Επιτάφιος (Γιάννης Ρίτσος): Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Γραμμή 26:
 
==Η δομή του έργου==
*<u>Μέρος Ι</u>: Ο '''Θάνατος''': Το πρώτο μέρος ξεκινάει με τη μάνα, που διαπιστώνει πως ο γιος της είναι νεκρός:
{{quote|«''Γιέ μου, σπλάχνο τῶν σπλάχνων μου, καρδούλα τῆς καρδιᾶς μου'',
 
Γραμμή 35:
''καὶ δὲ σαλεύεις, δὲ γρικᾷς τὰ ποὺ πικρὰ σοῦ λέω;''»}}
 
*<u>Μέρος ΙΙ</u>: Η '''Απόγνωση''': Η μάνα σε αυτό το μέρος, εκφράζει την απόγνωση της, για το νεκρό παιδί της:
{{quote| «Πῶς μ᾿ ἄφησες νὰ σέρνουμαι καὶ νὰ πονῶ μονάχη
χωρὶς γουλιά, σταλιὰ νερὸ καὶ φῶς κι ἄνθο κι ἀστάχυ;»}}
 
*<u>Μέρος ΙΙΙ</u>: Το '''Νεκρό Σώμα''': Στο τρίτο μέρος, ξεκινά η ακριβής και λεπτομερής περιγραφή του κορμιού του γιου της, που πλέον βρίσκεται στα χέρια της νεκρό:
{{ quote| «''Μαλλιὰ σγουρὰ ποὺ πάνω τους τὰ δάχτυλα περνοῦσα'' [...] ''Φρύδι μου, γαϊτανόφρυδο καὶ κοντυλογραμμένο'' [...] ''Μάτια γλαρὰ ποὺ μέσα τους ἀντίφεγγαν τὰ μάκρη''» (<small>κ.ο.κ</small>)}}
 
*<u>Μέρος VI</u>: Η '''Μοίρα''': Στο τέταρτο μέρος η μάνα, πλέον, σκέφτεται τη μοίρα και αναρωτιέται:
{{quote|«''Γιέ μου, ποιὰ Μοῖρα στὄγραφε καὶ ποιὰ μοῦ τὄχε γράψει''
''τέτοιον καημό, τέτοια φωτιὰ στὰ στήθεια μου ν᾿ ἀνάψει;''»}}
 
*<u>Μέρος V</u>: Η '''Απουσία''': Στο πέμπτο μέρος, η μάνα, συνειδητοποιεί πως τώρα έμεινε μόνη της και ότι το κενό από τον θάνατο του γιου της είναι μεγάλο:
{{quote|«''Σήκω, γλυκέ μου, ἀργήσαμε· ψηλώνει ὁ ἥλιος· ἔλα,''
''καὶ τὸ φαγάκι σου ἔρημο θὰ κρύωσε στὴν πιατέλα''.»}}
Γραμμή 53:
θὰ καρτεράει τὰ χνῶτα σου τ᾿ ἀσβεστωμένο δῶμα.»}}
 
*<u>Μέρη VI, VII, VIII</u>: Ο '''Θρήνος''': Στο έκτο, έβδομο και όγδοο μέρος αρχίζει ο θρήνος της μάνας και είναι ένα από τα κυριότερα σημεία του έργου:
 
{{quote|«''Μέρα Μαγιοῦ μοῦ μίσεψες, μέρα Μαγιοῦ σὲ χάνω,''
Γραμμή 73:
''νὰ σ' ἔχω σάν ἀφέντη μου, νὰ σ' ἔχω σάν σπουργίτι.''»}}
 
*<u>Μέρος IX</u>: Η '''Ύβρις''': Στο ένατο μέρος η μάνα —δεύτερο κύριο σημείο του έργου— απευθύνεται στον Θεό:
{{quote| «''Κι, ἄχ, Θέ’ μου, Θέ’ μου, ἄν εἰσουν Θεός κι ἄν εἴμασταν παιδιά σου''
''θὰ πόναγες καθὼς ἐγώ, τὰ δόλια πλάσματά σου''.»}}
 
*<u>Μέρη X, XI, XII, XIII</u>: Το '''Μοιρολόι''': Στα τέσσερα αυτά μέρη, αρχίζει πια το μοιρολόι:
{{quote|«Καὶ κεῖ ποὺ σὲ καμάρωνα, πλατάνι, παλληκάρι,
ἔτρεμα μή πνοή ἀγεριοῦ στὸν οὐρανό σὲ πάρει.»}}
Γραμμή 90:
κι ἀκόμα ἐγώ νἀχω φωνή – ξόμπλι φτηνό της λύπης.»}}
 
<u>Μέρη XIV, XV, XVI, XVII</u>: '''Ο Μετασχηματισμός''': Στα επόμενα τέσσερα μέρη, η μητέρα, μετά το μοιρολόι, αρχίζει και μπαίνει σε ένα μεταβατικό στάδιο, και περνά λίγο πριν την Αντίσταση:
{{quote| «Καὶ σύναζα ὅλα σου βουβά, σάν τὰ πουλιὰ μιά κλώσσα –
καὶ τώρα πού μοῦ μίσεψές μοῦ λύθηκεν ἡ γλῶσσα»}}
Γραμμή 111:
{{quote| «Καὶ δές, μ' ἀνασηκώνουνε... χιλιάδες γιούς ξανοίγω,
μά, γιόκα μου, ἀπ' τὸ πλάγι σου δέ δύνουμαι νὰ φύγω.»}}
*<u>Μέρη XVIII, XIX, XX</u>: '''Η Ανάσταση''': Στα τελευταία μέρη του έργου έρχεται η Ανάσταση και η μητέρα παίρνει τη θέση του γιου της, δίπλα στους συντρόφους του:
 
{{quote|«Κι ἂν δέ λυγάω σὲ προσευχή, τὰ χέρια κι ἄν δέν πλέκω,