Αντιμόνιο: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Vchorozopoulos (συζήτηση | συνεισφορές)
Βελτιώσεις εισαγωγής
Vchorozopoulos (συζήτηση | συνεισφορές)
μΧωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Γραμμή 98:
 
Οι μεγαλύτερες εφαρμογές του μεταλλικού αντιμονίου είναι η παραγωγή [[Κράμα|κραμάτων]] με μόλυβδο και [[Κασσίτερος|κασσίτερο]], και οι πλάκες μολύβδου - αντιμονίου σε [[Μπαταρία|μπαταρίες]] μολύβδου-οξέος. Κράματα μολύβδου και κασσιτέρου με το αντιμόνιο βελτιώνουν τις ιδιότητες από τα κράματα που χρησιμοποιούνται σε σφαίρες (όπλων), κολλήσεις, και έδρανα. Οι ενώσεις του αντιμονίου είναι εμφανή πρόσθετα για το [[χλώριο]] και το [[βρώμιο]], που περιέχουν επιβραδυντικά φωτιάς που βρέθηκαν σε πολλά εμπορικά και εγχώρια προϊόντα. Μια αναδυόμενη εφαρμογή είναι η χρήση του αντιμονίου στον τομέα της μικροηλεκτρονικής.
 
==Ιστορία==
 
[[File:antimony-symbol.svg|70px|thumb|alt=Ένας ασκίαστος κύκλος κάτω από ένα σταυρό.|Ένα από τα αλχημικά σύμβολα για το αντιμόνιο]]
Το [[Αντιμονίτης|τριθειούχο αντιμόνιο]] αναγνωρίστηκε στην Προδυναστική Αίγυπτο ως καλλυντικό ματιών ήδη από το 3.100 π.Χ., όταν εφευρέθηκε η μπαλέτα με τα καλλυντικά <ref>{{cite journal|doi=10.1111/j.1475-4754.2006.00279.x|title=Application of Lead Isotope Analysis to a Wide Range of Late Bronze Age Egyptian Materials|year=2006|last1=Shortland|first1=A. J.|journal=Archaeometry|volume=48|issue=4|page=657}}</ref>.
 
Ένα τεχνούργημα, που λέγεται ότι είναι μέρος ενός αγγείου, φτιαγμένο από αντιμόνιο που χρονολογείται ότι είναι περίπου από το 3000 π.Χ. βρέθηκε στην Telloh, στους Χαλδαίους (μέρος του σημερινού [[Ιράκ]]), και ένα επιχαλκωμένο αντικείμενο από αντιμόνιο που χρονολογείται ανάμεσα στο 2500 π.Χ. και στο 2000 π.Χ. έχει βρεθεί στην Αίγυπτο <ref name=kirk>Kirk-Othmer Encyclopedia of Chemical Technology, 5th ed. 2004. Entry for antimony.</ref>. Ο Austen, σε μια διάλεξη του Herbert Gladstone το [[1892]] <ref name=moorey>{{cite book|last=Moorey|first=P. R. S.|year=1994|title=Ancient Mesopotamian Materials and Industries: the Archaeological Evidence|place=New York|publisher=Clarendon Press|page=241|url=http://books.google.com/?id=P_Ixuott4doC&pg=PA241|isbn=978-1-57506-042-2}}</ref>, σχολίασε ότι «το μόνο που γνωρίζουμε για το αντιμόνιο τη σήμερον ημέρα είναι ότι είναι ένα πολύ εύθραυστο και κρυσταλλοειδές μέταλλο, το οποίο μετά δυσκολίας μπορεί να διαμορφωθεί έστω σε ένα βάζο,και γι'αυτό το λόγο αυτό το αξιοσημείωτο "εύρημα" ( το αντικείμενο που αναφέρεται παραπάνω ) πρέπει να αντιπροσωπεύει τη χαμένη τέχνη του να κάνεις το αντιμόνιο εύπλαστο.»
 
Ο Moorey δεν πειθόταν ότι το αντικείμενο είναι όντως βάζο, ανέφερε ότι ο Selimkhanov, μετά την ανάλυση του αντικειμένου του Tello ( που δημοσιεύτηκε το 1975 ) " προσπάθησε να συσχετίσει το μέταλλο με Καυκασιακό φυσικό αντιμόνιο " (γηγενές μέταλλο) και ότι " όλα τα αντικείμενα από την περιοχή του Καυκάσου είναι μικρά προσωπικά κοσμήματα ". Αυτό αποδυναμώνει τη θεωρία περί της χαμένης τέχνης της "μετατροπής του αντιμονίου σε κάτι εύπλαστο" .
 
Η πρώτη ευρωπαϊκή περιγραφή μιας διαδικασίας απομόνωσης του αντιμονίου βρίσκεται στο βιβλίο De la pirotechnia του 1540 από τον Vannoccio Biringuccio. Αυτό το βιβλίο προηγείται του διασημότερου βιβλίου του 1556 του Agricola, το De re metallica. Από αυτό το βιβλίο, έχει αποδοθεί στον Agricola συχνά αν και εσφαλμένα η ανακάλυψη του μεταλλικού αντιμόνιου. Το βιβλίο Currus Triumphalis Antimonii ( Το θριαμβώδες άρμα του αντιμόνιου ) το οποίο περιγράφει την παρασκευή του μεταλλικού αντιμόνιου δημοσιεύτηκε στη Γερμανία το 1604. Υποτίθεται ότι γράφτηκε από ένα [[Βενεδικτίνοι|βενεδικτίνο]] μοναχό, ο οποίος υπέγραφε με το όνομα Βασίλειος Βαλεντίνος τον 15ο αιώνα. Εαν ήταν αυθεντικό, θα ήταν προγενέστερο αυτού του Biringuccio.
 
Το καθαρό αντιμόνιο ήταν γνωστό στον άραβα Jābir ibn Hayyān από τον 8ο αιώνα. Υπάρχει μια διαφωνία με τον μεταφραστή Marcellin Berthelot ο οποίος δηλώνει ότι το αντιμόνιο δεν εμφανίζεται πουθενά στα βιβλία του Jabir, αλλά άλλοι ισχυρίζονται ότι ο Berthelot μετέφρασε μόνο μερικά από τα λιγότερο σημαντικά βιβλία, ενώ τα πιο ενδιαφέροντα ( μερικά από τα οποία περιγράφουν το αντιμόνιο ) δεν έχουν μεταφραστεί ακόμα, και το περιεχόμενο τους είναι τελείως άγνωστο.
 
Η παρουσία καθαρού αντιμόνιου στο φλοίο της Γης αναφέρεται για πρώτη φορά από τον Σουηδό επιστήμονα και γεωλόγο - μηχανικό Anton von Swab το 1783. Το δείγμα συλλέχθηκε από το ορυχείο Sala Silver στο προάστιο Bergslagen της Sala,Vastmaland της Σουηδίας.
 
===Ετυμολογία===
 
Οι αρχαίες λέξεις για το αντιμόνιο κυρίως περιέχουν τη λέξη "kohl", το σουλφίδιο του αντιμόνιου. Ο [[Πλίνιος ο Πρεσβύτερος]] κάνει διαχωρισμό μεταξύ της αρσενικής και της θηλυκής μορφής αντιμόνιου. Η αρσενική είναι προφανώς το σουλφίδιο ενώ η θηλυκή που είναι ανώτερη, βαρύτερη και λιγότερο εύθραυστη είναι μάλλον το γηγενές μεταλλικό αντιμόνιο.
 
Οι Αιγύπτιοι έλεγαν το αντιμόνιο "msdmt". Στα [[Ιερογλυφικά|ιερογλυφικά]] τα φωνήεντα είναι ασαφή αλλά υπάρχει μια αραβική παράδοση ότι η λέξη είναι "mesdemet". Η ελληνική λέξη "στίμι" προέρχεται προφανώς από την αραβική ή αιγυπτιακή λέξη sdm και χρησιμοποείται από τους τραγικούς ποιητές της Αττικής του 5ου αιώνα π.Χ.. Αργότερα οι Έλληνες χρησιμοποιούσαν τη λέξη "στίβι" όπως έκανε ο [[Κέλσιος]] και ο Πλίνιος τον 1ο αιώνα μ.Χ.. Ο Πλίνιος το ονομάζει επίσης stimi, larbaris, [[Αλάβαστρο|αλάβαστρο]] και το "πολύ κοινό" πλατυόφθαλμο (προφανώς από το σχήμα του κοσμήματος). Αργότερα Λατίνοι συγγραφείς μετέφεραν τη λέξη στα λατινικά ως stibium. Η αραβική λέξη για την ουσία, σε αντίθεση με το κόσμημα, μπορεί να εμφανιστεί ως ithmid, athmoud, othmod ή uthmod. Ο Littre πιστεύει πως η πρώτη μορφή, η οποία είναι και η παλαιότερη, προέρχεται από τον όρο stimmida, την αιτιατική πτώση του όρου stimmi.
 
Η χρήση του Sb ως το καθιερωμένο χημικό σύμβολο για το αντιμόνιο καθιερώθηκε από τον [[Γιονς Γιάκομπ Μπερτσέλιους]] ο οποίος το χρησιμοποίησε ως συντομογραφία του όρου stibium. Η μεσαιωνική λατινική μορφή, από την οποία πήραν τα ονόματα τους για το αντιμόνιο οι μοντέρνες γλώσσες καθώς και τα βυζαντινά ελληνικά, είνα το antimonium. Η προέλευση του είναι άγνωστη. Όλες οι προτάσεις για την προέλευση του συναντούν κάποια δυσκολία είτε στη μορφή είτε στην ερμηνεία. Η δημοφιλής ετυμολογία, από το "αντιμοναχός" ή το γαλλικό " antimoine " έχει πολλούς υποστηρικτές, σημαίνει " Φονιάς μοναχών " και εξηγείται από το γεγονός ότι στο παρελθόν πολλοί [[Αλχημεία|αλχημιστές]] ήταν μοναχοί και πειραματίζονταν με το αντιμόνιο το οποίο είναι δηλητηριωδες.
 
Άλλη μια δημοφιλής ετυμολογία είναι η υποθετική ελληνική λέξη αντίμονος, (κατά της μοναξιάς) εννοώντας πως " δεν υπάρχει ως μέταλλο " ή " δεν υπάρχει ως κράμα ". Ο Lippmann έχει προτείνει την υποθετική ελληνική λέξη " ανθημόνιον " η οποία θα μπορούσε να σημαίνει " ανθύλλιο " και επικαλείται διάφορα παραδείγματα σχετικών ελληνικών λέξεων (αλλά όχι αυτής) οι οποίες περιγράφουν χημική ή βιολογική εξάνθηση.
 
Οι αρχικές χρήσεις του όρου " αντιμόνιο " περιλαμβάνουν τις μεταφράσεις, το διάστημα 1050 - 1100, από τον Κωνσταντίνο τον Αφρικανό διάφορων ιατρικών διατριβών. Μερικοί ειδικοί πιστεύουν πως ο όρος " αντιμόνιο " είναι μια παραφθορά κάποιας αραβικής μορφής. Ο Meyerhof το αποδίδει στον όρο " ithmid ". Άλλες πιθανότητες περιλαμβάνουν το " athimar ", το αραβικό όνομα των μεταλλοϊδών και ένα υποθετικό όρο, το " as-stimmi " ο οποίος προέρχεται ή είναι παράλληλος με τον ελληνικό.
 
 
==Χαρακτηριστικά==
Γραμμή 156 ⟶ 184 :
 
Οι οργανοαντιμονικές ενώσεις παράγονται συνήθως με την αλκίλωση των αλογονιδίων του αντιμονίου με "αντιδραστικές ουσίες Grignard". Μια μεγάλη ομάδα ενώσεων είναι γνωστή τόσο με κέντρα Sb(III) και Sb(V), συμπεριλαμβανομένων των μεικτών χλωροργανικών παράγωγων, ανιόντων και κατιόντων. Μερικά παραδείγματα είναι ο τριφαινυλοαντιμονίτης ( Sb(C<sub>6</sub>H<sub>5</sub>)<sub>3</sub> ), το Sb<sub>2</sub>(C<sub>6</sub>H<sub>5</sub>)<sub>4</sub> ( με δεσμό Sb-Sb ) και το [Sb(C<sub>6</sub>H<sub>5</sub>)]<sub>n</sub>. Οι πεντασυχρονισμένες οργαναντιμονικές ενώσεις είναι κοινές, με παράδειγμα το Sb(C<sub>6</sub>H<sub>5</sub>)<sub>5</sub> και μερικά άλλα αλογονίδια.
 
==Ιστορία==
 
[[File:antimony-symbol.svg|70px|thumb|alt=Ένας ασκίαστος κύκλος κάτω από ένα σταυρό.|Ένα από τα αλχημικά σύμβολα για το αντιμόνιο]]
Το [[Αντιμονίτης|τριθειούχο αντιμόνιο]] αναγνωρίστηκε στην Προδυναστική Αίγυπτο ως καλλυντικό ματιών ήδη από το 3.100 π.Χ., όταν εφευρέθηκε η μπαλέτα με τα καλλυντικά <ref>{{cite journal|doi=10.1111/j.1475-4754.2006.00279.x|title=Application of Lead Isotope Analysis to a Wide Range of Late Bronze Age Egyptian Materials|year=2006|last1=Shortland|first1=A. J.|journal=Archaeometry|volume=48|issue=4|page=657}}</ref>.
 
Ένα τεχνούργημα, που λέγεται ότι είναι μέρος ενός αγγείου, φτιαγμένο από αντιμόνιο που χρονολογείται ότι είναι περίπου από το 3000 π.Χ. βρέθηκε στην Telloh, στους Χαλδαίους (μέρος του σημερινού [[Ιράκ]]), και ένα επιχαλκωμένο αντικείμενο από αντιμόνιο που χρονολογείται ανάμεσα στο 2500 π.Χ. και στο 2000 π.Χ. έχει βρεθεί στην Αίγυπτο <ref name=kirk>Kirk-Othmer Encyclopedia of Chemical Technology, 5th ed. 2004. Entry for antimony.</ref>. Ο Austen, σε μια διάλεξη του Herbert Gladstone το [[1892]] <ref name=moorey>{{cite book|last=Moorey|first=P. R. S.|year=1994|title=Ancient Mesopotamian Materials and Industries: the Archaeological Evidence|place=New York|publisher=Clarendon Press|page=241|url=http://books.google.com/?id=P_Ixuott4doC&pg=PA241|isbn=978-1-57506-042-2}}</ref>, σχολίασε ότι «το μόνο που γνωρίζουμε για το αντιμόνιο τη σήμερον ημέρα είναι ότι είναι ένα πολύ εύθραυστο και κρυσταλλοειδές μέταλλο, το οποίο μετά δυσκολίας μπορεί να διαμορφωθεί έστω σε ένα βάζο,και γι'αυτό το λόγο αυτό το αξιοσημείωτο "εύρημα" ( το αντικείμενο που αναφέρεται παραπάνω ) πρέπει να αντιπροσωπεύει τη χαμένη τέχνη του να κάνεις το αντιμόνιο εύπλαστο.»
 
Ο Moorey δεν πειθόταν ότι το αντικείμενο είναι όντως βάζο, ανέφερε ότι ο Selimkhanov, μετά την ανάλυση του αντικειμένου του Tello ( που δημοσιεύτηκε το 1975 ) " προσπάθησε να συσχετίσει το μέταλλο με Καυκασιακό φυσικό αντιμόνιο " (γηγενές μέταλλο) και ότι " όλα τα αντικείμενα από την περιοχή του Καυκάσου είναι μικρά προσωπικά κοσμήματα ". Αυτό αποδυναμώνει τη θεωρία περί της χαμένης τέχνης της "μετατροπής του αντιμονίου σε κάτι εύπλαστο" .
 
Η πρώτη ευρωπαϊκή περιγραφή μιας διαδικασίας απομόνωσης του αντιμονίου βρίσκεται στο βιβλίο De la pirotechnia του 1540 από τον Vannoccio Biringuccio. Αυτό το βιβλίο προηγείται του διασημότερου βιβλίου του 1556 του Agricola, το De re metallica. Από αυτό το βιβλίο, έχει αποδοθεί στον Agricola συχνά αν και εσφαλμένα η ανακάλυψη του μεταλλικού αντιμόνιου. Το βιβλίο Currus Triumphalis Antimonii ( Το θριαμβώδες άρμα του αντιμόνιου ) το οποίο περιγράφει την παρασκευή του μεταλλικού αντιμόνιου δημοσιεύτηκε στη Γερμανία το 1604. Υποτίθεται ότι γράφτηκε από ένα [[Βενεδικτίνοι|βενεδικτίνο]] μοναχό, ο οποίος υπέγραφε με το όνομα Βασίλειος Βαλεντίνος τον 15ο αιώνα. Εαν ήταν αυθεντικό, θα ήταν προγενέστερο αυτού του Biringuccio.
 
Το καθαρό αντιμόνιο ήταν γνωστό στον άραβα Jābir ibn Hayyān από τον 8ο αιώνα. Υπάρχει μια διαφωνία με τον μεταφραστή Marcellin Berthelot ο οποίος δηλώνει ότι το αντιμόνιο δεν εμφανίζεται πουθενά στα βιβλία του Jabir, αλλά άλλοι ισχυρίζονται ότι ο Berthelot μετέφρασε μόνο μερικά από τα λιγότερο σημαντικά βιβλία, ενώ τα πιο ενδιαφέροντα ( μερικά από τα οποία περιγράφουν το αντιμόνιο ) δεν έχουν μεταφραστεί ακόμα, και το περιεχόμενο τους είναι τελείως άγνωστο.
 
Η παρουσία καθαρού αντιμόνιου στο φλοίο της Γης αναφέρεται για πρώτη φορά από τον Σουηδό επιστήμονα και γεωλόγο - μηχανικό Anton von Swab το 1783. Το δείγμα συλλέχθηκε από το ορυχείο Sala Silver στο προάστιο Bergslagen της Sala,Vastmaland της Σουηδίας.
 
===Ετυμολογία===
 
Οι αρχαίες λέξεις για το αντιμόνιο κυρίως περιέχουν τη λέξη "kohl", το σουλφίδιο του αντιμόνιου. Ο [[Πλίνιος ο Πρεσβύτερος]] κάνει διαχωρισμό μεταξύ της αρσενικής και της θηλυκής μορφής αντιμόνιου. Η αρσενική είναι προφανώς το σουλφίδιο ενώ η θηλυκή που είναι ανώτερη, βαρύτερη και λιγότερο εύθραυστη είναι μάλλον το γηγενές μεταλλικό αντιμόνιο.
 
Οι Αιγύπτιοι έλεγαν το αντιμόνιο "msdmt". Στα [[Ιερογλυφικά|ιερογλυφικά]] τα φωνήεντα είναι ασαφή αλλά υπάρχει μια αραβική παράδοση ότι η λέξη είναι "mesdemet". Η ελληνική λέξη "στίμι" προέρχεται προφανώς από την αραβική ή αιγυπτιακή λέξη sdm και χρησιμοποείται από τους τραγικούς ποιητές της Αττικής του 5ου αιώνα π.Χ.. Αργότερα οι Έλληνες χρησιμοποιούσαν τη λέξη "στίβι" όπως έκανε ο [[Κέλσιος]] και ο Πλίνιος τον 1ο αιώνα μ.Χ.. Ο Πλίνιος το ονομάζει επίσης stimi, larbaris, [[Αλάβαστρο|αλάβαστρο]] και το "πολύ κοινό" πλατυόφθαλμο (προφανώς από το σχήμα του κοσμήματος). Αργότερα Λατίνοι συγγραφείς μετέφεραν τη λέξη στα λατινικά ως stibium. Η αραβική λέξη για την ουσία, σε αντίθεση με το κόσμημα, μπορεί να εμφανιστεί ως ithmid, athmoud, othmod ή uthmod. Ο Littre πιστεύει πως η πρώτη μορφή, η οποία είναι και η παλαιότερη, προέρχεται από τον όρο stimmida, την αιτιατική πτώση του όρου stimmi.
 
Η χρήση του Sb ως το καθιερωμένο χημικό σύμβολο για το αντιμόνιο καθιερώθηκε από τον [[Γιονς Γιάκομπ Μπερτσέλιους]] ο οποίος το χρησιμοποίησε ως συντομογραφία του όρου stibium. Η μεσαιωνική λατινική μορφή, από την οποία πήραν τα ονόματα τους για το αντιμόνιο οι μοντέρνες γλώσσες καθώς και τα βυζαντινά ελληνικά, είνα το antimonium. Η προέλευση του είναι άγνωστη. Όλες οι προτάσεις για την προέλευση του συναντούν κάποια δυσκολία είτε στη μορφή είτε στην ερμηνεία. Η δημοφιλής ετυμολογία, από το "αντιμοναχός" ή το γαλλικό " antimoine " έχει πολλούς υποστηρικτές, σημαίνει " Φονιάς μοναχών " και εξηγείται από το γεγονός ότι στο παρελθόν πολλοί [[Αλχημεία|αλχημιστές]] ήταν μοναχοί και πειραματίζονταν με το αντιμόνιο το οποίο είναι δηλητηριωδες.
 
Άλλη μια δημοφιλής ετυμολογία είναι η υποθετική ελληνική λέξη αντίμονος, (κατά της μοναξιάς) εννοώντας πως " δεν υπάρχει ως μέταλλο " ή " δεν υπάρχει ως κράμα ". Ο Lippmann έχει προτείνει την υποθετική ελληνική λέξη " ανθημόνιον " η οποία θα μπορούσε να σημαίνει " ανθύλλιο " και επικαλείται διάφορα παραδείγματα σχετικών ελληνικών λέξεων (αλλά όχι αυτής) οι οποίες περιγράφουν χημική ή βιολογική εξάνθηση.
 
Οι αρχικές χρήσεις του όρου " αντιμόνιο " περιλαμβάνουν τις μεταφράσεις, το διάστημα 1050 - 1100, από τον Κωνσταντίνο τον Αφρικανό διάφορων ιατρικών διατριβών. Μερικοί ειδικοί πιστεύουν πως ο όρος " αντιμόνιο " είναι μια παραφθορά κάποιας αραβικής μορφής. Ο Meyerhof το αποδίδει στον όρο " ithmid ". Άλλες πιθανότητες περιλαμβάνουν το " athimar ", το αραβικό όνομα των μεταλλοϊδών και ένα υποθετικό όρο, το " as-stimmi " ο οποίος προέρχεται ή είναι παράλληλος με τον ελληνικό.
 
==Παραγωγή==