Κασσίτερος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Spiros790 (συζήτηση | συνεισφορές)
μ →‎Ιστορία: δεν έχουμε τέτοιο λήμμα, και πολύ αμφιβάλλω ότι θα φτιάξουμε κάτι τόσο εξειδικευμένο. μδιορθ
Γραμμή 44:
[[Αρχείο:Sword bronze age (2nd version).jpg|left|thumb|Τελετουργικό μπρούτζινο γιγάντιο στιλέτο τύπου Plougrescant-Ommerschans, στην Plougrescant (της σημερινής) Γαλλίας, 1500-1300 π.Χ.
]]
 
{{Κύριο|Πηγές κασσιτέρου και αρχαίο εμπόριο}}
Η εξόρρυξηεξόρυξη και η χρήση κασσιτέρου χρονολογείται από την αρχή της Εποχής του Ορείχαλκου, γύρω στο 3.000 π.Χ, όταν παρατηρήθηκε ότι χάλκινα αντικείμενα που κατασκευάζονταν από πολυμεταλλικά ορυκτά, με διαφορετική αναλογία μεταλλικών συστατικών, έχουν διαφορετικές φυσικές ιδιότητες<ref>Cierny, J.; Weisgerber, G. (2003). "The "Bronze Age tin mines in Central Asia". In Giumlia-Mair, A.; Lo Schiavo, F. ''The Problem of Early Tin''. Oxford: Archaeopress. pp. 23–31. ISBN 1-84171-564-6.</ref>. Τα πρωιμότερα μπρούτζινα αντικείμενα περιείχαν κασσίτερο ή [[αρσενικό]] (As) σε περιεκτικότητα λιγότερο από 2% και γι' αυτό πιστεύεται ότι αυτό συνέβαινε με τη μη σκόπιμη δημιουργία κραμάτων, από κοιτάσματα ορυκτών χαλκού, που απλά περιείχαν τα άλλα μέταλλα ως προσμείξεις<ref name=":0">Penhallurick, R.D. (1986). ''Tin in Antiquity: its Mining and Trade Throughout the Ancient World with Particular Reference to Cornwall''. London: The Institute of Metals. ISBN 0-904357-81-3.</ref>. Η προσθήκη ενός δεύτερου μετάλλου στο χαλκό, αύξανε τη σκληρότητά του, ταπείνωνε τη θερμοκρασία [[τήξη|τήξης]] του, και βελτίωνε διεργασία χύτευσης παράγοντας ένα πιο ρευστοποιημένο τήγμα, και τελικά, μετά την ψύξη του, παρήγαγε ένα πιο πυκνό και λιγότερο σπογγώδες μέταλλο<ref name=":0" />. Η κατανόηση ότι αυτό είναι δυνατό να γίνει με επίτηδες προσθήκη άλλου μετάλλου αποτέλεσε μια σημαντική [[εφεύρεση]] για την Εποχή του Ορείχαλκου που επέτρεψε την παραγωγή πολλών και πολυπλοκότερων σχημάτων χυτών προϊόντων από κλειστές [[συντεχνία|συντεχνίες]] της εποχής. Τα αντικείμενα από [[αρσενιούχος μπρούτζος|αρσενιούχο μπρούτζο]] εμφανίστηκαν για πρώτη φοτάφορά στην [[Εγγύς Ανατολή]], όπου σηνήθωςσυνήθως το αρσενικό συνήθως συνυπάρχει σε κοιτάσματα με τα ορυκτά χαλκού, αλλά τα προβλήματα [[υγεία|υγείας]] που εμφανίζονται με τη χρήση του [[δηλητήριο|δηλητηριώδους]] [[Μεταλλοειδές|μεταλλοειδούς]] έγιναν σύντομα γνωστά με αποτέλεσμα να αναζητηθούν, από την πολύ πρώιμη Εποχή του ΟρειχαλκουΟρείχαλκου, πηγές προσμείξεων χαλκού με τον πολύ λιγότερο επικίνδυνο κασσίτερο<ref>Charles, J.A.
(1979). "The development of the usage of tin and tin-bronze: some
problems". In Franklin, A.D.; Olin, J.S.; Wertime, T.A. ''The Search for Ancient Tin''.
Washington D.C.: A seminar organized by Theodore A. Wertime and held at
the Smithsonian Institution and the National Bureau of Standards,
Washington D.C. March 14–15, 1977. pp. 25–32.</ref>. Αυτό οδήγησε στη δημιουργία ζήτησης του σπάνιου και συνεπώς επικερδούς [[εμπόριο|εμπορίου]] από τις σχετικά μακρυνέςμακρινές πηγές εξόρρυξήςεξόρυξής του ([[Ιταλία]], [[Πορτογαλία]], ΒόρειαδυτικήΒορειοδυτική [[Γαλλία]], [[Βρετανία]] και ΒοριοανατολικήΒορειοανατολική [[Γερμανία]]) στις (τότε) ανεπτυγμένες [[οικονομία|οικονομικά]] και [[πολιτισμός|πολιτιστικά]] αγορές (της [[Αρχαία Αίγυπτος|Αιγύπτου]], της [[Μεσοποταμία|Μεσοποταμίας]], των Ανατολικών ακτών της [[Μεσόγειος Θάλασσα|Μεσογείου]], της [[Ανατολία|Ανατολίας]] και της [[αρχαία Ελλάδα|Ελλάδας]]).
 
Ο κασσιτερίτης, δηλαδή διοξείδιο του κασσιτέρου (SnO<sub>2</sub>), ήταν πιθανότατα και κατά την [[Αρχαιότητα]] η κύρια πηγή κασσιτέρου. Άλλες μορφές ορυκτών κασσιτέρου, δηλαδή [[σουλφίδια]] όπως ο [[σταννίτης]], είναι λιγότερο άφθονες και απαιτούν ιοπιο πολύπλοκη διεργασία εξόρρυξηςεξόρυξης. Ο κασσιτερίτης συχνά συσσωρεύεται σε αλλουβιανά κανάλια, εξαιτίας του γεγονότος ότι είναι σκληρότερα, βαρύτερα και με μεγαλύτερη χημική αντίσταση από τον [[γρανίτης|γρανίτη]] μέσα στον οποίο τυπικά σχηματίζεται<ref>(Penhallurick 1986)</ref>. Αυτά τα κοιτάσματα μπιορούνμπορούν εύκολα να βρεθούν σε όχθες [[ποταμός|ποταμών]], όπου ο κασσιτερίτης είναι συνήθως μαύρος, μωβ ή έχει άλλο σκοτεινό χρώμα, γνωρίσματα που έψαχναν οι μεταλλωρύχοι της πρώιμης Εποχής του Ορείχαλκου. Είναι πιθανό τα πρώιμα αυτά κοιτάσματα να ήταν αλλουβιανά στη φύαηφύση, και ίσως να εξορρύσοντανεξορύσσονταν με τις ίδιες μεθόδους που χρησιμοποιούνταν για την εξόρρυξηεξόρυξη [[χρυσός|χρυσού]] (Au) από παρόμοια κοιτάσματα.
 
== Αλλοτροπικές μορφές ==