Πηκτίνες: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Sky8888 gr (συζήτηση | συνεισφορές)
Νέα σελίδα: Πηκτίνη (Ελληνική λέξη , σημαίνει συμπυκνωμένο, συμπαγές)είναι ενας δομικός ετεροπολυσακχαρίτ...
 
Sky8888 gr (συζήτηση | συνεισφορές)
μ Διόρθωση περιττων λέξεων απο το Αγγλικο λήμα
Γραμμή 1:
Πηκτίνη (Ελληνική λέξη , σημαίνει συμπυκνωμένο, συμπαγές)είναι ενας δομικός ετεροπολυσακχαρίτης που βρίσκεται στα κυτταρικά τοιχώματ των επίγειων φυτών. Απομονώθηκε για πρώτη φορά και περιγράφηκε απο τον Henri Braconnot το 1825. Παράγεται σε λευκη η ελαφρά σκούρα σκόνη για το εμπόριο, κυρίως εξάγεται απο εσπεριδοειδή, και χρησιμοποιείται ως παράγοντας ζελατινοποιήσης, ειδικά για μαρμελάδες και ζελέδες. Χρησιμοποιειται ως εκδοχο στην ιατρική , στα γλυκά και σαν σταθεροποιητής σε χυμούς φρούτων και ποτα που περιέχουν γάλα, καθώς και ως πηγή φυτικών ινών.
 
 
Pectin (from Ancient Greek: πηκτικός pēktikós, "congealed, curdled"[1]) is a structural heteropolysaccharide contained in the primary cell walls of terrestrial plants. It was first isolated and described in 1825 by Henri Braconnot.[2][3] It is produced commercially as a white to light brown powder, mainly extracted from citrus fruits, and is used in food as a gelling agent, particularly in jams and jellies. It is also used in fillings, medicines, sweets, as a stabilizer in fruit juices and milk drinks, and as a source of dietary fiber.