Μυκηναϊκός πολιτισμός: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Αναίρεση έκδοσης 5179150 από τον 2A02:810D:1B80:1900:A46A:40B3:D38B:2D94 (Συζήτηση)
Unbefouled (συζήτηση | συνεισφορές)
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Ετικέτες: αφαιρέθηκαν παραπομπές μεγάλη προσθήκη Οπτική επεξεργασία
Γραμμή 1:
Ο πολιτισμός που αναπτύχθηκε στην ηπειρωτική
Ελλάδα κατά την ύστερη
Εποχή του Χαλκού (1600-1100 π.Χ.) ήταν ο πρώτος μεγάλος ελληνικός
πολιτισμός. Την ονομασία του επινόησαν οι αρχαιολόγοι από το
σημαντικότερο κέντρο της εποχής, τις Μυκήνες.
 
Την αρχή του μυκηναϊκού πολιτισμού σημαδεύουν οι
πλούσιοι '''βασιλικοί τάφοι''' που ανέσκαψε
στην ακρόπολη των Μυκηνών ο '''[[Ερρίκος Σλήμαν|Ερρίκος]] Σλήμαν.'''
Από την περίοδο των βασιλικών τάφων (1600-1450 π.Χ.) δεν έχουν
διατηρηθεί σημαντικά κτίσματα που θα μπορούσαν να θεωρηθούν ανάκτορα.
Τα πρώτα βεβαιωμένα ανακτορικά συγκροτήματα στη μυκηναϊκή Ελλάδα
φαίνεται πως κτίζονται σχεδόν ταυτόχρονα γύρω στο 1400 π.Χ., όπως
προκύπτει κυρίως από τις ανασκαφές στις Μυκήνες, την Τίρυνθα, την Πύλο
και τη Θήβα. Με αυτά εισέρχεται ο μυκηναϊκός πολιτισμός στην ανακτορική
του φάση που διήρκεσε δύο αιώνες, δηλαδή έως το 1200 π.Χ., οπότε τα
ανάκτορα καταστρέφονται ή παρακμάζουν.
 
Τα ανάκτορα, χτισμένα συνήθως στην κορυφή
οχυρωμένων ακροπόλεων,
ήταν τα πολυδύναμα διοικητικά κέντρα των διαφόρων επικρατειών στις
οποίες είχε χωριστεί η μυκηναϊκή Ελλάδα. Το κέντρο πάντως φαίνεται ότι
ήταν η Πελοπόννησος και ιδιαίτερα η Αργολίδα.
 
Ο μυκηναϊκός πολιτισμός δέχθηκε ευεργετική ώθηση
από τον πολιτισμό
της μινωικής Κρήτης. Έχοντας αναπτύξει οι Μυκηναίοι στενούς δεσμούς με
τους Μινωίτες ήδη από τον 17ο αιώνα π.Χ., υιοθέτησαν από αυτούς και
αφομοίωσαν με γόνιμο τρόπο πολλά στοιχεία του πολιτισμού τους, χωρίς
όμως να χάσουν τη δική τους ταυτότητα. Από τους Μινωίτες δανείστηκαν οι
Μυκηναίοι ποικίλα τεχνολογικά επιτεύγματα, μορφές τέχνης και την ιδέα
της γραφής. Όμως, η δημιουργική πνοή και η πρωτοτυπία των Μυκηναίων
γίνεται αισθητή κυρίως στον τομέα της μνημειακής αρχιτεκτονικής*, όπως
είναι οι κυκλώπειες οχυρώσεις των ακροπόλεων και οι εντυπωσιακοί '''[[θολωτοί ταφοι|θολωτοί]]
τάφοι.'''
 
{{Ελληνική ιστορία}}
Τη στέρεη οικονομική βάση των Μυκηναίων
Με τον όρο '''Μυκηναϊκός Πολιτισμός''' χαρακτηρίζεται από τους αρχαιολόγους ο προϊστορικός πολιτισμός της [[Ύστερη Εποχή του Χαλκού|Ύστερης Εποχής του Χαλκού]], που αναπτύχθηκε την περίοδο [[2η χιλιετία π.Χ.|1600-1100]] π.Χ. κυρίως στην κεντρική και νότια ηπειρωτική Ελλάδα.<ref>J.C. Wright, "A Survey of Evidence for Feasting in Mycenaean Society", στο: J.C. Wright (επιμ.), ''The Mycenaean Feast'', Princeton 2004, σ. 14· B. Feuer, "Being Mycenaean: A View from the Periphery", ''American Journal of Archaeology'' 115, 2011, σ. 510.</ref> Το επίθετο «μυκηναϊκός» προέρχεται από την πρώτη αρχαιολογική θέση στην οποία εντοπίστηκε, τις [[Μυκήνες]], που αποτελούν και ένα από τα σημαντικότερα κέντρα του. Κατά την περίοδο ακμής του εξαπλώθηκε και στην Κρήτη, στα νησιά του Αιγαίου και στην Ανατολική Μεσόγειο. Ο Μυκηναϊκός Πολιτισμός ταυτίζεται με την τελευταία περίοδο του [[Ελλαδικός Πολιτισμός|Ελλαδικού Πολιτισμού]], τον Υστεροελλαδικό Πολιτισμό. Ταξινομείται παραδοσιακά ως προϊστορικός, καθώς οι γνώσεις μας για αυτόν βασίζονται μέχρι σήμερα κυρίως σε αρχαιολογικά ευρήματα.<ref>Χρησιμοποιείται όμως και η ταξινόμησή του ως πρωτοϊστορικός, εφόσον διαθέτει και κατανοητά πλέον γραπτά κείμενα. Είναι θέμα ορισμού των όρων Προϊστορία και Πρωτοϊστορίας. Άλλωστε όσο προχωρούν η εύρεση, η μελέτη και η αξιοποίηση όλο και περισσότερων κειμένων της περιόδου αυξάνεται σταδιακά και η σχετική τους αξία στην προσπάθεια απόδοσης της εικόνας για την εποχή.</ref>
αποτελούσαν η γεωργία και η
κτηνοτροφία. Παράλληλα, από πολύ νωρίς, και με ρυθμιστικό παράγοντα τα
ανάκτορα, αναπτύχθηκαν διάφοροι βιοτεχνικοί κλάδοι. Η ελεφαντουργία*, η
λιθοτεχνία, η μεταλλουργία είναι μερικοί από τους τομείς στους οποίους
διακρίθηκαν οι Μυκηναίοι.
 
Ωστόσο, το μεγαλείο και η ακτινοβολία του
μυκηναϊκού κόσμου οφείλονται
κυρίως στην ανάπτυξη της ναυτιλίας και του εμπορίου. Ιδιαίτερα από τα
μέσα του 15ου αιώνα π.Χ., οπότε οι Μυκηναίοι, όπως υποστηρίζεται,
κατέλαβαν την Κνωσό, το ελληνικό μυκηναϊκό στοιχείο δεσπόζει βαθμιαία
στη θάλασσα και εξαπλώνεται στη Μεσόγειο.
 
'''Πυραμιδοειδής ιεράρχηση της
μυκηναϊκής κοινωνίας.'''
 
Μια τέτοια θαλάσσια εξάπλωση δε θα έγινε πάντα με
ειρηνικό τρόπο. Ο
Τρωικός πόλεμος απηχεί υπερπόντιες πολεμικές επιχειρήσεις της εποχής.
Τα στοιχεία που ένωναν τα διάφορα ελληνικά φύλα κατά τη μυκηναϊκή εποχή
ήταν πολλά. Σε γενικές γραμμές ήταν ίδια με εκείνα που ένωναν τους
Έλληνες των ιστορικών χρόνων. Ως πρώτα και ισχυρότερα θα πρέπει να
θεωρήσουμε την κοινή γλώσσα –μαρτυρημένη με τα αρχαιότερα ελληνικά
κείμενα σε Γραμμική γραφή Β– καθώς επίσης και την κοινή θρησκεία και
τις μεταθανάτιες δοξασίες, όπως τις ανιχνεύουμε μέσα από τα έθιμα και
τις πρακτικές ταφής. Ένα πρόσθετο συνεκτικό στοιχείο αποτελούσε η
ομοιομορφία στην κοινωνικοπολιτική οργάνωση και τους θεσμούς.
 
Ως φυσικό αποτέλεσμα των παραπάνω δεσμών και μέσα
από τις συνεχείς
συναλλαγές ανάμεσα στα διάφορα μυκηναϊκά κέντρα, δημιουργήθηκε ένας
ενιαίος πολιτισμός, ο '''πολιτισμός της μυκηναϊκής κοινής.'''
 
Αυστηρά ιεραρχημένη η μυκηναϊκή κοινωνία θυμίζει
μια πυραμίδα, στην κορυφή της οποίας βρίσκεται '''ο άναξ.'''
Αυτός, μαζί με την οικογένειά του, κατοικούσε στο ανάκτορο, το κέντρο
εξουσίας της κάθε επικράτειας. Ακολουθούσαν στην ιεραρχία οι διάφοροι
αυλικοί και το ιερατείο. Οι κάτοικοι της κάθε περιοχής αποτελούσαν τους
δήμους. Οι δήμοι ήταν πολυάριθμοι, οργανωμένοι σε χωριά, γύρω από το
διοικητικό κέντρο, το ανάκτορο. Εκτός από τους γεωργούς και τους
κτηνοτρόφους, οι πινακίδες με κείμενα σε Γραμμική γραφή Β μας
παραδίδουν μια ανεξάντλητη σειρά από εξειδικευμένους τεχνίτες. Στην
κατώτερη κοινωνική βαθμίδα βρίσκονται οι δούλοι.
 
Στην Κνωσό οι αρχαιολόγοι ανακάλυψαν ένα πλήθος
από πήλινες επιγραφές
γραμμένες σε Γραμμική γραφή Β, οι οποίες χρονολογήθηκαν μετά το 1400
π.χ., περίοδο της υποτιθέμενης κατάληψης της Κρήτης από τους
Μυκηναίους. Παρόμοιες επιγραφές βρέθηκαν και στη μεσσηνιακή Πύλο. Το
1952 οι Βρετανοί '''Μάικλ Βέντρις και Τζον Τσάντγουικ'''
αποκρυπτογράφησαν τη γραφή των πινακίδων, τη '''Γραμμική Β.'''
Τότε διαπιστώθηκε ότι η γλώσσα των πινακίδων ήταν ελληνική. Νεότερες
ανασκαφές έφεραν στο φως πινακίδες με τη Γραμμική Β στη Θήβα, στις
Μυκήνες, στην Τίρυνθα και στα Χανιά. Η γραφή των πινακίδων '''είναι
συλλαβική,'''
δηλαδή κάθε σύμβολο αποδίδει μια συλλαβή (πα, τα, ρο, μα, τι). Το ίδιο
συμβαίνει και με τη Γραμμική γραφή Α της Κρήτης, η οποία ακόμη δεν έχει
αποκρυπτογραφηθεί. Πολλοί επιστήμονες υποστηρίζουν ότι η Γραμμική γραφή
Β είναι εξελιγμένη και τελειοποιημένη μορφή της Γραμμικής γραφής Α. Η
προέλευση της Γραμμικής γραφής Β αποτέλεσε αντικείμενο πολλών
συζητήσεων. Διαμορφώνονται δύο αντίθετες απόψεις: είτε η Γραμμική Β
γεννήθηκε στην ηπειρωτική Ελλάδα και μεταφέρθηκε στην Κρήτη, είτε
προήλθε από τη Γραμμική Α στην Κρήτη και αργότερα πέρασε στην Ελλάδα.
Στα κείμενα των πινακίδων με Γραμμική γραφή Β καταγράφονται διάφορες
εμπορικές-οικονομικές δραστηριότητες των ανακτόρων που αφορούν κυρίως
τη διακίνηση γεωργικών και κτηνοτροφικών προϊόντων. Έμμεσα, όμως, τα
ίδια αυτά κείμενα μας δίνουν πληροφορίες για τη διοικητική οργάνωση και
τη θρησκευτική ζωή του μυκηναϊκού κόσμου. Η γνώση της γραφής στα
μυκηναϊκά χρόνια ήταν προνόμιο μιας ομάδας εξειδικευμένων γραφέων που
εργάζονταν στα γραφεία των ανακτορικών κέντρων.
Και ίσως αυτός να ήταν ο λόγος για την εξαφάνιση της γραφής μετά την
πτώση των ανακτόρων, γύρω στα 1200.
 
Μετά την κυριαρχία τους στην Κρήτης (1450 π.Χ.),
οι Μυκηναίοι γίνονται
θαλασσοκράτορες. Σε ολόκληρο τον χώρο του Αιγαίου και στα μικρασιατικά
παράλια ιδρύουν αποικίες και εμπορικούς σταθμούς. Παράλληλα, για την
αναζήτηση πρώτων υλών και αγορών ταξιδεύουν μέχρι την Εγγύς Ανατολή, τη
νότια Ιταλία, τη Σικελία, την Ισπανία και φαίνεται να έχουν σποραδικές
επαφές με την Κεντρική και Βόρεια Ευρώπη. Αποικίζουν συστηματικά την
Κύπρο και έρχονται σε επαφή με το κράτος των Χετταίων. Τα αρχεία των
Χετταίων ονομάζουν τους Μυκηναίους Αχιγιάβα (Αχαιούς) και τονίζουν ότι
το βασίλειό τους είναι υπολογίσιμη ναυτική δύναμη.
 
Περίπου το 1200 π.Χ. παρατηρείται μια αιφνίδια
κάμψη της μυκηναϊκής
ισχύος. Ανάκτορα, ακροπόλεις και οικισμοί καταστρέφονται. '''Συγχρόνως
εξαφανίζεται η Γραμμική γραφή Β'''
. Τα ελληνικά δε θα εμφανισθούν ως γραφή παρά τον 8ο αιώνα π.Χ. Δε
γνωρίζουμε με ακρίβεια τους λόγους που προκάλεσαν αυτή την καταστροφή.
Άλλοι επιστήμονες την αποδίδουν σε μετακίνηση νέων ελληνικών φύλων
(κάθοδος των Δωριέων), άλλοι σε εσωτερικές αναταραχές και άλλοι, τέλος,
στην τρομακτική αναστάτωση που επικρατεί αυτή την περίοδο στην
ανατολική λεκάνη της Μεσογείου, με την πτώση του κράτους των Χετταίων
και με τις επιθέσεις των λεγόμενων «λαών της θάλασσας» εναντίον της
Αιγύπτου. Η αναστάτωση αυτή είχε ως συνέπεια την πτώση του μυκηναϊκού
εμπορίου και τη σταδιακή παρακμή των μυκηναϊκών ανακτόρων εξαιτίας της
οικονομικής κρίσης. Μάλλον, όμως, η πτώση της μυκηναϊκής δύναμης
οφείλεται σε ένα συνδυασμό και των τριών λόγων. Ο μυκηναϊκός πολιτισμός
έχασε την ισχύ του, δεν κατέρρευσε όμως τελειωτικά. Πολλά στοιχεία του
θα επιβιώσουν και θα μεταλαμπαδευθούν στην επόμενη φάση του ελληνικού
πολιτισμού.
 
== Χρονολόγηση ==
Γραμμή 257 ⟶ 395 :
Οι πηγές που διαθέτουμε για τη μυκηναϊκή θρησκεία είναι τα αρχαιολογικά ευρήματα σε χώρους ιερών, οι εικονογραφικές μαρτυρίες στη [[μυκηναϊκή τέχνη]] και ιδιαίτερα στη [[σφραγιδογλυφία]], και οι αναφορές των κειμένων της [[Γραμμική Β|Γραμμικής Β]] σε θεότητες (βλ. διπλανό πίνακα), αφιερώματα και τελετουργίες.<ref>T.G. Palaima, "Mycenaean Religion", στο: C.W. Shelmerdine (επιμ.), ''The Cambridge Companion to the Aegean Bronze Age'', Cambridge 2008, σ. 342.</ref> Οι πηγές αυτές δεν είναι χωρίς προβλήματα. Η αρχαιολογική ταύτιση ιερών χώρων και ευρημάτων (ειδωλίων, λατρευτικών σκευών), καθώς και η θρησκευτική ερμηνεία εικονογραφικών παραστάσεων εμπεριέχουν πάντοτε το στοιχείο της υποκειμενικότητας και της αβεβαιότητας, καθώς δεν υπάρχουν επιγραφές που να καθοδηγούν αυτές τις ερμηνείες. Ένα επιπλέον πρόβλημα είναι ότι οι λατρευτικές πρακτικές, τα ιερά σκεύη και σύμβολα και η θρησκευτική τέχνη των Μυκηναίων αναπτύχθηκαν υπό την έντονη επίδραση του Μινωικού Πολιτισμού σε τέτοιο βαθμό, ώστε ακόμα και στο επίπεδο της έκφρασης να είναι εξαιρετικά δύσκολη η διάκριση του καθαρά μυκηναϊκού από το μινωικό στοιχείο ήδη από την ΥΕ Ι περίοδο. Η διάκριση της μυκηναϊκής από τη μινωική θρησκεία είναι πράγματι ένα από τα πιο ακανθώδη προβλήματα της θρησκειολογικής έρευνας του Μυκηναϊκού Πολιτισμού.
 
Τέλος, τα κείμενα της Γραμμικής Β είναι διοικητικά-λογιστικά και όχι θρησκευτικά, μυθολογικά ή τελετουργικά<ref>T.G. Palaima, "Mycenaean Religion", στο: C.W. Shelmerdine (επιμ.), ''The Cambridge Companion to the Aegean Bronze Age'', Cambridge 2008, σσ. 342-343.</ref> και διασώζουν πληροφορίες για τέτοια θέματα μόνο στο βαθμό που άπτονται οικονομικών και διοικητικών θεμάτων. Έτσι, η μελέτη της μυκηναϊκής θρησκείας παραμένει αναγκαστικά στο πεδίο έρευνας της προϊστορικής αρχαιολογίας και ερευνάται ως πνευματικό δημιούργημα με βάση κυρίως υλικά κατάλοιπα, όσο κι αν αυτό ηχεί αντιφατικό. Η προσφυγή σε ελληνικά κείμενα της ιστορικής περιόδου για τη μελέτη της προϊστορικής θρησκείας κυριάρχησε στα πρώιμα στάδια της μελέτης του μυκηναϊκού παρελθόντος, σήμερα όμως θεωρείται εν πολλοίς αναχρονιστική. Ωστόσο πολλά στοιχεία της ιστορικής ελληνικής θρησκείας εντοπίζονται με βάση τις παραπάνω πηγές και στο Μυκηναϊκό Πολιτισμό, σε βαθμό που να μπορούμε να μιλάμε για συνέχεια της θρησκείας από τα προϊστορικά χρόνια. Οι περισσότερες ελληνικές θεότητες μαρτυρούνται ήδη στα μυκηναϊκά κείμενα<ref>T.G. Palaima, "Mycenaean Religion", στο: C.W. Shelmerdine (επιμ.), ''The Cambridge Companion to the Aegean Bronze Age'', Cambridge 2008, σσ. 348-350.</ref> (βλ. τον διπλανό πίνακα, όπου οι μυκηναϊκοί τύποι αναγράφονται συνήθως στη δοτική, όπως αναφέρονται στις πινακίδες).
 
=== Ζωοθυσίες και συμπόσια ===
Γραμμή 265 ⟶ 403 :
Όλα τα στοιχεία δείχνουν πως ο {{πολυτονικό|ἄναξ}} κατείχε κεντρική θέση στη μυκηναϊκή λατρεία ως οργανωτής και ως αποδέκτης της. Αναφορές που τον εμφανίζουν να λαμβάνει προσφορές λαδιού ανάμεσα μαζί με άλλες θεότητες, οδηγούν πολλούς μελετητές στο συμπέρασμα ότι αναγνωριζόταν θεϊκή υπόσταση και στον ίδιο τον άνακτα, όπως πιθανότατα και στους ηγεμόνες των μινωικών ανακτόρων παλιότερα.
 
== Τέχνη ==
 
Πριν από την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής γραφής
Β οι επιστήμονες
υποστήριζαν ότι η μυκηναϊκή θρησκεία ταυτιζόταν απόλυτα με τη μινωική.
Όμως, μετά την ανάγνωση των πινακίδων της Γραμμικής γραφής Β
αποδεικνύεται ότι στο μυκηναϊκό πάνθεον εμφανίζονται όλοι οι μεγάλοι
Έλληνες θεοί της 1ης χιλιετίας, με εξαίρεση τον Απόλλωνα. Στις
πινακίδες αναφέρονται ο Ζευς, η Ήρα, ο Ποσειδών, η Άρτεμις, ο Άρης και
ο Διόνυσος. Σπουδαία θέση κατέχει μία θεά η οποία συνήθως προσφωνείται
με την ονομασία «Πότνια (=σεβάσμια)». Η «Κυρία Πότνια» είναι αναμφίβολα
η κυρίαρχη μυκηναϊκή θεότητα και σε αυτήν προσφέρονται πρόβατα,
αρωματικά έλαια, μαλλί και μέλι.
Οι Μυκηναίοι δεν έχτιζαν μεγάλους ναούς και, όπως και οι Μινωίτες,
λάτρευαν τους θεούς τους σε μικρά ιερά. Το ιερατείο, άνδρες και
γυναίκες, αποτελούσε ιδιαίτερη κοινωνική τάξη και διαχειριζόταν την
περιουσία των ιερών.
 
Η μυκηναϊκή τέχνη
Η μυκηναϊκή τέχνη αναπτύχθηκε στην ύστερη εποχή
της Χαλκοκρατίας
(1600-1100 π.Χ.) στα κέντρα της ηπειρωτικής Ελλάδας (Μυκήνες, Τίρυνθα,
Πύλο, Θήβα κ.α.) και μαρτυρεί έντονη μινωική επίδραση
 
Οι Μυκηναίοι χτίζουν τα μνημειακά ανάκτορά τους σε
υψώματα
–ακροπόλεις– τις οποίες οχυρώνουν με γιγαντιαία τείχη. Τα τείχη αυτά
είναι γνωστά ως «κυκλώπεια» από τους τεράστιους ογκόλιθους που
χρησιμοποιούνταν για το χτίσιμό τους. Τα μυκηναϊκά ανάκτορα έχουν πιο
απλό σχέδιο από τα μινωικά. Αποτελούνται από έναν προθάλαμο που βλέπει
στην αυλή και από το κύριο δωμάτιο που έχει μεγάλη κυκλική εστία στο
κέντρο και είναι ο χώρος υποδοχής (τύπος μεγάρου). Γύρω υπάρχουν άλλοι
δευτερεύοντες χώροι κατοικίας των ηγεμόνων.
 
Για πρώτη φορά τώρα στον ελλαδικό χώρο στήνονται
πάνω στους
λακκοειδείς τάφους των Μυκηνών λίθινες πλάκες (επιτύμβιες στήλες) με
ανάγλυφες σπείρες ή πολεμικές και κυνηγετικές σκηνές που μαρτυρούν τον
πολεμικό χαρακτήρα των νεκρών. Περίφημοι είναι επίσης οι μνημειακοί '''θολωτοί
τάφοι,'''
όπως ο «θησαυρός του Ατρέα» στις Μυκήνες, που θεωρήθηκε ως τάφος του
Αγαμέμνονα, ο «τάφος της Κλυταιμνήστρας» και άλλοι. Από ένα μακρύ,
πλαισιωμένο με λίθινους τοίχους διάδρομο, φθάνει κανείς στον κυκλικό
θάλαμο που είναι χτισμένος με παρόμοιο τρόπο και έχει θολωτή οροφή.
Μετά την ταφή, διάδρομος και θάλαμος σκεπάζονται με χώμα, ώστε ο τάφος
έμοιαζε εξωτερικά με χαμηλό λόφο. Τέτοιοι τάφοι έχουν βρεθεί σε πολλά
μυκηναϊκά κέντρα.
 
Ζωγραφική και
κεραμική
Τα μυκηναϊκά ανάκτορα διακοσμούνται και αυτά με
τοιχογραφίες που έχουν
δεχτεί μεγάλη επίδραση από τις μινωικές. Παρόμοια επιρροή παρατηρείται
και στη μυκηναϊκή κεραμική. Αξιοπρόσεκτος είναι ο εικονιστικός ρυθμός
σε μια κατηγορία αγγείων που διακοσμούνται με παραστάσεις ανθρώπων,
ζώων, πουλιών, ψαριών και με σκηνές με άρματα.
Μεταλλοτεχνία
Απαράμιλλης τέχνης είναι τα κοσμήματα από χρυσό,
ασήμι ή από άλλα
πολύτιμα υλικά. Από παρόμοια υλικά έχουν κατασκευαστεί και άλλα
πολυτελή αντικείμενα, όπως σκεύη με ανάγλυφες παραστάσεις κυνηγιού ή
ειδυλλιακές σκηνές –χρυσά κύπελλα του τάφου του Βαφειού–, ξίφη και
εγχειρίδια στολισμένα με παρόμοιες εικόνες, οι χρυσές προσωπίδες των
νεκρών βασιλιάδων που βρέθηκαν στους μυκηναϊκούς τάφους και άλλα. Όλα
αυτά τα ανεπανάληπτα έργα τέχνης μαρτυρούν μεγάλο πλούτο, δύναμη και
επικοινωνία των Μυκηναίων βασιλιάδων και ευγενών με τις χώρες της
Ανατολής και της Αιγύπτου απ’ όπου προμηθεύονταν τα πολύτιμα υλικά.
== Το τέλος ==