Ενθαλπία: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Yobot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ Διόρθωση συντακτικού κώδικα με τη χρήση AWB (10454)
ΕΝΘΑΛΠΊΑ= ΕΣΩΤΕΡΙΚΉ ΕΝΈΡΓΕΙΑ + (ΕΣΩΤΕΡΙΚΉ ΠΊΕΣΗ * ΌΓΚΟΣ ΣΥΣΤΉΜΑΤΟΣ)
Γραμμή 1:
Η '''Ενθαλπία''' είναι [[θερμοδυναμικό μέγεθος]] που αντιπροσωπεύει το ολικό ποσό [[θερμότητα]]ς που περιέχει ένα [[θερμοδυναμικό σύστημα]]. Ειδικότερα αποτελεί το [[άθροισμα]] της [[εσωτερική ενέργεια|εσωτερικής ενέργειας]] ενός σώματος και του γινομένου της εξωτερικήςεσωτερικής [[πίεση]]ς επί του [[όγκος|όγκου]] που καταλαμβάνει μια ουσία<ref>{{cite book|last=Ebbing|first=Darrell D.|coauthors=Steven D. Gammon|others=Νικόλαος Δ. Κλούρας (μετάφραση)|title=Γενική Χημεία|publisher=Τραυλός|location=Αθήνα|edition=έκτη|series=|pages=144-145|isbn=960-7990-66-8|url=http://www.travlos.gr|accessdate=9-1-2010}}</ref>. Το γινόμενο εκφράζει την ενέργεια που απαιτείται για να εκτοπίσει το σώμα το περιβάλλον του και να καταλάβει τη θέση στην οποία βρίσκεται.<!-- ορισμός β' ως προς τη θεμελιώδη του κατάσταση σε [[συνηθισμένες συνθήκες]]<!--ή [[κανονικές συνθήκες]]--><!--. Η ενθαλπία ενός [[χημικό στοιχείο|χημικού στοιχείου]] σε [[κανονικές συνθήκες]] στη θεμελιώδη του κατάσταση ισούται εξ' ορισμού με μηδέν.-->
* Παλαιότερα αντί του όρου "ενθαλπία" χρησιμοποιούταν ο όρος "περιεχόμενη θερμότητα" (''περιεχομένη θερμότης'' - Wärmeinhalt)
Με τον ελληνικό όρο, διεθνή σήμερα, '''Ενθαλπία''', που προέρχεται από το αρχαίο ελληνικό ρήμα ''ενθάλπω'' = ζεσταίνω, κρύβω μέσα μου, περιθάλπω, χαρακτηρίζεται στη [[Χημεία]] η [[ενέργεια]] που προσφέρεται κατά τη θέρμανση ουσιών και που εγκλωβίζεται στα μόριά τους ιδίως σ΄ εκείνα των υδρατμών τους. Συνέπεια αυτού είναι ότι τα μόρια αυτά έχουν μεγαλύτερο ενεργειακό περιεχόμενο από τα αρχικά μόρια. Έτσι στη γλώσσα της χημείας η ενθαλπία αποτελεί το θερμικό περιεχόμενο κάθε χημικού συστήματος η οποία και συμβολίζεται συνήθως με το γράμμα '''Η'''.