Τσακώνικη ενδυμασία: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
μΧωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Γραμμή 31:
 
==Ανδρική ενδυμασία==
Η ανδρική ενδυμασία αποτελείτο από το απλό φέσι, το μαντηλάκι, το ολόλευκο πουκάμισο, το μπλε ή μαύρο γιλέκο, το [[σελάχι]], δύο ή τρία μεταξωτά χειρομάντηλα, την ολόλευκη φουστανέλα, το ολόλευκο στενοβράκι, τις μπλε τσόχινες σκάλιτσες με τα μεταξωτά, τα μπλε κορδόνια, την άσπρη κάλτσα και τ’ αρβανίτικο τσαρούχι.
 
'''Το φέσι''' – Το φέσι το φορούσαμε κατά το αριστερό μέρος ή και προς το άλλο. Χτενιζόμασταν έτσι, ώστε μερικά μαλλιά να μένουν έξω από το φέσι και τα στρίβαμε στο τέλος έξω από το φέσι. Όλη η ομορφιά εστηρίζετο στα μαλλιά.
Γραμμή 37:
'''Το Υποκάμισο (Ογκιουμα)''' – Το υποκάμισο ήταν από λευκασμένο ύφασμα κάτω με άρραφτες δίπλες για να δίνει πλάτος και στη μέση ζωνάκι, τρία-τέσσερα δάκτυλα φάρδος ίσα-ίσα με τη μέση τους. Το επάνω μέρος οι ραμμένες πιέτες το έφερναν ίσα-ίσα με τον κορμό και εκούμπωνε με κουμπιά. Είχε μανίκια μακριά σε όλο το πλάτος. Τα μανίκια άφηναν να φαίνεται το πλεκτό μανικέτι. Στις στροφές του χορού, όταν σήκωνε ο χορευτής το χέρι του, θα έπεφτε το μανίκι και θα φαινόταν το πλεκτό. Είχε δηλαδή μία δύο φανέλες υφαντές με πλεκτά μανικέτια που έφθαναν μέχρι τον αγκώνα. Τα έπλεκαν με ψιλό νήμα. Σχεδιάζαμε φύλλα και ολόκληρο άνθος ή ό,τι άλλο εσκέπτετο κάθε μία για τον άνδρα της που θα το φορούσε με την φουστανέλα και θα χόρευε κάνοντας φιγούρες για να δείξει τη φορεσιά.
 
'''Το Γιλέκο (γελέκο)''' – Το γιλέκο ήταν από τσόχα μπλε. Το [[σιρίτι]] ήταν η μόνη του γαρνιτούρα, γύρω-γύρω, ήταν στερεωμένο με το ράψιμό του, όπως σε κάθε ραφή ράβαμε σιρίτι, 1-2 δάκτυλα πιο μέσα ράβαμε και άλλη σειρά. Εμπρός κάναμε κεντήματα με σιρίτι, και κουμπιά με μετάξι. Στην μασχάλη βάζαμε μαντήλι μεταξωτό, όπως και στο σελάχι. Κάτω φορούσαν το στενοβράκι και από έξω τη φουστανέλα. Η χάρη στη φουστανέλα ήταν να έχει πολλές λόξες (φύλλα) και να είναι καλοσιδερωμένη. Υπήρχε φουστανέλα με 200-300 λόξες. Ανάλογα με το βάρος της κάθε μία ήταν δύο ή τέσσερα κομμάτια και τα ένωνε την ώρα που τα φορούσε, ίσαμε τη μέση του. Μία φουστανέλα ήταν καλή, όταν σκέπαζε το γόνατο και δεν άνοιγαν οι πιέτες.
 
'''Το στενοβράκι (στενοβράτσι)''' – Όσο πιο στενό ήταν, τόσο για πιο καλό το έλεγαν.