Μονή Μεγάλου Σπηλαίου: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Γραμμή 12:
Η Μονή η οποία θεωρείται η αρχαιότερη στην Ελλάδα, χτίστηκε το [[362]] μ.Χ. από τους Θεσσαλονικείς αδερφούς μοναχούς, Συμεών και Θεόδωρο. Ενώ οι δύο αδελφοί βρίσκονταν στα Ιεροσόλυμα είδαν ο καθένας ξεχωριστά μια οπτασία με την εντολή να μεταβούν στην [[Αχαΐα]] και να βρουν την Ιερή Εικόνα της Παναγίας από μαστίχα και κερί, φιλοτεχνημένη από τον Ευαγγελιστή Λουκά. Υστέρα από αλλεπάλληλες περιπλανήσεις και αποκαλυπτικά όνειρα, συνάντησαν εδώ το [[362]] μ.Χ. την κόρη Ευφροσύνη, βοσκοπούλα από το χωριό Γαλατά (Ζαχλωρού). Η Ευφροσύνη τους οδήγησε στο σπήλαιο που βρισκόταν η αναζητούμενη Ιερή Εικόνα, την οποία είχε ανακαλύψει νωρίτερα η ίδια θεία Βουλή, και με την οδηγία ενός τράγου από το κοπάδι της, που πήγαινε στο σπήλαιο για να πιει νερό από την πηγή που βρισκόταν εκεί. Η πηγή αυτή του σπηλαίου - μαρμάρινη κατόπιν - αποτελεί σήμερα, το γνωστό με το όνομα «η Πηγή της Κόρης», άγιασμα, ενώ η Ευφροσύνη τιμάται ως Αγία. Η Ιερή Εικόνα, σύμφωνα με την παράδοση, βρισκόταν δίπλα στην πηγή και φυλασσόταν από ένα φοβερό δράκο ο οποίος σκοτώθηκε από κεραυνό όταν επιτέθηκε στους δύο μοναχούς που προσπαθούσαν να καθαρίσουν το ιερό χώρο από την πυκνή βλάστηση. Στη συνέχεια οι δύο μοναχοί κατασκεύασαν μικρόν Ναό και μερικά μικρά κελιά με την συνδρομή του πλήθους των πιστών, που συνέρρεαν δια να προσκυνήσουν την θαυματουργή εικόνα της Θεοτόκου. Πολλοί μάλιστα από τους πιστούς παρέμεναν για άσκηση. Σιγά-σιγά η Μονή έγινε μία από τις πλέον «πολυμονάχους Μονάς» και γνώρισε μεγάλη ακμή και αίγλη. Ο αρχικός ναός σωζόταν μέχρι το 1934, οπότε και καταστράφηκε από πυρκαγιά. Στην περιουσία της Μονής περιλαμβάνονταν ακίνητα στην [[Κωνσταντινούπολη]], στη [[Σμύρνη]], στη [[Θεσσαλονίκη]], και μεγάλες εκτάσεις στην [[Αχαΐα]] και την [[Ηλεία]], τα λεγόμενα "Μετόχια". Η Μονή καταστράφηκε τουλάχιστον τέσσερεις φορές από πυρκαγιές, το [[840]], το [[1400]], το [[1640]] και το [[1934]]. Πάντοτε όμως η Αγία Εικόνα σωζόταν με τρόπο θαυμαστό. Ο Αυτοκράτορας Ανδρόνικος ο Γέρων ξανάχτισε το μοναστήρι το 1285 μετά από πυρκαγιά.<br />
 
Το Μέγα Σπήλαιο έπαιξε σημαντικό ρόλο στις εξεγέρσεις κατά των Τούρκων. Το 1770 ο μητροπολίτης Πατρών Παρθένιος επικεφαλής ενόπλων πολιόρκησε τα Καλάβρυτα. Τότε ο ηγούμενος της Μονής Μ. Σπηλαίου με άλλους μοναχούς και με τον σταυρό ανά χείρας πήγε στα Καλάβρυτα όπου μεσολαβώντας κατόρθωσε να παύσει η πολιορκία και να αποχωρήσουν ασφαλείς οι Τουρκικές οικογένειες. Χάρη σ' αυτή την πράξη του ηγουμένου, όταν κατόπιν κατεστάλη η επανάσταση και ορδές Αλβανών λεηλατούσαν την Πελοπόννησο, η Μονή κατόρθωσε να διασωθεί και ταυτόχρονα να σώσει και πολλές ζωές Ελλήνων.<ref>Κωνσταντίνος Οικονόμου, ''Κτιτορικόν της Ιεράς & Βασιλικής Μονής του Μεγάλου Σπηλαίου'', σελ. 85. Αναφέρεται στο Σάθας Κωνσταντίνος, ''Τουρκοκρατουμένη Ελλάς'', Αθήνα, 1869, σ. 492, 493, υποσημ.</ref> Κατά την [[Επανάσταση του 1821]] η Μονή αποτέλεσε φάρο της Ορθοδοξίας και του Ελληνισμού αλλά και κέντρο αντίστασης κατά των κατακτητών και παρότι δέχτηκε πολλές επιθέσεις, ποτέ δεν κατακτήθηκε. Το γεγονός που ξεχώρισε ήταν η απόκρουση της επέλασης του Ιμπραήμ τον Ιούνιο του 1827. Ιστορική ήταν η απάντηση του τότε ηγούμενου Δαμασκηνού στους Τούρκους: «''… δια να προσκυνήσωμεν είναι αδύνατον… αν έλθεις εδώ να μας πολεμήσεις και μας νικήσεις, δεν είναι μεγάλο κακόν, διότι θα νικήσεις παπάδες, αν όμως νικηθείς… θα είναι εντροπή σου…''». Και πραγματικά αναγκάσθηκε να αποσυρθεί χάρη στη γενναία άμυνα από τους Πετμεζαίους και τον Φωτάκο.<br />
Στους νεότερους χρόνους καταστράφηκε πάλι από πυρκαγιά και ανοικοδομήθηκε το 1937, έχοντας τεθεί υπό την αιγίδα του Βασιλέως Γεωργίου Β΄ που θεμελίωσε και τη νέα πτέρυγα. Το Δεκέμβριο του [[1943]] τα Ναζιστικά στρατεύματα λεηλάτησαν το μοναστήρι και εκτέλεσαν 16 άτομα, επισκέπτες, υποτακτικούς αλλά και μοναχούς. Ακόμη εννέα μοναχοί εκτελέστηκαν στη θέση Ψηλός Σταυρός. Τα εναπομείναντα κελιά από την πυρκαγιά του [[1934]], πυρπολήθηκαν. Μετά τον πόλεμο ανεγέρθηκαν νέα κτίρια.