεριγράφηκε.
==Συστηματική ταξινομική==
Το [[είδος]] περιγράφηκε για πρώτη φορά, το 1789, από τον Γκμέλιν (J. F. Gmelin) στην [[Σαρδηνία]] ως ''Motacilla melanocephala''<ref name="ibc.lynxeds.com">http://ibc.lynxeds.com/species/sardinian-warbler-sylvia-melanocephala</ref>
Όπως τα περισσότερα είδη του [[γένος (βιολογία)|γένους]] ''Sylvia'', εμφανίζει ταξινομικά προβλήματα που έχουν περιπλακεί με την εισαγωγή δεδομένων DNA.
Μοριακές αναλύσεις παρέχουν φυλογενετικές πληροφορίες για το γένος ''Sylvia'', το οποίο θεωρείται ''κομβικό'' (''focal'') για μορφολογικές, συστηματικές, εξελικτικές και ηθολογικές μελέτες. Φαίνεται ότι το γένος προέκυψε στις αρχές του Μειόκαινου (19,4 εκατ. έτη πριν) και ότι κάποιες, μικρές αποκλίσεις γενεαλογίας, προέκυψαν άμεσα από παλαιο-κλιματικές αλλαγές που σχετίζονται με την ''Μεσσήνια Κρίση Αλατότητας'' (''Messinian Salinity Crisis''). Σε άλλα σημεία της φυλογενετικής απεικόνισης, οι αποκλίσεις μπορούν να συνδεθούν με ευρείας κλίμακας παλαιο-καιρικά φαινόμενα τα οποία έχουν αποδειχθεί ότι επηρέασαν πολλές καταγωγές σπονδυλωτών τόσο στην Ευρασία, όσο και στην Αφρική. <ref>Voelker & Light</ref>
 
Θεωρείται ότι σχηματίζει [[είδος|υπερείδος]] με το ασιατικό ''Sylvia mystacea'', λόγω της μεγάλης ομοιότητάς τους στην περιοχή του κεφαλιού, αλλά γενετικά, διαφέρουν πολύ μεταξύ τους. Ο κοντινότερος συγγενής του συγκεκριμένου υπερείδους είναι ο ''κοκκινοτσιροβάκος'' (''Sylvia cantillans'') που καταλαμβάνει την ίδια γεωγραφική περιοχή, περίπου. Η γεωγραφική διαφοροποίηση σε κάθε πληθυσμό είναι σε μεγάλο βαθμό σταδιακή, ιδιαίτερα σε νησιωτικές περιοχές, γι’ αυτό και υπάρχουν διαφωνίες μεταξύ των ερευνητών για την ύπαρξη κάποιων υποειδών ή, αντίθετα, για το εάν πρέπει να «προστεθούν» και άλλα. <ref>http:// name="ibc.lynxeds.com"/species/sardinian-warbler-sylvia-melanocephala</ref>
 
Μερικοί ερευνητές θεωρούν ότι, όλα τα υποείδη μπορούν να ταξινομηθούν σε δύο υπερείδη, τα οποία είναι σαφώς διακεκριμένα βιογεωγραφικά, ένα που συμπεριλαμβάνει τα υποείδη που ζουν δυτικά (Ευρώπη και ΒΔ. Αφρική) και το άλλο με τους πληθυσμούς των πιο ξηρών, ανατολικών περιοχών (Εγγύς Ανατολή και ΒΑ. Αφρική).
Γραμμή 45:
Στην Ασία, πάλι οι περιοχές της Εγγύς Ανατολής, που βρέχονται από την Μεσόγειο αποτελούν τμήμα της συνολικής επικράτειας.
 
Η Αφρική αποτελεί ιδιαίτερη περίπτωση, διότι, εκτός από τις παραμεσόγειες χώρες όπου ζει μόνιμα και αναπαράγεται το είδος, υπάρχουν και περιοχές μακριά από την Μεσόγειο, όπου κάποιοι πληθυσμοί έρχονται για να ξεχειμωνιάσουν. <ref name="maps.iucnredlist.org">http://maps.iucnredlist.org/map.html?id=22716959</ref>
{| class="wikitable"
|-
Γραμμή 54:
! Σημειώσεις
|-
| 1 || ''Sylvia melanocephala leucogastra'' || [[Κανάριες Νήσοι]] || Ενδημικό στα νησιά, με πιθανές μικρές μετακινήσεις των ανατολικότερων πληθυσμών προς το Μαχρέμπ || Κάποιοι ερευνητές το συμπεριλαμβάνουν στο 2. <ref name="Cabot & Urdiales">Cabot & Urdiales</ref> ''Μέτριο μέγεθος, μακρύ ράμφος και κοντές πτέρυγες''. Μορφολογικές διαφοροποιήσεις μεταξύ των πληθυσμών στα ανατολικά και τα δυτικά νησιά: οι δυτικοί πληθυσμοί ([[Τενερίφη]], [[Λας Πάλμας ντε Γκραν Κανάρια|Λας Πάλμας]]) πιο σκουρόχρωμοι στο πάνω μέρος, με καφετί απόχρωση στο κάτω μέρος των αρσενικών. Οι ανατολικοί πληθυσμοί ([[Φουερτεβεντούρα]], [[Λανθαρότε]], [[Γκραν Κανάρια]], μοιάζουν περισσότερο με τα 2 και 3, αλλά διαφέρουν στις βιομετρήσεις. <ref> name="Cabot & Urdiales<"/ref>
|-
| 2 || '''''Sylvia melanocephala melanocephala''''' || Ν [[Ευρώπη]] ανατολικά μέχρι Δ [[Τουρκία]], ΒΔ [[Αφρική]] ([[Μαρόκο]], [[Αλγερία]], [[Τυνησία]], Δ [[Λιβύη]]) || Μετακινήσεις νοτιότερα των περιοχών αναπαραγωγής (οάσεις της [[Σαχάρα]]ς) και μεταναστεύσεις προς κεντρική υποσαχάρια Αφρική ([[Νίγηρας]] || ''Μεγάλες, μακριές πτέρυγες, μάλλον οξύληκτο άκρο της ουράς, σκούρο χρώμα χωρίς κοκκινωπή απόχρωση στα αρσενικά, πλευρές σώματος γκρίζες. Η άνω επιφάνεια των θηλυκών ποικίλλει από ελαιογκρίζο μέχρι βαθύ ελαιοκαφετί''
Γραμμή 62:
| 4 || '''''Sylvia melanocephala pasiphae''''' || [[Κρήτη]], [[Ρόδος]], [[Κάρπαθος]] και νησιά ΝΑ Αιγαίου, ΝΔ [[Μικρά Ασία]] || Ενδημικό στην περιοχή || Περιγράφηκε από την Κρήτη το 1925. Κάποιοι ερευνητές το συμπεριλαμβάνουν στο 2
|-
| 5 || ''Sylvia melanocephala valverdei'' || Ν. [[Μαρόκο]] (νότια του Τιζνίτ) προς [[Δυτική Σαχάρα]] || Ενδημικό στην περιοχή, με κάποιες εποχικές μετακινήσεις || Νέο [[είδος|υποείδος]] που περιγράφηκε το 2005. <ref> name="Cabot & Urdiales<"/ref> Κάποιοι ερευνητές το συμπεριλαμβάνουν στο 2, επειδή θεωρούν ότι αντιπροσωπεύει ένα νέο μεταβατικό στάδιο ποικιλομορφίας, πιθανώς σχετιζόμενο με συγκεκριμένες οικολογικές συνθήκες στην έρημο Σαχάρα. <ref>http:// name="ibc.lynxeds.com"/species/sardinian-warbler-sylvia-melanocephala</ref> ''Μέτριο μέγεθος, μάλλον τετραγωνισμένο άκρο της ουράς. Πολύ αχνά χρώματα, τα πιο μουντά μέσα στο είδος, με την κάτω επιφάνεια σχεδόν λευκή. Ματ μαύρο κεφάλι και τα νεαρά άτομα στο χρώμα της άμμου''. <ref> name="Cabot & Urdiales<"/ref>
|}
*Επί πλέον είχε περιγραφεί και το [[είδος|υποείδος]] ''Sylvia melanocephala norrisae'' που, όμως, έχει να παρατηρηθεί από την δεκαετία του 1940 και θεωρείται εξαφανισμένο. <ref>del Hoyo et al</ref><ref>name="Howard and Moore, p. 598"/><ref>del Hoyo et al</ref><ref>http://www.worldbirdnames.org/bow/sylvias/</ref> Ζούσε στις μεγάλες οάσεις του Φαγιούμ στην Αίγυπτο. Ωστόσο, κάποιες ταξινομικές εξακολουθούν να το συμπεριλαμβάνουν στα σωζόμενα είδη, μεταξύ των οποίων και η έγκυρη ITIS. <ref>http://www.itis.gov/servlet/SingleRpt/SingleRpt?search_topic=TSN&search_value=917558</ref>
Πηγές: <ref> name="Howard and Moore, p. 598<"/ref><ref>http://maps name="ibc.iucnredlistlynxeds.orgcom"/map.html?id=22716959</ref><ref>http://ibc name="maps.lynxedsiucnredlist.comorg"/species/sardinian-warbler-sylvia-melanocephala</ref>
(σημ. με έντονα γράμματα τα [[είδος|υποείδη]] που απαντώνται στον ελλαδικό χώρο)
==Μεταναστευτική συμπεριφορά==
Σε γενικές γραμμές, πρόκειται για καθιστικό ή μερικώς μεταναστευτικό είδος, με τους περισσότερους πληθυσμούς να μετακινούνται μόνον τοπικά. Αυτό είναι απόλυτα φυσιολογικό, διότι το είδος εμφανίζει ''ενδημισμό'' και, μάλιστα σε κάποια υποείδη, εντός στενών ορίων, όπως για παράδειγμα στα Κανάρια ή στα νησιά του Ν. Αιγαίου και την [[Κρήτη]]. Ωστόσο, υπάρχουν και μεγάλες μετακινήσεις που θα μπορούσαν να θεωρηθούν μεταναστεύσεις, κατά τις οποίες οι πληθυσμοί αυτών των περιοχών ταξιδεύουν αρκετά νοτιότερα. Αυτό συμβαίνει στην ΒΔ. [[Αφρική]], με τους εκεί αναπαραγόμενους πληθυσμούς να μεταναστεύουν νότια της οροσειράς του Άτλαντα και προς τις αρχές της [[Σαχάρα]]ς, στις εκεί οάσεις, ή ακόμη μακρύτερα στην υποσαχάρια Αφρική, προς την περιοχή του Νίγηρα. <ref>http:// name="maps.iucnredlist.org"/map.html?id=22716959</ref>
 
Τυχαίοι, περιπλανώμενοι επισκέπτες έχουν αναφερθεί μεταξύ άλλων από την [[Γερμανία]], το [[Ηνωμένο Βασίλειο]], τη [[Σκανδιναβία]], ακόμη και από την [[Ισλανδία]], τη [[Σαουδική Αραβία]] και το [[Ομάν]]. <ref>http:// name="maps.iucnredlist.org"/map.html?id=22716959</ref>
 
Στην [[Ελλάδα]], ο μαυροτσιροβάκος βρίσκεται, σε όλη την επικράτεια, <ref name="Όντρια Ι, σ. 198">Όντρια (Ι), σ. 198</ref> καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους ως καθιστικό, πτηνό, ιδιαίτερα στη νότια χώρα και στα νησιά όπου, κατά τόπους, αποτελεί κοινό είδος. <ref name="maps.iucnredlist.org"/><ref name="Mullarney et al, p. 284</ref"><ref>http://mapsMullarney et al, p.iucnredlist.org/map.html?id=22716959 284</ref>
 
Η [[Κρήτη]], όπως και τα νησιά του ΝΑ. Αιγαίου ([[Ρόδος]], [[Κάρπαθος]], κ.α.) είναι πολύ σημαντική διότι εκεί απαντάται το ενδημικό [[είδος|υποείδος]] ''Sylvia melanocephala pasiphae'', το οποίο μάλιστα περιγράφηκε από τη μεγαλόνησο. Συχνάζει στην ημιορεινή και ορεινή ζώνη. <ref name="Σφήκας, σ. 64">Σφήκας, σ. 64</ref>
 
Επίσης, απαντάται και στην [[Κύπρος|Κύπρο]], κυρίως στις δυτικές περιοχές (Τρόοδος, κ.α.), ως επιδημητικό πτηνό. <ref>http:// name="maps.iucnredlist.org"/map.html?id=22716959</ref><ref>Σφήκας, σ. 81</ref>
==Βιότοπος==
[[Αρχείο: Sardinien pass genna silana richtung dorgali.jpg|thumb|right|300px|Σχηματισμοί ''μακίας'' γης, από τα προτιμώμενα οικοσυστήματα του μαυροτσιροβάκου]]
Ο κύριος βιότοπος αναπαραγωγής του είδους είναι οι ανοικτές θαμνώδεις περιοχές σε πεδινά και ημιορεινά (λοφώδη) εδάφη, αλλά και τα αραιά δάση με πυκνό υπώροφο. <ref> name="Mullarney et al, p. 284<"/ref><ref name="Harrison, p. 254">Harrison, p. 254</ref> Οι κύριοι θάμνοι που προτιμάει είναι τα ''σχίνα'' (''Pistacia spp. ''), οι ''άρκευθοι'' (''Juniperus spp. '') και οι αγκαθωτοί ''βάτοι'' (''Rubus spp. ''), ενώ από τα δένδρα, οι βελανιδιές (κυρίως αριές) και τα πεύκα.
 
Επίσης συχνάζει σε αλσύλια, πάρκα και περιβόλια με βάτα που σχηματίζουν φυσικούς φράκτες στις κατοικημένες περιοχές. Τοπικά, π.χ. σε νησίδες, σε πιο χαμηλή βλάστηση. <ref> name="Mullarney et al, p. 284<"/ref>
 
Στην [[Ελλάδα]] ο μαυροτσιροβάκος απαντάται σε ανοικτές λοφώδεις και πεδινές περιοχές με θάμνους (μακία μεσογειακή ζώνη), <ref> name="ΠΛΜ: 58, 250<"/ref> ανοικτά δάση, άλση, κήπους, ελαιώνες, αμπελώνες, πευκώνες και εκτάσεις με βελανιδιές. <ref> name="Όντρια (Ι), σ. 198<"/ref>
==Μορφολογία==
Όπως όλοι σχεδόν οι τσιροβάκοι, ο μαυροτσιροβάκος εμφανίζει [[φυλετικός διμορφισμός|διμορφισμό]], με το αρσενικό να ξεχωρίζει, με το χαρακτηριστικό μαύρο άνω μέρος του κεφαλιού, που εκτείνεται κάτω από την γραμμή των οφθαλμών. Επίσης με ευδιάκριτο ''καστανοκόκκινο οφθαλμικό δακτύλιο'', πιο φωτεινό από τού θηλυκού. Και μόνον αυτά τα χαρακτηριστικά κάνουν τον μαυροτσιροβάκο ένα από τα ευκόλως αναγνωρίσιμα πουλιά στο πεδίο. Κατά τα άλλα, το ενήλικο αρσενικό έχει ''γκρίζα ράχη'', υπόλευκη κάτω επιφάνεια, άσπρο λαιμό και υπογκριζόχρωμες πλευρές (flanks). Η ουρά είναι πολύ σκούρα, σχεδόν μαύρη, με κάποιες γκρί ρίγες και τονισμένο το λευκό τμήμα του εξωτερικού ζεύγους των [[ανατομική και φυσιολογία πτηνών|πηδαλιωδών]] φτερών. Τα [[ανατομική και φυσιολογία πτηνών|πρωτεύοντα]] και [[ανατομική και φυσιολογία πτηνών|δευτερεύοντα ερετικά]] είναι μαυριδερά καφέ. Ο χρωματισμός του πτερώματος μπορεί να ποικίλλει, ακόμη και στην ίδια τοποθεσία, με την χαρακτηριστική παρουσία κοκκινωπής απόχρωσης που, ανάλογα με το υποείδος, μπορεί να είναι από πολύ αχνή έως έντονη (βλ. Πίνακα υποειδών).
 
Τα θηλυκά έχουν πιό θαμπό φτέρωμα, με μουντά χρώματα, συγκρινόμενα με τα αρσενικά. Γενικά, έχουν ''περισσότερο καφέ στο πτέρωμα'', από το αρσενικό. Πρακτικά, το κεφάλι έχει την ίδια καφέ απόχρωση με το υπόλοιπο των άνω τμημάτων χωρίς να δημιουργεί κάποια αντίθεση με αυτά. Ο οφθαλμικός δακτύλιος είναι ''πορτοκαλοκόκκινος''. Ο λαιμός και η κοιλιά είναι λευκά με γκριζοκάστανες πλευρές (flanks). Τα εξωτερικά πηδαλιώδη της ουράς είναι ''γκρίζα ή καφέγκριζα''.
[[Αρχείο: Sardinianwarblerinhand.jpg|thumb|right|300px|Eνήλικος θηλυκός μαυροτσιροβάκος]]
Οι ταρσοί και τα πόδια έχουν χρώμα κοκκινωπό-σωμόν, η ουρά είναι σχετικά μακριά και στρογγυλεμένη, ενώ το ράμφος είναι μαύρο, αλλά πιο ανοιχτόχρωμο στη βάση του. Το [[ανατομική και φυσιολογία πτηνών|δεύτερο πρωτεύον ερετικό]] φτερό (Ρ2), είναι ισόμηκες με το έβδομο (Ρ7) και με τις παρυφές κοκκινόγκριζες. <ref> name="Όντρια (Ι), σ. 198<"/ref> Η ίριδα είναι καστανόχρωμη.
 
Τα νεαρά άτομα έχουν τα μουντά χρώματα του θηλυκού, αλλά τα αρσενικά ξεχωρίζουν, επίσης, από το πιο γκριζόχρωμο κεφάλι, με πιο μουντόχρωμα εξωτερικά πηδαλιώδη φτερά, ενώ διαθέτουν ροζ-καφετί οφθαλμικό δακτύλιο.
Γραμμή 96:
*Μήκος εκάστης πτέρυγας: 55 έως 63 χιλιοστά
*Βάρος: 10 έως 12 γραμμάρια
(Πηγές: <ref name="Heinzel et al, p. 290"/><ref name="Mullarney et al, p. 284<"/ref><ref>Avon & Tilford, p. 116</ref><ref>Kennerley & Pearson</ref><ref>Flegg, p. 196</ref><ref>Heinzel et alname="Perrins, p. 290</ref><ref172">Perrins, p. 172</ref><ref name="Bruun, p. 236">Bruun, p. 236</ref><ref name="ΠΛΜ: 58, 250"/><ref>Όντρια, σ. 188-9</ref><ref>http://www.ibercajalav.net</ref><ref> ΠΛΜ: 58, 250</ref>)
==Τροφή==
Ο μαυροτσιροβάκος τρέφεται κυρίως με έντομα κατά τη διάρκεια της περιόδου αναπαραγωγής, ενώ στη συνέχεια στρέφεται στα φρούτα στα τέλη του καλοκαιριού, αλλαγή που προκαλείται από εσωτερικό βιολογικό ρυθμό. Εκτός από τους καρπούς (κυρίως αγριοβατόμουρα) τρώει γύρη και νέκταρ, <ref> name="Perrins, p. 172<"/ref> ιδιαίτερα αν δεν υπάρχουν επαρκή διαθέσιμα έντομα.
 
Στα έντομα, που είναι η κύρια λεία του, συμπεριλαμβάνονται [[ορθόπτερα]], [[ημίπτερα]] και κάμπιες [[λεπιδόπτερα|λεπιδοπτέρων]], αλλά και αρκετές [[αράχνη|αράχνες]].
 
Κατά τον Ιούλιο, η διατροφή αλλάζει όλο και περισσότερο προς τους καρπούς. Οι μαυροτσιροβάκοι τρώνε κυρίως βατόμουρα από ένα ευρύ φάσμα θάμνων (βάτων), αλλά και σύκα, σταφύλια ή σπέρματα αγρωστωδών (Graminae).
==Ηθολογία==
Ο μαυροτσιροβάκος είναι υπερκινητικός και μετακινείται με συνεχή μικρά πηδήματα από κλαδί σε κλαδί, ενώ σπάνια κατεβαίνει στο έδαφος. Κατά την πτήση ανοίγει χαρακτηριστικά την ουρά του, σε σχήμα βεντάλιας, <ref> name="Bruun, p. 236<"/ref> ενώ συχνά την πεταρίζει, όπως και τις πτέρυγες.
==Φωνή==
Το τραγούδι του αρσενικού μαυροσκούφη είναι ένα πλούσιο τερέτισμα, που αρθρώνεται είτε από θέση ποσταρίσματος (perching), είτε εν πτήσει. Μοιάζει αρκετά με εκείνο του ''θαμνοτσιροβάκου'' (''Sylvia communis''), είναι μουσικό και γρήγορο (4-5 δευτ.), με βραχνά κροταλίσματα <ref> name="Mullarney et al, p. 284<"/ref> και διακόπτεται από χαρακτηριστικά τερετίσματα. <ref> name="Bruun, p. 236<"/ref> Πολλές φορές αρθρώνει «θυμωμένα» τιτιβίσματα, ιδιαίτερα όταν προσεγγίζεται η φωλιά του. Γενικά, χρειάζεται να έχει κάποιος «εξασκημένο αυτί» για να διακρίνει το κελάηδημά του, από εκείνο των άλλων τσιροβάκων. <ref> name="Mullarney et al, p. 284<"/ref>
*[http://www.xeno-canto.org/species/Sylvia-melanocephala Δείγματα φωνής] (εξωτερικός σύνδεσμος)
==Αναπαραγωγή==
Η περίοδος φωλιάσματος αρχίζει από τα μέσα Μαρτίου και διαρκεί μέχρι τα μέσα Απριλίου. Η ωοτοκία πραγματοποιείται δύο φορές σε κάθε αναπαραγωγκή περίοδο. <ref> name="Harrison, p. 254<"/ref>
Στις προτιμώμενες θέσεις αναπαραγωγής (βλ. Βιότοπος), ο μαυροσκούφης κατασκευάζει τη φωλιά του, πάνω σε θάμνους, ψηλές, ξυλώδεις πόες, βάτους ή αναρριχώμενα φυτά. Το ύψος από το έδαφος μπορεί να κυμαίνεται από 30 εκατοστά μέχρι 2,5 μέτρα. Η φωλιά δομείται από αποξηραμένο φυτικό υλικό (βλαστούς και φύλλα), συνενωμένο με ιστούς αράχνης. Το υλικό επίστρωσης είναι μαλακό φυτικό υλικό, ρίζες και τρίχες. <ref> name="Harrison, p. 254<"/ref>
[[Αρχείο: Samtkopf-Grasmücke.jpg |thumb|right|300px|Eνήλικος αρσενικός μαυροτσιροβάκος]]
Η γέννα αποτελείται από 3-4 (-5) αβγά, διαστάσεων 17,9 Χ 13,6 χιλιοστών. Η επώαση πραγματοποιείται και από τα δύο φύλα -κυρίως όμως από το θηλυκό- <ref> name="Perrins, p. 172<"/ref> και διαρκεί, κατά μέσον όρο, 13-14 ημέρες. Οι νεοσσοί είναι φωλεόφιλοι, γεννιούνται γυμνοί και με κλειστά μάτια, τροφοδοτούνται δε και από τους δύο γονείς. Πτερώνονται περίπου 11-12 ημέρες μετά την εκκόλαψη, αφήνοντας τη φωλιά λίγο πριν να είναι σε θέση να πετάξουν, ενώ υποβοηθούνται με τη σίτιση για δύο ή τρεις εβδομάδες ακόμη. <ref> name="Harrison, p. 254<"/ref>
 
Στην Ελλάδα, το είδος φωλιάζει σε όλη την χώρα, ιδιαίτερα στα βόρεια (Μακεδονία και Θράκη).<ref>http:// name="maps.iucnredlist.org"/map.html?id=22716959</ref>
==Κατάσταση πληθυσμού==
To είδος θεωρείται από τα πλέον επιτυχημένα, έχοντας επεκτείνει την επικράτεια αναπαραγωγής του, παρά το -παντελώς αδικαιολόγητο- κυνήγι από λαθροθήρες και αξιολογείται ως Ελαχίστης Ανησυχίας (LC). <ref>http://www.iucnredlist.org/details/22716959/0</ref> Τους μεγαλύτερους καταγεγραμμένους αναπαραγωγικούς πληθυσμούς στην Ευρώπη, διαθέτουν η Ισπανία, η Ελλάδα, η Πορτογαλία, η Ιταλία και -από τις ασιατικές- η Τουρκία, ενώ τους μικρότερους, η Βουλγαρία και η Σλοβενία. <ref>http://www.birdlife.org/datazone/userfiles/file/Species/BirdsInEuropeII/BiE2004Sp8084.pdf</ref>
==Άλλες ονομασίες==
Ο Μαυροτσιροβάκος απαντάται στον ελλαδικό χώρο και με τις ονομασίες Σακκοτρούπης (Πελοπόννησος) <ref>Απαλοδήμος, σ. 58</ref>, Μελανοκεφαλοσύλβια <ref> name="Όντρια (Ι), σ. 198<"/ref> και Τρυποπούλι (Κρήτη). <ref> name="Σφήκας, σ. 64<"/ref>
== Σημειώσεις ==
'''i.''' {{Note_label|I|i|none}} Υπάρχει διαφωνία μεταξύ των ερευνητών για τον συνολικό αριθμό των υποειδών (βλ. Πίνακα κατανομής υποειδών)