Σαπωνοποιία Πλωμαρίου: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Νέα σελίδα: Η '''Σαπωνοποιία Πλωμαρίου''' είναι η βιομηχανική δραστηριότητα παρασκευής Έλαια|...
(Καμία διαφορά)

Έκδοση από την 08:09, 2 Ιουλίου 2015

Η Σαπωνοποιία Πλωμαρίου είναι η βιομηχανική δραστηριότητα παρασκευής ελαίων και σαπουνιών στο Πλωμάρι της Λέσβου. Το Πλωμάρι ήταν μια από τις σημαντικότερες περιοχές παραγωγής της Λέσβου και αποτέλεσε το πρώτο βιομηχανικό κέντρο του Αιγαίου. Σημείωσε μεγάλη παραγωγή ελαιοσάπωνων διαθέτοντας τα προϊόντα τους στην Κωνσταντινούπολη, τη Μικρά Ασία και περιοχές στη Μαύρη Θάλασσα.


Σύντομο Ιστορικό

Το βιομηχανικό Πλωμάρι των αρχών του αιώνα διαθέτει:

  • 12 σαπωνοποιεία
  • 10 ελαιοτριβεία
  • 1 υδραυλικό αλευροποιείο
  • 2 πυρηνεργοστάσια
  • 2 ατμοκίνητα ελαιοτριβεία ταλκ
  • Υπήρχαν επίσης σημαντικές ποτοποιϊες που εξειδικεύονταν στην παραγωγή ούζου.

Τη μαζική παραγωγή ελαιοσαπώνων υπαγόρευσε η μεγάλη ζήτηση που είχαν τα προϊόντα αυτά στις αγορές της Ανατολής. Το 1889 η εξαγωγή σαπουνιού φτάνει τα 65-70.000 καντάρια, ενώ το 1909 μειώθηκε στα 30-35.000. Μετά το 1912 η σαπουνοβιομηχανία περιορίστηκε αισθητά και πολλά εργοστάσια, όπως το σαπωνοποιείο του Ι. Πούλια, μετατράπηκαν σε αποθήκες επεξεργασίας καπνών. Τέλος, με τη Μικρασιατική καταστροφή έκλεισε στο Πλωμάρι ο κύκλος της μαζικής παραγωγής σαπουνιού.

Σαπωνοποιία Πλωμαρίου

Η σαπωνοποιία Πλωμαρίου αναπτύχθηκε ιδιαίτερα κατά τα μέσα του 19ου αιώνα και μετά.

Τα σαπωνοποιία εντάσσονταν σε ήδη υπάρχοντα ελαιοτριβεία, ή λειτουργούσαν σαν ξεχωριστές λειτουργικές μονάδες. Το σαπούνι λειτουργούσε σαν υποπαράγωγο του λαδιού, το οποίο παραγόταν σε μεγάλες ποσότητες και εξαγόταν και στο εξωτερικό. Σε άλλα συγκροτήματα ελαιοτριβείων και σαπωνοποιείων ενσωματώνονται αλευρόμυλοι, απασχολώντας τους εργάτες της ελιάς τους μήνες του καλοκαιριού, όταν τα λιοτρίβια ήταν κλειστά.

Είδη σαπουνιών

Τέσσερα είδη σαπουνιών παράγονταν στο Πλωμάρι και ήταν τα εξής:

  • Το πράσινο σαπούνι
  • Το Μασσαλίας
  • Τα αρωματικά σαπούνια και
  • Το λευκό σαπούνι

Διαδικασία κατασκευής σαπουνιών

Το πράσινο σαπούνι χρειαζόταν μισή, με μία ώρα να μπει στο θερμοθάλαμο και να γυαλίσει.

Το Μασσαλίας με τη σειρά του «έπεφτε» σε νερό και ανέβαινε από τα 62% στα 82% σε λιπαρά με φωτιά από καμινέτο, που τοποθετούσαν από κάτω και έβγαινε σε μπαστούνια. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι Γάλλοι, πριν λίγα χρόνια, παρουσίασαν στην Ελλάδα την έκθεση διαφημιστικής αφίσας για το σαπούνι στο Πλωμάρι, καθώς το θεωρούν αδελφό τόπο, όσον αφορά την παραγωγή σαπουνιού. Τα αρωματικά έβγαιναν σε φύλλο σαν τον μπακλαβά, στη συνέχεια προσέθεταν το άρωμα και το χρώμα και τα τοποθετούσαν στη μήτρα.


Το λευκό σαπούνι, για να ασπρίσει περισσότερο, το στοίβαζαν «σφραγίδα με σφραγίδα» στο τσουβάλι τοποθετώντας στη βάση και τη κορυφή του λαδόχαρτα. Έβαζαν 3 πεντάδες στη βάση και άρτιο (ζυγό) αριθμό στο ύψος. Οι ταμπακάδες για το πράσινο είχαν μεγαλύτερο ύψος από του λευκού σαπουνιού, ενώ στα τρέστα (πλαϊνά) τοποθετούσαν λαδόχαρτο. Το τσουβάλι έβαζε 50 οκάδες λευκό και 70 οκάδες νοθευμένο. Για το πράσινο χρησιμοποιούσαν κάσα, που είχε τάρα (απόβαρο) 4,5 οκάδες και χωρούσε 40 οκάδες σαπούνι. Οι τιμές των σαπουνιών κυμαίνονταν ανάλογα π.χ 5 το λευκό, 7 το πράσινο και 20 τα 3 αρωματικά.


Παλαιότερα, χρησιμοποιούσαν τα τρίμματα του σαπουνιού για το πλύσιμο στη σκάφη και αργότερα στο πλυντήριο. Για το σκόρο έλιωναν τα τρίμματα από βραδύς, μαζί με λάδι και λεβάντα και το κρέμαγαν στις ντουλάπες με τα ρούχα.


Χρησιμοποιούνταν σφραγίδες ξύλινες ή μεταλλικές οι οποίες ανέγραφαν το όνομα του σαπωνοποιού, την ποιότητα του σαπουνιού όπως π.χ. ποιότης πρώτη, αγνός , άδολος κλπ., στην Ελληνική, την Αγγλική, την Γαλλική και την Τούρκικη γλώσσα και έφεραν διάφορα σήματα π.χ. ο Αθανασιάδης τον κόκορα, ο Τσαμουργκέλης το περιστέρι, ο Γιαννουλέλλης το λιοντάρι, ο Χατζηβασιλείου τον ήλιο, οι Μιχαλέληδες τη Σαπφώ, ο Καλδής τα 3 αστέρια κλπ. Το σαπούνι που δεν ανέγραφε το όνομα του σαπωνοποιού ήταν συνήθως νοθευμένο.

Τα εργοστάσια σαπωνοποιίας στο Πλωμάρι

Τα εργοστάσια σαπουνιών του Πλωμαριού ήταν κατανεμημένα σε τέσσερις περιοχές.

Πρώτη περιοχή

Στην πρώτη περιοχή, προς Αμμουδέλι βρίσκονται τα ελαιοτριβεία και τα σαπωνοποιεία των Αθανασιάδη, Βουλαλά και Τιμολέοντα Λαγουμίδη το οποίο αργότερα μετά το 1916 το αγόρασαν οι Αφοί Γεωργαντέλη. Το σαπωνοποιείο του Αθανασιάδη ήταν ένα κεραμιδί κτίριο με κρέμασες και ονομαζόταν «Αλέκτωρ», ίσως από τον ανεμοδείκτη του, που είχε το σχήμα πετεινού. Οι εργάτες του, όταν ήθελαν να στεγνώσουν το σαπούνι ρωτούσαν μέσ’ απ’ το κτίριο κάποιον άλλον εργάτη, που βρισκόταν απέξω: "που λουγιάζ’ ι πικνός;" και άνοιγαν στη συνέχεια τα παράθυρα από την πλευρά, που φυσούσε ο αέρας. Ανάμεσα στο σαπωνοποιείο, που βρισκόταν προς τη θάλασσα και το ελαιοτριβείο του Αθανασιάδη, όπου αργότερα έγινε ο συνεταιρισμός "Η ΕΛΙΑ", που διέθεταν και ένα φουγάρο, βρισκόταν το ελαιοτριβείο και το σαπωνοποιείο του Βουλαλά, που το φουγάρο του σώζεται ακόμα. Στο ίδιο κτιριακό συγκρότημα και ακριβώς απέναντι βρισκόταν το ελαιοτριβείο και το σαπωνοποιείο του Τιμολέοντα Λαγουμίδη, που το αγόρασαν οι Αφοί Γεωργαντέλη καθώς και το 300 μοδιών κτήμα στη θέση Κάλαμος (μεταξύ Βούρκου και Βασιλικών) με το χρυσό (λίρες) που έφεραν. Το κτήμα ανήκε σε Τούρκους και ήταν ανταλλάξιμο. Το καινούργιο φουγάρο των Γεωργαντέληδων, που είναι χτισμένο με κουρασάνι στέκει ακόμα με τ’ αρχικά Α.Γ., που σχηματίστηκαν από τους πάτους των μπουκαλιών του ούζου από το βοηθό μάστορα Κ. Πιτσιλαδή και προέρχονταν από κεράσματα. Ο Τιμολέοντας Λαγουμίδης είχε και αλευρόμυλο (σημερινός Ά συνεταιρισμός), που δούλευε με στάρια από τη Βρύσα, τον Πολιχνίτο και το Μεσότοπο. Το αλεύρι μεταφερόταν με τα 6 - 7 κάρα του στο φούρνο του και σε όλο το νησί με καΐκια. Αργότερα παρασκεύαζε εκεί ταλκ πολυτελείας (για πούντρα) από το ορυχείο στη Νυάνδρο, όπου είχαν βρεθεί απολιθώματα , όπως ένα ελαφάκι, οστά, δαχτυλίδια κ.α. Αργότερα, στα 1926 το νταλκοτριβείο μετατράπηκε σε ελαιοτριβείο και στην Ά Ηλεκτρική Εταιρία Πλωμαρίου, που δούλευε μόνο τη νύχτα και είχε σαν βάση λειτουργίας της, δύο πετρελαιοκίνητες μηχανές (Ruston), που εξυπηρετούσαν παλαιότερα 6 μπασκιά. Συνιδρυτές του Τιμολέοντα Λαγουμίδη ήταν ο γιατρός Ράλλης ο Γ. Στεριανός (Καπτάνα), ο Μανώλης Τσαμουργκέλης κ.α. Στην υδροτρουμπίνα αρχιμηχανικός ήταν ο Γιάννης Στεφανής. Επίσης ο Δημήτρης Λαγουμίδης είχε κατασκευάσει αρκετά ξύλινα γεφύρια, όπως στην Κουρνέλα (τ’ Γουτζύλ’ ι μύλους), ίσα μέσα, προς τον άγιο Αντώνη κ.α. Τέλος του "Τζάνου η μηχανή" (Τυροπώλη) χτίστηκε αρχικά από τον Τιμολέοντα Λαγουμίδη και δούλεψε σαν νταλκοτριβείο και αργότερα σαν ελαιοτριβείο. Πιθανά στην ίδια θέση ακόμη πιο παλιά να ήταν αλευρόμυλος. Οι κληρονόμοι του, Δ. και Γ. Λαγουμίδης παραχώρησαν στο δήμο την περίτεχνη δεξαμενή στον Αϊ Γιάννη και έτσι κατέβηκε το νερό από το Μαστηράκι επί δημαρχίας Καμπά.

Δεύτερη περιοχή

Στην δεύτερη περιοχή, στον Ταρσανά, βρίσκονταν τα σαπωνοποιεία, τα ελαιοτριβεία και ραφινερί των Ξυπτερά, Παπουτσάνη, Φρατζόγλου, Μαμάκου ή Μαμακέλη, Τραγάκη, Γεωργαντέλη και Αλκαίου Μεταξά. Το σαπωνοποιείο και ελαιοτριβείο Παπουτσάνη ήταν το πρώτο ατμοκίνητο στο Πλωμάρι (1870), διέθετε ένα καΐκι και ένα δεύτερο σαπωνοποιείο στην Σμύρνη, (ο Αθανασιάδης είχε εκεί το πυρηνεργοστάσιο του). Λένε ότι το ένα από τα δύο σαπωνοποιεία της Σμύρνης είχε χρώμα λουλακί και ίσως να είναι αυτό που κατέληξε στο Muharem, που αναφέρει ο Γιώργος Γιαννουλέλης στο βιβλίο του "Σεργιάνι στη Μέση Ανατολή".

Τρίτη περιοχή

Στην τρίτη περιοχή κατά μήκος το ποταμού Σεδούντα υπήρχαν τα σαπωνοποιεία Πούλια, Πιτσιλαδή και αργότερα του Χατζηβασιλείου. Το τελευταίο διακρινόταν για το πολύ καλό πράσινο σαπούνι που παρήγαγε, αφού προσαρμόστηκε στις απαιτήσεις της ελληνικής αγοράς (μετά το 1922) άντεξε μέχρι και την κατοχή και στη συνέχεια πουλήθηκε - μαζί με το ελαιοτριβείο στον Ιωάννη Καλδή, που διέθετε και ένα αυτοκίνητο γκαζοζέν. Από οικογένεια καπεταναίων ήταν οι ιδιοκτήτες του σαπωνοποιείου Πιτσιλαδή.

Τέταρτη περιοχή

Στην τέταρτη περιοχή μένει το ερειπωμένο σήμερα συγκρότημα της πυρηνομηχανής που ήταν και ραφινερί και σαπωνοποιείο του Σαράντη Ζαλούμη , που βρισκόταν στο δρόμο προς Άγιο Ισίδωρο και αργότερα του Παπαγεωργίου και του Βότσαλου.

Το ατμοκίνητο σαπωνοποιείο Παπουτσάνη (1870) Μέχρι το 1912 οι Παπουτσάνηδες διέθεταν ένα σημαντικό εμπορικό οίκο στην Πόλη και είναι γνωστό ότι το 1927 ο Κεμάλ επέτρεψε στον Νικόλαο Βαλακέλη να δουλέψει στο εκεί σαπωνοποιείο του Ουίλκινσον Βιντέλ προς 12.000δραχμές (Γεωργίου Σταύρου) το μήνα. Οι Τούρκοι πανηγύρισαν όταν ο Βαλακέλης ξανάψησε σωστά μια καζανιά σαπούνι, που είχαν για πέταμα. Ο Βιντέλ ήταν συνεταίρος του Γιαλούρη σε εργοστάσιο τάλκ στα Τσίλια και αυτή του η ιδιοκτησία σ’ ένα παλαιό σαπωνοποιείο στην Πόλη μας θυμίζει την Σμύρνη και το εκεί εργοστάσιο των Παπουτσάνηδων. Ο Παπουτσάνης αργότερα (1917) μεταφέρθηκε στον Πειραιά, όπως για ένα διάστημα έκαναν και οι Γεωργαντέληδες που είχαν σαπωνοποιείο και στη Ρόδο (Παναγιώτης Γεωργαντέλης). Προηγούμενα στη Ρόδο σαν εμπορικός αντιπρόσωπος των Πλωμαριτών δραστηριοποιόταν ο Τιμ. Αγιακάτσικας. Στους Αφούς Γεωργαντέλλη, αναφέρεται ειδικότερα ο συνάδελφός Δημήτρης Βερβέρης, ανήκε και το νεότερο σαπωνοποιείο του Ταρσανά, που το φουγάρο του είναι και αυτό χτισμένο με κουρασάνι και στέκει ακόμη. Διέθεταν και εκείνοι τράπεζα όπως και ο Τραγάκης. Τα κέρδη της επιχείρησης των Αφών Γεωργαντέλλη ήταν 767.932,90 δρχ. το 1921. Στο ίδιο συγκρότημα με τους Γεωργαντέληδες βρισκόταν το ελαιοτριβείο, το σαπωνοποιείο, το αλευροποιείο και το μακαρονοποιείο του Τραγάκη.

Τα μηχανήματα ήταν του Ισηγόνη από τη Σμύρνη.  Είναι ακόμη γνωστό ότι διέθετε το μεγαλύτερο Πλωμαρίτικο πλοίο και υποκατάστημα στην Καβάλα και τη Λαδόσκαλα της Πόλης όπως και ο Ξυπτεράς, αλλά τα στοιχεία που έχουμε γι’ αυτήν τη μεγάλη επιχείρηση του Πλωμαρίου είναι ελάχιστα, αν εξαιρέσουμε το πυρηνεργοστάσιο και το σαπωνοποιείο που διέθετε στον Πολιχνίτο καθώς και το ορυχείο λευκόλιθου και χρώμιου. Το λευκόλιθο μετέφεραν με χειροκίνητα βαγονάκια εναέρια και στη συνέχεια το φόρτωναν στη σκάλα για να γίνει μετά πιάτα πορσελάνινα.

Ο Ξυπτεράς προμήθευε με λάδι τον ελληνικό στρατό κατά την απελευθέρωση (1912) και διέθετε ένα ελαιοτριβείο και δυο σαπωνοποιεία, που το ένα μετατράπηκε σε ραφινερί. Ο Αλκαίος Μεταξάς, που ξεκίνησε πρώτος στη Λέσβο τ’ αρωματικά σαπούνια το 1892 και σπούδασε στο Πολυτεχνείο. Είχε δύο κτίρια. Στο πρώτο είχε καζάνι και στο δεύτερο που ήταν διώροφο είχε κάτω το παγοποιείο και πάνω παρασκεύαζε τ’ αρωματικά σαπούνια. Ήταν βρακοφόρος, όπως και οι περισσότεροι σαπωνοποιοί της εποχής του και τον διαδέχτηκε ο γιος του Φρίξος, που παρασκεύαζε επίσης θαυμάσια σαπούνια αλλά δεν άφησε απογόνους. Οι Αφοί Μαμακέλη είχαν υποκατάστημα στη Πάνορμο (με το Καρτσουνη) στη Ραιδεστό και τη Καβάλα. Το μεγαλύτερο καζάνι στο Πλωμάρι ήταν του Φρατζόγλου. Το φόρτωναν με 2000 λαγήνια λάδι, δηλαδή 16,4 t. Από εκεί συμπεραίνουμε ότι μια καζανιά παρήγαγε 24,6t σαπούνι, που δεν απέχει από τον ισχυρισμό ότι έβγαζε 35t σαπούνι με την βοήθεια και του τάλκ. Το ίδιο σαπωνοποιείο διέθετε δύο σκάλες. Τα σταθμά του είχαν μεταφερθεί από τη Ρωσία, αφού το σαπούνι του ταξίδευε στην Οδησσό.

Παρακμή σαπωνοποιίας Πλωμαρίου

Εκτός από τους άλλους σοβαρούς οικονομικούς λόγους, που οδήγησαν τη Πλωμαρίτικη σαπωνοποιεία σε παρακμή, αναφέρεται στο Πλωμάρι, ότι το σαπωνοποιείο Φρατζόγλου όπως και του Μαμακέλη δεν είχε καλή πρόσβαση από τον επάνω δρόμο και το γεγονός αυτό αύξανε τα έξοδα μεταφοράς και περιόρισε ακόμη περισσότερο τον κύκλο εργασιών του. Βέβαια αυτά τα σαπωνοποιεία είχαν αναπτυχθεί σε άλλες συνθήκες, όπου τα παράλια της Μικράς Ασίας της Προποντίδας και του Εύξεινου Πόντου αποτελούσαν το ζωτικό τους χώρο, τα περισσότερα από τα καζάνια τους λειτουργούσαν με πυρήνα και η μεταφορά του σαπουνιού γινόταν με ιστιοφόρα πλοία. Αυτές οι συνθήκες μεταβλήθηκαν δραματικά σε μια δεκαετία (1912-22) χωρίς να δοθούν λύσεις στα σοβαρά προβλήματα που προέκυψαν.

Οι πόλεμοι και οι συνέπειες του σαπουνιού

Από το 1912 μέχρι το 1928 το σαπούνι ταξίδευε και με τους Κοντραμπατζήδες στα Μικρασιατικά παραλία με τουρκικές σφραγίδες για ν’ αποφευχθεί η υψηλή φορολογία που είχαν επιβάλει οι Τούρκοι (11% για το σαπούνι 100% για το λάδι) αλλά και η Ελλάδα μετά το1922 (από 0,15 δραχμές σε 1,8 δραχμές, δηλαδή δεκαπλάσιος εξαγωγικός φόρος). Ακόμη στο μεσοπόλεμο φαίνεται ότι τα ταξίδια του σαπουνιού, προς την ελληνική αγορά "έβγαιναν" σε συνδυασμό με λαθρεμπόριο καπνού. Λέγεται ακόμη ότι ο βομβαρδισμός του Ναυπηγείου Γιαμουγιάννη από συμμαχικό υποβρύχιο στη γερμανική κατοχή, είχε σαν αιτία την "νόμιμη" μαύρη αγορά, που γινόταν από καΐκι δωσίλογου. Ένας άλλος είχε καταφέρει με τα "μέσα" που διέθετε να επιστρέψει ένα καΐκι, που είχε έλθει από τη Χίο φορτωμένο με τρόφιμα χωρίς να ξεφορτώσει (δίναμε για αντάλλαγμα λάδι). Το αποτέλεσμα ήταν να αυξάνουν τα κέρδη τους οι μαυραγορίτες από την έλλειψη τροφίμων. Για το σαπούνι βέβαια στη κατοχή, όπου υπήρχε μεγάλη έλλειψη σε σόδα κ.λ.π., ούτε λόγος. Έμοιαζε περισσότερο με τούβλο (από το πολύ ταλκ). Φτωχοί άνθρωποι μάζευαν λάδι (με μια γαλιά) που έτρεχε από τα πουλίμια σε ταγάρια, που είχαν διαμορφώσει έξω από τα ελαιοτριβεία και τα πουλούσαν στη συνέχεια για να σαπωνοποιηθούν. Επειδή η δουλειά του μεσημερά πληρωνόταν καλά (στη κατοχή με τρόφιμα) και δεν υπήρχε σύνταξη, ακόμη και 80 χρονών γέροι βρακοφόροι βούλωναν και "ξέσαζαν" το σαπούνι.


Μουσείο σαπουνιού (Σαπωνοποιείο Πούλια)

Ένα από τα σαπωνοποιία που λειτουργούν σήμερα σαν μουσείο είναι το σαπωνοποιείο Πούλια. Εκεί εκτίθενται εργαλεία παρασκευής του σαπουνιού, ετικέτες, περιτυλίγματα, καζάνια, καθώς και αντικείμενα των ιδιοκτητών του παλιού εργοστασίου. Στους κατάλληλα διαμορφωμένος χώρους του φιλοξενούνται ένα πλήθος από εκδηλώσεις και συνέδρια. Το αρχείο του, όπως και των Γεωργαντέλη και Χατζηβασιλείου αποτελούν τη βάση για κάθε σχετικό ερευνητή. Ο Ι. Πούλιας ήταν και Δήμαρχος του Πλωμαριού την εποχή του 1912.

Πηγές

[1] [2] [3] [4] [5]