Πριγκιπέσσα Ιζαμπώ: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ →‎Εξωτερικές συνδέσεις: Remove invisible unicode control characters + other fixes με τη χρήση AWB (10269)
μ Αλλαγές στη δομή ώστε το κείμενο να είναι ευπαρουσίαστο και κυρίως να μπορεί να διαβάζεται
Γραμμή 1:
[[Αρχείο:Πριγκιπέσσα Ιζαμπώ.jpeg|thumb|right|500px|Εξώφυλλο του βιβλίου της 20<sup>ης</sup> έκδοσης, 2009.<br/>]]
{{Quote box
| width = 16em
| bgcolor = #48d1cc
| align = center
| quote =&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;'''ΑΡΧΗ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑΤΟΣ'''<br>
Ο ταξιδιώτης που διασχίζει τον ανατολικό [[Μοριάς|Μοριά]] τραβώντας προς το νότιο μυχό του, σαν προσπεράσει της [[Νεμέα]]ς τις σκυθρωπές κλεισού-ρες και τις λαγκαδιές, βλέπει σε λίγην ώρα ν΄ανοίγεται μπροστά του φαρδύς κι΄ ολόφωτος, ένας μεγάλος κάμπος καρπερός. Κάτω από τον πλατύστερνο θόλο του ουρανού, που πριν από λίγο τον λιβάνιζε ερημικά με τον ασασασμό του το θυμάρι, τώρα μια βλάστηση χαρού-μενη απλώνεται. Είναι μια χώρα ήμερη, με γη αφράτη και παχιά, σάρκα όλο χυμό, που στέκεται παραδομένη ολοχρονίς, ατάραχα, στη μυστική κυοφορία.<br>
Η ευλογημένη τούτη χώρα είναι ο κάμπος ο [[Άργος|αργολικός]].
}}]]
 
Η '''Πριγκιπέσσα Ιζαμπώ''' είναι ένα [[μυθιστόρημα]] του [[Άγγελος Τερζάκης|Άγγελου Τερζάκη]] που αναφέρεται στη ζωή της Μεσαιωνικής Ελλάδας και πρωτοδημοσιεύτηκε σε συνέχειες στην εφημερίδα ''Η Καθημερινή'' (1937-1938).<ref>Bart Soethaert, «[https://www.academia.edu/3643105/_._1937-1938_ Ταξίδια στον Μοριά. Ο ''Μοριάς'' του Νίκου Καζαντζάκη και η ''Πριγκιπέσσα Ιζαμπώ'' του Άγγελου Τερζάκη στην ''Καθημερινή'' (1937-1938)]», ''Κονδυλοφόρος'', τ. 11 (2012), σ. 77-100.</ref> Η οριστική έκδοση (με πολλές αλλαγές) του [[1945]] σημείωσε μεγάλη εκδοτική επιτυχία. Μέχρι τις μέρες μας (2013) έχει εκδοθεί είκοσι φορές επιβεβαιώνοντας ότι είναι ένα από τα δημοφιλέστερα συγγράμματα του. Μεταφράστηκε αρχικά στα σουηδικά.
Γραμμή 14 ⟶ 6 :
*Διάρθρωση
Το έργο αποτελείται από τρία μέρη και πενήντα δύο κεφάλαια, 13, 15 και 24.
{{MultiCol|80%}}
 
{{Παράθεμα
{{Quote box
| widthπλάτος = 24em400px
| bgcolor = #c6dbf748d1cc
| align = left
| quoteπαράθεμα =&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;<center>'''ΑΡΧΗ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑΤΟΣ'''</center><br/>
| quote =&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;'''Ο ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΟΝΕΙΡΟΥ'''<br>
Ο ταξιδιώτης που διασχίζει τον ανατολικό [[Μοριάς|Μοριά]] τραβώντας προς το νότιο μυχό του, σαν προσπεράσει της [[Νεμέα]]ς τις σκυθρωπές κλεισού-ρες και τις λαγκαδιές, βλέπει σε λίγην ώρα ν΄ανοίγεται μπροστά του φαρδύς κι΄ ολόφωτος, ένας μεγάλος κάμπος καρπερός. Κάτω από τον πλατύστερνο θόλο του ουρανού, που πριν από λίγο τον λιβάνιζε ερημικά με τον ασασασμό του το θυμάρι, τώρα μια βλάστηση χαρού-μενη απλώνεται. Είναι μια χώρα ήμερη, με γη αφράτη και παχιά, σάρκα όλο χυμό, που στέκεται παραδομένη ολοχρονίς, ατάραχα, στη μυστική κυοφορία.<br/>
<small>&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;MΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α΄</small><br>
Η ευλογημένη τούτη χώρα είναι ο κάμπος ο [[Άργος|αργολικός]].
«Έφτασε δειλινό στη Καλαμάτα το μαντάτο της καταστροφής. Δύο Φράγκοι από τους νικημένους, ένας ιππότης κι ένας σκουταράτος*, παρουσιάστηκαν στη σιδερόπορτα του κάστρου καραβοτσακιμένοι. Είχανε κουρελιασμένα επιλωρίκια**, λασπωμένες αρματωσιές, βουλιαγμένο κράνος ο σκουτεράτος, ήτανε δίχως κράνος, με τα μαλλιά ακατάστατα κι ιδροκοπημένα, ο ιππότης. Τα φάρια*** τους, τα δανεικά, γιατί τα δικά τους είχανε σφαχτεί εκεί κάτω, κρεμούσανε τα κεφάλια τους στη γη, κι από τα τεζαρισμένα χείλη τους σούρωνε και στάλαζε χάμω σάλιο αφρισμένο.<br>
}}]]
Η πριγκιπέσσα, την ώρα εκείνη, βρισκότανε στο κουβούκλι**** της. Καθισμένη στην κασέλα, μπροστά στο παραθύρι, αγνάντευε τη θάλασσα, πέρα, κι οσμιζότανε αφαιρεμένα την ανάσα του βασιλικού. Η πολιτεία, κάτω, ζάρωνε κιόλας στη βραδινή της περισυλλογή. Τα σήμαντρα του εσπερινού είχαν από ώρα σωπάσει».<br>
{{ColBreak}}
<small>[[*]] Σκουταράτος από το λατ. scutaratus, υπασπιστής<br>
{{Παράθεμα
[[**]] Επιλωρίκι: χιτώνιο που φοριόταν πάνω από τον θώρακα<br>
| πλάτος = 400px
[[***]] Φαρί: από το [[Αραβικά|αραβ.]] fari, άλογο<br>
| bgcolor = #48d1ccc6dbf7
| align = centerright
| quoteπαράθεμα =&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;<center>'''Ο ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΟΝΕΙΡΟΥ'''</center><br/>
<center><small>MΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α΄</small></center><br/>
«Έφτασε δειλινό στη Καλαμάτα το μαντάτο της καταστροφής. Δύο Φράγκοι από τους νικημένους, ένας ιππότης κι ένας σκουταράτος*, παρουσιάστηκαν στη σιδερόπορτα του κάστρου καραβοτσακιμένοι. Είχανε κουρελιασμένα επιλωρίκια**, λασπωμένες αρματωσιές, βουλιαγμένο κράνος ο σκουτεράτος, ήτανε δίχως κράνος, με τα μαλλιά ακατάστατα κι ιδροκοπημένα, ο ιππότης. Τα φάρια*** τους, τα δανεικά, γιατί τα δικά τους είχανε σφαχτεί εκεί κάτω, κρεμούσανε τα κεφάλια τους στη γη, κι από τα τεζαρισμένα χείλη τους σούρωνε και στάλαζε χάμω σάλιο αφρισμένο.<br/>
Η πριγκιπέσσα, την ώρα εκείνη, βρισκότανε στο κουβούκλι**** της. Καθισμένη στην κασέλα, μπροστά στο παραθύρι, αγνάντευε τη θάλασσα, πέρα, κι οσμιζότανε αφαιρεμένα την ανάσα του βασιλικού. Η πολιτεία, κάτω, ζάρωνε κιόλας στη βραδινή της περισυλλογή. Τα σήμαντρα του εσπερινού είχαν από ώρα σωπάσει».<br/>
<small>[[*]] Σκουταράτος από το λατ. scutaratus, υπασπιστής<br/>
[[**]] Επιλωρίκι: χιτώνιο που φοριόταν πάνω από τον θώρακα<br/>
[[***]] Φαρί: από το [[Αραβικά|αραβ.]] fari, άλογο<br/>
[[****]] Κουβούκλι: [[Λατινικά|λατ.]] cubiculum, θάλαμος, κρεβατοκάμαρα.</small><ref>[[Άγγελος Τερζάκης]], Η Πριγκιπέσα Ιζαμπώ «Γλωσσάριον σσ. 557-561» εκδ. Εστία, 2004<sup>19η</sup> ISBN 960-05-1155-1</ref>
}}
{{EndMultiCol}}
 
==Παραπομπές==