Τσακώνικη ενδυμασία: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μΧωρίς σύνοψη επεξεργασίας
μΧωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Γραμμή 51:
'''Μανικοκάπι''' – Το μανικοκάπι ήταν σαν το σορκάιδι και είχε μανίκια σαν το πισομάνικο. Κούμπωνε με κουμπιά ως πάνω και στο ρεβέρ είχε μύτη και έκλεινε με κουμπιά. Εκεί πάνω κάναμε κεντήματα. Ήταν σχεδόν πάντα κλειστό.
 
'''[[Σελάχι]]''' – Ήταν δερμάτινο με πλάτος 10-12 δάκτυλα, με θήκη για το χαρτζιλίκι, το μαχαιράκι, τα σπίρτα, τον καθρέπτη, την τσατσάρα, καμιά κουμπούρα, καμιά φορά και το ψωμί τους. Στην μέση τους (το σθιλάχι) στερεωνόταν στη λωρίδα του. Απαραίτητο ήταν στους τσοπάνηδες, από τους άλλους (φορούσε) όποιος ήθελε. Όποιος φορούσε φουστανέλα, φορούσε σελάχι. Την καθημερινή για τσαρούχι φορούσαν λαδιές, δηλαδή τσαρούχια που τα έφτιαχνα μόνοι τους. Κάλτσες δεν φορούσαν το χειμώνα, εκτός από πλεκτές. Οι τσομπάνηδες στο κρύο φορούσαν σορκάδι μέσα από την πουκαμίσα. Κι έξω με τα ζώα, στο βουνό, την καπερώνα.
 
'''Καπερώνα''' – Ήταν από μάλλινο υφαντό άσπρο ή μαύρο. Το έραβε ο τεχνίτης. Ίσο φύλλο το πίσω και δύο φύλλα το εμπρός. Μανίκια είχε μακριά και πλατιά, και στο μάκρος να σκεπάζει το γόνατο. Ήταν και με κουκούλα για το κεφάλι.