Κυπριακή διάλεκτος της ελληνικής γλώσσας: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
επιμ.
Gts-tg (συζήτηση | συνεισφορές)
Γραμμή 9:
==Διαλεκτολογική ένταξη και έρευνα==
 
Η Κυπριακή διάλεκτος αποτελεί στη σύγχρονη εποχή τη μοναδική πραγματικά ζωντανήμεγαλύτερη ελληνική διάλεκτο -ακολουθούμενη από τα [[Ποντιακά]], [[Κρητική διάλεκτος|Κρητικά]], [[Κατωιταλική διάλεκτος|Κατωιταλικά]] και άλλες διαλέκτους-, η οποία είναι μητροδίδακτη και παραγωγική στο νησί της Κύπρου. Ανήκει στον γεωγραφικό και διαλεκτικό χώρο της αρχαίας [[Αρκαδοκυπριακή διάλεκτος|Αρκαδοκυπριακής]] και, μολονότι δεν προέρχεται άμεσα από αυτήν, είναι δυνατόν ακόμη και σήμερα να εντοπίσει κανείς κατάλοιπά της στο λεξιλόγιο των ομιλητών.
 
Κατά τη διάρκεια της [[Ελληνιστική Κοινή γλώσσα|Ελληνιστικής Κοινής]] και των πρώιμων μεσαιωνικών χρόνων, θεωρείται ότι η Κυπριακή διάλεκτος αποτέλεσε μέρος μιας ζώνης ανατολικών διαλέκτων (με δωρικές επιρροές), στις οποίες ανήκαν τα ιδιώματα της Δωδεκανήσου και της Μικράς Ασίας. Ωστόσο, η κοινή αυτή πορεία διακόπηκε το [[1191]] από τους σταυροφόρους, όταν η Κύπρος τέθηκε υπό τη γαλλική δυναστεία των Λουζινιανών και, ως εκ τούτου, μεταβλήθηκε σε φραγκικό κρατίδιο. Φαίνεται ότι μέσα στους τρεις επόμενους αιώνες η διάλεκτος απέκτησε τα περισσότερα από τα ιδιάζοντα χαρακτηριστικά της, όπως επιμαρτυρείται από τα πρώτα διαθέσιμα κείμενα, που είναι οι νομικού περιεχομένου ''Ασσίζες'' (14ος αι.) και το ''Χρονικόν'' του Λεοντίου Μαχαιρά (15ος αι.). Η μακρά παρουσία των Φράγκων ερμηνεύει την είσοδο αρκετών λέξεων από την παλαιά [[Γαλλική]], οι οποίες απουσιάζουν από άλλες διαλέκτους της Ελληνικής. Επιπλέον, η απομόνωση της διαλέκτου επί τόσους αιώνες εξηγεί γιατί ακόμη και σήμερα αποτελεί αξιόπιστο μάρτυρα της μεσαιωνικής γραμματικής της ελληνικής γλώσσας.