Τείχος του Βερολίνου: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Γραμμή 61:
[[Αρχείο:UTafel A115 Teilung.jpg|thumb|Πινακίδα σήμανσης της παλαιάς γερμανικής διχοτόμησης.]]
 
Η αποδυνάμωση της [[Ένωση Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών|Σοβιετικής Ένωσης]], η ''[[perestroïkaΠερεστρόικα]]'' της οποίας ηγείτο ο [[Μιχαήλ Γκορμπατσώφ]], καθώς και το πείσμα των [[Λαϊκή Δημοκρατία της Γερμανίας|Ανατολικογερμανών]] οι οποίοι οργάνωσαν μεγάλες διαδηλώσεις, οδήγησαν στις [[9 Νοεμβρίου]] [[1989]] στην πτώση του « τείχους της ντροπής », προκαλώντας τον μεγάλο θαυμασμό του «ελεύθερου κόσμου» και ανοίγοντας τον δρόμο για την [[γερμανική επανένωση]]. Σχεδόν ολοκληρωτικά κατεστραμμένο, το Τείχος έχει αφήσει, ωστόσο, στην αστική πολεοδομική οργάνωση της γερμανικής πρωτεύουσας ανεπούλωτα σημάδια τα οποία παραμένουν ως σήμερα. Το τείχος του Βερολίνου, σύμβολο του ιδεολογικού και πολιτικού χάσματος του [[ψυχρός πόλεμος|ψυχρού πολέμου]], αποτέλεσε πηγή έμπνευσης για αριθμό λογοτεχνικών βιβλίων και ταινιών. Σήμερα, αρκετά είναι τα μουσεία που το έχουν ως θέμα.
 
== Ιστορία ==
Γραμμή 70:
{{Κύριο|Κατοχή της Γερμανίας μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο}}
 
Μετά την παράδοσή της στις [[8 Μαΐου]] [[1945]], η [[Γερμανία]] διαιρέθηκε σε τρία,τρεις ενώκαι στη συνέχεια σε τέσσερις ζώνες κατοχής υπό σοβιετική, αμερικάνικη, βρετανική και γαλλική διοίκηση, σύμφωνα με την συμφωνία που είχε επικυρωθεί στην [[Σύνοδος της Γιάλτας|σύνοδο της Γιάλτας]]. Το [[Βερολίνο]], η πρωτεύουσα του [[Γ΄ Ράιχ]], αρχικά ευρισκόμενη στο σύνολό της υπό την κατοχή του [[Κόκκινος Στρατός|Κόκκινου Στρατού]] έπρεπε επίσης να διαμοιραστεί σε τέσσερα τμήματα μεταξύ των τεσσάρων συμμαχικών δυνάμεων. Οι Σοβιετικοί άφησαν, τότε, στους Δυτικούς τις δυτικές συνοικίες της πόλης, οι οποίες βρέθηκαν, με αυτό τον τρόπο, πλήρως απομονωμένες ως θύλακας στη ζώνη κατοχής τους, με τηντη ζώνη που παρέμεινε υπό σοβιετικό έλεγχο να έχει από μόνη της έκτασης της τάξεως των 409 km², ή αλλιώς ποσοστό 45,6 % επί της συνολικής έκτασης της πόλης<ref name="dumont">{{cite web
|url=http://www.herodote.net/dossiers/synthese.php?ID=64
|title=Le Mur de Berlin dans l'Histoire
Γραμμή 81:
Η συνεργασία μεταξύ των τεσσάρων κατοχικών δυνάμεων της Γερμανίας έλαβε τέλος το 1948 όταν η [[Ένωση Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών|Σοβιετική Ένωση]] ανέστειλε την συμμετοχή της στο [[Συμμαχικό Συμβούλιο Ελέγχου]] και στη Διασυμμαχική Διοίκηση στις [[19 Μαρτίου]] [[1948]]<ref name="Thalmann">Rita Thalmann, article Histoire de l'Allemagne, la République démocratique allemande, Encyclopædia Universalis, DVD, 2007</ref>. Οι Σοβιετικοί ξεκίνησαν, από εκείνη την στιγμή, παρενόχληση των επικοινωνιών των Δυτικών με το Δυτικό Βερολίνο, με απώτερο στόχο, το πιθανότερο, την εξώθησή τους στην εγκατάλειψη της πρώην πρωτεύουσας του Ράιχ. Από τις [[24 Ιουνίου]] [[1948]] έως τις [[12 Μαΐου]] [[1949]], ο [[Ιωσήφ Στάλιν|Στάλιν]] έθεσε σε εφαρμογή τον [[Αποκλεισμός του Βερολίνου|αποκλεισμό του Βερολίνου]]. Όλες οι εδαφικές και υδάτινες διελεύσεις μεταξύ [[Δυτικό Βερολίνο|Δυτικού Βερολίνου]] και [[Δυτική Γερμανία|Δυτικής Γερμανίας]] ανεστάλησαν. Το γεγονός αυτό αποτέλεσε την πρώτη μεγάλη κρίση μεταξύ της Σοβιετικής Ένωσης και των Δυτικών. Χάρη σε μία μεγάλη [[αερογέφυρα]] που οργανώθηκε υπό την αιγίδα των [[ΗΠΑ|Ηνωμένων Πολιτειών]], το Δυτικό Βερολίνο επέζησε του αποκλεισμού<ref>André Fontaine, article « Guerre froide », ''Encyclopædia Universalis'', DVD, 2007.</ref>.
 
Το έτος [[1949]] είδε την δημιουργία της [[Δυτική Γερμανία|Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας]] (ΟΔΓ) εντός της ''[[trizone]]'' η οποία αποτελείτο από τις [[Γαλλική ζώνη κατοχής στη Γερμανία|γαλλικές]], [[Βρετανική ζώνη κατοχής στη Γερμανία|βρετανικές]] και [[Αμερικανική ζώνη κατοχής στη Γερμανία|γερμανικές]] ζώνες, της οποίας ακολούθησε λίγο καιρό αργότερα αυτή της [[Λαϊκή Δημοκρατία της Γερμανίας|Λαϊκής Δημοκρατίας της Γερμανίας]] (ΛΔΓ) εντός της [[Σοβιετική ζώνη κατοχής στη Γερμανία|υπό σοβιετικό έλεγχο ζώνης]]<ref name="Thalmann"/>. Η ίδρυση των δύο αυτών Κρατών παγίωσε την πολιτική διαίρεση του [[Βερολίνο]]υ. Ξεκίνησε, τότε, και από τις δύο πλευρές η ασφάλιση και το κλείσιμο των [[Εσωτερική γερμανική συνοριογραμμή|συνόρων μεταξύ των δύο Κρατών]]. Τελωνειακοί υπάλληλοι και αποσπασμένοι στρατιώτες στηνστη φύλαξη των συνόρων πραγματοποιούσαν περιπολίες μεταξύ της ΛΔΓ και της ΟΔΓ, ενώ ισχυρά πλέγματα εγκαταστάθηκαν λίγο καιρό αργότερα από την πλευρά της ΛΔΓ.
 
Από νομικής άποψης, το [[Βερολίνο]] διατήρησε το καταστατικό αποστρατικοποιημένης πόλης (απουσία Γερμανών στρατιωτών) η οποία ήταν μοιρασμένη σε τέσσερα τμήματα, ενώ ήταν ανεξάρτητη των δύο κρατών που αποτελούσαν η ΟΔΓ και η ΛΔΓ. Στην πραγματικότητα, η ανεξαρτησία αυτή σε πρακτικό επίπεδο ήταν ιδιαιτέρως περιορισμένη. Όντως, το καταστατικό του Δυτικού Βερολίνου ήταν ανάλογο αυτού ενός ''[[Ομόσπονδα κρατίδια της Γερμανίας|Land]]'', με εκπροσώπους δίχως το δικαίωμα ψήφου στο [[Bundestag]], ενώ το [[Ανατολικό Βερολίνο]] κατέστη, κατά παράβαση του καταστατικού του, πρωτεύουσα της ΛΔΓ. Η πόλη παρέμεινε, ωστόσο, ως το μοναδικό σημείο όπου οι Γερμανοί πολίτες της Ανατολικής και Δυτικής Γερμανίας μπορούσαν να επικοινωνούν μεταξύ τους.
 
Στις [[27 Νοεμβρίου]] [[1958]], η [[Ένωση Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών|ΕΣΣΔ]] επιχείρησε έναν νέο χτύπημα με το «[[τελεσίγραφο του Χρουστσόφ]]» το οποίο πρότεινε την αποχώρηση των δυτικών στρατευμάτων εντός έξι μηνών, ώστε το Βερολίνο να καταστεί μια αποστρατιωτικοποιημένη «ελεύθερη πόλη». Οι δυτικοί σύμμαχοι αρνήθηκαν<ref>[[Αν-Μαρί Λε Γκλοανέκ|Anne-Marie Le Gloannec]], ''Un mur à Berlin'', page 47 et suivantes.</ref>.
 
==== Αίτια της ανέγερσης του Τείχους του Βερολίνου ====
Από τη δημιουργία της το 1949, η [[Λαϊκή Δημοκρατία της Γερμανίας|ΛΔΓ]] γνώρισε ένα ολοένα και αυξανόμενο κύμα φυγής προς την ΟΔΓ, ειδικότερα στο Βερολίνο. Η αστική συνοριογραμμή ήταν με μεγαλύτερη δυσκολία ελέγξιμη, σε αντίθεση με τις αγροτικές περιοχές οι οποίες ήσαν ήδη ιδιαιτέρως φυλαγμένες. Μεταξύ 2,6 και 3,6 εκατομμύρια Γερμανοί διέφυγαν της [[Λαϊκή Δημοκρατία της Γερμανίας|ΛΔΓ]] μέσω του Βερολίνου μεταξύ του 1949 και του 1961, στερώντας με αυτό τον τρόπο την χώρα από εργατικά χέρια την στιγμή της ανακατασκευής της και δείχνοντας στον κόσμο την μικρή τους πίστη στο κομμουνιστικό καθεστώς.<ref name="dumont"/>{{,}}<ref name="andre_fontaine">Ο [[Αντρέ Φονταίν (δημοσιογράφος)|André Fontaine]] στο ''Histoire de la guerre froide'', tome 2, {{p.|348}} κάνει λόγο για «περίπου 3 εκατομμύρια», ενώ η ιστοσελίδα [http://www.berlin.de/mauer/geschichte/index.fr.html Berlin.de] κάνει λόγο ότι ''μεταξύ του 1945 και του 1961, σχεδόν 3,6 εκατομμύρια Γερμανοί διέφυγαν της σοβιετικής ζώνης κατοχής και του Ανατολικού Βερολίνου''. Τέλος, σύμφωνα με τον [[Ζαν-Φρανσουά Σουλέ|Jean-François Soulet]]: « Επίσης, από το 1950 ως το 1961, {{formatnum:2609321}} άτομα είχαν εγκαταλείψει την ΛΔΓ για να βρουν καταφύγιο στην ΟΔΓ » στο [http://www.diploweb.com/forum/soulet1.htm]</ref>. Η φυγή δεν παρουσίαζε ιδιαίτερες δυσκολίες καθώς, έως τον Αύγουστο του 1961, αρκούσε να πάρει κανείς το μετρό ή τον βερολινέζικο σιδηρόδρομο για να περάσει από την Ανατολή στη Δύση<ref>Jean-François Soulet, ''La "question allemande" et la désintégration de l'empire soviétique est-européen'', les Cahiers d'histoire immédiate, {{numéro|15}}, {{p.|259-274}}</ref>, κάτι που έκαναν σε καθημερινή βάση αρκετοί Βερολινέζοι για να πάνε στον χώρο εργασίας τους. Οι Γερμανοί αποκαλούσαν τηντη φυγή αυτή από την κομμουνιστική ΛΔΓ προς την καπιταλιστική ΟΔΓ: «ψήφος μέσω των ποδιών». Κατά τηντη διάρκεια των δύο πρώτων εβδομάδων του Αυγούστου του [[1961]], πλούσιων σε φήμες, περισσότεροι από {{formatnum:47000}} Ανατολικογερμανοί πολίτες διέφυγαν στην Δυτική Γερμανία μέσω του [[Βερολίνο]]υ. Επιπλέον, το Δυτικό Βερολίνο έπαιξε τον ρόλο πύλης εισόδου προς τηντη Δύση για αριθμό Τσέχων και Πολωνών. Καθώς το κύμα φυγάδων αφορούσε κυρίως τις νεαρότερες ηλικιακές κατηγορίες, άρχισε να αποτελεί ένα μείζον οικονομικό ζήτημα, θέτοντας σε κίνδυνο την ίδια την ύπαρξη της ΛΔΓ.
 
Ακόμη, περίπου {{formatnum:50000}} Βερολινέζοι εργάζονταν στην άλλη πλευρά των συνόρων, καθώς εργάζονταν μεν στο Δυτικό Βερολίνο ωστόσο κατοικούσαν στο Ανατολικό Βερολίνο ή στα προάστιά του, όπου το κόστος της ζωής και των ακινήτων ήταν ευνοϊκότερο. Στις [[4 Αυγούστου]] [[1961]], ένα διάταγμα υποχρέωσε όσους εργάζονταν στην άλλη πλευρά των συνόρων να καταγραφούν ως τέτοιοι και να πληρώνουν τα ενοίκιά τους σε [[γερμανικό μάρκο|γερμανικά μάρκα]] (νόμισμα της [[Δυτική Γερμανία|ΟΔΓ]]). Προτού ακόμη ξεκινήσει η κατασκευή του Τείχους, η αστυνομία της ΛΔΓ είχε υπό εντατική παρακολούθηση στα σημεία πρόσβασης στο Δυτικό Βερολίνο αυτούς τους οποίους χαρακτήριζε ως «λαθρεμπόρους» ή «λιποτάκτες της Δημοκρατίας».
 
Όπως όλα τα κομμουνιστικά κράτη, η ΛΔΓ είδε να της επιβάλλεται μία [[σχεδιοποιημένη οικονομία]] από την [[Μόσχα]]. Το επταετές σχέδιο (1959-1965) απέτυχε εξαρχής. Η βιομηχανική παραγωγή αυξήθηκε με ρυθμούς αργότερους του αναμενόμενου. Πράγματι, οι επενδύσεις ήσανήταν ανεπαρκείς. Η [[κολεκτιβοποίηση]] των αγροτικών γαιών προκάλεσε μια μείωση στην παραγωγή και μια έλλειψη τροφίμων. Οι μισθοί αυξήθηκαν γρηγορότερα του αναμενόμενου εξαιτίας της έλλειψης εργατικών χεριών η οποία προκλήθηκε σε μεγάλο βαθμό από τηντη φυγή των νέων προς τηντη Δύση. Ένα σημαντικό λαθρεμπόριο συναλλαγμάτων και εμπορευμάτων, επιβλαβές για την ανατολικογερμανική οικονομία, πέρναγε μέσω του Βερολίνου. Η ΛΔΓ βρισκόταν το 1961 στο χείλος της οικονομικής και κοινωνικής κατάρρευσης<ref name="Thalmann"/>.
 
==Το τείχος του Βερολίνου==
Από τα τέλη Ιουλίου του 1961 η ανθρωπότητα παρακολουθούσε με κομμένη την ανάσα την κλιμάκωση της αντιπαράθεσης [[Η.Π.Α.]] και [[Ένωση Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών|Ένωσης Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών]] γύρω από το θέμα του Δυτικού Βερολίνου. Στις αρχές Ιουνίου το κλίμα των σχέσεων ανάμεσα στις υπερδυνάμεις ήταν θετικό. "«Ανεκτίμητης αξίας"» χαρακτήρισε τη συνάντησή του στη [[Βιέννη]] με τον Σοβιετικό ηγέτη [[Νικίτα Χρουστσόφ]], ο πρόεδρος των Η.Π.Α. [[Τζον Φιτζέραλντ Κένεντι]]. "«Μέγα και ενθαρρυντικό γεγονός" την χαρακτήρισε και ο [[Λεονίντ Μπρέζνιεφ]]. Κανείς δεν υποψιαζόταν τη ραγδαία επιδείνωση που θα ακολουθούσε ούτε όταν αποκαλύφθηκε η επίδοση σοβιετικού υπομνήματος για το θέμα του Δ. Βερολίνου, στο οποίο η [[Μόσχα]] απειλούσε με τη σύναψη χωριστής συνθήκης ειρήνης με τη Γερμανική Λαοκρατική Δημοκρατία και την προβολή εμποδίων στην ελεύθερη διακίνηση των δυτικών στρατιωτικών δυνάμεων προς το Δυτικό Βερολίνο, αν οι Δυτικοί δεν υπέγραφαν συνθήκη ειρήνης με τη Γερμανία. Η Δύση, δεκαπέντε χρόνια μετά τη λήξη του πολέμου, καθυστερούσε εσκεμμένα στο θέμα αυτό, γιατί δεν ήθελε να αναγνωρίσει επίσημα την ύπαρξη της Ανατολικής Γερμανίας ως χωριστού κράτους.
 
Παρ' όλο που σταδιακά η ένταξηένταση αυξανόταν στο διπλωματικό πεδίο, η κοινή γνώμη αιφνιδιάστηκε όταν στις [[25 Ιουλίου]] ο πρόεδρος Κένεντι απηύθυνε από ραδιοφώνου και τηλεοράσεως διάγγελμα προς τον αμερικανικό λαό σε δραματικούς τόνους. «''"Το Δυτικό Βερολίνο είναι κάτι περισσότερο από σύνδεσμος με τον ελεύθερο κόσμο, είναι φάρος ελπίδας πίσω από το σιδηρούν παραπέτασμα, είναι θυρίδα διαφυγής για τους πρόσφυγες"»'', δήλωσε. Την επομένη ο Αμερικανός πρόεδρος ζήτησε από το κογκρέσο εξουσιοδότηση για παράταση της στρατιωτικής θητείας κατά 12 μήνες και δυνατότητα επιστράτευσης 250.000 εφέδρων, αύξηση των συμβατικών εξοπλισμών, άμεση αύξηση των στρατιωτικών κονδυλίων κατά 3,5 δισεκατομμύρια δολάρια.
 
Η αγωνία έφτασε στο κατακόρυφο στις [[5 Αυγούστου]], όταν συναντήθηκαν στο [[Παρίσι]] οι υπουργοί Εξωτερικών των Η.Π.Α. Ντιν Ρασκ, της [[Γαλλία|Γαλλίας]] Κουβ ντε Μιρβίλ, της [[Μεγάλη Βρετανία|Μεγάλης Βρετανίας]] λόρδος Χιουμ και, σε κάποια φάση, της Δυτικής Γερμανίας Χάινριχ φον Μπρεντάνο, οι οποίοι υιοθέτησαν κοινή γραμμή για την αντιμετώπιση της κρίσης του Δ. Βερολίνου είτε δια διαπραγματεύσεων είτε δια πυρηνικού πολέμου. Η Σοβιετική Ένωση αντέδρασε βίαια. Μιλώντας από την τηλεόραση και το ραδιόφωνο δύο μέρες αργότερα ο Νικίτα Χρουστσόφ ήταν άκρως απειλητικός: «''"Διαθέτουμε τα αναγκαία στρατιωτικά μέσα για να μπορέσουμε, σε περίπτωση ιμπεριαλιστικής επίθεσης, όχι μόνο να καταφέρουμε συντριπτικό πλήγμα κατά του εδάφους των Ηνωμένων Πολιτειών, αλλά ταυτόχρονα να καταστήσουμε αβλαβείς τους συμμάχους του επιδρομέα και να καταστρέψουμε τις στρατιωτικές αμερικανικές βάσεις που είναι διεσπαρμένες σε όλο τον κόσμο"»'', διακήρυξε.
 
Παράλληλα διεξήχθησαν πυρετώδεις διαβουλεύσεις μεταξύ των ηγετών των χωρών-μελών του Συμφώνου της Βαρσοβίας με αποτέλεσμα να απευθύνουν, όπως αποκάλυψε στις [[14 Αυγούστου]] η ''[[Πράβντα]]'', μήνυμα προς την κυβέρνηση και τη Βουλή της Γερμανικής Λαοκρατικής Δημοκρατίας "«να αποκαταστήσουν στα σύνορα του Δυτικού Βερολίνου μια τάξη που να αποτελεί σταθερό φραγμό εναντίον των υπονομευτικών δραστηριοτήτων που έχουν στόχο τις χώρες του σοσιαλιστικού στρατοπέδου. Τάξη η οποία θα εξασφαλίζει τον αποτελεσματικό έλεγχο και προστασία γύρω από ολόκληρο το Δυτικό Βερολίνο, συμπεριλαμβανομένων των συνόρων του με το δημοκρατικό Βερολίνο"».
 
Στις [[12 Αυγούστου]] το υπουργικό συμβούλιο της Ανατολικής Γερμανίας υιοθέτησε πραγματικά σχετική απόφαση να κλείσουν τα σύνορα γύρω από τους δυτικούς τομείς του Βερολίνου. Την αυγή της [[13 Αυγούστου|13ης Αυγούστου]] χιλιάδες άνδρες του στρατού και της πολιτοφυλακής του ανατολικογερμανικού καθεστώτος χώρισαν με αγκαθωτά συρματοπλέγματα τους δύο τομείς της πόλης, που μέχρι τότε επικοινωνούσαν ελεύθερα.
Γραμμή 113:
Οι Δυτικοί διαμαρτυρήθηκαν έντονα, αλλά καθώς τα περιοριστικά μέτρα αφορούσαν μόνο τους Ανατολικογερμανούς και οι Σοβιετικοί φρόντιζαν να μη θιχτούν τα δικαιώματα των δυτικών δυνάμεων, οι αντιδράσεις τους περιορίστηκαν σε προφορικά ή γραπτά διαβήματα.
 
Η ένταση αυξήθηκε κατακόρυφα. Στις [[31 Αυγούστου]] του 1961 η Ε.Σ.Σ.Δ. προέβη σε δήλωση επανάληψης των δοκιμών πυρηνικών όπλων "«για να μπορεί να φτάσει το όπλο της τιμωρίας στην ίδια τη φωλιά του επιδρομέα"».
 
Από την επόμενη κιόλας ημέρα άρχισε μία πρωτοφανής σειρά 16 πυρηνικών σοβιετικών δοκιμών μέσα στο Σεπτέμβριο, η οποία κατέληξε στις [[24 Οκτωβρίου|24]] και [[30 Οκτωβρίου]] σε δύο τρομοκρατικές δοκιμές "«υπερβομβών"» για την εποχή εκείνη, 30 και 50 μεγατόνων αντίστοιχα, που προκάλεσαν πανικό στη Δύση, καθώς οι Η.Π.Α. και το [[ΝΑΤΟ]] δεν διέθεταν πυρηνικά όπλα τόσο μεγάλης ισχύος.
 
Μετά την επίσκεψη του Σοβιετικού ηγέτη [[Μιχαήλ Γκορμπατσώφ]] στη Δυτική Γερμανία το [[1989]], η [[Ουγγαρία]] άνοιξε τα σύνορά της με την [[Αυστρία]]. Αυτό επέτρεπε τους Ανατολικογερμανούς να διαφύγουν προς τη δύση. Εν τω μεταξύ οι διαμαρτυρίες και οι πορείες κατά της κυβέρνησης πλήθαιναν και τελικά στις [[9 Νοεμβρίου]] [[1989]] οι περιορισμοί για τη διέλευση των συνόρων τερματίστηκαν. Από τότε τα περισσότερα κομμάτια του τείχους αποσυναρμολογήθηκαν. Το πιο διάσημο κομμάτι είναι 1326μ.μήκους και1326 μέτρων, βρίσκεται κατά μήκος της Muhlenstrasse και είναι διακοσμημένο με 106 τοιχογραφίες.
 
Το Τείχος του Βερολίνου έπεσε τη νύχτα της Πέμπτης 9 προς Παρασκευή 10 Νοεμβρίου 1989, μετά από 28 χρόνια. Στην πτώση του συνέβαλλαν πολλοί παράγοντες. Ο σημαντικότερος ήταν η πολιτική του Γενικού Γραμματέα του Κομμουνιστικού Κόμματος της Σοβιετικής Ένωσης Μιχαήλ Γκορμπατσώφ. Στα τέλη της δεκαετίας του ’80 ο Γκορμπατσώφ κατάργησε το Δόγμα Μπρέζνιεφ και επέτρεψε στις χώρες του Συμφώνου της Βαρσοβίας να επιλέξουν ελεύθερα το δρόμο που θα ακολουθούσε κάθε μία στην εσωτερική και διεθνή πολιτική. Εκμεταλλευόμενες τη νέα γραμμή, οι χώρες του Ανατολικού Συνασπισμού, η μία μετά την άλλη, άρχισαν να ανοίγουν τα σύνορά τους προς τη Δύση, να καταλύουν τα κομμουνιστικά τους καθεστώτα και να εκλέγουν δημοκρατικές κυβερνήσεις.
 
Σήμερα, λίγα κομμάτια του Τείχους έχουν απομείνει αφού το μεγαλύτερο μέρος του έχει κατεδαφιστεί. Τρία τμήματα μένουν ακόμα όρθια: ένα μήκους 80 μέτρων τμήμα του «πρώτου Τείχους» στο σημείο που βρισκότανβρίσκονταν τα αρχηγεία της Γκεστάπο (ανάμεσα στο σημείο ελέγχου Τσάρλι και την πλατεία Ποτσντάμερ), ένα μακρύτερο τμήμα του δεύτερου τείχους, κατά μήκος του ποταμού Σπρέε, κοντά στη γέφυρα Oberbaumbrücke, γνωστό σήμερα ως East Side Gallery, και ένα τρίτο τμήμα στην Bernauer Straße το οποίο μετατράπηκε σε μνημείο το 1999. Ακόμη, κάποια άλλα μικρότερα τμήματα και λίγα φυλάκια βρίσκονται διασκορπισμένα στην πόλη του Βερολίνου. Όλα τα κομμάτια του τείχους έχουν υποστεί αλλοιώσεις κυρίως από τουρίστες οι οποίοι αφαιρούσαν υλικό από το τείχος για να το κρατήσουν ως σουβενίρ ή να το πουλήσουν. Μέχρι και σήμερα υπάρχουν καταστήματα σουβενίρ στο Βερολίνο τα οποία πουλάνε μικρά κομμάτια από το τείχος με ή χωρίς πιστοποιητικό αυθεντικότητας.
 
Το ανατολικό μέρος του τείχους είναι σήμερα καλυμμένο από γκράφιτι τα οποία δεν υπήρχαν όταν το Τείχος φρουρούταν από οπλισμένους στρατιώτες της Ανατολικής Γερμανίας. Το 1990, 118 καλλιτέχνες από όλο τον κόσμο κλήθηκαν να διακοσμήσουν τα τμήματα του Τείχους που δεν είχαν καταστραφεί. Το 2008, και ενόψει της επετείου των 20 ετών από την πτώση του Τείχους ένα χρόνο αργότερα, ξεκίνησε ένα πολυδάπανο σχέδιο για την αποκατάσταση των τοιχογραφιών αυτών, με τη συμμετοχή μάλιστα και πολλών από τους 118 καλλιτέχνες που δημιούργησαν τα έργα[3].
Γραμμή 154:
[[Αρχείο:Kennedy in Berlin.jpg|thumb|250px|Οι Κένεντυ και Αντενάουερ στο Τείχος του Βερολίνου]]
 
== Αντιδράσεις στηνστη Δυτική Γερμανία ==
 
Την ίδια κιόλας ημέρα ο ομοσπονδιακός καγκελάριος [[Κόνραντ Αντενάουερ]] κάλεσε από το ραδιόφωνο τον πληθυσμό να παραμείνει ήρεμος και ψύχραιμος, επικαλούμενος μέτρα αντιμετώπισης της κατάστασης από κοινού με τους Συμμάχους, χωρίς όμως να γίνει πιο συγκεκριμένος. Δύο εβδομάδες πέρασαν πριν επισκεφθεί το Δυτικό Βερολίνο. Μόνο ο δήμαρχος και κυβερνήτης του Δυτικού Βερολίνου [[Βίλλυ Μπραντ]] διαμαρτυρήθηκε έντονα κατά της περιχαράκωσης και της οριστικής διαίρεσης της πόλης, στους τρεις Δυτικούς διοικητές, στους οποίους και κατήγγειλε ότι η Ανατολική Γερμανία είχε καταλάβει πραξικοπηματικά το Ανατολικό Βερολίνο και είχε καταργήσει το καθεστώς της τετραμερούς κατοχής της πόλης και συνεπώς η ενέργεια αυτή αιτιολογούσε αντίποινα, δεν είχε όμως καμιά ουσιαστική δύναμη στα χέρια του. Μάταια οι κάτοικοι του δυτικού τμήματος περίμεναν κάποια ένδειξη ότι οι [[ΗΠΑ]] θα τους βοηθούσεβοηθούσαν όπως το 1948. Την ίδια κιόλας χρονιά τα δυτικογερμανικά κρατίδια ίδρυσαν την Κεντρική Δικαστική Υπηρεσία Τεκμηρίωσης (Zentrale Erfassungsstelle der Landesjustizverwaltungen) στο Ζάλτσγκίτερ (Salzgitter), για την καταγραφή των παραβιάσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων στο έδαφος της ΛΔΓ, εκφράζοντας έτσι τουλάχιστο συμβολικά τον αποτροπιασμό τους για το ανατολικογερμανικό καθεστώς. Στις [[16 Αυγούστου]] [[1961]] πραγματοποιήθηκε εκδήλωση διαμαρτυρίας με τη συμμετοχή του [[Βίλλυ Μπραντ]] και 300.000 Δυτικοβερολινέζων μπροστά από το δημαρχείο του Σένεμπεργκ (Schöneberg).
 
== Αντιδράσεις των Συμμάχων ==
Γραμμή 194:
== Τα γεγονότα της 9ης Νοεμβρίου ==
 
Μπροστά σ’ αυτά τα διλήμματα, η νέα ηγεσία φάνηκε ανίκανη να χειριστεί την κατάσταση. Σύντομα επικράτησε σύγχυση, καθώς οι διαδηλώσεις γίνονταν ολοένα και πιο μαζικές και δυναμικές, ενώ οι ανατολικές χώρες, τις οποίες κατέκλυζαν οι πρόσφυγες για να περάσουν στη Δυτική Γερμανία, καλούσαν με τελεσίγραφα τη ΛΔΓ να δώσει λύση και απειλούσαν να κλείσουν τα σύνορά τους με αυτή. Στις [[6 Νοεμβρίου]] [[1989]] δημοσιοποίησε η κυβέρνηση δημοσιοποίησε ένα σχέδιο ταξιδιωτικού νόμου, το οποίο ήταν πολύ κατώτερο των προσδοκιών του κόσμου και τελικά φούντωσε ακόμα περισσότερο τις αντιδράσεις αντί να τις κατευνάσει. Την ίδια μέρα κατέβηκαν μόνο στη [[Λειψία]] 500.000 άνθρωποι σε διαδήλωση. Το πρωί της [[9 Νοεμβρίου|9ης Νοεμβρίου]] [[1989]] συνεδρίασε με εντολή του Πολιτικού Γραφείου του κόμματος μια επιτροπή αξιωματικών των Υπουργείων Εσωτερικών και Κρατικής Ασφάλειας για να προτείνει λύσεις και να σχεδιάσει μια έκτακτη ρύθμιση, που θα έθετε αμέσως σε εφαρμογή τα ουσιαστικότερα μέτρα του σχεδίου ταξιδιωτικού νόμου. Η πρόταση που υπέβαλαν στο Πολιτικό Γραφείο ήταν να επιτραπούν τόσο η μόνιμη μετεγκατάσταση, που δημιουργούσε το πρόβλημα με τους πρόσφυγες στις τρίτες χώρες, όσο και τα σύντομα ιδιωτικά ταξίδια. Διαφορετικά θα εξωθούνταν στη μετανάστευση πολλοί που ήθελαν μόνο να επισκέπτονται συγγενείς τους στη Δυτική Γερμανία. Η επιτροπή των αξιωματικών πρότεινε να δίνονται οι άδειες και για τα δύο από τις αρμόδιες υπηρεσίες μετά από αίτηση των ενδιαφερομένων, χωρίς διατυπώσεις. Με αυτές τις προτάσεις ήταν αναμενόμενο ότι θα ξεσηκωνόταν ένα πρωτόγνωρο κύμα μόνιμης και προσωρινής εξόδου από τη χώρα, η πίεση όμως θα διοχετευόταν στις αρμόδιες υπηρεσίες, όχι στα σύνορα, και θα μπορούσε να ελεγχθεί. Το μεσημέρι της ίδιας μέρας ενέκρινε το Πολιτικό Γραφείο ενέκρινε το σχέδιο ταξιδιωτικών ρυθμίσεων της επιτροπής και το έθεσε σε κυκλοφορία στα συναρμόδια υπουργεία μέσω της υπηρεσιακής οδού για να γίνουν έλεγχοι και προτάσεις εντός της ημέρας. Σύμφωνα με την πάγια τακτική, η μη έκφραση αντιρρήσεων ως μια ορισμένη ώρα ισοδυναμούσε με έγκριση του σχεδίου από το Υπουργικό Συμβούλιο. Η ώρα 4:00 το πρωί της 10ης Νοεμβρίου ορίστηκε για να δοθεί η απόφαση στον τύπο.
 
Μέχρι το απόγευμα τα Υπουργεία Εσωτερικών, Κρατικής Ασφάλειας και Δικαιοσύνης ελέγχουν το σχέδιο ρύθμισης. Τα δύο πρώτα Υπουργεία εγκρίνουν τις ρυθμίσεις που αφορούν στη μόνιμη μετεγκατάσταση στο εξωτερικό, εκφράζουν όμως αντιρρήσεις και προτείνουν χρονικούς περιορισμούς για τα σύντομα ιδιωτικά ταξίδια. Ο Γενικός Γραμματέας του Υπουργείου Δικαιοσύνης Ζίγκφριντ Βίτενμπεκ (Siegfried Wittenbeck) απορρίπτει εντελώς τη ρύθμιση για λογαριασμό του απόντος Υπουργού Χανς Χέρμαν Χέρτλε (Hans-Herman Hertle), καθώς εντοπίζει τυπικά και τεχνικά προβλήματα στο σχέδιο που του υποβλήθηκε. Η κυβέρνηση όμως στην Ανατολική Γερμανία δεν ήταν παρά ο εκτελεστής των αποφάσεων του κόμματος και η κυκλοφορία των νομοσχεδίων στα υπουργεία δεν ήταν παρά μια γραφειοκρατική ρουτίνα. Έτσι, ενώ τα υπουργεία επεξεργάζονται τη ρύθμιση και διαπιστώνουν προβλήματα, το σχέδιο φθάνει στην Κεντρική Επιτροπή του κόμματος στις 15:00 και καταλήγει στα χέρια του Γενικού Γραμματέα [[Έγκον Κρεντς]]. Ο Κρεντς δεν γνωρίζει τις αντιρρήσεις των συναρμόδιων υπουργείων και δεν προσέχει ότι η ρύθμιση προορίζεται να δοθεί την άλλη μέρα στον τύπο. Χωρίς να πολυασχοληθεί, τη δίνει μαζί με ένα σχετικό δελτίο τύπου στο μέλος του Πολιτικού Γραφείου του κόμματος [[Γκύντερ Σαμπόφσκι]] (Günter Schabowski), που ετοιμαζόταν εκείνη την ώρα να δώσει συνέντευξη τύπου στους Ανατολικογερμανούς και τους ξένους δημοσιογράφους.