Λύχνος Μπούνσεν: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ Προσθήκη κατηγορίας
Γραμμή 35:
Η χρησιμοποιούμενη σήμερα συσκευή καίει με ασφάλεια ένα συνεχές ρεύμα ενός εύφλεκτου [[αέριο|αερίου]] όπως [[φυσικό αέριο]] (που είναι κυρίως [[μεθάνιο]]) ή [[υγραέριο]] όπως [[προπάνιο]], [[βουτάνιο]], ή μείγμα τους.
 
Η άκρη του σωλήνα συνδέεται με ένα ακροφύσιο καυσίμου στον εργαστηριακό πάγκο με πλαστικό σωλήνα. Οι περισσότεροι εργαστηριακοί πάγκοι είναι εφοδιασμένοι με πολλαπλά ακροφύσια αερίου συνδεμένα με μια κεντρική παροχή καυσίμου, καθώς και με κενό, [[άζωτο]] και ακροφύσια ατμού. Το καύσιμο έπειτα ρέει μέσα από τη βάση μέσα από μια μικρή οπή στον πυθμένα του κυλίνδρου και κατευθύνεται προς τα πάνω. Υπάρχουν ανοικτές σχισμές πλευρικά στον πυθμένα του σωλήνα για να επιτρέπει την είσοδο του αέρα στο καύσιμο λόγω του [[φαινόμενο Βεντούρι|φαινομένου Βεντούρι]] και το καύσιμο καίγεται στην κορυφή του σωλήνα μόλις αναφλεγεί από μια φλόγα ή σπινθήρα. Οι πιο συνηθισμένες μέθοδοι ανάφλεξης του λύχνου χρησιμοποιούν ένα [[σπίρτο]] ή έναν [[αναπτήρας|αναπτήρα]].
 
Η ποσότητα του αναμειγμένου αέρα με τη ροή του καυσίμου επηρεάζει την πλήρη [[καύση]] της αντίδρασης. Λιγότερος αέρας δίνει μια ατελή και συνεπώς πιο ψυχρή αντίδραση, ενώ ένα ρεύμα καυσίμου καλά αναμειγμένο με αέρα δίνει οξυγόνο με [[γραμμομόριο|ισομοριακή] ποσότητα και συνεπώς πλήρη και πιο θερμή αντίδραση. Η ροή του αέρα μπορεί να ελεγχθεί ανοίγοντας ή κλείνοντας τα ανοίγματα της σχισμής στη βάση του κυλίνδρου, παρόμοια με τη λειτουργία στο τσοκ σε έναν [[εξαερωτήρας|εξαερωτήρα]].