Βαρωνία της Άκοβας: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Αναίρεση έκδοσης 4698921 από τον 94.67.181.24 (Συζήτηση) |
|||
Γραμμή 4:
Η βαρωνία της Άκοβας ιδρύθηκε περί το 1209, μετά την κατάκτηση της [[Πελοπόννησος|Πελοποννήσου]] από τους Φράγκους σταυροφόρους της [[Δ΄ Σταυροφορία]]ς. Ήταν δε μία εκ των δώδεκα αρχικών κοσμικών βαρωνιών του νεοπαγούς [[Πριγκιπάτο της Αχαΐας|Πριγκιπάτου της Αχαΐας]]. Σύμφωνα με το «[[Χρονικό του Μορέως]]» η βαρωνία της Καρύταινας περιλάμβανε 22 ιπποτικά τιμάρια, αποτελώντας, μαζί με τη [[βαρωνία της Πάτρας]], τις δυο μεγαλύτερες σε έκταση βαρωνίες του Πριγκιπάτου.<ref name="Miller">Miller (1921), σ. 71–72</ref><ref>Bon (1969), σ. 104, 394</ref> Η έδρα της βαρωνίας ήταν το κάστρο της [[Άκοβα]]ς, γνωστό και ως Ματεγκριφόν (γαλλ. Mattegrifon, «Φονιάς των Ελλήνων»), που χτίστηκε από την [[Βουργουνδία|βουργουνδική]] οικογένεια των ντε Ροζιέρ (de Rosières) στην ορεινή περιοχή γνωστή στο «Χρονικό του Μορέως» ως [[Μεσαρέα]], ανάμεσα στο οροπέδιο της [[Αρκαδία]]ς και την πεδινή [[Ηλεία]], με σκοπό να ελέγχει την άνω κοιλάδα του [[Αλφειός|Αλφειού]].<ref name="Miller"/><ref>Bon (1969), σ. 104, 393–394</ref>
Ο μόνος γνωστός βαρώνος κατά την πρώιμη περίοδο της βαρωνίας είναι ο Γκωτιέ ή Βαλθέρος ντε Ροζιέρ (Gautier de Rosières), που αναφέρεται για πρώτη φορά σε έναν κατάλογο φεουδαρχών το 1228/30 και κατόπιν από το «Χρονικό» ότι πέθανε άτεκνος περί το 1273. Για να καλύψει την περίοδο μέχρι το 1209, ο ιστορικός [[Καρλ Χοπφ]] υπέθεσε την ύπαρξη δύο βαρώνων, πατέρα και γιου, με το όνομα Γκωτιέ, αλλά, όπως αντικρούει ο Αντουάν Μπον, πέρα από την έλλειψη ενδείξεων για την υπόθεση αυτή, είναι εξίσου πιθανό να υπήρξε άλλος, ξεχασμένος κατόπιν, βαρώνος προ του 1228/30 με εντελώς διαφορετικό όνομα.<ref>Bon (1969), σ. 104–105, 394</ref> Ο μόνος κληρονόμος του Γκωτιέ ήταν η [[Μαργαρίτα του Πασσαβά]], ανιψιά του από τον γάμο της άγνωστης αδερφής του με τον [[Ιωάννη ντε Νυγύ]] (Jean de Nully), [[Βαρωνία του Πασσαβά|
Η Μαργαρίτα Βιλλεαρδουίνου αύξησε τις κτήσεις της το 1297, όταν η αδερφή της, Πριγκίπισσα [[Ισαβέλλα Βιλλεαρδουίνου|Ισαβέλλα]], της παραχώρησε μερικά τιμάρια και κάστρα.<ref>Bon (1969), σ. 172, 394–395</ref> Περί το 1311, η Μαργαρίτα προσπάθησε να διεκδικήσει το Πριγκιπάτο, ή τουλάχιστον τμήμα του, για λογαριασμό της από τους [[Οίκος Ανδεγαυών|Ανδεγαυούς]] [[Βασίλειο της Νεαπόλεως|Βασιλείς της Νεαπόλεως]] που το ήλεγχαν από το 1289. Έτσι, τον Φεβρουάριο του 1314 πάντρεψε την μοναδική της κόρη, [[Ισαβέλλα ντε Σαμπράν]], με τον «[[ινφάντε]]» [[Φερδινάνδος της Μαγιόρκας|Φερδινάνδο της Μαγιόρκας]], και μεταβίβασε τους τίτλους και τα δικαιώματά της σε αυτούς. Κατόπιν επέστρεψε στην Πελοπόννησο, όπου συνελήφθη από τον [[βάιλο]] των Ανδεγαυών, και πέθανε στη φυλακή το Φεβρουάριο ή Μάρτιο του 1315. Ο Φερδινάνδος εισέβαλε στην Αχαΐα και προσπάθησε να αποσπάσει το Πριγκιπάτο από τον ορισμένο από τους Ανδεγαυούς πρίγκιπα, [[Λουδοβίκος της Βουργουνδίας|Λουδοβίκο της Βουργουνδίας]], αλλά έπεσε στη [[Μάχη της Μανωλάδας]] τον Ιούλιο του 1316. Ως επακόλουθο του θανάτου της Μαργαρίτας και την εισβολή του Φερδινάνδου, η βαρωνία της Άκοβας κατασχέθηκε και έγινε τμήμα των πριγκιπικών κτήσεων.<ref>Bon (1969), σ. 190–193, 395</ref><ref>Topping (1975), σ. 110–114</ref> Πέντε χρόνια αργότερα, το 1320, η Άκοβα μαζί μετα κάστρα της [[Καρύταινα]]ς, του [[Πολύφεγγος|Πολύφεγγου]] και του Αγίου Γεωργίου, έπεσαν στα χέρια των Βυζαντινών υπό τον [[Ανδρόνικος Ασάνης|Ανδρόνικο Ασάνη]].<ref>Bon (1969), σ. 202, 395</ref><ref>Topping (1975), σ. 117</ref>
|