Βουλγαρική Εξαρχία: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
IM-yb (συζήτηση | συνεισφορές)
IM-yb (συζήτηση | συνεισφορές)
προσθήκη εικόνας
Γραμμή 1:
[[Εικόνα:Bulgarian Church Sveti Stefan Istanbul postcard.PNG|thumb|300px|Η Σιδηρά Εκκλησία του Αγίου Στεφάνου στην Κωνσταντινούπολη - καθεδρικός ναός της Βουλγαρικής Εξαρχίας το 1913]]
[[File:NHMB-Seal-of-Bulgarian-Exarchate-1872.jpg|thumb|right|240px|Η Σφραγίδα της βουλγαρικής εξαρχίας '''Μπαλγάρσκα Εκζαρχία 1872''' έχοντας στο κέντρο ευαγγέλιο με δικηροτρίκηρα, μπροστά από διασταυρούμενα χιαστί σταυρό και ποιμαντική ράβδο με μίτρα υπεράνω και κάτω απ΄ αυτό εγκόλπιο επιγονάτιο και σταυρό.]]
 
Η '''Βουλγαρική Εξαρχία''', ([[Βουλγαρικά|βουλγ.βουλγαρικά]]: (Българска екзархия Bâlgarska ekzarkhia) συστήθηκε ως αυτόνομη Ορθόδοξη Εκκλησία με σουλτανικό [[φιρμάνι]], κατά παράβαση των χριστιανικών διατάξεων και χωρίς τη σύμφωνη γνώμη του Οικουμενικού Πατριαρχείου, στις [[28 Φεβρουαρίου]] (π.ημερ.) / 12 Μαρτίου [[1870]], έχοντας έδρα την [[Κωνσταντινούπολη]].<br>
Το φιρμάνι αυτό αναγνώριζε ουσιαστικά την κατάσταση που είχε διαμορφωθεί στην περιοχή της μετέπειτα Βουλγαρίας μετά τη βαθμιαία αφύπνιση του βουλγαρικού εθνικισμού που είχε αρχίσει να εμφανίζεται περί το 1840 και την εκδίωξη αργότερα των Ελλήνων κληρικών από την περιοχή μετά την επάνδρωσή της με Βούλγαρους ιεράρχες.
 
Γραμμή 18 ⟶ 19 :
Τη διευθέτηση του ζητήματος ανέλαβε κατ' εντολή του Σουλτάνου ο [[Μέγας Βεζίρης]] [[Μεχμέτ Εμίν Ααλή Πασάς]] ο οποίος προσπάθησε αρκετές φορές να φέρει τις αντιμαχόμενες πλευρές σε συνεννόηση με αρκετές προτάσεις, πλην όμως το Πατριαρχείο παρέμενε άκαμπτο στις υπέρμετρες αξιώσεις εδαφικών ορίων της αδιάλλακτης μερίδας των Βουλγάρων<ref>Το γεγονός αυτό καταρρίπτει τις απόψεις της Εκδοτικής τομ. ΙΓ', αφενός ότι "ο μέγας βεζίρης Άαλή πασάς...ανέλαβε να εξουδετερώσει κάθε πιθανότητα απευθείας ελληνοβουλγαρικής συμφιλιώσεως" και αφετέρου ότι "Παράλληλα, όμως, εξυπηρετούσε τα σχέδια της οθωμανικής κυβερνήσεως, αφού διατηρούσε ανοικτή μια μόνιμη εστία προστριβών ανάμεσα στις δύο χριστιανικές εθνότητες και απέκλειε τυχόν μελλοντική σύμπραξη τους κατά της οθωμανικής αυτοκρατορίας.", κρινόμενα επιεικώς αφελή, λαμβάνοντας υπόψη αφενός ότι πρώτοι οι Βούλγαροι απευθύνθηκαν στην Υψηλή Πύλη, όπου όποιο κι αν ήταν το αποτέλεσμα θα έπρεπε να επικυρωθεί με βεράτιο, αφετέρου αν συνέβαινε κάτι τέτοιο το φιρμάνι θα έπρεπε να καλύπτει πλήρως όλα τα βουλγαρικά αιτήματα και όχι περιορισμένα, που σημαίνει ότι τόσο ο Σουλτάνος όσο και ο Μ. Βεζίρης αντιλαμβάνονταν πλήρως που οδηγούσαν οι βουλγαρικές εδαφικές διεκδικήσεις και μάλιστα κοντά στα ρωσοτουρκικά σύνορα. Η δε Κρητική Επανάσταση για τον Σουλτάνο ήταν μια τοπική επανάσταση και όχι όλου του ελληνισμού όπως την παρουσιάζει η εκδοτική δημιουργώντας σύγχυση στον αναγνώστη.</ref>.<br>
Τελικά το εν λόγω [[φιρμάνι]], περί της ίδρυσης Βουλγαρικής Εξαρχίας εκδόθηκε και τέθηκε σε ισχύ (την επομένη της υπογραφής του) στις [[28 Φεβρουαρίου]] του 1870, κατά το ισχύον τότε παλαιό ημερολόγιο, με πάρα πολλούς όμως περιοριστικούς όρους σε σχέση με το αίτημα. Σύμφωνα μ' αυτό η υπό σύσταση Εξαρχία παρέμενε υπό τον έλεγχο και υπαγωγή του Οικουμενικού Πατριαρχείου, έχοντας έδρα στην Κωνσταντινούπολη, με πρόβλεψη δημιουργίας δεκατριών αρχιερατικών περιφερειών, αντί των περίπου τριάκοντα αιτουμένων, που δεν περιελάμβαναν όμως μεγάλες πόλεις εκτός της Σόφιας, ενώ τρεις επαρχίες (της [[Φιλιππούπολη]]ς, της [[Βάρνα]]ς και της [[Αγχίαλος|Αγχιάλου]]) διαμοιράζονταν μεταξύ Πατριαρχείου και Εξαρχίας κατόπιν κοινής συμφωνίας.
 
[[File:Sultan’s Ferman for the establishment of a Bulgarian Exarchate 1.jpg|thumb|left|160px|Το φιρμάνι ίδρυσης της Βουλγαρικής Εξαρχίας]]
 
Άλλα βασικά σημεία του διατάγματος αυτού ήταν ο καθορισμός συνόδου επισκόπων με επικεφαλής τον Έξαρχο που θα λειτουργούσε με εσωτερικό κανονισμό που θα ενέκρινε η Υψηλή Πύλη, ο εκάστοτε εκλεγόμενος Έξαρχος θα διοριζόταν μετά από οθωμανικό [[βεράτιον|βεράτιο]], και με επικύρωση του οικουμενικού πατριάρχη, το δικαίωμα στον Έπαρχο να επικοινωνεί απ΄ ευθείας με την Υψηλή Πύλη, καθώς και στους αρχιερείς η ελεύθερη πρόσβαση σε εκκλησιαστικές περιφέρειες του Πατριαρχείου, καθώς και η δυνατότητα ανέγερσης ναού στην Κωνσταντινούπολη.<br>
Το βασικότερο όμως και πλέον επίμαχο σημείο του εν λόγω διατάγματος ήταν ο τελευταίος όρος που επέτρεπε την επέκταση της Εξαρχίας και σε άλλες επαρχίες για δημιουργία επισκοπικών περιφερειών εφόσον "''το όλον, ή τουλάχιστον τα δύο τρίτα των ορθοδόξων κατοίκων, θέλουν να υπόκεινται εις την βουλγαρικήν εξαρχίαν''"<ref>[[Ανδρέας Νανάκης]],ό.π. 1993</ref>.{{cref|α}}<br>
Γραμμή 24 ⟶ 27 :
 
Έτσι, η Εξαρχία απέκτησε πρώτες επισκοπές σε όλη τη σημερινή [[Βουλγαρία]] μεταξύ των οποίων στις εκκλησιαστικές επαρχίες Ρουστουκίου, Σιλιστρίας, Σούμλας, Τυρνόβου, [[Σόφια]]ς, Βράτσας, Λοφτσού, Βιδινίου, Νύσσας, Νυσσάβας, Κιουστεντηλίου, Σαμοκοβίου, Βελεσσών, Βάρνας (έκτος της πόλεως), Σλίβεν, (εκτός της Μεσσημβρίας), Σωζοπόλεως και Φιλιππουπόλεως (έκτος πόλεως και της Στενημάχου)<ref>Εκδοτική Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ.ΙΓ΄</ref> καθώς και στην περιοχή των [[Σκόπια|Σκοπίων]] και της [[Αχρίδα]]ς, των οποίων οι κάτοικοι επέλεξαν με ψηφοφορία την προσχώρησή τους σε αυτήν.
 
== Αντίδραση του Οικ. Πατριαρχείου ==
Την εποχή εκείνη Οικουμενικός Πατριάρχης ήταν ο [[Γρηγόριος ΣΤ΄]] (κατά κόσμον Γεώργιος Φουρτουνιάδης). Το δε αίτημα των Βουλγάρων για δημιουργία Εξαρχίας δεν ήταν κάτι το αιφνίδιο ή άγνωστο μέχρι τότε στο Πατριαρχείο. Τούτο είχε αναφανεί από εποχής πατριάρχου [[Μελέτιος Γ΄|Μελετίου Γ']], δηλαδή από το 1840 και αργότερα επί πρώτης πατριαρχίας του Άμθιμου Στ΄, αλλά και επί πατριάρχου [[Πατριάρχης Ιωακείμ Β΄|Ιωακείμ Β΄]] όπου είχαν γίνει πολλές προσπάθειες με συμβιβαστικές προτάσεις, που όμως όλες είχαν αποτύχει. Ειδικότερα ο Γρηγόριος ΣΤ΄ είχε εκπονήσει σχέδιο, πραγματικά καινοτόμο, που προέβλεπε την αναγνώριση αυτόνομης εκκλησίας «εν Βουλγαρία», δηλαδή στην περιοχή μεταξύ Αίμου και Δουνάβεως. Συγκεκριμένα η Εκκλησία αυτή θα αποτελούσε χωριστό «θέμα» του οικουμενικού πατριαρχείου, τη δε διοίκησή της θα ασκούσε Βούλγαρος έξαρχος με βουλγαρική επαρχιακή σύνοδο. Οι αποφάσεις της συνόδου, καθώς και ή εκλογή των αρχιερέων, θα επικυρώνονταν από τον οικουμενικό πατριάρχη, ενώ Βούλγαροι αρχιερείς θα είχαν το δικαίωμα να μετέχουν στην εκλογή του. Παρά ταύτα το σχέδιο αυτό ανατράπηκε από την αδιάλλακτη παράταξη των εθνικιστών Βουλγάρων<br>
 
Ίσως σ' αυτό να είχε επηρεάσει όχι τόσο το αυτοκέφαλο της Εκκλησίας της Ελλάδος που αναγνωρίσθηκε το 1850, μετά την απόσχιση που προκάλεσε ο Βασιλεύς Όθων το 1833, όσο κυρίως από το γεγονός ότι την ίδια εποχή περιέτρεχαν στις βουλγαρικές κωμοπόλεις και χωριά Βούλγαροι ιερείς που είχαν στρατολογηθεί από Ρώσους να διασπείρουν την ιδέα ότι χωρίς ανεξάρτητη θρησκευτική Αρχή με συγκεκριμένη εκκλησιαστική περιφέρεια δεν μπορεί να προσδιοριστεί η εδαφική έκταση για μέλλουσα εθνική ανεξαρτησία.
 
Γραμμή 31 ⟶ 36 :
 
[[Αρχείο:BulgarianReligiousAssembly1872.jpg|thumb|310px|Συνέλευση της Βουλγαρικής Εξαρχίας το 1871]]
 
Τον επόμενο χρόνο συνήλθε στην Κωνσταντινούπολη, επί των αρχών του διατάγματος περί καθολικότητας και ελεύθερης επιλογής, το πρώτο "βουλγαρικό εκκλησιαστικό και εθνικό συμβούλιο" οι εργασίες του οποίου ξεκίνησαν στις 23 Φεβρουαρίου και έληξαν στις 24 Ιουλίου, (1871). Η σύνοδος αυτή μπορεί να απέτυχε να επιλέξει Έξαρχο, πλην όμως κατάφερε δια των εργασιών της η Βουλγαρική Εξαρχία ν' αναγνωριστεί ως ο επίσημος εκπρόσωπος του βουλγαρικού έθνους στην Οθωμανική Αυτοκρατορία.<br>
Το γεγονός αυτό εξανάγκασε τον Οικουμενικό Πατριάρχη Γρηγόριο ΣΤ΄ σε παραίτηση όπου και ανέλαβε στη συνέχεια ο [[Άνθιμος ΣΤ΄]] (κατά κόσμον Ιωαννίδης), ο επικαλούμενος Κουταλιανός, εκ της γενέτειράς του της νήσου Κούταλη. Δεν ήταν εξαιρετικά μορφωμένος πλην όμως θεωρούταν ιδιαίτερα δυναμικός λαμβάνοντας υπόψη ότι ανερχόταν στον πατριαρχικό θρόνο για τρίτη φορά.<br>
 
Τον επόμενο χρόνο στις [[12 Φεβρουαρίου]] (1872) η νέα σύνοδος της Εξαρχίας επέλεξε Έξαρχο τον τότε μητροπολίτη του Λόβετς, Ιλαρίωνα Α' (κατά κόσμο Ιβάν Ιβάνοφ). Κατηγορηθείς όμως ότι διατηρούσε σχέση με βουλγαρική επαναστατική οργάνωση δεν έγινε αποδεκτός από τον Σουλτάνο, όπου και αναγκάσθηκε σε παραίτηση. Κατά την επαναληπτική εκλογή που ακολούθησε, τέσσερις ημέρες μετά, στις [[16 Φεβρουαρίου]] Έξαρχος επιλέχθηκε ο τότε μητροπολίτης του Βιντίμ (Βιδίνης), Άνθιμος Α' (κατά κόσμο Ατανάς Σακαλόφ), ένας ιδιαίτερα μορφωμένος ιεράρχης με σπουδές στη [[Θεολογική Σχολή της Χάλκης]] και σε ρωσική ακαδημία, ο οποίος και έγινε αποδεκτός από τον Σουλτάνο.<br>
Το γεγονός αυτό εξανάγκασε τον Οικουμενικό Πατριάρχη Γρηγόριο ΣΤ΄ σε παραίτηση όπου και ανέλαβε στη συνέχεια ο [[Άνθιμος ΣΤ΄]] (κατά κόσμον Ιωαννίδης), ο επικαλούμενος Κουταλιανός, εκ της γενέτειράς του της νήσου Κούταλη. Δεν ήταν εξαιρετικά μορφωμένος πλην όμως θεωρούταν ιδιαίτερα δυναμικός λαμβάνοντας υπόψη ότι ανερχόταν στον πατριαρχικό θρόνο για τρίτη φορά.<br>
 
Τον επόμενο χρόνο στις [[12 Φεβρουαρίου]] (1872) η νέα σύνοδος της Εξαρχίας επέλεξε Έξαρχο τον τότε μητροπολίτη του Λόβετς, Ιλαρίωνα Α' (κατά κόσμο Ιβάν Ιβάνοφ). Κατηγορηθείς όμως ότι διατηρούσε σχέση με βουλγαρική επαναστατική οργάνωση δεν έγινε αποδεκτός από τον Σουλτάνο, όπου και αναγκάσθηκε σε παραίτηση. Κατά την επαναληπτική εκλογή που ακολούθησε, τέσσερις ημέρες μετά, στις [[16 Φεβρουαρίου]] Έξαρχος επιλέχθηκε ο τότε μητροπολίτης του Βιντίμ (Βιδίνης), Άνθιμος Α' (κατά κόσμο Ατανάς Σακαλόφ), ένας ιδιαίτερα μορφωμένος ιεράρχης με σπουδές στη [[Θεολογική Σχολή της Χάλκης]] και σε ρωσική ακαδημία, ο οποίος και έγινε αποδεκτός από τον Σουλτάνο.<br>
 
Στις [[11 Μαΐου]]/23 Μαΐου (ν.ημερ), ανήμερα της εορτής των Αγίων Κυρίλλου και Μεθοδίου, ο Έξαρχος Άνθιμος Α', μόλις τρεις μήνες μετά την πανηγυρική του εκλογή, μαζί με άλλους Βούλγαρους ιεράρχες, επισπεύδοντας τους σκοπούς του ανακήρυξε μονομερώς και αντίθετα με τους Ιερούς Κανόνες, αλλά και με το σχετικό σουλτανικό ιδρυτικό διάταγμα την αυτοκεφαλία της Βουλγαρικής Εξαρχίας, με συνέπεια την έντονη πλέον αντίδραση του Πατριαρχείου.
 
Γραμμή 73 ⟶ 82 :
 
Οι αντιπαλότητες και οι απόπειρες προσεταιρισμού ήταν συχνές και έντονες και θα κορυφωθούν με το [[Μακεδονικός Αγώνας|Μακεδονικό Αγώνα]]
 
== Εικόνες ==
<gallery class="float-right" widths="240" heights="240">
[[File: NHMB-Seal-of-Bulgarian-Exarchate-1872.jpg|thumb|right|240px|Η Σφραγίδα της βουλγαρικής εξαρχίας '''Μπαλγάρσκα Εκζαρχία 1872''' έχοντας στο κέντρο ευαγγέλιο με δικηροτρίκηρα, μπροστά από διασταυρούμενα χιαστί σταυρό και ποιμαντική ράβδο με μίτρα υπεράνω και κάτω απ΄ αυτό εγκόλπιο επιγονάτιο και σταυρό.]]
St Stefan Istanbul Inauguration 1897 Colour.JPG|Βούλγαροι επίσκοποι στην καθαγίαση της εκκλησίας του Αγίου Στεφάνου στην Κωνσταντινούπολη, 1897
</gallery>
 
==Παρατηρήσεις==
Γραμμή 78 ⟶ 93 :
* Στα πρώτα ελληνικά συντάγματα κατά την [[Ελληνική Επανάσταση του 1821]] και μετά, δείγμα εθνοφυλετισμού αποτέλεσε και το ανόητο δόγμα "''πας μη χριστιανός όχι Έλληνας''", που αν και αναφερόταν σε αλλόθρησκους και όχι ομόθρησκους ή ομόδοξους, διατηρήθηκε από τον [[Ιωάννης Καποδίστριας|Ι. Καποδίστρια]] και καλλιεργήθηκε μέχρι τη δεκαετία του 1920 επί [[Ελευθέριος Βενιζέλος|Ε. Βενιζέλου]], οδηγώντας ολόκληρους πληθυσμούς στη προσφυγιά.
* Όταν η Ελλάδα ανακηρύχθηκε επίσημα κυρίαρχο και ανεξάρτητο κράτος, βασίλειο, όφειλε αμέσως το Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως να εκδώσει σχετικό τόμο αναγνώρισης της Εκκλησίας της Ελλάδος και του Αυτοκέφαλου αυτής, παραχωρώντας τις περιλαμβανόμενες σ΄ αυτό μητροπόλεις, αυτό όμως δεν το έπραξε. Έτσι τη λύση την έδωσε δυναμικά ο ίδιος ο Όθωνας αν και μη ορθόδοξος χριστιανός. Αντίθετα η Βουλγαρική Εξαρχία ορίστηκε πριν ακόμα δημιουργηθεί ή αναγνωρισθεί επίσημο βουλγαρικό κράτος. Συνεπώς δεν ταυτίζονται τα δύο γεγονότα, ώστε να κρίνονται το ίδιο, λαμβάνοντας υπόψη ότι η Εκκλησία ορίζεται από το όνομα του κυρίαρχου τόπου ή κράτους και όχι εκ του ονόματος του έθνους ή των φυλών που βιώνουν σ΄ αυτό.
* Περιπτώσεις εθνοφυλετισμού παρουσιάσθηκαν και αργότερα όπως το 1898, όταν με παρέμβαση της Ρωσίας αναγκάσθηκε σε παραίτηση ο ελληνικής καταγωγής Πατριάρχης Αντιοχείας Σπυρίδων και στο θρόνο ν' ανέλθει το επόμενο έτος ο από Λαοδικίας Μελέτιος, (αραβικής καταγωγής), περίπτωση αραβοφυλετισμού, η το 1967 με την αυτοανακήρυξη της Εκκλησίας της Μακεδονίας στη περιοχή των Σκοπίων, παρά την αντίδραση του Πατριαρχείου της Σερβίας.
 
==Σημειώσεισεις==
{{cnote|α|Ἀν αὐτό ληφθῇ ὡς πρόσχημα διά τήν ἐνσπορᾶ διχόνοιας καί ἀναταραχής μεταξύ τὢν κατοίκων, οἱ ἔνοχοι τέτοιων ἐνεργειών θά τιμωρηθούν, σύμφωνα μέ τό νόμο:ΑΡΘΡΟ Χ (10ον) του [[Φιρμάνι|φιρμανιού]] της 10ης Μαρτίου [[1870]] που υπέγραψε ο σουλτάνος για τη σύσταση της ''βουλγαρικής εξαρχίας''.
Γραμμή 85 ⟶ 101 :
{{cnote|β|Η μετάστασις των [[Σλαβομακεδόνες#Σλαβόφωνοι|σλαυοφώνων]] της περιφερείας Μελενοίκου εις το σχίσμα και η εισαγωγή της σλαυωνικής γλώσσης εις τας εκκλησίας δεν συνετελέσθη άμα τη ιδρύσει τη Βουλγαρικής Εξαρχίας. Ως προκύπτει εκ των αρχείων της Κοινότητος Μελενοίκου κατά το 1895 υπήρχον 25 ορθόδοξα χωρία (Πατριαρχικά) στο Δεμίρ-Ισσάρ ([[Σιδηρόκαστρο Σερρών|Σιδηρόκαστρο]]) εν τω [[καζά]] [[Μελένικο|Μελενοίκου]].<ref> Κωνσταντίνος Τσώπρος, Αναμνήσεις (Μελένοικο-Θεσσαλονίκη), σ. 40 Institute for Balkan Studies (ΙΜΧΑ), 1992 [[GR ISSN: 0073-862X]] </ref>
}}
 
==Χρονολόγιο==
 
==Παραπομπές==
{{παραπομπές}}
 
==Πηγές==
* Κ. Παπαρρηγόπουλος "Ιστορία του Ελληνικού Έθνους" τομ.9, - Αθήναι 1925, τομ.7ος. σελ.404 και τομ.8ος, σελ.171-172.
Γραμμή 95 ⟶ 114 :
* Αρχιμ. Τίτου Καράτζαλη – Δημ. Γόνη: "''Κώδιξ της Αλληλογραφίας του Βοδενών Αγαθαγγέλου''", Μακεδονική Βιβλιοθήκη, Δημοσιεύματα της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών, Θεσσαλονίκη 1975.
* Ιστορία του Ελληνικού Έθνους - Εκδοτική Αθηνών 1981, τ. ΙΓ' «Ο Ελληνισμός στην περίοδο 1869-1881».
 
==Βιβλιογραφία==
*΄Αντα Διάλλα, Η Ρωσία απέναντι στα Βαλκάνια, εκδ. Αλεξάνδρεια, 2009 ISBN 978-960-221-433-8