Βασίλειο της Νεαπόλεως: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
CHE (συζήτηση | συνεισφορές)
Gts-tg (συζήτηση | συνεισφορές)
Tagging 4 dead links using Checklinks
Γραμμή 3:
!style=" text-align: center;|[[Αρχείο:Bandera de Nápoles - Trastámara.svg|125px|center]]||[[Αρχείο:Coat of Arms of Ferdinand I of Naples.svg|125px|center]]
|-
!style=" text-align: center;|<small><div style='"text-align: center;'">Σημαία || <small><div style='"text-align: center;'">Εθνόσημο</div></small>
|-
!colspan="2"|<hr />
Γραμμή 11:
!colspan="2"|[[Αρχείο:Italia Regno di Napoli locator.svg|center|270px]]
|-
!colspan="2"|<small><div style='"text-align: center;'">Το Βασίλειο της Νάπολης</div></small>
|-
!colspan="2"|<hr />
Γραμμή 28:
|'''[[Νομισματική μονάδα|Νόμισμα]]'''
|[[Ναπολιτάνικη πιάστρα]]<br />[[Ναπολιτάνικη λίρα]] (1812-1815)
|-
|}
Ως '''Βασίλειο της Νάπολης''' (ή '''Βασίλειο της Νεάπολης''') ονομάζεται ανεπίσημα στην σύγχρονη ιστοριογραφία το κράτος που υπήρξε, με ανά καιρούς διαφοροποιήσεις πολιτικά και εδαφικά, στην νότια ιταλική χερσόνησο από τον 12ο έως και τον 19ο αιώνα και που επίσημα έφερε την ονομασία Βασίλειο της Ηπειρωτικής Σικελίας.
Γραμμή 55 ⟶ 54 :
Ενώσω οι φιλοδοξίες των Ανδηγαυών στη Σικελία δέχονταν ισχυρά χτυπήματα από τις συνεχείς τους ήττες, ο Κάρολος Α’ έβαλε ως στόχο να σταθεροποιήσει την εξουσία του στο ηπειρωτικό κομμάτι του βασιλείου, στηριζόμενος σε μια στρατηγική που είχε ως βάσει τους γουέλφους βαρόνους με σκοπό να ενισχύσει την ενότητα του Νότου.<ref>Floridi V., ''La formazione della regione abruzzese e il suo assetto territoriale fra il tardo periodo imperiale e il XII secolo'', Rivista dell'istituto di Studi Abruzzesi, XIV 1976</ref>
 
Ήδη από τις πρώτες [[Λογγοβάρδοι|λογγοβαρδικές]] επιδρομές, μεγάλο κομμάτι την οικονομίας του βασιλείου, στο πριγκιπάτο της Καπούης, στο Αμπρούτσο και στην κομητεία του Μολίζε, την διαχειρίζονταν τα βενεδικτινιακά μοναστήριο (Καζάουρια, Σαν Βιτσέντσο στο Βολτούμο, Μοντεβερτζίνε, Μοντεκασίνο)<ref>[http://books.google.com/books?hl=it&id=kWBLAAAAMAAJ&dq=tosti+storia+della+badia+di+montecassino&printsec=frontcover&source=web&ots=vRzCa_grLG&sig=JbWz3ROFred9A0TLgl66RrumOFY#PRA8-PA375,M1 Tosti L., ''Storia della Badia di Montecassino'' I-IV Roma 1888-1890]</ref> και σε πολλές περιπτώσεις είχαν μεγεθύνει τόσο πολύ τα προνόμιά τους που είχαν δημιουργήσει δικές τους τοπικές κυριότητες με διαχωριστή εξουσία από τα γειτονικά τους μη-εκκλησιαστικά φέουδα.<ref name= Montecassino >Dell'Omo M., ''Montecassino un'abbazia nella storia'', Arti grafiche Amilcare Pizzi, [[Cinisello Balsamo]] ([[provincia di Milano|MI]]) 1999.</ref><ref>Wickham C., ''Il problema dell'incastellamento nell'Italia centrale. L'esempio di San Vincenzo al Volturno. Studi sulla società degli Appennini dell'alto Medioevo'', II, Firenze 1985.</ref> Ωστόσο, μετά το 1138 και τον θάνατο του Ανάκλητου Β’, ο [[Ιννοκέντιος Β’]] και οι νορμανδικές δυναστείες προώθησαν στην νότια Ιταλία τον κιστερκιανό μοναχισμό σε αντίθεση με την βενεδικτιανή φεουδαρχική παράδοση. Πολλά βενεδικτιανά μοναστήρια μετατράπηκαν σε κιστερκιανά, κάτι που είχε ως αποτέλεσμα τον άμεσο περιορισμό της υλικής τους περιουσίας λόγω των διδαγμάτων του νέου τάγματος, που περιόριζε την κατοχή αγροτικών αγαθών κι εργαλείων στα αναγκαία για την επιβίωση ενός μοναστηριού. Το νέο μοναστικό τάγμα επένδυσε τους πόρους του σε γεωργικές μεταρρυθμίσεις, τεχνικά και κοινωνικά έργα, ιδρύοντας ξενώνες, φαρμακεία και εκκλησίες στην ύπαιθρο. Ο γαλλικός μοναστισμός έλαβε την υποστήριξη και των ντόπιων νορμανδών φεουδαρχών, που με αυτόν τον τρόπο κατάφεραν να αντισταθμίσουν τις φιλοδοξίες των τοπικών μοναχών για εγκόσμια εξουσία.<ref>Mahn J.B., ''L'ordre Cistercien et son gouvernement des origines au milieu du XIII siecle'', Parigi 1951</ref> Ο ίδιος ο Κάρολος Α’ υποστήριξε ένθερμα την νέα αυτή κατάσταση και ίδρυσε ο ίδιος μια σειρά από κιστερκιανά αββαεία.<ref>[http://www.cistercensi.info/abbazie/storia.asp?ab=1053&lin=it]{{dead link|date=June 2015}} </ref>
[[File:Epir1252-1315.png|upright=1.4|left|thumb|Η εκστρατεία του Καρόλου Α' του Ανδηγαυού στην Ανατολή]]
Στις 7 Ιανουαρίου 1285 πέθανε ο Κάρολος Α’ ο Ανδεγαυός και τον διαδέχθηκε ο γιος του, Κάρολος Β’. Παράλληλα στη Σικελία, με τον θάνατο του Πέτρου Γ’, η αραγονική εξουσία μοιράστηκε μεταξύ των δυο του γιων, του [[Αλφόνσος Γ' της Αραγόνας|Αλφόνσου]] (τρίτος στη σειρά με αυτό το όνομα για το Στέμμα της Αραγόνας) και του [[Ιάκωβος Γ' της Σικελίας|Ιακώβου]] (στη συνέχεια Ιακώβου Α’ της Σικελίας). Ο τελευταίος υπέγραψε την συνθήκη του Ανάνι στις 12 Ιουνίου του 1295, με την οποία παραχωρούσε τα φεουδαρχικά δικαιώματα της Σικελίας στον πάπα Βονιφάτιο Θ’. Ως αντάλλαγμα ο πάπας του παραχώρησε την [[Κορσική]] και τη [[Σαρδηνία]], προσφέροντας την κυριαρχία της Σικελίας στον Κάρολο Β’ τον Ανδεγαυό. Ωστόσο η συνθήκη του Ανάνι δεν επέφερε κάποια διαρκή ειρήνη διότι όταν ο Ιάκωβος αποχώρησε από τη Σικελία για να κατευθυνθεί προς τα κατεξοχήν βασίλεια του Στέμματος της Αραγόνας στην Ιβηρική, ο σικελικός θρόνος δόθηκε στον αδερφό του, Φρειδερίκο, που ηγήθηκε μιας νέας εξέγερσης για την ανεξαρτησία του νησιού και τελικά ορίστηκε από τον πάπα Βονιφάτιο βασιλιάς της Τρινάκριας (rex Trinacriae) ως Φρειδερίκος Γ’. Ο νέος βασιλιάς, αν κι έχασε την υποστήριξη ορισμένων ευγενών, υπέγραψε το 1302 με τον Κάρολο Βαλουά την συνθήκη της Καλταμπελότα, με το οποίο αναγνωρίστηκε κι επίσημα ο διαχωρισμός των δύο βασιλείων: Βασίλειο της Τρινάκριας υπό τον [[Οίκος της Βαρκελώνης|οίκο της Βαρκελώνης]] με πρωτεύουσα το [[Παλέρμο]] και Βασίλειο της Σικελίας υπό τον οίκο των Ανδεγαυών με πρωτεύουσα τη [[Νάπολη]]. Ο Κάρολος, μετά από παραινέσεις του πάπα Μαρτίνου, παραιτήθηκε από τα σχέδιά του για ανάκτηση της Σικελίας και προχώρησε στις κατάλληλες διαδικασίες για να προσαρμόσει την Νάπολη στο νέο της ρόλο ως πρωτεύουσα του βασιλείου.
Γραμμή 96 ⟶ 95 :
Το 1458, με την Οθωμανική αυτοκρατορία να έχει κυριεύσει όλη τη Βαλκανική, ο αλβανός ηγέτης [[Γεώργιος Καστριώτης]] άρχισε να συναλλάσσεται με το βασίλειο. Η στρατιωτική υποστήριξη που χάρισε στον Φεράντε κατά την συνωμοσία των βαρόνων, του χάρισε ναπολιτανικούς τίτλους ευγενείας κι επετράπη η εγκατάσταση Αλβανών στις έρημες περιοχές του νότου (Καλαβρία, Μολίζε).
 
Η απόδοση του δουκάτου του Μπάρι στον Σφόρτσα Μαρία Σφόρτσα, γιο του δούκα του Μιλάνου ως επιβεβαίωση της συμμαχίας τους, είχε επίσης θετικές οικονομικές συνέπειες για την ταλαιπωρημένη περιοχή.<ref>AA. VV., Enciclopedia Zanichelli 2000</ref> Ωστόσο, με την παράνομη ανάληψη της εξουσίας από τον [[Λουδοβίκος ο Μαύρος|Λουδοβίκο τον Μαύρο]] η προσοχή του δούκα στράφηκε αποκλειστικά στην [[Λομβαρδία]], με αποτέλεσμα να παραχωρήσει το δουκάτο στην Ισαβέλα της Αραγόνας, νόμιμη διάδοχο του Μιλάνου, ως αντάλλαγμα της αποδοχής της του σφετερισμού του θρόνου από τον Λουδοβίκο. Η νέα δούκισσα ακολούθησε μια πολιτική αστικής βελτίωσης της πόλης, την οποία ακολούθησε μια ελαφριά οικονομική ανάταση που διήρκησε μέχρι την διακυβέρνηση της κόρης της Μπόνα Σφόρτσα και τον Κάρολο Ε’. Το τελευταίο κτύπημα για το νότιο τμήμα του Βασιλείου της Νεάπολης επήλθε το 1542 όταν ο Πέδρο δε Τολέδο δημοσίευσε την διαταγή περί διωγμού των Εβραίων του βασιλείου, που αποτελούσαν το βασικό στήριγμα του εμπορίου και της οικονομίας των πόλεων της [[Καλαβρία|Καλαβρίας]] και του [[Μπρίντιζι]].<ref>[http://www.morasha.it/tesi/gnlo/index.html Gianolio E., ''Gli ebrei a Trani e in Puglia nel medioevo'']</ref><ref>[http://www.comune.fondi.lt.it/portalefondi/turismo/giudea.html La Giudecca di Fondi in Terra di Lavoro]{{dead link|date=June 2015}}</ref>
 
==Λουδοβίκος ΙΒ’ της Γαλλίας, ''rex Neapolis'', και η πρώτη ισπανική αντιβασιλεία==
Γραμμή 120 ⟶ 119 :
Ο [[Κάρολος Ε' της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας|Κάρολος Ε’]], γιος του Φιλίππου του Όμορφου και της [[Ιωάννα η Τρελή|Ιωάννας της Τρελής]], κληρονόμησε πληθώρα εδαφών, συμπεριλαμβανομένου και του βασιλείου της Νάπολης. Στις ιταλικές του κτήσεις ήρθε να προστεθεί και το δουκάτο του Μιλάνου, το οποίο αφαίρεσε το 1515 από τα χέρια των Γάλλων, οι οποίοι με τη σειρά τους το είχαν κατακτήσει από τον γιο του Λουδοβίκου του Μαύρου, Μαξιμιλιανό, λίγα χρόνια πριν.
 
Η ισπανική κυριαρχία στην Ιταλία προκάλεσε μια νέα Αγία Λίγκα των Γάλλων, Βενετών και Φλωρεντιανών υπό τον πάπα Κλιμένη Ζ’. Μετά από μια αρχική ήττα της Λίγκας στη Ρώμη, οι γάλλοι απάντησαν με την αποστολή στην Ιταλία του Οντέντ ντε Φουά, ο οποίος πολιόρκησε το Μέλφι, πολιορκία που πέρασε στην ιστορία ως "Pasqua di sangue" («Αιματηρό Πάσχα»),<ref>{{cita news|url=http://www.basilicata.cc/lucania/melfi/|pubblicazione=basilicata.cc|autore=|titolo=Melfi (PZ)|accesso=26-10-2012}}{{dead link|date=June 2015}}</ref>, και την ίδια την πρωτεύουσα ενόσω η Γαληνότατη καταλάμβανε το [[Οτράντο]] και την [[Μανφρεντόνια]]. Ως τελευταίο προγεφύρωμα πιστό στον Κάρολο απέμεινε η πόλη του Καταντσάρο, η οποία υπέφερε σκληρή πολιορκία αλλά δεν έπεσε στα χέρια των γαλλόφιλων πολιορκητών της. Παράλληλα η πολιορκία της Νάπολης διασπάστηκε όταν η [[Γένοβα]] άλλαξε στρατόπεδο και νίκησε τον στόλο της Λίγκας που είχε αποκλείσει την πόλη. Αυτές οι δύο εξελίξεις επέφεραν την αναγνώριση από την πλευρά του πάπα Κλιμένη, και την αναγνώριση του αυτοκρατορικού τίτλου του Καρόλου. Η Βενετία αποσύρθηκε από την εμπλοκή όταν έχασε και τις τελευταίες της κτήσεις στην Πούλια το 1528.
 
Από την άλλη, οι Γάλλοι δεν υποχώρησαν. Ο [[Ερρίκος Β’ της Γαλλίας|Ερρίκος Β’]], γιος του [[Φραγκίσκος Α' της Γαλλίας|Φραγκίσκου Α’]], μετά από πρόσκληση του πρίγκιπα του Σαλέρνο Φεράντε Σανσεβερίνο, συμμάχησε με τους Οθωμανούς. Το καλοκαίρι του 1552 ο τουρκικός στόλος υπό τις διαταγές του Σινάν Πασά, εμφανίστηκε ξαφνικά μπροστά στον αυτοκρατορικό στόλο, υπό τις διαταγές του [[Αντρέα Ντόρια]] και του [[Χουάν ντε Μεντόθα]], έξω από την [[Πόντσα]] και τον νίκησε. Ο γαλλικός στόλος ωστόσο δεν κατάφερε να ενωθεί με τον τουρκικό και η απόπειρα εισβολής της Νάπολης απέτυχε.
Γραμμή 216 ⟶ 215 :
Για την επόμενη πενταετία το βασίλειο της Νάπολης ακολούθησε μια διφορούμενη πολιτική σε σχέση με την ναπολεόντεια Γαλλία. Η γεωγραφική του θέση στη μέση της Μεσογείου σήμαινε πολλά για τους Γάλλους, που παρόλη την υπεροχή τους στην ξηρά, είχαν χάσει τον έλεγχο της θάλασσας από τον αγγλικό στόλο. Με τη σειρά τους, οι ίδιοι οι Άγγλοι απειλούσαν με εισβολή την Σικελία. Ωστόσο, μετά τη νίκη του Άουστερλιτς στις 2 Δεκεμβρίου του 1805, ο στρατός του Ναπολέοντα εισέβαλε στο βασίλειο και το κατέλαβε. Οι στρατηγοί του, Γκουβιόν-Σεν Σιρ και Ρενιέ ανακήρυξαν έκπτωτη την βουρβωνική δυναστεία που από εκείνη τη στιγμή εισήλθε στην Τρίτη Συμμαχία. Όσο ο Ναπολέοντας όριζε τον αδερφό του, [[Ιωσήφ Βοναπάρτης|Ιωσήφ Βοναπάρτη]], βασιλιά στη Νάπολη, στις επαρχίες της Μπαζιλικάτα και της Καλαβρίας οργανωνόταν η φιλοβουρβονική αντίσταση. Η καταπίεση των αντιγαλλικών κινητοποιήσεων αφέθηκε αρχικά στους στρατηγούς Μασενά και Ζαν Μαξιμιλιάν Λαμάρκ, που κατάφεραν να σταματήσουν την εξέγερση με ιδιαίτερα σκληρά μέσα που προκάλεσαν ωμότητες όπως τη λεγόμενη σφαγή της Λαούρια. Η νέα διοίκηση, που αποτελούταν κυρίως από ξένους, προσπάθησε να εφαρμόσει για μία ακόμη φορά, με σχετικά μεγάλη επιτυχία όμως πλέον, ριζοσπαστικές αλλαγές, όπως την απαλοιφή του φεουδαρχισμού και των μοναστικών ταγμάτων. Επιπλέον συστήθηκε φόρος εισοδήματος και απογραφές ΧΧonciarioXX ενώ αναδιατάχθηκε και η επαρχιακή διοικητική δομή του βασιλείου.
[[File:Murat2.jpg|thumb|Ιωακείμ Μυράτ, Βασιλιάς της Νάπολης]]
Όταν ο Ιωσήφ Βοναπάρτης ορίστηκε το 1808 βασιλιάς της Ισπανίας από τον αδερφό του, στην θέση του στο βασίλειο της Νεάπολης τον αντικατέστησε ο [[Ιωακείμ Μυράτ]], που στέφθηκε από τον Ναπολέοντα την πρώτη Αυγούστου του ίδιου έτους με το όνομα Ιωακείμ Βοναπάρτης, Βασιλιάς των Δύο Σικελιών, Θεού και Συντάγματος Χάρητι.<ref>[http://bp3.blogger.com/_24klMrIuq58/Rl6iFe3-oZI/AAAAAAAAANE/Ys2vdy9W3rA/s1600-h/Murat1.jpg Επίσημο έγγραφο με τον τίτλο του Μυράτ]</ref> Ο νέος μονάρχης απελευθέρωσε το Κάπρι από τους Άγγλους και προχώρησε σε μια σειρά από δημόσια έργα. Το πρόσφατα δημιουργηθέν σώμα των Μηχανικών Γεφυρών και Οδοποιίας έκτισε νέες γέφυρες στη Νεάπολη, έφερε εις πέρας τον δημόσιο φωτισμό στο Ρέτζο της Καλαβρίας, το σχέδιο του Μπόργκο Νουόβο στο Μπάρι, την ίδρυση του νοσοκομείου του Σαν Κάρλο στην Ποτέντσα και την βελτίωση της βιωσιμότητας στα βουνά του Αμπρούτσο. Υπήρξε υποστηρικτής του Ναπολεόντειου Κώδικα, του νομικού κώδικα που επέτρεπε για πρώτη φορά τον πολιτικό γάμο και το διαζύγιο και που τέθηκε σε ισχύ στο βασίλειο την πρώτη Ιανουαρίου του 1809, εν μέσω αντιδράσεων του συντηρητικού κλήρου. Το 1812 χάρις στις πολιτικές του Μυράτ, ιδρύθηκε η πρώτη σύγχρονη βιομηχανία χάρτου του βασιλείου στο νησί Λίρι.<ref>Pinelli V., ''L'occupazione francese'', in ''Quaderni di ricerche su Isola del Liri'', XI, pagg 44-45, Isola del Liri 1988</ref> [[File:Neapolitan War.jpg|left|thumb|Οι πολεμικές εκστρατείες του Μυράτ στην βόρεια Ιταλία]]
 
Το 1808, ο μονάρχης έθεσε τον στρατηγό Σαρλ Αντουάν Μανιές υπεύθυνο να καταστείλει την εκ νέου ανάδειξη της ληστείας στα εδάφη του βασιλείου. Λόγω των τρομερά σκληρών μεθόδων του, ο στρατηγός έμεινε γνωστός από τους Καλαβρέζους ως «ο Εξολοθρευτής».<ref>Alexandre Dumas, ''I Borboni di Napoli, Volumi 7-8'', Stabilimento Tipografico del Plebiscito Chiaia 63, 1863, p.324</ref> Αφού επιβλήθηκε σχετικά εύκολα στις εξεγέρσεις στο Κλιέντο και στο Αμπρούτσο, συνέχισε την ειρηνοποίηση του βασιλείου στο νότο, καταπνίγοντας την αντίσταση στην Μπαζιλικάτα και την Καλαβρία, που λάμβανε βοήθεια από την εξόριστη στη Σικελία. βουρβονική αυλή.Το καλοκαίρι του 1810 ο Μυράτ έκανε μια απόπειρα απόβασης στη Σικελία με σκοπό να επαναενώσει πολιτικά το βασίλειο που ωστόσο απέτυχε.
 
Ο Μυράτ προσπάθησε σταθερά να απεμπλακεί από τις σχέσεις του με το Ναπολέοντα και τους γάλλους υπαλλήλους του Ιωσήφ Βοναπάρτη, και βάσισε την εξουσία του κυρίως στη σχέση του με τον ναπολιτανικό λαό. Αν κι έλαβε μέρος στις εκστρατείες του αυτοκράτορα μέχρι το 1813, από τη στιγμή που ξέσπασε η κρίση στο γαλλικό στρατόπεδο άλλαξε πλευρά κι έφτασε στο σημείο να υποστηρίξει τα αυστριακά στρατεύματα στην προέλασή τους στην Ιταλία ή να απαλάξει από τον γαλλικό ζυγό τις περιοχές της [[Ούμπρια]] και της [[Εμίλια-Ρομάνια]].<ref>[http://www.gianfrancoronchi.net/foto/v/forli/MURAT/1814+_21+marzo_+Periodo+Governo+Provvisorio+Napoletano+_Murat_.jpg.html?g2_imageViewsIndex= Un documento del governo di Murat a Forlì]{{dead link|date=June 2015}}</ref> Κατάφερε να διατηρήσει για μερικό καιρό ακόμη το ναπολιτανικό στέμμα μα η εχθρότητα τόσο της νέας Γαλλίας υπό τον [[Λουδοβίκος ΙΗ'|Λουδοβίκο ΙΗ’]] όσο και της Αγγλίας, απέτρεψαν την αποδοχή της παρουσίας ναπολιτανικής αποστολής στο Συμβούλιο των Συμμάχων. Τέτοια απόρριψη τον οδήγησε να επικοινωνήσει με τον εξόριστο Ναπολέοντα λίγο πριν τις Εκατό Ημέρες του κι επιτέθηκε στην Αυστρία. Με αφορμή αυτή την εξέλιξη, ο Μυράτ δημοσίευσε την περίφημη Διακήρυξη του Ρίμινι<ref>[http://www.roth37.it/COINS/Murat/rimini.gif Il testo e l'immagine del proclama di Rimini]</ref>, ένα κάλεσμα στην ενότητα των ιταλικών λαών που θεωρείται και η έναρξη του ιταλικού Ρισορτζιμέντο. Παραταύτα, η ενωτική καμπάνια απέτυχε και οι αυστριακοί τον κατανίκησαν στη μάχη του Τολεντίνο στις [[3 Μαΐου]] του [[1815]]. Με τη συνθήκε της Καζαλάντσα συμφωνήθηκε η επιστροφή του βασιλείου στα χέρια των Βουρβόνων. Η πολεμική δραστηριότητα του Μυράτ ολοκληρώθηκε με την τελευταία ναυτική ήττα του στόλου του στρατηγού που από την Κορσική προσπάθησε να εισβάλει στη Νάπολη ενώ ο ίδιος εκτελέστηκε.<ref>Valente A., ''Gioacchino Murat e l'Italia meridionale'', Einaudi, Torino 1976</ref>
 
==Η παλινόρθωση και το Βασίλειο των Δύο Σικελιών==