Αρχαία Ρώμη: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Xaris333 (συζήτηση | συνεισφορές)
μ clean up, αντικατέστησε: {{Αξιόλογο άρθρο}} → {{Αξιόλογο λήμμα}} με τη χρήση AWB
Naraht (συζήτηση | συνεισφορές)
μ clean up and re-categorisation per CFD, αντικατέστησε: John Hopkins University → Johns Hopkins University με τη χρήση AWB
Γραμμή 5:
[[Αρχείο:Tavares.Forum.Romanum.redux.jpg|thumb|250px|Η Ρωμαϊκή Αγορά, κέντρο των πολιτικών, εμπορικών και δικαστικών δραστηριοτήτων της αρχαίας Ρώμης]]
 
Ο όρος '''Αρχαία Ρώμη''' περιγράφει έναν πολιτισμό που είχε τις ρίζες του σε μια μικρή αγροτική κοινότητα η οποία ιδρύθηκε στην [[Ιταλία|ιταλική χερσόνησο]] κατά τον [[10ος αιώνας π.Χ.|10ο αιώνα π.Χ.]] Ανήκοντας γεωγραφικά στο χώρο της [[Μεσόγειος Θάλασσα|Μεσογείου Θάλασσας]], εξελίχθηκε σε μια από τις εκτενέστερες αυτοκρατορίες στην ιστορία.<ref>Chris Scarre, ''The Penguin Historical Atlas of Ancient Rome'' (London: Penguin Books, 1995).</ref>
 
Με την πάροδο των αιώνων, το ρωμαϊκό πολίτευμα μετατράπηκε από [[μοναρχία]] σε [[Ολιγαρχία|ολιγαρχική]] [[ρωμαϊκή Δημοκρατία|δημοκρατία]], και κατόπιν σε μια όλο και πιο συγκεντρωτική [[ρωμαϊκή Αυτοκρατορία|αυτοκρατορία]]. Κατέληξε να κυριαρχήσει στο σύνολο της [[Δυτική Ευρώπη|Δυτικής Ευρώπης]] και της Μεσογείου διαμέσου της κατάκτησης και της αφομοίωσης.
 
Η παρακμή της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας επήλθε τον [[5ος αιώνας|5ο αιώνα μ.Χ.]] Μαστιζόμενη από πολιτική αστάθεια και αφού δέχτηκε πολυάριθμες επιθέσεις από μεταναστεύοντες πληθυσμούς, το δυτικό τμήμα της αυτοκρατορίας, συμπεριλαμβανομένων της [[Ισπανία]]ς, της [[Γαλατία]]ς και της Ιταλίας, διαιρέθηκε σε ανεξάρτητα βασίλεια κατά τον 5ο αιώνα. Το ανατολικό τμήμα της αυτοκρατορίας, του οποίου η κυβέρνηση είχε σαν έδρα την [[Κωνσταντινούπολη]], επιβίωσε της κρίσης και συνέχισε να υφίσταται για μια ακόμη χιλιετηρίδα, μέχρι που τα υπολείμματά του κατακτήθηκαν από την ανερχόμενη [[Οθωμανική Αυτοκρατορία]]. Το [[Μεσαίωνας|μεσαιωνικό]] αυτό κράτος της Ανατολής συνήθως αναφέρεται από τους ιστορικούς ως ''«[[Βυζαντινή Αυτοκρατορία]]»''.
 
Ο ρωμαϊκός πολιτισμός συχνά κατατάσσεται στην ''«Κλασική Αρχαιότητα»'' μαζί με την [[Αρχαία Ελλάδα]], ενός πολιτισμού που επηρέασε καθοριστικά αυτόν της Αρχαίας Ρώμης. Ο τελευταίος είχε σημαντική συνεισφορά στη διαμόρφωση της [[νόμος|νομοθεσίας]], της [[τέχνη]]ς, της [[λογοτεχνία]]ς, της [[Πόλεμος|πολεμικής τέχνης]], της [[αρχιτεκτονική]]ς, της [[τεχνολογία]]ς και της [[γλώσσα]]ς στον δυτικοευρωπαϊκό κόσμο, και η ιστορία του εξακολουθεί να επηρεάζει το σημερινό παγκόσμιο πολιτισμό.
Γραμμή 19:
Σύμφωνα με το θρύλο, η [[Ρώμη]] ιδρύθηκε το [[8ος αιώνας π.Χ.|753 π.Χ.]] από το [[Ρωμύλος και Ρέμος|Ρωμύλο και το Ρέμο]], δύο δίδυμα αδέρφια, απογόνους του [[Τροία|Τρώα]] πρίγκιπα [[Αινείας|Αινεία]],<ref>Adkins, 1998, σελίδα 3.</ref> που ανατράφηκαν από μια [[Λύκος|λύκαινα]]. Η παράδοση θέλει την ίδρυση της Ρώμης να λαμβάνει χώρα στις [[21 Απριλίου]] [[8ος αιώνας π.Χ.|753 π.Χ.]]
 
Οι Ρωμύλος και Ρέμος ήταν εγγονοί του βασιλιά του [[Λάτιο|Λατίου]], που είναι γνωστός με το όνομα [[Νουμίτωρ]]. Τον μονάρχη αυτό εκθρόνισε ο μοχθηρός αδερφός του [[Αμούλιος]], θανατώνοντας τους αρσενικούς του απογόνους. Τη δε κόρη του, [[Ρέα Συλβία]], την ανάγκασε να γίνει μια από τις [[Εστιάδες Παρθένες]], οι οποίες ορκίζονταν αγνότητα για τριάντα χρόνια. Ως αποτέλεσμα η γραμμή του Νουμίτορος δεν θα αποκτούσε άλλους απογόνους.
 
Η Ρέα Συλβία τελικά έφερε στον κόσμο δίδυμα αγόρια, τα οποία υποστήριξε πως της χάρισε ο θεός [[Μαρς]]. Ο νέος βασιλιάς, που φοβήθηκε πως οι δύο ημίθεοι θα του έκλεβαν το θρόνο διέταξε να θανατωθούν. Η ευσπλαχνία ενός υπηρέτη οδήγησε στην εγκατάλειψή τους στον [[Τίβερης|Τίβερη]], όπου τα βρήκε και τα θήλασε μια λύκαινα. Όταν μεγάλωσαν τα δίδυμα αποκατέστησαν την αδικία επιστρέφοντας το θρόνο στον παππού τους.<ref name="CaesarandChrist">Durant, 1944. Σελίδες 12-14.</ref>
 
Τα δίδυμα ίδρυσαν τότε τη δική τους πόλη. Ωστόσο ο Ρωμύλος θανάτωσε τον αδερφό του, Ρέμο, έπειτα από σφοδρή διαφωνία. Κατά μία εκδοχή για το ποιος θα κυβερνήσει τη νέα πόλη, κατά μία άλλη για το ποιος θα χαρίσει το όνομά του στην πόλη.<ref>Roggen, Hesse, Haastrup, Omnibus I, H. Aschehoug & Co 1996</ref> Από τον Ρωμύλο τελικά πήρε το όνομά της η Ρώμη. Καθώς ο γυναικείος πληθυσμός της ήταν ιδιαίτερα χαμηλός, οι Λατίνοι κάλεσαν τους [[Σαβίνοι|Σαβίνους]] σε μια γιορτή και [[Αρπαγή των Σαβίνων Γυναικών|έκλεψαν τα νεαρά τους κορίτσια]], γεγονός που οδήγησε τελικά στην ένωση και αφομοίωση των δύο λαών.<ref>[http://ancienthistory.about.com/cs/grecoromanmyth1/a/mythslegends_3.htm Myths and Legends- Rome, the Wolf, and Mars].</ref>
Γραμμή 29:
Η πόλη της Ρώμης αναπτύχθηκε γύρω από ένα οχυρό στον ποταμό Τίβερη, αποτελώντας σταυροδρόμι των ταξιδευτών και των εμπόρων.<ref name=auto3>a</ref> Σύμφωνα με τις αρχαιολογικές έρευνες το χωριό της Ρώμης ιδρύθηκε κατά πάσα πιθανότητα κάποια στιγμή τον [[8ος αιώνας π.Χ.|8ο αιώνα π.Χ.]], αν και θα μπορούσε να προϋπήρχε από το [[10ος αιώνας π.Χ.|10ο αιώνα π.Χ.]], φιλοξενώντας λατινικά φύλα, στην κορυφή του [[Παλατίνος Λόφος|Παλατινού Λόφου]].<ref>Matyszak, 2003. Σελίδα 19.</ref><ref>Duiker, 2001. Σελίδα 129.</ref>
 
Οι [[Ετρούσκοι]], που παλαιότερα είχαν εγκατασταθεί στα βόρεια, στην [[Τυρρηνία|Ετρουρία]], από ότι φαίνεται ασκούσαν πολιτική επιρροή στην περιοχή κατά τα τέλη του [[7ος αιώνας π.Χ.|7ου αιώνα π.Χ.]], αποτελώντας την αριστοκρατική τάξη. Μέχρι τα τέλη του επόμενου αιώνα, οι Ετρούσκοι είχαν χάσει την εξουσία, και ήταν τότε που Λατίνοι και οι Σαβίνοι άλλαξαν τη μορφή διακυβέρνησης υιοθετώντας το [[Δημοκρατία|δημοκρατικό]] πολίτευμα, το οποίο περιόριζε τη δύναμη των κυβερνώντων.<ref>''Ancient Rome and the Roman Empire'' by Michael Kerrigan. Dorling Kindersley, London: 2001. ISBN 0-7894-8153-7. page 12.</ref>
 
Η ρωμαϊκή παράδοση, όπως και οι αποδείξεις που παρέχουν οι αρχαιολόγοι, καταδεικνύει ένα σύμπλεγμα στη [[Ρωμαϊκή Αγορά]] (''Forum Romanum''), ως έδρα του βασιλέως και του πρώτου θρησκευτικού κέντρου. Ο [[Νουμάς Πομπίλιος]] αποτέλεσε το δεύτερο βασιλιά της Ρώμης, ως διάδοχος του Ρωμύλου. Ήταν αυτός που έβαλε σε εφαρμογή τα πρώτα μεγάλα έργα ανοικοδόμησης της πόλης, το παλάτι του στη Ρετζία και τον Οίκο των Εστιάδων Παρθένων.
Γραμμή 52:
:''Κυρίως λήμματα: [[Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία]]'' και ''[[Βυζαντινή Αυτοκρατορία]]''
[[Αρχείο:Statue-Augustus.jpg|thumb|200px|Ο [[Οκταβιανός Αύγουστος|Αύγουστος]] της Πρίμα Πόρτα, μια από τις διασημότερες απεικονίσεις του πρώτου Αυτοκράτορα της Ρώμης. Βρέθηκε στη Βίλλα της συζύγου του, [[Λιβία]]ς, και σήμερα φυλάσσεται στα Μουσεία του Βατικανού.]]
Έχοντας νικήσει τους εχθρούς του, ο Οκταβιανός λαμβάνει το όνομα ''«[[Αύγουστος (τίτλος)|Αύγουστος]]»'' και συγκεντρώνει στο πρόσωπό του τις σημαντικότερες εξουσίες του κράτους, συντηρώντας μια ψεύτικη εικόνα τήρησης των δημοκρατικών παραδόσεων.<ref>[http://www.bbc.co.uk/history/historic_figures/augustus.shtml Augustus (63 BC. - AD14)] από το bbc.co.uk.</ref> Ο διάδοχος που ο ίδιος όρισε, ο [[Τιβέριος Καίσαρας Αύγουστος|Τιβέριος]], ανέλαβε τα ηνία χωρίς να συναντήσει αντίσταση, εδραιώνοντας την Ιουλιο-Κλαυδιανή δυναστεία, η οποία και διατηρήθηκε στην εξουσία μέχρι το θάνατο του [[Νέρων|Νέρονα]] το [[68]].<ref>Duiker, 2001. Σελίδα 140.</ref> Η επέκταση του κράτους, που πλέον είναι [[Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία]], συνεχίστηκε και η νέα μορφή διακυβέρνησης παρέμεινε χωρίς κλυδωνισμούς,<ref>[http://www.metmuseum.org/toah/hd/jucl/hd_jucl.htm The Julio-Claudian Dynasty (27 BC -68 AD)]. από το Τμήμα Ελληνικής και Ρωμαϊκής Τέχνης, The Metropolitan Museum of Art.</ref> παρά το γεγονός πως ανήλθαν στην εξουσία μια σειρά από ηγεμόνες τους οποίους πολλοί ιστορικοί κατονομάζουν ως ανίκανους και διεφθαρμένους. Για παράδειγμα ο [[Γάιος Καλιγούλας|Καλιγούλας]] θεωρείται από πολλούς παράφρων, ενώ ο Νέρων κατηγορήθηκε πως φρόντιζε πολύ περισσότερο για την προσωπική του καλοπέραση παρά για τα ζητήματα του κράτους.<ref>[http://www.roman-emperors.org/nero.htm Nero (54-68 AD)] του Herbert W. Benario. De Imperatoribus Romanis.</ref> Κατόπιν ακολούθησε η περίοδος διακυβέρνησης της δυναστείας των Φλαβίων.<ref name=suetonius>Suetonius</ref> Κατά την περίοδο που ανήλθαν στο θρόνο οι ''«Πέντε Καλοί Αυτοκράτορες»'' ([[96]]-[[180]]) η Αυτοκρατορία έφτασε στο απόγειο της εδαφικής, οικονομικής και πολιτιστικής της ακμής.<ref>[http://www.unrv.com/early-empire/five-good-emperors.php Five Good Emperors] από το UNRV History.</ref> Το κράτος ήταν ασφαλές τόσο από εσωτερικούς όσο και από εξωτερικούς εχθρούς, ενώ η αυτοκρατορία ζούσε μέσα στην ευδαιμονία που της εξασφάλισε η ''«[[Pax Romana]]»'', η περίφημη ''«Ρωμαϊκή Ειρήνη»''.<ref>O'Connell, 1989. Σελίδα 81.</ref><ref>[http://www.historyguide.org/ancient/lecture12b.html Διάλεξη 12: Augustus Caesar and the Pax Romana] του Steven Kreis. The History Guide.</ref> Αφού ο [[Τραϊανός]] ολοκλήρωσε την κατάκτηση της [[Δακία]]ς, η Αυτοκρατορία έφτασε στην κορυφή της εδαφικής της επέκτασης: τα εδάφη της Αυτοκρατορίας κάλυπταν 6,5 εκατομμύρια τετραγωνικά χιλιόμετρα (2,5 εκατομμύρια τετραγωνικά μίλια).<ref name=Atlas>Scarre 1995</ref>
 
Κατά την περίοδο [[193]]-[[235]] κυβέρνησε η δυναστεία των Σεβήρων, που ανέδειξε μια σειρά από ανάξιους ηγεμόνες.<ref>Haywood, 1971. Σελίδες 589-592.</ref> Το γεγονός αυτό από κοινού με την αυξανόμενη ανάμειξη του [[Στρατός|στρατού]] σε θέματα διαδοχής οδήγησε σε μια περίοδο εσωτερικής απορρύθμισης και εξωτερικών εισβολών, που είναι γνωστή ως ''«[[Κρίση του Τρίτου Αιώνα]]»''.<ref>[http://history.boisestate.edu/westciv/empire/15.shtml Crisis of the Third Century (235-285)] ''History of Western Civilization'', του E.L. Skip Knox, Boise State University.</ref><ref>Haywood, 1971. Σελίδες 592-596.</ref> Στην κρίση έβαλε τέλος ένας ικανός Αυτοκράτορας, ο [[Διοκλητιανός]], ο οποίος το [[293]] αποφάσισε να διαιρέσει την αχανή Αυτοκρατορία σε δύο τμήματα, το Ανατολικό και το Δυτικό, τα οποία κυβέρνησε μια [[τετραρχία]], την οποία αποτελούσαν δύο συν-αυτοκράτορες και οι δύο κατώτερου αξιώματος συνεργάτες τους.<ref>[http://www.roman-emperors.org/dioclet.htm Diocletian ( 284-305 AD)] του Ralph W. Mathisen. De Imperatoribus Romanis.</ref> Οι συγκυβερνήτες αυτοί κατέληξαν να μάχονται για επικράτηση για πάνω από μισό αιώνα. Στις [[11 Μαΐου]] [[330]], ο [[Κωνσταντίνος Α΄|Μέγας Κωνσταντίνος]] μετέφερε την πρωτεύουσα της Αυτοκρατορίας στο [[Βυζάντιο]], μετονομάζοντάς το σε [[Κωνσταντινούπολη]].<ref>[http://www.roman-emperors.org/conniei.htm Constantine I (306 - 337 AD)] του Hans A. Pohlsander. De Imperatoribus Romanis.</ref> Η Αυτοκρατορία διαιρέθηκε οριστικά σε Ανατολική (μετέπειτα γνωστή ως ''«[[Βυζαντινή Αυτοκρατορία]]»'') και [[Δυτική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία]] το [[395]].<ref>[http://www.roman-emperors.org/honorius.htm Honorius (395-423 AD)] του Ralph W. Mathisen. De Imperatoribus Romanis.</ref>
Γραμμή 63:
== Η Ρωμαϊκή Κοινωνία ==
[[Αρχείο:Caesar augustus.jpg|thumb|right|200px|Η Ρωμαϊκή τήβεννος (τόγκα) ήταν ένα ένδυμα το οποίο φορούσαν αποκλειστικά άνδρες Ρωμαίοι Πολίτες στις κοινωνικές και πολιτικές τους δραστηριότητες. Το αντίστοιχο γυναικείο ένδυμα ήταν η στόλα.]]
Η αυτοκρατορική [[Ρώμη]] ήταν το μεγαλύτερο αστικό κέντρο της εποχής του, με πληθυσμό που προσέγγιζε το ένα εκατομμύριο (περίπου το μέγεθος του [[Λονδίνο]]υ στις αρχές του [[19ος αιώνας|19ου αιώνα]], οπότε και ήταν η μεγαλύτερη πόλη του κόσμου). Οι ειδικοί ορίζουν το ανώτατο όριο της προσέγγισης αυτής στα 14 εκατομμύρια και το κατώτερο στους 450.000 ανθρώπους. Οι δημόσιοι χώροι της πόλης αντηχούσαν τόσο πολύ εξαιτίας των διερχόμενων αρμάτων με τις σιδερένιες ρόδες, που ο Ιούλιος Καίσαρ κάποτε πρότεινε να απαγορευτεί η κυκλοφορία των τροχοφόρων κατά τη διάρκεια της μέρας. Οι ιστορικοί υπολογίζουν πως περίπου το 20% των πληθυσμών που ζούσαν κάτω από την ρωμαϊκή ηγεμονία κατοικούσε σε αμέτρητα αστικά κέντρα, με πληθυσμό άνω των 10.000 ατόμων. Πρόκειται για έναν ιδιαίτερα υψηλό βαθμό [[αστικοποίηση]]ς από τη στιγμή που πρόκειται για την προ-βιομηχανική περίοδο. Τα περισσότερα από αυτά τα κέντρα είχαν δική τους αγορά και ναούς, καθώς και τους ίδιους τύπους κτιρίων, σε μικρότερη κλίμακα, που συναντούσε κανείς στη Ρώμη.
 
=== Ταξικός διαχωρισμός ===
Η ρωμαϊκή κοινωνία χαρακτηριζόταν από ιεραρχική οργάνωση, με τους [[Δουλεία|σκλάβους]] (''servi'') στη βάση, τους [[Απελεύθεροι|απελεύθερους]] (''liberti'') λίγο παραπάνω και τους γεννημένους ελεύθερους πολίτες (''cives'') στην κορυφή. Οι ελεύθεροι πολίτες ταξινομούνταν με τη σειρά τους σε περαιτέρω κοινωνικές τάξεις. Η ευρύτερη και αρχαιότερη διαίρεση ήταν ανάμεσα στους [[Πατρίκιοι|πατρικίους]], οι οποίοι ήταν απόγονοι κάποιου από τους 100 [[Πατριάρχης|Πατριάρχες]] που ίδρυσαν την πόλη, και στους [[Πληβείοι|πληβείους]], οι οποίοι δεν ήταν. Αυτό το κριτήριο έγινε λιγότερο σημαντικό προς το τέλος της δημοκρατικής περιόδου, καθώς ορισμένες οικογένειες πληβείων απέκτησαν πλούτη και ασχολήθηκαν με την πολιτική, ενώ κάποιες οικογένειες πατρικίων γνώρισαν δύσκολες μέρες. Οποιοσδήποτε, πατρίκιος ή πληβείος, που διέθετε κάποιον ύπατο για πρόγονο άνηκε στους ευγενείς (''nobilis''). Κάποιος άνδρας που ήταν ο πρώτος από την οικογένειά του που ανερχόταν στη θέση του ύπατου, όπως ο Μάριος και ο [[Μάρκος Τύλλιος Κικέρωνας|Κικέρων]], ήταν γνωστός με την ονομασία ''«[[novus homo]]»'', δηλαδή ''«καινούριος άνθρωπος»'', μετατρέποντας τους απογόνους του σε ευγενείς. Η καταγωγή από παλαιά οικογένεια πατρικίων, ωστόσο, ακόμη και τότε ήταν σημάδι ιδιαίτερου κύρους, και πολλά θρησκευτικά αξιώματα ήταν προσβάσιμα μοναχά στους πατρικίους.
 
Ένας ταξικός διαχωρισμός βασισμένος στη στρατιωτική θητεία απέκτησε με τον καιρό μεγαλύτερη σημασία. Ο καθορισμός των μελών των τάξεων αυτών γινόταν περιοδικά από τους [[Τιμητής|Τιμητές]] (''censors''), σύμφωνα με την προσωπική περιουσία. Η πλουσιότερη τάξη ήταν αυτή των [[Ρωμαϊκή Σύγκλητος|Συγκλητικών]], η οποία κυριαρχούσε στην πολιτική σκηνή και διοικούσε το [[Στρατός|στρατό]]. Ακολουθούσαν οι [[Ιππείς (ρωμαϊκή τάξη)|ιππείς]] (''equites''), τάξη την οποία συγκροτούσαν αρχικά αυτοί που μπορούσαν να συντηρήσουν ένα πολεμικό [[άλογο]], και οι οποίοι σχημάτισαν τελικά μια ισχυρή τάξη εμπόρων. Διάφοροι άλλοι διαχωρισμοί, ανάλογα με το είδος του στρατιωτικού εξοπλισμού που μπορούσε καθένας να αγοράσει, ακολουθούσαν. Στη βάση βρίσκονταν οι προλετάριοι (''proletarii''), δηλαδή οι πολίτες χωρίς καμία περιουσία. Πριν τις μεταρρυθμίσεις του Μάριου, δεν μπορούσαν καν να καταταγούν στο στρατό, και περιγράφονταν συχνά ως ελάχιστα ανώτεροι των σκλάβων στην κοινωνική κλίμακα.
 
[[Αρχείο:Boulanger Gustave Clarence Rudolphe The Slave Market.jpg|thumb|left|300px|Στην αρχαία Ρώμη οι [[Δουλεία|δούλοι]] αποτελούσαν τη βάση της κοινωνικής ιεραρχίας. Στην εικόνα απεικονίζεται μια σκηνή από ένα σκλαβοπάζαρο, όπως τη φαντάστηκε ο Gustave Clarence Rodolphe Boulanger (1824-1888).]]
Από την κοινωνική τάξη εξαρτάτο και το δικαίωμα ψήφου του καθενός. Οι πολίτες χωρίζονταν σε εκλογικές «φυλές», με αυτές των πλουσίων να αριθμούν λιγότερα μέλη από αυτές των φτωχών, και τους προλεταρίους να συγκροτούν μια φυλή μόνοι τους. Η κατάθεση της ψήφου γινόταν ανά φυλή και σταματούσε μόλις σχηματιζόταν κάποια πλειοψηφία, έτσι ώστε οι φτωχότερες τάξεις συχνά δεν κατάφερναν καν να ρίξουν την ψήφο τους.
 
Οι κάτοικοι συμμαχικών ξένων πόλεων συχνά αποκτούσαν το [[Λατινικό Δικαίωμα]] (''Latinitas''), μια κατάσταση κάπου ανάμεσα σε αυτή των Ρωμαίων Πολιτών και σε αυτή των ξένων (''peregrini''). Οι άνθρωποι αυτοί είχαν κάποια δικαιώματα βάσει του ρωμαϊκού δικαίου, ενώ οι ηγέτες τους μπορούσαν να αποκτήσουν και το δικαίωμα του Ρωμαίου Πολίτη. Παρόλο που υπήρχαν πολλά «επίπεδα» του Λατινικού Δικαιώματος, η κύρια διαίρεση ήταν ανάμεσα σε αυτούς ''«cum suffragio»'' (με δικαίωμα ψήφου, μέλη μιας φυλής στις ψηφοφορίες, που μπορούσαν να συμμετάσχουν στη Φυλετική Εκκλησία) και σε αυτούς ''«sine suffragio»'' (χωρίς δικαίωμα ψήφου, που δεν είχαν εκλογικά δικαιώματα). Μερικές ιταλικές πόλεις που ήταν σύμμαχοι των Ρωμαίων απέκτησαν για τους κατοίκους τους το δικαίωμα του Ρωμαίου Πολίτη μετά τον Κοινωνικό Πόλεμο του (91-88 π.Χ.), ενώ το ίδιο δικαίωμα απέκτησαν όλοι οι γεννημένοι ελεύθεροι κάτοικοι της Αυτοκρατορίας κατά τη διάρκεια της βασιλείας του [[Καρακάλλας|Καρακάλλα]] το [[212]]. Οι γυναίκες μοιράζονταν κάποια βασικά δικαιώματα της τάξης που άνηκαν οι άντρες τις οικογενείας τους, αλλά δεν θεωρούνταν πλήρως πολίτες κι έτσι δεν είχαν δικαίωμα ψήφου ή συμμετοχής στα κοινά.
 
=== Οικογένεια ===
Γραμμή 79:
Οι βασικές δομικές μονάδες της ρωμαϊκής κοινωνίας ήταν το ''σπιτικό'' και η ''οικογένεια''.<ref name="Duiker346">Duiker, 2001. Σελίδα 146.</ref> Το σπιτικό αποτελούσαν ο πατέρας, που θεωρούταν η κεφαλή του σπιτιού (''pater familias''), η σύζυγός του, τα παιδιά τους και πιθανόν άλλοι συγγενείς. Στις πλούσιες οικογένειες μέλη του σπιτικού θεωρούνταν επίσης οι σκλάβοι και οι υπηρέτες.<ref name="Duiker346"/> Η κεφαλή της οικογενείας είχε απόλυτη εξουσία (patria potestas) πάνω στα έτερα μέλη. Μπορούσε να επιβάλλει γάμο (π.χ. για οικονομικά συμφέροντα) ή [[διαζύγιο]], να πουλήσει τα παιδιά του σκλάβους, να διεκδικήσει την περιουσία των προστατευόμενων μελών ως δική του, και είχε ακόμη και το δικαίωμα να τιμωρήσει ή να σκοτώσει μέλη της οικογένειας (αν και το τελευταίο δικαίωμα έπαψε να υφίσταται μετά τον [[1ος αιώνας π.Χ.|1ο αιώνα π.Χ.]]) <ref name="Cassonpageset1">Casson, 1998. Σελίδες 10-11.</ref>
 
Η patria potestas επεκτεινόταν ακόμη και στους ενήλικες γιους που είχαν δημιουργήσει δικά τους σπιτικά. Ένας άντρας δεν μπορούσε να θεωρηθεί paterfamilias, ή να διατηρεί πραγματικά δική του περιουσία, μέχρι να φύγει ο πατέρας του από τη ζωή.<ref name="Cassonpageset1"/><ref>[http://fathom.lib.uchicago.edu/1/777777121908/ Family Values in Ancient Rome] από τον Richard Saller. The University of Chicago Library Digital Collections: Fathom Archive.</ref> Κατά τη διάρκεια της πρώιμης ρωμαϊκής ιστορίας, μια κόρη, όταν παντρευόταν, έπεφτε στην εξουσία (''manus'') του paterfamilias του σπιτικού του συζύγου της, αν και προς τα τέλη της δημοκρατικής περιόδου αυτό το έθιμο παραμερίστηκε, με τη γυναίκα να έχει το δικαίωμα να επιλέγει να θεωρεί πραγματική της οικογένεια αυτήν του πατέρα της.<ref>Adkins, 1998. Σελίδα 339.</ref> Ωστόσο, εφόσον οι Ρωμαίοι αναγνώριζαν την καταγωγή δια μέσου της γραμμής αίματος των ανδρών, τυχόν παιδιά που αποκτούσε άνηκαν πάντα στην οικογένεια του ανδρός.<ref>Adkins, 1998. Σελίδα 340.</ref>
 
Σύνολα σπιτικών σχημάτιζαν μια ''οικογένεια'' (''gens''). Οι οικογένειες βασίζονταν σε δεσμούς αίματος ή [[υιοθεσία]]ς, αλλά αποτελούσαν επίσης πολιτικές και οικονομικές συμμαχίες. Ιδίως κατά τη δημοκρατική περίοδο, ορισμένες πανίσχυρες οικογένειες (''Gentes Maiores''), είχαν την απόλυτη κυριαρχία στην πολιτική ζωή.
 
Ο [[γάμος]] στην Αρχαία Ρώμη θεωρούταν περισσότερο ως οικονομική και πολιτική συμμαχία παρά ρομαντική συσχέτιση, ιδίως σε ό,τι αφορούσε τις ανώτερες τάξεις. Οι πατέρες συχνά ξεκινούσαν να αναζητούν συζύγους για τα κορίτσια τους σε μια ηλικία ανάμεσα στα δώδεκα και τα δεκατέσσερα. Ο γαμπρός ήταν σχεδόν πάντα μεγαλύτερος σε ηλικία από τη νύφη. Αν και οι κοπέλες της ανώτερης τάξης παντρεύονταν πολύ νέες, υπάρχουν αποδείξεις πως οι γυναίκες των κατώτερων τάξεων παντρεύονταν προς το τέλος της εφηβείας ή κοντά στην ηλικία των είκοσι ετών.
 
=== Εκπαίδευση ===
Κατά την πρώτη περίοδο της δημοκρατικής εποχής δεν υπήρχαν δημόσια σχολεία στη Ρώμη, έτσι τα αγόρια διδάσκονταν ανάγνωση και γραφή από τους γονείς τους ή από μορφωμένους σκλάβους, που ονομάζονταν ''«παιδαγωγοί»'' και που συνήθως ήταν [[Έλληνες|ελληνικής]] καταγωγής.<ref name="Lecture 13">[http://www.historyguide.org/ancient/lecture13b.html Διάλεξη 13: A Brief Social History of the Roman Empire] του Steven Kreis.</ref><ref name="Adk211">Adkins, 1998. Σελίδα 211.</ref><ref name="Werner31">Werner, 1978. Σελίδα 31.</ref> [[Αρχείο:Meister des Porträts des Paquius Proculus 001.jpg|thumb|left|200px|''Πορτραίτο του Paquius Proculus και τη συζύγου του από την πόλη της Πομπήιας. Museo Archeologico Nazionale (Νάπολη), περ. 20-30 μ.Χ.'']]Πρωταρχικός σκοπός της μόρφωσης στην εν λόγω περίοδο ήταν η εκπαίδευση των νεαρών ανδρών στις αγροτικές εργασίες, τον [[Πόλεμος|πόλεμο]], τις ρωμαϊκές παραδόσεις και τα δημόσια πράγματα.<ref name=auto3 /> Τα νεαρά αγόρια μάθαιναν πολλά για τη ζωή του πολίτη συνοδεύοντας τον πατέρα τους σε θρησκευτικές και πολιτικές εκδηλώσεις, όπως για παράδειγμα τις συνεδριάσεις της Συγκλήτου για τους νεαρούς ευγενείς.<ref name=auto3 /> Οι γιοι των ευγενών γίνονταν μαθητές κάποιας διακεκριμένης πολιτικής φιγούρας σε ηλικία 16 ετών, ενώ συμμετείχαν σε στρατιωτικές εκστρατείες από την ηλικία των 17 (το σύστημα αυτό συνεχίστηκε από ορισμένες οικογένειες και κατά την αυτοκρατορική περίοδο).<ref name=auto3 /> Οι εκπαιδευτικές πρακτικές διαμορφώθηκαν εκ νέου μετά την κατάκτηση των [[Ελληνιστική περίοδος|ελληνιστικών]] βασιλείων τον [[3ος αιώνας π.Χ.|3ο αιώνα π.Χ.]] και τη συνακόλουθη ελληνική επιρροή, αν και πρέπει να τονιστεί πως η εκπαίδευση των Ρωμαίων παρουσίαζε σημαντικές διαφορές από την ελληνική.<ref name=auto3 /><ref>Duiker, 2001. Σελίδα 143.</ref>
 
Εφόσον οι γονείς τους διέθεταν τα κατάλληλα οικονομικά μέσα, τα αγόρια και κάποια κορίτσια αποστέλλονταν στην ηλικία των 7 ετών σε ιδιωτικό σχολείο εκτός σπιτιού που ονομαζόταν ''«ludus»'', όπου ένας δάσκαλος (ο οποίος καλούταν ''«litterator»'' ή ''«magister ludi»'' και ήταν συχνά ελληνικής καταγωγής) τα δίδασκε ανάγνωση, [[γραφή]], [[αριθμητική]] και μερικές φορές ελληνικά, μέχρι την ηλικία των 11.<ref name=auto3 /><ref name="Werner31"/><ref name="TexEd">[http://replay.waybackmachine.org/20080228182923/http://www.txclassics.org/exceteducation.htm Roman Education]. Latin ExCET Preparation. Texas Classical Association. Γραμμένο από την Ginny Lindzey, Σεπτέμβριος 1998.</ref> Μπαίνοντας στα 12 οι μαθητές εντάσσονταν στη «δευτεροβάθμια εκπαίδευση», όπου ένας δάσκαλος (που αποκαλούταν πλέον ''«grammaticus»'') τους δίδασκε ελληνική και ρωμαϊκή λογοτεχνία.<ref name=auto3 /><ref name=auto3 /> Στην ηλικία των 16 ορισμένοι μαθητές φοιτούσαν σε σχολές [[ρητορική]]ς, όπου ο δάσκαλος, σχεδόν πάντα Έλληνας, ονομαζόταν ''«ρήτωρ»''.<ref name=auto3 /><ref name=auto3 /> Η εκπαίδευση αυτού του επιπέδου προετοίμαζε τους νέους για [[Νομική επιστήμη|νομική]] καριέρα και απαιτούσε από τους διδασκομένους να αποστηθίζουν τους ρωμαϊκούς νόμους.<ref name=auto3 /> Οι μαθητές πήγαιναν στο σχολείο καθημερινά, εκτός από τις θρησκευτικές αργίες και αυτές της αγοράς. Υπήρχε επίσης ο θεσμός των καλοκαιρινών διακοπών.
Γραμμή 92:
=== Διακυβέρνηση ===
[[Αρχείο:Maccari-Cicero.jpg|thumb|right|375px|Αναπαράσταση μιας συνεδρίας στη ρωμαϊκή [[Ρωμαϊκή Σύγκλητος|Σύγκλητο]]: ο [[Μάρκος Τύλλιος Κικέρωνας|Κικέρων]] καταφέρεται κατά του [[Κατιλίνας|Κατιλίνα]], από τοιχογραφία του 19ου αιώνα.]]
Αρχικά, τη Ρώμη κυβέρνησαν [[Ρωμαϊκό Βασίλειο|βασιλείς]], τους οποίους εξέλεξαν με τη σειρά καθεμία από τις μεγαλύτερες φυλές της Ρώμης.<ref>Matyszak, 2003. Σελίδες 16-42.</ref> Η φύση της εξουσίας του βασιλιά δεν μας είναι γνωστή. Πιθανώς να κατείχε σχεδόν απόλυτη εξουσία, ή ίσως να αποτελούσε το κυριότερο [[Εκτελεστική εξουσία|εκτελεστικό όργανο]]. Τουλάχιστον σε ό,τι αφορά τα στρατιωτικά ζητήματα η εξουσία του (''Imperium'') θα πρέπει να ήταν αδιαμφισβήτητη. Ήταν επίσης επικεφαλής του [[Ρωμαϊκή θρησκεία|ρωμαϊκού ιερατείου]]. Εκτός από το βασιλιά πολιτική δύναμη κατείχαν τρεις βουλές: η [[Ρωμαϊκή Σύγκλητος|Σύγκλητος]], που αποτελούσε το συμβουλευτικό όργανο του βασιλιά, η ''[[Comitia Curiata]]'', που ενέκρινε και νομιμοποιούσε τους νόμους που πρότεινε ο βασιλιάς και η ''[[Comitia Calata]]'', μια συνέλευση της κολλεγίας των ιερέων που συγκαλούταν για να παραστεί μάρτυρας σε συγκεκριμένα γεγονότα, να ακούσει τις επίσημες διακηρύξεις και να διακηρύξει το εορτολόγιο του επόμενου μήνα.
 
Οι ταξικοί πόλεμοι της [[Ρωμαϊκή Δημοκρατία|Ρωμαϊκής Δημοκρατίας]] είχαν ως αποτέλεσμα την εδραίωση ενός ασυνήθιστου μείγματος [[δημοκρατία]]ς και [[ολιγαρχία]]ς. Η σύγχρονη [[Αγγλική γλώσσα|αγγλική]] λέξη ''«republic»'' (που σημαίνει ''«δημοκρατία»'' και συναντούμε με διάφορες παραλλαγές σε πολλές σύγχρονες γλώσσες) προέρχεται από τη [[Λατινική γλώσσα|λατινική]] φράση ''«res publica»'' που μεταφράζεται ως ''«πολιτικό πράγμα»''. Η παράδοση όριζε πως οι [[Νόμος|νόμοι]] μπορούσαν μόνο να περαστούν αν τους ψήφιζε η λαϊκή συνέλευση (''[[Comitia Tributa]]'', που σημαίνει ''«Φυλετική Εκκλησία»''). Ομοίως, οι υποψήφιοι για τα δημόσια αξιώματα έπρεπε να κάνουν εκλογικό αγώνα μπροστά στους πολίτες. Ωστόσο, η [[Ρωμαϊκή Σύγκλητος]] ήταν ένας ολιγαρχικός θεσμός. Στην περίοδο της Δημοκρατίας, η Σύγκλητος απέκτησε μεγάλη εξουσία (''auctoritas''), αλλά δεν είχε νομοθετικές αρμοδιότητες. Παρέμενε συμβουλευτικό σώμα. Εντούτοις, καθώς οι συγκλητικοί ήταν άτομα με μεγάλη επιρροή, ήταν εξαιρετικά δύσκολο να επιτύχει κανείς κάτι χωρίς την υποστήριξή τους. Τα νέα μέλη του σώματος αυτού εκλέγονταν ανάμεσα στους πιο διακεκριμένους πατρικίους από τους τιμητές, οι οποίοι είχαν επίσης τη δύναμη να απομακρύνουν κάποιον από το αξίωμα αυτό αν έκριναν πως ήταν «ηθικά διεφθαρμένος», για παράδειγμα αν κρινόταν ένοχος [[δωροδοκία]]ς ή, όπως συνέβη με τον [[Κάτων ο Πρεσβύτερος|Κάτονα τον Πρεσβύτερο]], αν αγκάλιαζε δημοσίως τη σύζυγο κάποιου άλλου. Αργότερα, μετά από τα νέα μέτρα που πέρασε ο δικτάτωρ Σύλλας, οι κυαίστορες εντάσσονταν αυτομάτως στη Σύγκλητο. Ωστόσο, τα μέτρα του αυτά δεν επιβίωσαν για πολύ. [[Αρχείο:Sulla Glyptothek Munich 309.jpg|thumb|190px|left|Ο [[Λεύκιος Κορνήλιος Σύλλας]] (περ. 138–78 π.Χ.), [[Δικτάτορας|δικτάτωρ]] της Ρώμης, ο οποίος προώθησε σημαντικές συνταγματικές αλλαγές προκειμένου να ενισχύσει την αριστοκρατία.]]
 
Η Δημοκρατία δεν είχε κάποιο οργανωμένο [[Γραφειοκρατία|γραφειοκρατικό]] σύστημα, ενώ η συλλογή [[φορολογία|φόρων]] ανατίθετο σε ιδιώτες. Οι κυβερνητικές θέσεις όπως του κυαίστορα ή του αγορανόμου χρηματοδοτούνταν από την προσωπική περιουσία του εκάστοτε ατόμου. Προκειμένου να μην είναι δυνατό να αποκτήσει κάποιος υπερβολικά πολύ δύναμη, οι νέοι αξιωματούχοι εκλέγονταν κάθε χρόνο και μοιράζονταν την εξουσία με κάποιο συνεργάτη. Για παράδειγμα, υπό φυσιολογικές συνθήκες, την ανώτερη εξουσία κατείχαν δύο ύπατοι. Σε περιόδους κρίσης μπορούσε να ανακηρυχθεί κάποιος προσωρινά [[Δικτάτορας|δικτάτωρ]]. Κατά τη διάρκεια των ετών της δημοκρατίας το σύστημα αυτό αναθεωρήθηκε πολλές φορές έτσι ώστε να συνάδει με την εκάστοτε πραγματικότητα. Τελικά, αποδείχτηκε ανεπαρκές για τη διακυβέρνηση της ολοένα και επεκτεινόμενης ρωμαϊκής επικράτειας, βοηθώντας στην εγκαθίδρυση της νέας μορφής διακυβέρνησης, της [[Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία|Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας]].
 
Τα πρώτα αυτοκρατορικά χρόνια υπήρχε η προσπάθεια να διατηρηθεί ζωντανή η εντύπωση πως η δημοκρατία ήταν ζωντανή. Ο αυτοκράτορας παρουσιαζόταν απλά ως ''«ο πρώτος των πολιτών»'' (''princeps''), ενώ η Σύγκλητος απέκτησε νομοθετικές αρμοδιότητες, καθώς και όλες τις άλλες δικαιοδοσίες των διάφορων εκκλησιών. Ωστόσο οι αυτοκράτορες άρχισαν να κυβερνούν όλο και περισσότερο ως απόλυτοι μονάρχες, με το ρόλο της Συγκλήτου να περιορίζεται σε αυτόν του συμβουλευτικού σώματος. Η Αυτοκρατορία δεν κληρονόμησε γραφειοκρατικό σύστημα από τη Δημοκρατία, καθώς μοναδική μόνιμη κρατική δομή ήταν η Σύγκλητος. Ο Αυτοκράτορας μπορούσε να επιλέγει τους βοηθούς και τους συμβούλους του, αλλά το κράτος δε διέθετε διάφορους σημαντικούς θεσμούς, όπως για παράδειγμα την κατάρτιση ενιαίου κεντρικού προϋπολογισμού. Κάποιοι ιστορικοί θεωρούν πως αυτό αποτέλεσε αίτιο της παρακμής της Αυτοκρατορίας.
 
=== Δίκαιο ===
Οι ρίζες των νομικών αρχών και πρακτικών των αρχαίων Ρωμαίων μπορούν να ανιχνευθούν στο νόμο των ''[[Δώδεκα Πίνακες|Δώδεκα Πινάκων]]'' ([[449 π.Χ.]]). Η αναζήτηση αυτή φτάνει μέχρι το [[530]], οπότε και ο Αυτοκράτορας [[Ιουστινιανός Α'| Ιουστινιανός]] εξέδωσε τον περίφημο [[Ιουστινιάνειος Κώδικας|Ιουστινιανό Κώδικα]]. Ο ρωμαϊκός νόμος όπως διαφυλάχθηκε στον Κώδικα αυτό συνέχισε να υφίσταται και τη βυζαντινή εποχή, αποτελώντας τη βάση άλλων νομοθετικών συστημάτων στην ηπειρωτική [[Δυτική Ευρώπη]]. Ο ρωμαϊκός νόμος συνέχισε να εφαρμόζεται, με μια ευρύτερη έννοια, στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες μέχρι το πέρας του [[17ος αιώνας|17ου αιώνα]].
 
Οι κύριες κατηγορίες νόμων στην αρχαία Ρώμη, όπως διαφυλάσσονται στον Ιουστινιανό και [[Θεοδοσιανός Κώδικας|Θεοδοσιανό Κώδικα]] ονομάζονται ''Ius Civile'', ''Ius Gentium'', και ''Ius Naturale''. Ο '''Ius Civile''' (''νόμος των πολιτών'') ήταν το κομμάτι των νόμων που αφορούσαν την τάξη των Ρωμαίων Πολιτών.<ref>Adkins, 1998. Σελίδα 46.</ref> Οι [[Αστικός Πραίτωρ|Αστικοί Πραίτορες]] (''Praetores Urbani'') ήταν τα άτομα που είχαν την αρμοδιότητα να κρίνουν υποθέσεις τέτοιου τύπου. Ο '''Ius Gentium''' (''νόμος των εθνών'') ήταν το κομμάτι των νόμων που αφορούσαν τους ξένους και τις σχέσεις τους με τους Ρωμαίους Πολίτες.<ref name="Duiker346" /> Αρμόδιοι αξιωματούχοι για αυτές τις υποθέσεις ήταν οι ''[[Praetor Peregrinus|Praetores Peregrini]]''. Τέλος, ο '''Ius Naturale''' περιελάμβανε τους φυσικούς νόμους, το κομμάτι εκείνο των νόμων που θεωρούταν κοινό για όλα τα πλάσματα.
Γραμμή 107:
=== Οικονομία ===
[[Αρχείο:Aureus-Septimius Severus-l8augusta-RIC 0011,Aureus.jpg|thumb|300px|Χρυσό νόμισμα (aureus) με τη μορφή του Αυτοκράτορα [[Σεπτίμιος Σεβήρος|Σεπτιμίου Σεβήρου]]. Εκδόθηκε το 193 για να τιμήσει τη XIIII Gemina Martia Victrix, τη [[λεγεώνα]] που τον ανέδειξε αυτοκράτορα.]]
Η Αρχαία Ρώμη είχε υπό την κυριαρχία της τεράστιες εκτάσεις γης, με αμέτρητους φυσικούς και ανθρώπινους πόρους. Για το λόγο αυτό, η οικονομία του κράτους στηρίχτηκε στον αγροτικό τομέα και στο [[εμπόριο]]. Η ελεύθερη διακίνηση αγροτικών προϊόντων άλλαξε το ιταλικό τοπίο, και μέχρι τον [[1ος αιώνας π.Χ.|1ο αιώνα π.Χ.]], τεράστιες κτηματικές εκτάσεις που παρήγαγαν [[σταφύλι]]α κι [[Ελιά|ελιές]] παραγκώνισαν τους μικροκαλλιεργητές, οι οποίοι δεν είχαν τα μέσα να χτυπήσουν την τιμή των εισαγόμενων [[Σιτάρι|σιτηρών]]. Η προσάρτηση της [[Αρχαία Αίγυπτος|Αιγύπτου]], της [[Σικελία]]ς και της [[Τυνησία]]ς στη [[Βόρεια Αφρική|Βόρειο Αφρική]] παρείχε στο ρωμαϊκό κράτος συνεχή εισροή σιτηρών. Αντίθετα, η ιταλική χερσόνησος έκανε εξαγωγές [[Λάδι|λαδιού]] και [[Κρασί|κρασιού]]. Η [[αμφισπορά]] ήταν συνήθης πρακτική, ωστόσο η παραγωγικότητα των αγρών ήταν χαμηλή, περίπου ένας τόνος ανά [[εκτάριο]] γης.
 
Η [[βιοτεχνία]] και οι κατασκευές ήταν κλάδοι με πολύ μικρότερη έκταση. Η πιο ανεπτυγμένη σχετική δραστηριότητα ήταν η εξόρυξη [[πέτρωμα|πετρωμάτων]], που παρείχε τα βασικά δομικά υλικά των κτισμάτων της εποχής. Όσον αφορά τη βιοτεχνία, τη συγκροτούσαν μικρά εργαστήρια τα οποία απασχολούσαν το πολύ μερικές δωδεκάδες εργάτες. Ωστόσο, κάποια εργοστάσια [[Τούβλο|τούβλων]], πιθανόν να απασχολούσαν εκατοντάδες εργάτες.
Γραμμή 122:
Το πλήρες δυναμικό μιας λεγεώνας κατά τη δημοκρατική περίοδο περιελάμβανε 3.600 με 4.800 πεζικάριους με βαρύ οπλισμό, αρκετές εκατοντάδες ελαφρούς οπλίτες και αρκετές εκατοντάδες ιππείς, σύνολο 4.000 με 5.000 άνδρες.<ref>Keegan, σελ.264; Adrian Goldsworthy, ''The Roman Army at War 100 BC - CE200'', Oxford University Press (Οξφόρδη 1996) [ISBN 0-19-815057-1], σελ. 33; Jo-Ann Shelton, εκδ., ''As the Romans Did: A Sourcebook in Roman Social History'', Oxford University Press (Νέα Υόρκη 1998)[ISBN 0-19-508974-X], σελ. 245-249.</ref> Οι λεγεώνες συχνές υπέφεραν από έλλειψη ανδρών εξαιτίας αποτυχιών του συστήματος στρατολόγησης ή μετά από περιόδους ενεργής υπηρεσίας εξαιτίας ατυχημάτων, θανάτων στη μάχη, ασθενειών και [[Λιποταξία|λιποταξιών]]. Κατά τη διάρκεια των Εμφυλίων Πολέμων οι λεγεώνες του [[Πομπήιος|Πομπήιου]] στην ανατολή ήταν πλήρεις γιατί είχαν στρατολογηθεί πρόσφατα, ενώ αυτές του [[Ιούλιος Καίσαρας|Καίσαρα]] αντιμετώπιζαν σοβαρές ελλείψεις καθώς είχαν μόλις επιστρέψει από τον πόλεμο στη Γαλατία. Πάνω κάτω τα ίδια ίσχυαν με τα βοηθητικά στρατεύματα.<ref>Goldsworthy, ''The Roman Army'', σελ. 22-24, 37-38; Adrian Goldsworthy, ''Caesar: Life of a Colossus'', Yale University Press (New Haven 2006) [ISBN 0300120486, ISBN 978-0-300-12048-6], σελ. 384, 410-411, 425-427.</ref>
Μέχρι το τέλος της δημοκρατικής περιόδου, ο τυπικός λεγεωνάριος ήταν μικροκαλλιεργητής με δική του γη, καταγόμενος από αγροτική περιοχή (''adsiduus''), ο οποίος συμμετείχε σε συγκεκριμένες (συχνά ετήσιες) <ref>Μεταξύ του 343 και 241 π.Χ., ο ρωμαϊκός στρατός μαχόταν κάθε χρόνο με εξαίρεση πέντε έτη. Stephen P. Oakley, "The Early Republic," in Harriet I. Flower, εκδ., ''The Cambridge Companion to the Roman Republic'', Cambridge University Press (Cambridge U.K. 2004) [ISBN 0-521-00390-3], σελ. 27.</ref> εκστρατείες παρέχοντας ο ίδιος τον εξοπλισμό του. Οι ιππείς παρείχαν τα άλογά τους. Μια εκτίμηση θέλει το μέσο αγρότη του [[200 π.Χ.]] να συμμετέχει συνολικά σε έξι με επτά εκστρατείες, με την προϋπόθεση βέβαια να επιβίωνε. Οι απελεύθεροι και οι σκλάβοι (όπου κι αν διέμεναν), αλλά και οι κάτοικοι των πόλεων, δεν υπηρετούσαν, εκτός κι αν το απαιτούσε μεγάλη ανάγκη.<ref>P. A. Brunt, "Army and Land in the Roman Republic," στο ''The Fall of the Roman Republic and Related Essays'', Oxford University Press (Οξφόρδη 1988) [ISBN 0-19-814849-6], σελ.253; William V. Harris, ''War and Imperialism in Republican Rome 327-70 BC'', Oxford University Press (Οξφόρδη 1979) [ISBN 0-19-814866-6], σελ. 44.</ref> Μετά το 200 π.Χ. η οικονομική κατάσταση των αγροτικών περιοχών χειροτέρευσε ενώ αυξανόταν η ανάγκη για άνδρες. Για το λόγο αυτό τα κριτήρια κατοχής περιουσίας παραμερίστηκαν σταδιακά. Ξεκινώντας με τις μεταρρυθμίσεις που πέρασε ο Γάιος Μάριος το [[107 π.Χ.]], οι πολίτες χωρίς ιδιοκτησία και ορισμένοι φτωχοί κάτοικοι των πόλεων (''proletarii'') κατατάχθηκαν λαμβάνοντας εξοπλισμό, αν και οι περισσότεροι λεγεωνάριοι εξακολουθούσαν να προέρχονται από αγροτικές περιοχές. Η στράτευση έγινε συνεχής και μακράς διάρκειας, μέχρι και είκοσι έτη αν οι περιστάσεις το απαιτούσαν. Ο Brunt θεωρεί πιθανότερη την εκδοχή να κρατούσε για έξι με επτά χρόνια.<ref>Keegan, σελ. 273-274; Brunt, σελ. 253-259; Harris, σελ. 44-50.</ref> Από τον 3ο αιώνα π.Χ. οι λεγεωνάριοι λάμβαναν μισθό (''stipendium''). Το ακριβές ποσό είναι αμφιλεγόμενο αλλά σύμφωνα με μαρτυρίες ο Καίσαρ διπλασίασε την πληρωμή των ανδρών του στα 225 δηνάρια το χρόνο. Οι στρατιώτες μπορούσαν επίσης να ελπίζουν σε λάφυρα από τους αξιωματικούς τους έπειτα από επιτυχημένες εκστρατείες και, μετά την εποχή του Μάριου, σε εκτάσεις γης μετά την αποστράτευσή τους.<ref>Keegan, σελ. 264; Brunt, σελ. 259-265; Potter, σελ. 80-83.</ref> Το [[ιππικό]] και το ελαφρύ πεζικό που συνόδευαν μια λεγεώνα (''auxilia'') συχνά στρατολογούνταν από τις περιοχές όπου υπηρετούσε η λεγεώνα. Ο Καίσαρ συγκρότησε μια λεγεώνα, την Πέμπτη Alaudae, από μη-πολίτες στην [[Πέραν των Άλπεων Γαλατία]] για την εκστρατεία του στα γαλατικά εδάφη.<ref>Goldsworthy, ''Caesar'', σελ. 391.</ref> Την εποχή του [[Οκταβιανός Αύγουστος|Αυγούστου]], το ιδεώδες του πολίτη-στρατιώτη είχε εγκαταλειφθεί και οι λεγεώνες έγιναν πλήρως επαγγελματικές. Οι λεγεωνάριοι πληρώνονταν με 900 [[Σηστέρσιο|σηστέρσια]] το χρόνο και αμείβονταν κατά την αποστρατεία τους με 12.000 σηστέρσια.<ref>Karl Christ, ''The Romans'', University of California Press (Berkeley, 1984) [ISBN 0-520-04566-1], σελ. 74-76.</ref>
 
[[Εικόνα:Roman Empire map.gif|250px|thumb|right|Χρονική εξέλιξη των ρωμαϊκών κατακτήσεων
Γραμμή 135:
Ο [[Γαλλιηνός|Αυτοκράτορας Γαλλιηνός]] ([[253]] – [[268]]) ξεκίνησε μια νέα μεταρρύθμιση η οποία δημιούργησε την τελική μορφή της στρατιωτικής δομής της ύστερης Αυτοκρατορίας. Αποσύροντας κάποιους λεγεωνάριους από στις σταθερές βάσεις τους στα σύνορα, ο Γαλλιηνός δημιούργησε κινητές δυνάμεις (''comitatenses'') οι οποίες στρατοπέδευαν πίσω και σε κάποια απόσταση από τα σύνορα σε στρατηγικές θέσεις. Τα στρατεύματα που φύλαγαν τα σύνορα (''limitanei'') είχαν ως έδρα σταθερές θέσεις και εξακολουθούσαν να αποτελούν την πρώτη γραμμή άμυνας. Βασική μονάδα των κινητών μονάδων ήταν το «σύνταγμα», ''legiones'' ή ''auxilia'' για το πεζικό και ''vexellationes'' για το ιππικό. Τα στοιχεία που διαθέτουμε δείχνουν πως τα σώματα αυτά είχαν θεωρητικά δύναμη 1.200 πεζικάριων και 600 ιππέων, παρόλο που πολλές μαρτυρίες καταδεικνύουν μικρότερους αριθμούς (800 και 400 αντίστοιχα). Πολλά συντάγματα πεζικού και ιππικού διεξήγαγαν επιχειρήσεις ανά ζεύγη υπό τη διοίκησε ενός ''[[comes]]''. Εκτός από τους Ρωμαίους στρατιώτες, οι κινητές μονάδες περιελάμβαναν και σώματα «βαρβάρων» που είχαν στρατολογηθεί από συμμαχικές φυλές που ήταν γνωστές ως ''[[φεντεράτοι]]'' (foederati). Μέχρι το [[400 π.Χ.]] οι φεντεράτοι είχαν εξελιχθεί σε μόνιμα σώματα στρατού, που πλήρωνε και εξόπλιζε το κράτος, με αρχηγό έναν Ρωμαίο τριβούνο και χρησιμοποιούνταν με τον ίδιο τρόπο που χρησιμοποιούνταν τα σώματα που τα απάρτιζαν Ρωμαίοι. Εκτός από τους φεντεράτους, η Αυτοκρατορία χρησιμοποιούσε ομάδες βαρβάρων για να πολεμούν πλησίον των λεγεώνων ως «σύμμαχοι» χωρίς να εντάσσονται κανονικά στα σώματα στρατού. Υπό τη γενική διοίκηση κάποιου έμπειρου Ρωμαίου στρατηγού, τους άνδρες αυτούς διοικούσαν σε κατώτερα επίπεδα δικοί τους αξιωματικοί.<ref>Hugh Elton, ''Warfare in Roman Europe AD 350-425'', Oxford University Press (Oxford 1996)[ISBN 0-19-815241-8] σελ. 89-96.</ref>
 
Η διοικητική ιεραρχία του στρατού υπέστη διάφορες αλλαγές κατά τη διάρκεια της ρωμαϊκής ιστορίας. Την περίοδο της μοναρχίας, οι στρατιές οπλιτών οδηγούνταν από τους ίδιους τους βασιλείς της Ρώμης. Την πρώιμη και μέση δημοκρατική περίοδο τις στρατιωτικές δυνάμεις διοικούσε ο ένας από τους δύο εκλεγμένους υπάτους της χρονιάς. Προς το τέλος της περιόδου αυτής, επιφανείς συγκλητικοί, στα πλαίσια της κανονικής σειράς με την οποία ανέρχονταν στην ιεραρχία (''[[Cursus honorum|''cursus honorum]]'']]), έπρεπε να υπηρετήσουν αρχικά ως κυαίστορες (συχνά τοποθετούνταν ως απεσταλμένοι στους διοικητές των στρατευμάτων), και κατόπιν ως πραίτορες. Αφού ολοκλήρωνε τη θητεία του ως πραίτορας ή ύπατος, ένας συγκλητικός μπορούσε να ονομαστεί από τη Σύγκλητο [[ανθύπατος]] (''propraetor'') ή [[αντιστράτηγος (ρωμαϊκή εποχή)|αντιπραίτορας]] (''proconsul'') ανάλογα με το υψηλότερο αξίωμα που είχε αποκτήσει ως τότε, ώστε να υπηρετήσει ως κυβερνήτης επαρχίας. Τους αμέσως κατώτερους αξιωματικούς (μέχρι ένα επίπεδο πάνω από τους [[Εκατόνταρχος|εκατόνταρχους]]) επέλεγαν οι διοικητές τους ανάμεσα στους προστατευόμενούς τους (''clientelae'') ή στα άτομα που τους πρότειναν οι πολιτικοί τους σύμμαχοι.<ref>T. Correy Brennan, "Power and Process Under the Republican 'Constitution'," in Harriet I. Flower, εκδόσεις, ''The Cambridge Companion to the Roman Republic'', Cambridge University Press (Cambridge U.K. 2004) [ISBN 0-521-00390-3], Κεφάλαιο 2; Potter, σελ. 66-88; Goldsworthy, ''The Roman Army'', σελ. 121-125. Ο πιο ταλαντούχος, αποτελεσματικός και αξιόπιστος αξιωματικός στη Γαλατία, ο [[Τίτος Λαβιένος]], είχε πάρει συστάσεις από τον Πομπήιο. Goldsworthy, ''The Roman Army'', σελ. 124.</ref> Την εποχή του Αυγούστου, του οποίου η σημαντικότερη πολιτική προτεραιότητα ήταν να τοποθετήσει το στρατό κάτω από μόνιμη και ενιαία διοίκηση, ο Αυτοκράτορας ήταν ο νόμιμος διοικητής όλων των λεγεώνων, αλλά ασκούσε το αξίωμά του αυτό διαμέσου ενός [[Λεγάτος|λεγάτου]] (''legatus'') τον οποίο επέλεγε ανάμεσα στους συγκλητικούς. Στις επαρχίες όπου στρατοπέδευε μία και μοναδική λεγεώνα, ο λεγάτος θα ήταν τόσο στρατιωτικός διοικητής (''legatus legionis'') όσο και κυβερνήτης της επαρχίας. Αντίθετα, στις επαρχίες όπου στρατοπέδευαν περισσότερες από μία λεγεώνες, καθεμία διοικούσε ένας λεγάτος, επικεφαλής των οποίων ήταν ο κυβερνήτης της επαρχίας (ο οποίος τυπικά ήταν επίσης λεγάτος αλλά υψηλότερου βαθμού).<ref>Mackay, σελ. 245-252.</ref> Προς τα τέλη της αυτοκρατορικής περιόδου (αρχίζοντας ίσως με το [[Διοκλητιανός|Διοκλητιανό]]), το μοντέλο του Αυγούστου εγκαταλείφθηκε. Οι διοικητές των επαρχιών έχασαν την όποια στρατιωτική εξουσία, και τη διοίκηση των στρατευμάτων συνόλων επαρχιών κατείχαν κάποιοι στρατηγοί ([[Dux|''duces'']]) τους οποίους διόριζε ο αυτοκράτορας. Οι τελευταίοι δεν ήταν πλέον μέλη της ρωμαϊκής ελίτ αλλά άντρες που είχαν ανέλθει δια μέσου της ιεραρχίας έχοντας μεγάλη πείρα σε στρατιωτικά θέματα. Με αυξανόμενη συχνότητα, αυτοί οι άνδρες προσπαθούσαν (μερικές φορές επιτυχώς) να σφετεριστούν τον αυτοκρατορικό θρόνο. Η έλλειψη πόρων, το πολιτικό χάος που όλο και χειροτέρευε και οι εμφύλιοι πόλεμοι τελικά άφησαν τη Δυτική Αυτοκρατορία ευάλωτη στις επιθέσεις των γειτονικών βαρβαρικών φυλών.<ref>MacKay, σελ. 295-296 και κεφάλαια 23-24.</ref>
 
[[Αρχείο:Corvus.svg|thumb|left|220px|Με το όνομα Corvus είναι γνωστός ένας μηχανισμός επιβίβασης που μοιάζει με γέφυρα και που επέτρεψε στα δυσκίνητα ρωμαϊκά πλοία να αντισταθμίσουν το μειονέκτημα που είχαν έναντι σε αυτά της [[Καρχηδόνα]]ς.]]
Γραμμή 157:
Η αρχαϊκή ρωμαϊκή θρησκεία, όσον αφορά τουλάχιστον τους θεούς, βασίστηκε όχι σε γραπτές αφηγήσεις, αλλά μάλλον σε ένα σύμπλεγμα αλληλοσυσχετίσεων μεταξύ των θεών και των ανθρώπων.<ref>Matyszak, 2003. Σελίδα 24.</ref> Αντίθετα με την [[ελληνική μυθολογία]], οι θεοί δεν ήταν προσωποποιημένοι, αλλά ιερά πνεύματα που καλούνταν ''«numina»''. Οι Ρωμαίοι επίσης πίστευαν ότι κάθε άτομο, μέρος ή πράγμα είχε τη δική του ψυχή. Σημαντικό ρόλο έπαιζε επίσης η λατρεία των προγόνων.
 
Κατά τη διάρκεια της δημοκρατικής περιόδου, η ρωμαϊκή λατρεία οργανώθηκε κάτω από ένα αυστηρό σύστημα ιερατικών αξιωμάτων, τα οποία παραλάμβαναν άνδρες καταγόμενοι από την τάξη των συγκλητικών. Η [[Κολλεγία των Ποντιφήκων]] ήταν το ανώτερο ιεραρχικά όργανο και ο αρχιερέας του, ''«[[Pontifex Maximus]]»'', η κεφαλή της κρατικής λατρείας. Ανάμεσα στις αρμοδιότητες ενός ιερέα ''([[flamens]])'' ήταν η φροντίδα των λατρευτικών εκδηλώσεων στο πρόσωπο των θεών, ενώ οι [[Οιωνοσκόπος|οιωνοσκόποι]] αναλάμβαναν την ερμηνεία των οιωνών. Ο ''«[[Rex Sacrorum]]»'' ανέλαβε τα θρησκευτικά καθήκοντα που κάποτε ασκούσαν οι βασιλείς. Με τη σειρά τους, οι ''«[[Εστιάδες Παρθένες]]»'' ήταν οι ιέρειες της [[Βέστα]], θεάς της οικογενειακής εστίας. Πρωταρχικό τους καθήκον ήταν η συντήρηση της Ιερής Φωτιάς της Βέστα στο ναό της θεάς στη Ρωμαϊκή Αγορά. Τέλος, κατά την αυτοκρατορική περίοδο οι αυτοκράτορες απέκτησαν θεϊκή υπόσταση και η λατρεία στο πρόσωπό τους είχε μεγάλη σημασία.
 
Καθώς αυξανόταν η επαφή με τον ελληνικό πολιτισμό, οι παλαιοί θεοί συσχετίστηκαν έντονα με τους ελληνικούς.<ref>Willis, 2000. Σελίδα 168.</ref> Έτσι ο [[Γιούπιτερ]] θεωρήθηκε η ίδια θεότητα με το [[Δίας (μυθολογία)|Δία]], ο [[Μαρς]] το αντίστοιχο του [[Άρης (μυθολογία)|Άρη]] και η [[Βένους]] ταυτίστηκε με την [[Αφροδίτη (μυθολογία)|Αφροδίτη]]. Οι ρωμαϊκοί θεοί υιοθέτησαν επίσης τις ιδιότητες και τα χαρακτηριστικά των αντίστοιχων ελληνικών. Στα πλαίσια των κατακτήσεων οι Ρωμαίοι υιοθετούσαν μυθολογικά στοιχεία των λαών που αφομοίωναν και δεν ήταν σπάνιο ναοί αφιερωμένοι στις ρωμαϊκές θεότητες να συνυπάρχουν πλάι πλάι με αυτούς των ξένων θεών.<ref>Willis, 2000. Σελίδα 166.</ref> Με αρχή τη βασιλεία του [[Νέρων|Νέρωνα]]α, η επίσημη στάση των Ρωμαίων απέναντι στο [[Χριστιανισμός|χριστιανισμό]] ήταν αρνητική, και ορισμένες φορές, το να είναι κανείς απλά χριστιανός επέφερε την τιμωρία του θανάτου. Υπό τον [[Διοκλητιανός|Διοκλητιανό]], οι διώξεις των χριστιανών έφτασαν στην κορυφή τους. Ωστόσο, ο [[Κωνσταντίνος Α΄|Μέγας Κωνσταντίνος]] υποστήριξε δημόσια τη θρησκεία αυτή η οποία έγινε ιδιαίτερα δημοφιλής. Όλες οι θρησκείες εκτός από το χριστιανισμό απαγορεύτηκαν το [[391]] με διάταγμα του [[Θεοδόσιος Α'|Θεοδόσιου Α']].<ref>[http://www.roman-emperors.org/theo1.htm Theodosius I (379-395 AD)] του David Woods. De Imperatoribus Romanis.</ref>
 
=== Τέχνη, Μουσική και Λογοτεχνία ===
:''Κυρίως άρθρο: [[Ρωμαϊκή τέχνη]]''
[[Αρχείο:Roman_fresco_Villa_dei_Misteri_Pompeii_009Roman fresco Villa dei Misteri Pompeii 009.jpg|220px|thumb|Τοιχογραφία από τη Βίλλα των Μυστηρίων. Από τα αρχαιολογικά ευρήματα της [[Πομπήια]]ς, 80 μ.Χ.]]
Οι τεχνοτροπίες της ρωμαϊκής ζωγραφικής μαρτυρούν επιρροή από την ελληνική τέχνη. Τα δείγματα που επιβιώνουν μέχρι τις μέρες μας είναι κυρίως [[Τοιχογραφία|τοιχογραφίες]] που κοσμούσαν τους τοίχους και τα ταβάνια εξοχικών κατοικιών, αν και διάφορα ρωμαϊκά κείμενα κάνουν αναφορά σε έργα φτιαγμένα σε [[ξύλο]], [[ελεφαντόδοντο]] κι άλλες ύλες.<ref name=Addypaint>Adkins, 1998. Σελίδες 350-352.</ref><ref name=MetstuffonRpaint>[http://www.metmuseum.org/toah/hd/ropt/hd_ropt.htm Roman Painting] από το έργο Timeline of Art History. Department of Greek and Roman Art, The Metropolitan Museum of Art.</ref> Πολλά δείγματα ρωμαϊκής ζωγραφικής έχουν βρεθεί στον αρχαιολογικό χώρο της [[Πομπήια]]ς και μελετώντας αυτά οι ιστορικοί τις τέχνης έχουν παρατηρήσει τέσσερις διακριτές τεχνοτροπίες. Η πρώτη ανήκει χρονολογικά στην περίοδο από τις αρχές του [[2ος αιώνας π.Χ.|2ου αιώνα π.Χ.]] μέχρι την αρχή ή τα μέσα του [[1ος αιώνας π.Χ.|1ου αιώνα π.Χ.]] Τη συνθέτουν κυρίως απομιμήσεις από [[μάρμαρο]], αν και ορισμένες φορές περιλαμβάνει απεικονίσεις μυθολογικών πλασμάτων. Η δεύτερη τεχνοτροπία ρωμαϊκής ζωγραφικής ξεκίνησε να εφαρμόζεται από τις αρχές του [[1ος αιώνας π.Χ.|1ου αιώνα π.Χ.]] Προσπαθούσε να απεικονίσει ρεαλιστικά τρισδιάστατα αρχιτεκτονικά στοιχεία και τοπία. Το τρίτο στυλ συναντάται κατά την εποχή του [[Οκταβιανός Αύγουστος|Αυγούστου]] ([[27 π.Χ.]] – [[14|14 μ.Χ.]]) και απορρίπτει τον ρεαλισμό του δεύτερου στυλ για χάρη μιας απλούστερης διακόσμησης. Λίγα κτίρια, ένα τοπίο ή αφηρημένα σχέδια τοποθετούνταν στο κέντρο με το φόντο να είναι μονόχρωμο. Το τέταρτο στυλ που εμφανίστηκε τον [[1ος αιώνας|1ο αιώνα μ.Χ.]] είχε συχνά θέματα εμπνευσμένα από τη μυθολογία, διατηρώντας λεπτομέρειες στα αρχιτεκτονικά στοιχεία και αφηρημένα σχέδια.<ref name=Addypaint/><ref name=MetstuffonRpaint/> Τα [[γκράφιτι|γκραφίτι]], οι τοιχογραφίες σε [[Οίκος ανοχής|οίκους ανοχής]], διάφορα έργα ζωγραφικής και γλυπτικής που βρέθηκαν στην Πομπήια και το [[Ερκουλάνεουμ]] καταδεικνύουν πως η [[σεξουαλικότητα]] έπαιζε κεντρικό ρόλο στο ρωμαϊκό πολιτισμό.<ref>Grant, 2005. pages 130-134.</ref>
 
Γραμμή 169:
 
[[Αρχείο:Cornicen 1.jpg|180px|thumb|left|Ο ρωμαϊκός στρατός έκανε χρήση μουσικών οργάνων προκειμένου να μεταφέρει διάφορα παραγγέλματα.]]
Η [[λατινική λογοτεχνία]] από τη γέννησή της υπήρξε βαθιά επηρεασμένη από την ελληνική. Τα πρώτα έργα ήταν ιστορικά έπη, που αφηγούνταν τις νίκες της Ρώμης σε διάφορους πολέμους. Κατά τη δημοκρατική περίοδο, οι συγγραφείς άρχισαν να παράγουν έργα ιστορικά, [[ποίηση]], [[Κωμωδία|κωμωδίες]] και [[Τραγωδία|τραγωδίες]]. Η κλασική λατινική περίοδος, όταν η λατινική λογοτεχνία έφτασε στη μεγαλύτερη ακμή της, χωρίζεται στη ''Χρυσή Εποχή'', που καλύπτει την περίοδο από τις αρχές του 1ου αιώνα π.Χ. μέχρι τα μέσα του 1ου αιώνα μ.Χ. και στην ''Ασημένια Εποχή'', που καλύπτει τον 2ο αιώνα μ.Χ. Τα λογοτεχνικά έργα που γράφτηκαν μετά το 2ο αιώνα υποτιμήθηκαν και αγνοήθηκαν. Ίσως περισσότερο από κάθε άλλον, αντικείμενο μίμησης υπήρξε ο [[Μάρκος Τύλλιος Κικέρωνας|Κικέρων]], του οποίου το στυλ θεωρήθηκε κολοφώνας της λατινικής πνευματικής παραγωγής.
 
Η [[ρωμαϊκή μουσική]] βασίστηκε κατά πολύ στην [[Αρχαία ελληνική μουσική|ελληνική μουσική]] και έπαιζε σημαντικό ρόλο σε διάφορες εκφάνσεις της ζωής των Ρωμαίων.<ref name=iClassics>[http://www.iclassics.com/periodArticle?contentId=3003 Chronology: Ancient and Medieval: Ancient Rome]. iClassics. Απόσπασμα από το ''A History of Western Music, Fifth Edition'' των Donald Jay Grout και Claude V. Palisca. W.W. Norton & Company, Inc.: 1960.</ref> Ο στρατός χρησιμοποιούσε μουσικά όργανα, γνωστά ως ''tuba'' (μια μακριά [[τρομπέτα]]) και ''cornu'' (που μοιάζει με το γαλλικό [[κέρας]]) ώστε να μεταφέρονται διάφορες εντολές. Τα μουσικά όργανα ''bucina'' (πιθανώς μια τρομπέτα ή κέρας) και ''lituus'' (μάλλον ένα μακρύ όργανο σε σχήμα J), χρησιμοποιούνταν σε διάφορες τελετές.<ref>Adkins, 1998. Σελίδα 89.</ref> Μουσική έπαιζε στα [[Αμφιθέατρο|αμφιθέατρα]] ανάμεσα στους αγώνες και στα [[Ωδείο|ωδεία]], και σε τέτοιες περιστάσεις πρέπει να χρησιμοποιούσαν τα όργανα ''cornu'' και [[ύδραυλις]] (όργανο νερού).<ref>Adkins, 1998. Σελίδες 349-350.</ref> Η πλειοψηφία των θρησκευτικών τελετών περιελάμβαναν μουσικές παραστάσεις: ''tibiae'' (διπλούς [[Αυλός|αυλούς]]) στις θυσίες, [[Κύμβαλο|κύμβαλα]] και [[ντέφι]]α στις οργιαστικές τελετές.<ref>Adkins, 1998. Σελίδα 300.</ref> Ορισμένοι ιστορικοί της μουσικής θεωρούν πως η μουσική χρησιμοποιούταν σε όλες τις δημόσιες τελετές,<ref name=auto2>[http://www.iclassics.com/periodArticle?contentId=3003 Chronology: Ancient and Medieval: Ancient Rome]. iClassics. Απόσπασμα από το A History of Western Music, Fifth Edition των Donald Jay Grout και Claude V. Palisca. W.W. Norton & Company, Inc.: 1960.</ref> αν και δεν είναι βέβαιο το κατά πόσο οι Ρωμαίοι μουσικοί συνέβαλαν σημαντικά στην εξέλιξη της θεωρίας και πρακτικής της μουσικής.<ref name=iClassics/>
Γραμμή 177:
Οι νεαροί Ρωμαίοι είχαν πολλές επιλογές όταν επιθυμούσαν να ψυχαγωγηθούν και να [[Αθλητισμός|αθληθούν]], όπως για παράδειγμα το [[άλμα]], την [[πάλη]], την [[πυγμαχία]] και το [[τρέξιμο]].<ref name=Cassononsports>Casson, 1998. Σελίδες 98-108.</ref> Την εποχή αυτή υπήρχαν επίσης διάφορα παιχνίδια που περιλάμβαναν τη χρήση [[μπάλα]]ς, όπως ένα παιχνίδι που θυμίζει τη σύγχρονη [[χειροσφαίριση]].<ref name=Cassononsports/> Τα παιδιά είχαν στη διάθεσή τους παιχνίδια, ενώ ήταν ήδη γνωστά διάφορα ομαδικά παιχνίδια όπως τα «βαρελάκια».<ref name=SPQRonline/><ref name=Adkinsonparties/>
 
Οι πλούσιοι Ρωμαίοι που κατοικούσαν σε εξοχικές περιοχές συχνά επιδίδονταν στο [[αλιεία|ψάρεμα]] και το [[κυνήγι]].<ref name=SPQRonline>[http://library.thinkquest.org/26602/entertainment.htm#leisure Daily Life: Entertainment]. SPQR Online.</ref> Άλλες δημοφιλείς δραστηριότητες ήταν τα παιχνίδια με [[ζάρι]]α, τα [[Επιτραπέζιο παιχνίδι|επιτραπέζια]] και ο [[Τυχερά παιχνίδια|τζόγος]].<ref name=Cassononsports/> Εντούτοις, στις παραπάνω δραστηριότητες δεν συμμετείχαν γυναίκες. Για τους πλούσιους δημοφιλή ήταν τα δείπνα, που ανάλογα με την περίπτωση περιελάμβαναν [[μουσική]], [[Χορός|χορό]] και ανάγνωση λογοτεχνικών έργων.<ref name=Adkinsonparties>Adkins, 1998. Σελίδα 350.</ref> Οι πληβείοι οργάνωναν κι εκείνοι ορισμένες φορές ανάλογες γιορτές, αν και συνήθως το δείπνο για ψυχαγωγία συνήθως σήμαινε επίσκεψη σε κάποια [[ταβέρνα]].<ref name=Adkinsonparties/>
 
Μια δημοφιλής μορφή διασκέδασης ήταν οι [[μονομαχίες]]. Οι [[μονομάχος|μονομάχοι]] αγωνίζονταν είτε μέχρι θανάτου, είτε «μέχρι να χυθεί αίμα» με μια ποικιλία [[Όπλο|όπλων]] και σεναρίων. Οι αγώνες αυτοί γνώρισαν τη μεγαλύτερη ακμή τους την εποχή του [[Κλαύδιος|Κλαυδίου]], ο οποίος καθόρισε να αποφασίζει ο αυτοκράτορας το αποτέλεσμα του αγώνα με μια χειρονομία. Αντίθετα με την εικόνα που έχουμε από τις [[Κινηματογράφος|κινηματογραφικές ταινίες]], ορισμένοι ιστορικοί απορρίπτουν πως η χειρονομία της γροθιάς με τον αντίχειρα στραμμένο κάτω σήμαινε θάνατο. Αν και κανείς δεν μπορεί να είναι σίγουρος για το ποιες ήταν ακριβώς αυτές οι χειρονομίες, ορισμένοι ειδικοί καταλήγουν πως υψωμένη γροθιά προς το νικητή και κατόπιν αντίχειρας προς τα πάνω σήμαινε «θάνατος», ενώ σηκωμένη γροθιά χωρίς δάχτυλο να εξέχει σήμαινε «έλεος».<ref>[http://penelope.uchicago.edu/~grout/encyclopaedia_romana/gladiators/polliceverso.html The Gladiator and the Thumb]. Encyclopedia Romana. University of Chicago.</ref> Ένα άλλο δημοφιλές θέαμα περιελάμβανε ζώα από μακρινές χώρες, τα οποία εκτίθονταν για να τα δει το κοινό, ή συνδυάζονταν με μονομαχία. Ένας φυλακισμένος ή μονομάχος, οπλισμένος ή άοπλος, τοποθετούταν στην αρένα και κατόπιν ελευθερωνόταν το ζώο.
 
[[Αρχείο:Jean-Leon Gerome Pollice Verso.jpg|thumb|left|320px|Καλλιτεχνική (όχι απαραίτητα ιστορική) αναπαράσταση των μονομαχιών στην Αρχαία Ρώμη. Έργο του Ζαν Λεόν Ζερόμ, (1872).]]
Γραμμή 188:
Οι αρχαίοι Ρωμαίοι κατάφεραν να επιδείξουν τα συναρπαστικότερα [[Τεχνολογία|τεχνολογικά]] επιτεύγματα της εποχής τους, τεχνογνωσία που χάθηκε κατά τη διάρκεια του [[Μεσαίωνας|Μεσαίωνα]] και δεν ξαναεμφανίστηκε παρά τον [[19ος αιώνας|19ο]] και τον [[20ός αιώνας|20ο αιώνα]]. Ωστόσο, παρά την ικανότητα των Ρωμαίων να υιοθετούν και να συνδυάζουν τις τεχνολογίες που κατείχαν άλλοι πολιτισμοί, οι ίδιοι δεν ήταν ιδιαιτέρως καινοτόμοι. Πολλές από τις επινοήσεις τους βασίστηκαν σε παλαιότερα ελληνικά σχέδια, ενώ νέες ιδέες σπάνια ήρθαν στο προσκήνιο. Η ρωμαϊκή κοινωνία είχε ως πρότυπο τον ικανό στρατιώτη, ο οποίος μπορούσε να διοικήσει με σύνεση ένα μεγάλο σπιτικό, ενώ ο ρωμαϊκός νόμος δεν περιείχε διατάξεις σχετικές με την [[πνευματική ιδιοκτησία]] ή την προώθηση της [[καινοτομία]]ς. Η έννοια των ''«επιστημόνων»'' και των ''«μηχανικών»'' δεν υπήρχε την εποχή εκείνη. Η τεχνολογική πρόοδος συχνά βασιζόταν στην επιδεξιότητα και οι διάφορες συντεχνίες φύλασσαν με ζήλο τα μυστικά του επαγγέλματός τους. Εντούτοις, ένας αριθμός καινοτομιών ζωτικής σημασίας εξαπλώθηκαν και χρησιμοποιήθηκαν κατά κόρον από τους Ρωμαίους, συμβάλλοντας καθοριστικά στην επικράτηση και κυριαρχία των Ρωμαίων σε όλη την [[Ευρώπη]].
 
Η ρωμαϊκή μηχανική και η μηχανική για στρατιωτικούς σκοπούς συνιστούν μεγάλο κομμάτι της τεχνικής υπεροχής και κληρονομιάς της Αρχαίας Ρώμης. Συνέβαλαν στην κατασκευή πολυάριθμων δρόμων, [[Γέφυρα|γεφυρών]], [[Υδραγωγείο|υδραγωγείων]], [[Λουτρό|λουτρών]], [[Θέατρο (κατασκευή)|θεάτρων]] και ιπποδρόμων. Πολλά μνημεία, όπως το [[Κολοσσαίο]], το [[Πον-ντυ-Γκαρ]] και το [[Πάνθεον (Ρώμη)|Πάνθεον]], παραμένουν μέχρι τις μέρες μας μαρτυρίες του ρωμαϊκού πολιτισμού.
 
Οι Ρωμαίοι είναι ξακουστοί για τα αρχιτεκτονικά τους επιτεύγματα, που κατατάσσονται μαζί με τα αντίστοιχα ελληνικά στην ''«Κλασική αρχιτεκτονική»''. Κατά τη δημοκρατική περίοδο, στυλιστικά η ρωμαϊκή ήταν παρόμοια της ελληνικής αρχιτεκτονικής. Παρόλο που εξακολουθούσαν να υπάρχουν σημαντικές διαφορές, η Ρώμη δανείστηκε πολλά στοιχεία από την Ελλάδα εμμένοντας στα αυστηρά τυποποιημένα σχέδια ανοικοδόμησης και αναλογίες. Πέραν από δύο νέους [[Αρχιτεκτονικός ρυθμός|ρυθμούς]] κατασκευής κιόνων, γνωστοί ως «[[Σύνθετος ρυθμός|σύνθετος]]» και «[[Τοσκανικός ρυθμός|τοσκανικός]]», και το [[Θόλος|θόλο]], ο οποίος προήλθε από την ετρουσκική [[αψίδα]], η Ρώμη παρουσίασε ελάχιστες καινοτομίες μέχρι το τέλος της Δημοκρατίας.
Γραμμή 194:
[[Αρχείο:RomaViaAppiaAntica03.JPG|thumb|left|250px|Η [[Αππία οδός|Αππία Οδός]] (Via Appia), ένας δρόμος που συνδέει την πόλη της [[Ρώμη]]ς με νοτιότερα τμήματα της [[Ιταλία]]ς, παραμένει ορατή μέχρι τις μέρες μας. Κατασκευάστηκε από τον [[Άππιος Κλαύδιος Καίκος|Άππιο Κλαύδιο Καίκο]] το 312 π.Χ.]]
 
Τον 1ο αιώνα π.Χ., οι Ρωμαίοι ξεκίνησαν να χρησιμοποιούν ευρέως το [[τσιμέντο]], το οποίο εφευρέθηκε στα τέλη του 3ου αιώνα π.Χ. Ήταν ένα ισχυρό υλικό από [[pozzolana]] (λεπτή σκόνη [[Πυρίτιο|πυριτίου]]-[[αργίλιο|αλουμινίου]]) που σύντομα παραγκώνισε το [[μάρμαρο]] ως κύριο υλικό δόμησης και που επέτρεψε πολλά τολμηρά αρχιτεκτονικά σχέδια.<ref>Δείτε επίσης: [http://digitalcommons.unl.edu/classicsfacpub/1/ Άρθρο σχετικά με τη χρήση του τσιμέντου στην Αρχαία Ρώμη.]</ref> Επίσης κατά τον 1ο αιώνα π.Χ., ο [[Βιτρούβιος]] έγραψε το έργο «[[De architectura]]», πιθανώς την πρώτη πραγματεία σχετικά με την αρχιτεκτονική στην ιστορία. Στα τέλη του ίδιου αιώνα, η Ρώμη άρχισε να επιδίδεται και στην [[υαλοτεχνία]] ελάχιστα μετά την εφεύρεσή της στη [[Συρία]] περίπου το [[50 π.Χ.]] Τα [[Ψηφιδωτό|ψηφιδωτά]] κατέκλυσαν την αυτοκρατορία μετά τις εκστρατείες του Σύλλα στην Ελλάδα.
 
Το τσιμέντο επέτρεψε την κατασκευή των στρωμένων με πλάκες ρωμαϊκών δρόμων, πολλοί από τους οποίους χρησιμοποιούνταν χίλια χρόνια μετά την πτώση της Ρώμης. Η κατασκευή ενός εκτενούς και αποτελεσματικού οδικού δικτύου κατά μήκος της Αυτοκρατορίας επέτρεπε στις λεγεώνες να κινούνται με μεγάλη ταχύτητα. Επίσης, οι δρόμοι αυτοί είχαν τεράστια οικονομική σημασία, καθιστώντας τη Ρώμη σταυροδρόμι του εμπορίου, εξ’ ου και η φράση ''«όλοι οι δρόμοι οδηγούν στη Ρώμη»''. Η ρωμαϊκή κυβέρνηση διατηρούσε ανά τακτά διαστήματα σταθμούς, όπου μπορούσαν να αναπαυθούν οι ταξιδιώτες. Επίσης κατασκεύασε γέφυρες όπου ήταν απαραίτητο και ίδρυσε ένα σύστημα [[Ταχυμεταφορές|ταχυμεταφορών]] που επέτρεπε σε μια αποστολή να κινείται με ταχύτητα 800 χλμ. σε 24 ώρες.
 
Οι Ρωμαίοι κατασκεύασαν πολυάριθμα [[Υδραγωγείο|υδραγωγεία]] για να παρέχουν νερό στις πόλεις, τις βιομηχανικές περιοχές και τις καλλιέργειες. Την πόλη της Ρώμης εξυπηρετούσαν 11 υδραγωγεία συνολικού μήκους 350 χιλιομέτρων.<ref name=frontinus>Frontinus</ref> Τα περισσότερα από αυτά ήταν υπόγεια με ορισμένα μόνο τμήματα χτισμένα πάνω από το έδαφος, στηριζόμενα σε αψίδες. Ορισμένες φορές, όταν έπρεπε να ξεπεραστούν βαθουλώματα που υπερέβαιναν τα 50 μέτρα, ανάστροφοι αγωγοί χρησιμοποιήθηκαν για να αναγκάσουν το νερό να κινηθεί προς τα πάνω.
Γραμμή 223:
|year = 1998
|title = Everyday Life in Ancient Rome
|publisher = The JohnJohns Hopkins University Press
|location = Βαλτιμόρη
|id = ISBN 0-8018-5992-1
Γραμμή 409:
* [http://kordics.zenfolio.com/p650669606 Roma Antiqua] - Φωτογραφίες της αρχιτεκτονικής και του γλυπτού της αρχαίας Ρώμης
</div>
 
 
{{Ενσωμάτωση κειμένου|en|Ancient Rome}}