Εκκλησιαστικά αξιώματα της Ορθόδοξης Εκκλησίας: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Γραμμή 72:
 
* '''''[[Διακόνισσα]]''''': Ο όρος διάκονος σημαίνει κατά βάση «υπηρέτης». Στην ορολογία των χριστιανικών εκκλησιών μπορεί να σημαίνει είτε γενικότερα τον χριστιανό ως υπηρέτη του Θεού είτε ειδικότερα εκκλησιαστικό αξίωμα. Ιστορικά ανάγεται στα πρώτα χρόνια της ίδρυσης του Χριστιανισμού. Ως τίτλος και αξίωμα τα τελευταία χρόνια είχε ατονήσει και επανήλθε επί Αρχιεπισκόπου Αθηνών Χριστόδουλου και δίδεται σε άγαμες γυναίκες.
 
 
=== Ιεροψάλτες ===