Τζεμίλ Τουράν Μπαζιντί: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
→‎Βιογραφικά στοιχεία: • Τα Βιβλία του • «Το ματωμένο χιονολούλουδο» (Εκδόσεις Καστανιώτη - 2001) • «Τα μάτια του λύκου» (Εκδόσεις Καστα
μ Αναστροφή της επεξεργασίας από τον 85.72.215.5 (συνεισφ.), επιστροφή στην τελευταία εκδοχή υπό [[Χρήστη...
Γραμμή 9:
 
Ακόμη είναι συνεργάτης και ανταποκριτής τουκόφωνων εντύπων όπως το Özgürlük Yolu 1975, το Roja Welat, το Azadi, το Denge Azadi, το Denge Komkar 1984, το Deng και το Ronahi 1996.
* '''Τα Βιβλία του '''
* «Το ματωμένο χιονολούλουδο» (Εκδόσεις Καστανιώτη - 2001)
* «Τα μάτια του λύκου» (Εκδόσεις Καστανιώτη - 2003)
* «Η νύχτα που έβλεπε τη μέρα» (Eκδόσεις Καστανιώτη - 2006)
* «Τα παιδιά του Αραράτ» (Εκδόσεις Καστανιώτη- 2008)
* «Εκεί ο θεός κοιμόταν» (Εκδόσεις NOVELBOOKS- 2013)
* «Αζάντ με λένε» (Εκδόσεις Ι.ΣΙΔΕΡΗΣ- 2015)
 
== Κοινωνική συνδικαλιστική δραστηριότητα ==
Γραμμή 32 ⟶ 24 :
* «Το ματωμένο χιονολούλουδο» (Εκδόσεις Καστανιώτη - 2001)
* «Τα μάτια του λύκου» (Εκδόσεις Καστανιώτη - 2003)
* '''Περίληψη'''
 
Εκείνη που αντέδρασε περισσότερο στα «μαύρα ταξίδια» που είχε ξεκινήσει ο Ντανιέλ ήταν η γιαγιά του. Επί ένα μήνα, ίσως και παραπάνω, είχε περάσει το τσεμπέρι της πάνω από το στόμα και ούτε του μιλούσε ούτε του γελούσε. Κι η μάνα του κι η αδερφή του προσπάθησαν να τον μεταπείσουν, αλλά ο Ντανιέλ είχε πάρει πλέον την απόφασή του. Καλύτερα κατσαχτσής, όσο επικίνδυνο κι αν ήταν, παρά πεινασμένος θαμώνας στους καφενέδες.
Ο Ντανιέλ και οι φίλοι του -τι φίλοι; αδέρφια, ομογάλακτοι, από πιτσιρικάδες μαζί- τουλάχιστον δυο φορές τη βδομάδα περνούσαν στην απέναντι πλευρά, στην από ’κεί πατρίδα κι έφερναν εμπόρευμα. Ξεκινούσαν λίγο πριν σκοτεινιάσει κι όλη η γειτονιά έβγαινε έξω για να τους ξεπροβοδίσει, άλλος για να δώσει τις παραγγελιές του πότε για χένα πότε για τσάι, κι άλλος για να στείλει χαιρετίσματα σε κάποιον δικό του άνθρωπο που είχε μείνει στην άλλη μεριά των συνόρων.
Κάθε φορά περνούσαν κι από διαφορετικό πέρασμα. Πότε από το φαράγγι του διαβόλου, πότε από τους βάλτους, πάντα όμως από τα δικά τους χώματα, που τα ήξεραν όπως το κορμί τους. Οι συνοροφύλακες ήταν οι ξένοι κι όχι αυτοί. Οι ξένοι όμως ήταν οι κατακτητές. Ήταν αυτοί που είχαν κομματιάσει το Κουρδιστάν.
Κάθε πέρασμα των συνόρων ένα ζιγκ-ζακ με το θάνατο ήταν. Κάθε βήμα και μια παγίδα. Όταν ήρθε στην πόλη ο καινούργιος Τούρκος κουμαντάν το φιρμάνι ήταν σαφές. Ή συνεργάζεστε μαζί μου, δηλαδή μοιραζόμαστε τα κέρδη του εμπορίου, ή μαυροφορούνται οι μάνες κι οι γυναίκες σας. Τότε άλλοι κατσαχτσήδες σταμάτησαν κι άλλοι συνεργάστηκαν με τον κατακτητή. Ο Ντανιέλ κι οι φίλοι του αγνόησαν τις διαταγές, δεν συμβιβάστηκαν, δεν έκαναν συμφωνίες κι άρχισε ένα ανελέητο κυνηγητό εναντίον τους.
<nowiki> </nowiki>Το χειμώνα τα μαύρα ταξίδια σταματούσαν γιατί αγρίευε ο καιρός, ηρεμούσαν όμως οι οικογένειες των κατσαχτσήδων. Τότε γίνονταν οι γιορτές τότε και οι γάμοι. Στο γάμο του φίλου του την είδε ο Ντανιέλ. Πανέμορφη, λυγερή, αγέρωχη. Δεν χρειάζονταν πολλά λόγια, οι ματιές φλυάρησαν. Κι είπαν τόσα πολλά που παραλίγο ν’ ανατρέψουν τα παραδοσιακά κουρδικά έθιμα για την ένωση δύο ανθρώπων.
<nowiki> </nowiki>Ο γάμος του Ντανιέλ και της Ζιλάν ήταν σωστό πανηγύρι. Μια βδομάδα έπαιζαν τα νταούλια κι οι ζουρνάδες. Άφθονοι οι μεζέδες και η ρακή. Όλη η πόλη πέρασε να ευχηθεί στους δυο νέους να γεράσουν στο ίδιο μαξιλάρι… Οι μαγαζάτορες της περιοχής έκλεισαν τη μέρα του γάμου για να τιμήσουν τον φίλο τους κατσαχτσή που δεν ήξερε από ζύγια και νοθείες, που είχε μόνο μπέσα. Και μακάρι να ήταν η πρώτη φορά που θα έκλειναν τα μαγαζιά για τον Ντανιέλ…
Και βρήκε αυτό το ζευγάρι ο πιο βαρύς χειμώνας… Οι λύκοι πεινούσαν κι άρχισαν να μπαίνουν μέσα στην πόλη. Απ’ ό,τι έλεγαν οι γεροντότεροι πάνω από τριάντα χρόνια είχε να συμβεί αυτό. Η ζωή των κατοίκων κινδύνευε. Τα σχολειά έκλεισαν. Τις νύχτες όλοι ξάπλωναν με το όπλο στο προσκέφαλο. Η επιθετικότητα των λύκων, αφού πέρασε από κοτέτσια και στάβλους, έφτασε στους ανθρώπους. Στο φυλάκιο των συνόρων είχαν μπει από το παράθυρο και είχαν επιτεθεί σε στρατιώτες. Η τοπική εξουσία αφού δεν κατάφερε τίποτα με τον κουμαντάν και τους ανθρώπους του, ζήτησε τη βοήθεια του Ντανιέλ, που είχε φήμη για τις παγίδες που έστηνε στους λύκους. Σε μια τέτοια μεγάλη παγίδα, τα βλέμματα του Ντανιέλ και της λύκαινας που έχανε την αγέλη της διασταυρώθηκαν. Τα μάτια του λύκου, τα μάτια του κυνηγημένου. Απελπισία αλλά και πείσμα. Πάλη για ζωή με την κάννη του δυνατού στον κρόταφο. Κι όταν ο κουμαντάν έφτασε στο κατώφλι του σπιτιού του Ντανιέλ για να προσφέρει τάχα τη φιλία του και να ζητήσει ανακωχή, άρχισε η αντίστροφη μέτρηση…
<nowiki> </nowiki>Η ιστορία του Ντανιέλ και της Ζιλάν είναι πραγματική ιστορία. Απασχόλησε τα τουρκικά δικαστήρια και τις εφημερίδες προς το τέλος της δεκαετίας του 1960. Στην αρχή ήταν στα ψιλά. Μετά τον τρόπο όμως που ζήτησε τη δικαίωση η Ζιλάν, έγινε πρώτο θέμα. Η αγάπη και η παλικαριά αυτού του ζευγαριού θα γίνει μοιρολόι και παραμύθι για τις επόμενες κουρδικές γενιές, που ίσως να μη ζουν κάτω από τη λαιμητόμο αυτών των συνόρων, που σκέπασαν γειτονιές, χώρισαν οικογένειες και στοίχισαν ζωές.
* «Η νύχτα που έβλεπε τη μέρα» (Eκδόσεις Καστανιώτη - 2006)
* «Τα παιδιά του Αραράτ» (Εκδόσεις Καστανιώτη- 2008)