Εκκλησιαστικά αξιώματα της Ορθόδοξης Εκκλησίας: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας |
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας |
||
Γραμμή 1:
== Διοικητικά Αξιώματα ==
=== Επίσκοποι ===
Γραμμή 7 ⟶ 5 :
* '''''[[Γενικός Πατριαρχικός Επίτροπος]]''''': Ο Διοικητικά Προϊστάμενος των Πατριαρχικών Περιφερειών.
* '''''[[Πατριαρχικός Επίτροπος]]''''': Ο Διοικητικά Προϊστάμενος μιας επιμέρους Πατριαρχικής Περιφέρειας (ή Επιτροπείας), κατά κανόνα Βοηθός Επίσκοπος, Μητροπολίτης ή Αρχιεπίσκοπος, σπανιώτερα αρχιμανδρίτης. [[Προσφωνήσεις|
::''Π.χ.: ''Πατριαρχικές Περιφέρειες Πατριαρχείου Ιεροσολύμων'': Κωνσταντινούπολης, Μόσχας, Αμμάν, Ιόππης, Γάζας, Ίρμπετ, Μαδηβά, Κατάρ.''
Γραμμή 20 ⟶ 18 :
::''Παράδειγμα προσφώνησης: Ὁ Σεβασμιώτατος Ἀρχιεπίσκοπος Θυατείρων καί Μεγάλης Βρεταννίας, ὑπέρτιμος καί ἔξαρχος Δυτικῆς Εὐρώπης καί Ἰρλανδίας κύριος (τάδε).''
* '''''[[Προκαθήμενος]]''''': Ο Διοικητικά Προϊστάμενος (Πρόεδρος) μιας [[Ιερά Σύνοδος|Ιεράς Συνόδου]] μιας Αυτοκέφαλης Εκκλησίας. Τέτοιοι είναι οι Πατριάρχες, οι Αρχιεπίσκοποι των Ελληνόφωνων Αυτοκέφαλων Ορθόδοξων Εκκλησιών ή οι Μητροπολίτες των Σλαβόφωνων Αυτοκέφαλων Ορθόδοξων Εκκλησιών. Γνώρισμα των προκαθήμενων (ή των Πρωθιεραρχών) είναι τα δύο [[αρχιερατικό εγκόλπιο|εγκόλπια]]: η Παναγία και ο Χριστός. [[Προσφωνήσεις|
* '''''[[Τοποτηρητής]]''''': Ο διοικητικός αντικαταστάτης μιας Αρχιερατικής Επαρχίας (Επισκοπής, Μητρόπολης, Αρχιεπισκοπής ή Πατριαρχείου), σε περίπτωση θανάτου ή αδυναμίας εκτέλεσης καθηκόντων ενός επαρχιούχου Επισκόπου, Μητροπολίτη, Αρχιεπισκόπου ή Πατριάρχη. Διορίζεται αμέσως μόλις διαπιστωθεί ότι χήρεψε ο Θρόνος και εκτελεί νόμιμα τα αρχιερατικά καθήκοντά του έως ότου εκλεγεί και [[ενθρόνιση|ενθρονιστεί]] νέος Επίσκοπος, Μητροπολίτης, Αρχιεπίσκοπος ή Πατριάρχης, αντίστοιχα. Συνήθως, τοποτηρητής ενός "Θρόνου εν χηρεία" ορίζεται ο αρχαιότερος εκ των χειροτονημένων αρχιερέων της Ιεράς Συνόδου, των οποίων η επαρχία του συνορεύει με εκείνη, που χηρεύει ο Θρόνος. Όμως, σε περίπτωση χηρείας του Θρόνου Προκαθήμενου Αυτοκέφαλης Εκκλησίας, συνήθως ορίζεται ο αρχαιότερος χειροτονημένος επαρχιούχος αρχιερέας στην Ιεραρχία της Ιεράς Συνόδου. Σε περίπτωση όπου μια επαρχία δεν διαθέτει πολλές ενορίες και συνεπώς πολλές αρχιερατικές υποχρεώσεις, είναι δυνατόν να μην έχει εκλεγμένο ποιμενάρχη, αλλά έναν ποιμενάρχη άλλης επαρχίας ή έναν βοηθό επίσκοπο, ως μόνιμο τοποτηρητή. Έτσι, ένας αρχιερέας δεν αποκλείεται να είναι ταυτόχρονα τοποτηρητής σε δύο ή περισσότερες επαρχίες. [[Προσφωνήσεις|
* '''''[[Συνοδικός Αρχιερέας]]''''': Είναι ένα συνοδικά εκλεγμένο και διορισμένο μέλος μιας [[Ιερά Σύνοδος|Ιεράς Συνόδου]], επιφορτισμένο με τις αρμοδιότητες και τις εξουσίες αυτής. Μετέχει των συνοδικών συνεδριάσεων με δικαίωμα ψήφου επί των συνοδικών αποφάσεων. Συνήθως, μέλη μιας [[Ιερά Σύνοδος|Ιεράς Συνόδου]] είναι όλοι οι επαρχιούχοι και οι κανονικά εψηφισμένοι και χειροτονημένοι αρχιερείς μιας Αυτοκέφαλης Ορθόδοξης Εκκλησίας. Ωστόσο, επειδή συχνά οι αποστάσεις και οι επαρχιακές υποχρεώσεις δεν επιτρέπουν σε όλους τους αρχιερείς να συνέρχονται σε έναν τόπο ανά πάσα στιγμή, για να αντιμετωπίζουν τα τρέχοντα συνοδικά ζητήματα, εκλέγεται ένας ορισμένος αριθμός λίγων αρχιερέων ως συνοδικά μέλη, για ένα ορισμένο χρονικό διάστημα (θητεία), με σκοπό την άσκηση των καθηκόντων και των αρμοδιοτήτων της Συνόδου τους. Τυπικό παράδειγμα αποτελεί η "Διαρκής Ιερά Σύνοδος" της [[Εκκλησία της Ελλάδος|Εκκλησίας της Ελλάδος]], η οποία ασχολείται με τα τρέχοντα και αποτελείται μόνο από τον [[Αρχιεπίσκοπος Αθηνών|Αρχιεπίσκοπο Αθήνων]] ως πρόεδρο και άλλους 12 συνοδικούς αρχιερείς ως μέλη, τα οποία ανανεώνονται κάθε έτος, εν αντιθέσει με την "Ολομέλεια" ή Ιεραρχία της Ιεράς Συνόδου της [[Εκκλησία της Ελλάδος|Εκκλησίας της Ελλάδος]], η οποία ασχολείται με πιο σοβαρά ζητήματα και απαρτίζεται από 81 μητροπολίτες-μέλη, τα οποία αντικαθίστανται μόνο μετά από τον θάνατο ή την παραίτησή τους. [[Προσφωνήσεις|
* '''''[[Αρχιγραμματέας]]''''': Ο διοικητικά προϊστάμενος της Γραμματείας μιας [[Ιερά Σύνοδος|Ιεράς Συνόδου]] κατ' αναλογία με το αξίωμα του [[Πρωτοσύγκελος|Πρωτοσύγκελου]] σε μια Επισκοπή ή Μητρόπολη. Ανάλογα με το μέγεθος και τον κανονισμό της Συνόδου ο Αρχιγραμματέας μπορεί να είναι είτε [[επίσκοπος]]
* '''''[[Τιτουλάριος Μητροπολίτης|Βοηθός Επίσκοπος]]''''': Είναι κανονικός αρχιερέας εκλεγμένος και διορισμένος εξ' αρχής, για να βοηθήσει στην διοίκηση μιας μεγάλης Μητρόπολης, μιας Αρχιεπισκοπής ή ενός Πατριαρχείου. Δεν είναι ενεργό μέλος στην [[Ιερά Σύνοδος|Ιερά Σύνοδο]], που ανήκει. Φέρει ψιλό τίτλο "πάλαι ποτέ διαλαμψάσης" Επισκοπής και επιπροσθέτως τον τίτλο ''Βοηθός Επίσκοπος της Μητροπόλεως/Αρχιεπισκοπής (τάδε)''. Αν και διακρίνεται από τον '''''επαρχιούχο''' επίσκοπο'', συνήθως προσφωνείται επίσης ''Θεοφιλέστατος''.
* '''''[[Τιτουλάριος Μητροπολίτης|Χωρεπίσκοπος]]''''': Είναι τίτλος παρόμοιο με αυτό του Βοηθού Επισκόπου. Απαντάται πολύ συχνά στην [[Εκκλησία της Κύπρου]]. Στα πρώτα χρόνια της εμφάνισής τους (3ος αιώνας), οι χωρεπίσκοποι ήταν κανονικά χειροτονημένοι επίσκοποι, που εκλέγονταν αποκλειστικά, για να ποιμάνουν την χώρα, δηλαδή κωμοπόλεις και χωρία μιας μεγάλης επαρχίας. Σε αντίθεση με τους Μητροπολίτες (δηλ. τους επισκόπους των πόλεων), οι χωρεπίσκοποι (δηλ. οι επίσκοποι της χώρας) είχαν περιορισμένες δικαιοδοσίες, οι οποίες δίδονταν σε αυτούς από τους Μητροπολίτες, στους οποίους υπάγονταν. Αρχικά, μπορούσαν να χειροτονούν μόνο κατώτερους κληρικούς (ιεροψάλτες, αναγνώστς και υποδιακόνους). Επί βενετοκρατίας, η Κέρκυρα διοικούνταν εκκλησιαστικά από ιερέα, που καλούνταν πρωτοπαπάς και προσαγορευόταν "Θεοφιλέστατος Χωρεπίσκοπος Κερκύρας".<ref>βλ. Ενορία καί Μονή στην Εκκλησιαστική Παράδοση, π. Ευαγγέλου Παχυγιανάκη, εκδόσεις Ακρίτας, 1993, σελ 88.</ref> Γενικά, [[Προσφωνήσεις|προσφωνούνται]] ''Θεοφιλέστατοι''.
=== Πρεσβύτεροι ===
* '''''[[Γενικός Αρχιερατικός Επίτροπος]]''''': ο Διοικητικά Προϊστάμενος των Μητροπολιτικών Περιφερειών.
* '''''[[Αρχιερατικός Επίτροπος]]''''': ο Διοικητικά Προϊστάμενος μιας επιμέρους Μητροπολιτικής Περιφέρειας. Ανάλογα με το μέγεθος και την σημαντικότητα της Περιφέρειας ο αρχιερατικός επίτροπος μπορεί να είναι βοηθός επίσκοπος ή πρεσβύτερος.[[Προσφωνήσεις|
::''Π.χ.: ''Περιφέρειες Μητροπόλεως Μαντινείας και Κυνουρίας'': Τριπόλεως, Βαλτετσίου, Κεντρικής Μαντινείας, Τεγέας, Παλλαντίου, Καστρίου, Αστρους, Λεωνιδίου κ.α.''
* '''''[[Πρωτοσύγκελος]]''''': ο άμεσος συνεργάτης ενός Μητροπολίτη, κατά κανόνα [[Αρχιμανδρίτης]]. Αναμβάνει το έργο του Αρχιγραμματέα της Μητρόπολης. Λέγεται έτσι επειδή παλαιότερα, ήταν ο πρώτος από τους σύγγελους, δηλαδή τους γραμματείς.
=== Μοναχοί ===
* '''''[[Καθηγούμενος]]''''': Διοικητικά προϊστάμενος μιας ανδρώας μοναστικής αδελφότητας. Στην καθομιλουμένη, καλείται "Ηγούμενος". Προσφώνηση κατά την ιερατική τάξη τους. Στις ανδρώες (ανδρικές) Μονές, ο ηγούμενος είναι κατά κανόνα '''''[[Ιερομόναχος]]''''' και κατ' εξαίρεση [[επίσκοπος]], ενώ σπανιότερα '''''[[ιεροδιάκονος]]''''' ή απλός [[μοναχός]].
* '''''[[Καθηγουμένη]]''''': Διοικητικά προϊσταμένη μιας γυναικείας μοναστικής αδελφότητας. Στην καθομιλουμένη, καλείται "Ηγουμένη".
Γραμμή 57 ⟶ 55 :
=== Πρεσβύτεροι ===
Τα Εκκλησιαστικά Οφφίκια είναι εκκλησιαστικές τιμητικές διακρίσεις, που απονέμονται εκ μέρους του επιχώριου Μητροπολίτου στους διαπρέψαντες ενάρετους και εκκλησιαστικά δραστήριους κληρικούς, μοναχούς και λαϊκούς της επαρχίας αυτού. Παρακάτω παρατίθενται τα οφφίκια, που απονέμονται μόνο σε κληρικούς σύμφωνα με τον κανονισμό υπ' αριθμ. 142/1999 "Περί Απονομής εκκλησιαστικών οφφικίων εν τη [[Εκκλησία της Ελλάδος]]". Η σειρά με την οποία παρατίθενται είναι η σειρά του προβαδίσματος των Οφφικιούχων Πρεσβυτέρων βάσει της μέχρι τώρα κρατούσας τάξης. [[Προσφωνήσεις|
* '''''[[Αρχιμανδρίτης]]'''''. Ο Αρχιμανδρίτης προΐσταται της «πνευματικής μάνδρας των λογικών προβάτων του Χριστού», δηλαδή θεωρείται ως ηγούμενος μιας Ιεράς Μονής, που είναι επιφορτισμένος με το ιερατικό καθήκον της τέλεσης των ιεροπραξιών της μονής της μετανοίας τους. Στις περισσότερες Ορθόδοξες Εκκλησίες οι Αρχιμανδρίτες δεν επιτρέπεται να ιερουργούν ως τακτικοί ιερείς σε ενορίες, παρά μόνο για τις λατρευτικές ανάγκες του μοναστηριού, στο οποίο είναι εγγεγραμμένοι. Παρ' όλα αυτά, στην Ελλάδα<ref>από το 1959 και έπειτα</ref> επιτρέπεται η τέλεση των ιεροπραξιών από αρχιμανδρίτες και σε ενορίες. Συγκεκριμένα, η [[Εκκλησία της Ελλάδος]] απονέμει το οφφίκιο του Αρχιμανδρίτη μόνο σε άγαμους ή εν χηρεία κληρικούς<ref>όχι κατ' ανάγκην ιερομόναχοι</ref>, οι οποίοι φέρουν τον δεύτερο βαθμό της ιεροσύνης από τριετίας, είναι άνω των 30 ετών και είναι κάτοχοι πτυχίου Ανώτατης Εκπαίδευσης. Εκτός από το Επανωκαλύμμαυχο των μοναχών, χαρακτηριστικό διάσημο των Αρχιμανδριτών είναι ο εγκόλπιος σταυρός και το επιγονάτιο, που φέρουν κατά τη διάρκεια της [[Θεία Λειτουργία|Θείας Λειτουργίας]].
Γραμμή 73 ⟶ 71 :
* '''''[[Αρχιαδιάκονος]]''''': Το οφφίκιο απονέμεται σε έγγαμους [[διάκονος|διακόνους]] ή άγαμους [[διάκονος|διακόνους]] (ιεροδιακόνους) τουλάχιστον από έτους και είναι άνω των 25 ετών. Εκτός από το ''Επανωκαλύμμαυχο'' των μοναχών, που φέρουν οι [[ιεροδιάκονοι]], χαρακτηριστικό διάσημο των Αρχιδιακόνων είναι το διπλό [[οράριο]]. Στην [[Ελληνορθόδοξη Εκκλησία]], όλοι οι διακόνοι φέρουν το διπλό οράριο, αλλά στις σλαβόφωνες [[Ορθόδοξες Εκκλησίες]] διατηρείται ακόμη η αρχαιότερη εκδοχή του απλού οραρίου, όπως εικονίζεται στις αγιογραφίες. Το διπλό οράριο έχει διπλάσιο μήκος από το απλό οράριο. Ενώ το απλό οράριο κρέμεται απλά στο αριστερό ώμο του διακόνου, το διπλό οράριο τυλίγεται γύρω από την μέση και κάτω από το δεξί χέρι του αρχιδιακόνου. Σε κάθε μητρόπολη υπάρχει μόνο ένας Αρχιδιάκονος.
* '''''[[Πρωτοδιάκονος]]''''': Το συγκεκριμένο οφφίκιο υφίσταται στη Ρωσική Εκκλησία και απονέμεται σε μόνο σε έγγαμους [[διάκονος|διακόνους]], ενώ το οφφίκιο του ''[[Αρχιδιάκονος|Αρχιδιακόνου]]'' μόνο σε άγαμους [[Ιεροδιάκονος|ιεροδιακόνους]]. Όπως και οι Αρχιδιάκονοι, έτσι και οι Πρωτοδιάκονοι φέρουν το διπλό [[οράριο]].
== Άλλα οφφίκια ==
===
* '''''[[Πρωθιερέας]] ή Πρωτόπαπας''''': Αυτός ο τίτλος χρησιμοποιήθηκε κυρίως στα Επτάνησα, στους χρόνους της Ενετο- Αγγλο- Γαλλο- κρατίας, όταν οι Λατίνοι δεν επέτρεπαν την ύπαρξη Μητροπολίτη, επειδή ήθελαν να προβάλουν το Λατίνο Επίσκοπο. Σ'αυτήν την περίπτωση ο Πρωτόπαπας (έγγαμος Ιερέας) διοικούσε υπηρεσιακά τη Μητρόπολη, χωρίς να έχει το δικαίωμα, φυσικά, να ενεργεί τα του Επισκόπου (Xειροτονίες κ.λπ.). Σήμερα ο τίτλος αυτός συναντάται ευρύτατα στις Σλαβικές Εκκλησίες. Είναι ο ανώτερος βαθμός στον οποίο μπορεί να φτάσει έγγαμος κληρικός των Εκκλησιών αυτών. Διακρίνεται από τον πρεσβύτερο, καθώς φοράει επιγονάτιο και σταυρό. Αλλά και από τον Πρωτοπρεσβύτερο διότι φέρει κόκκινη ταινία διαγώνια στο στήθος απο τα δεξιά του προς τα αριστερά.▼
* '''''[[Πνευματικός/Εξομολόγος]]''''': Το οφφίκιο της '''πνευματικής πατρότητας''' απονέμεται σε πρεσβύτερους από τον οικείο ιεράρχη, στο όνομα του οποίου μπορούν να εξομολογούν τους πιστούς.
* '''''[[Ιεροκήρυκας]]''''': Ο επιτετραμμένος ενός Μητροπολίτη κληρικός, ο οποίος αναλαμβάνει το έργο του κηρύγματος εντός της Μητρόπολης. Συνηθίζεται σε κάθε [[Μητρόπολη]] να υπάρχει μόνο ένας Ιεροκήρυκας, ο οποίος κηρύσσει από τον άμβωνα το θείο λόγο και τα ηθικά καθήκοντα των πιστών ανθρώπων. Το οφφίκιο αυτό μπορεί να δοθεί και σε Διάκονο.
=== Κατώτερος Κλήρος ===
▲* '''''[[Πνευματικός]]''''': Το οφφίκιο της '''πνευματικής πατρότητας''' απονέμεται σε πρεσβύτερους από τον οικείο ιεράρχη, στο όνομα του οποίου μπορούν να εξομολογούν τους πιστούς. Δηλαδή, με αυτό το οφφίκιο ένας ιερέας γίνεται εξομολόγος. Διάσημο των πνευματικών-εξομολόγων, που φέρουν κατά την τέλεση της Θείας Λειτουργίας, είναι το [[Επιγονάτιο]], που συμβολίζει ''την πνευματική μάχαιρα και την μάχαιρα του πνεύματος''.
▲* '''''[[Πρωθιερέας]] ή Πρωτόπαπας''''': Αυτός ο τίτλος χρησιμοποιήθηκε κυρίως στα Επτάνησα, στους χρόνους της Ενετο- Αγγλο- Γαλλο- κρατίας, όταν οι Λατίνοι δεν επέτρεπαν την ύπαρξη Μητροπολίτη, επειδή ήθελαν να προβάλουν το Λατίνο Επίσκοπο. Σ'αυτήν την περίπτωση ο Πρωτόπαπας (έγγαμος Ιερέας) διοικούσε υπηρεσιακά τη Μητρόπολη, χωρίς να έχει το δικαίωμα, φυσικά, να ενεργεί τα του Επισκόπου (Xειροτονίες κ.λπ.). Σήμερα ο τίτλος αυτός συναντάται στις Σλαβικές Εκκλησίες.
* '''''[[Υποδιάκονος]]''''': είναι εκκλησιαστικό αξίωμα της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας που προηγείται πάντα και υποχρεωτικά της χειροτονίας κάποιου σε [[διάκονος|Διάκονο]]. Στα βυζαντινά χρόνια, όπως και σήμερα, προηγείτο η χειροθεσία του Υποδιακόνου της χειροτονίας σε Διάκονο ικανό χρονικό διάστημα κατά το οποίο ο υποψήφιος Διάκονος προετοιμαζόταν για τον ρόλο του Διακόνου. Υπάρχει περίπτωση την χειροθεσία σε Υποδιάκονο να ακολουθήσει την ίδια ημέρα η χειροτονία σε Διάκονο, όχι όμως και η χειροτονία σε Πρεσβύτερο.
* '''''[[Νεωκόρος]]''''': Βασικός υπηρέτης ενός ιερού ναού. Δεν έχει ιερατικά καθήκοντα, αλλά ενοριακά. Μερικά από αυτά είναι ο καθαρισμός και ο στολισμός του ιερού ναού και των ιερών εικόνων, το άναμμα των κανδηλών και των λαμπάδων, η κωδωνοκρουσία των σημάντρων κ.ά. Συνήθως σε μια ενορία υπηρετούν περισσότεροι του ενός νεωκόρου, άνδρες και γυναίκες.
* '''''[[Διακόνισσα]]''''': Ο όρος διάκονος σημαίνει κατά βάση «υπηρέτης». Ιστορικά η διακόνισσα ανάγεται στα πρώτα χρόνια της ίδρυσης του Χριστιανισμού, όπου οι διάκονοι δεν ήταν ακόμη συνδεδεμένοι με ιερατικά καθήκοντα αλλά ήταν άνδρες και γυναίκες, οι οποίοι μεριμνούσαν για τις ανάγκες των πρώτων εκείνων χριστιανικών κοινοτήτων. Οι διακόνισσες επιλέγονταν ιδιαίτερα γιατί φρόντιζαν καλύτερα τις πτωχές γυναίκες. Αργότερα, το αξίωμα ατόνησε και εγκαταλήφθηκε οριστικά από τον 12ο αιώνα μ.Χ. Τα τελευταία χρόνια επιχειρήθηκε να επανέλθει επί Αρχιεπισκόπου Αθηνών Χριστόδουλου υπό την προϋπόθεση να δίδεται σε άγαμες γυναίκες. Βεβαίως, ''διακόνισσα'' καλείται και η σύζυγος του έγγαμου διακόνου κατ' αντιστοιχία της συζύγου του έγγαμου (πρωτο)πρεσβυτέρου, η οποία καλείται ''(πρωτο)πρεσβυτέρα''.
=== Ιεροψάλτες ===▼
▲==== Ιεροψάλτες ====
* '''''[[Κανονάρχης]]''''': ονομάζεται το εκκλησιαστικό αξίωμα και ο τίτλος που δίδεται σε κατώτερο κληρικό ([[Ιεροψάλτης|Ιεροψάλτη]]) ο οποίος κρατεί το Ισσοκράτημα δηλαδή δίνει τη μουσική βάση πάνω στην οποία θα ψάλει ο ψάλτης ή ο Πρωτοψάλτης.
Γραμμή 98 ⟶ 94 :
* '''''[[Αναγνώστης]]''''': είναι αυτόνομος βαθμός κατώτερου κληρικού, τόσο στην Ορθόδοξη όσο και στη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία, του οποίου η διακονία έχει να κάνει με την ανάγνωση αγιογραφικών κειμένων, τα οποία σε συνέχεια της ιουδαϊκής παράδοσης αναγιγνώσκονται στις χριστιανικές ακολουθίες κατά την τέλεση των Ιερών Μυστηρίων. Συνήθως ο βαθμός του Αναγνώστη αποτελεί προπαρασκευαστικό στάδιο για την είσοδο κάποιου στον ανώτερο κλήρο ενώ αρκετές φορές απονέμεται και στους ιεροψάλτες. Η χειροθεσία κάποιου σε αναγνώστη γίνεται από τον Επίσκοπο με την ανάγνωση ειδικής ευχής. Ο κύριος λόγος της δημιουργίας αυτής της ειδικής τάξης κληρικών ήταν η ανάγκη για πρόσωπα με εξειδικευμένη καλλιέργεια στην ανάγνωση των Γραφών. Στην Εκκλησία της Ελλάδος, σήμερα, είναι ο μοναδικός, από τους πολλούς παλαιότερους, βαθμός κατώτερου κληρικού που εξακολουθεί να υφίσταται.
== Οφφίκια του Οικουμενικού Πατριαρχείου ==
Γραμμή 209 ⟶ 206 :
* '''''[[Αρχιτέκτων των Πατριαρχείων]]''''': Οφφίκιο, που απονέμεται σε αρχιτέκτονες, που υπηρετούν στο Οικουμενικό Πατριαρχείο.
* '''''[[
* [[Άρχων των Αντιμισίων]]
* [[Άρχων των Μοναστηρίων]]
* [[Άρχων των Φώτων]]
* '''''[[Ασηκρήτις]]''''': Ο Ασηκρήτις ή Ασεκρήτις προέρχεται από τη λατινική λέξη ''scriba'' (γραμματέας) και περιγράφει τα καθήκοντα του γραφιά. Η θέση του ήταν εμπιστευτική και γι' αυτό οι ασηκρίτες είχαν απαραίτητα υψηλή μόρφωση και ευρύτατη γλωσσομάθεια. Περιστασιακά προΐδρευε των δικαστικών συνεδριάσεων του Αυτοκράτορα. Εκκλησιαστικά, ταυτίζεται τρόπον τινά με το οφφίκιο του Νοτάριου. Ο προϊστάμενος των ασηκριτών ήταν ο '''''[[Πρωτοασηκρήτις]]'''''.▼
▲* '''''[[Ασηκρήτις]]''''': Ο Ασηκρήτις ή Ασεκρήτις προέρχεται από τη λατινική λέξη ''scriba'' (γραμματέας) και περιγράφει τα καθήκοντα του γραφιά. Η θέση του ήταν εμπιστευτική και γι' αυτό οι ασηκρίτες είχαν απαραίτητα υψηλή μόρφωση και ευρύτατη γλωσσομάθεια. Περιστασιακά προΐδρευε των δικαστικών συνεδριάσεων του Αυτοκράτορα. Εκκλησιαστικά, ταυτίζεται τρόπον τινά με το οφφίκιο του Νοτάριου.
* '''''[[Διερμηνεύς]]''''': Είναι πολιτικό και εκκλησιαστικό αξίωμα στην αρχαία έλληνο-ρωμαϊκή ιστορία, βυζαντινή αυτοκρατορία και Ορθόδοξη Χριστιανική Εκκλησία. Το αξίωμα αυτό είναι πολύ παλαιό στη ζωή των διαφόρων λαών, αν και με όχι επίσημο χαρακτήρα, διακρίνεται δε σε πολλές μορφές. Στην αρχή ο διερμηνέας θεωρείται ο ερμηνευτής των λογίων του Θεού. Η λέξη διερμηνεύς προέρχεται από το ρήμα "ερμηνεύω" το οποίο έχει διπλή μορφή και σημαίνει, πρώτο, ότι κάποιος δύναται να εξηγήσει την έννοια ενός πράγματος, ή ότι δύναται να συλλάβει υπό το φως της ατομικής του πίστεως, της κρίσεως ή και των περιστάσεων, το νόημα ενός πράγματος και να δώσει μια ερμηνεία σε αυτό, και δεύτερο, ο διερμηνεύς δύναται να εκπροσωπήσει κάτι διά της εκτελέσεως ενός έργου, ή να ενεργήσει ως διερμηνεύς μεταξύ δυο ή και πλέον ομιλητών διαφόρων γλωσσών. Οι διερμηνείς ανελάμβαναν την ερμηνεία των διαφόρων συζητήσεων κοινών θεμάτων μαζί με άλλες Εκκλησίες. Ο πρώτος των διερμηνεών καλούνταν '''''«Μέγας Διερμηνεύς»'''''.
Γραμμή 217 ⟶ 220 :
* '''''[[Δικαιοφύλαξ]]''''': Οι δικαιοφύλακες ήταν νομικοί σύμβουλοι υπέρ των δικαιωμάτων της Εκκλησίας και του λαού του Βυζαντίου.
* '''''[[(Μέγας) Εκκλησιάρχης]]'''''.
* [[Επί των Δεήσεων]]
* [[Επί της Ιεράς Καταστάσεως]]
* [[Επί των Κρίσεων]]
* [[Επί των Σεκρέτων]]
* [[Εταιριάρχης]]
* [[Ευεργέτης|(Μέγας) Ευεργέτης]]
* [[Λαμπαδάριος της Αγιωτάτης Αρχιεπισκοπής Κωνσταντινουπόλεως]]
* [[Λογοθέτης Γενικού]]
* [[Λογοθέτης Οικιακών]]
* '''''[[Μανδάτωρ]]''''': Ο ακόλουθος του Πατριάρχη που φέρει ράβδο και με τους κτύπους στο έδαφος σημαίνει την άφιξη, διέλευση ή αποχώρησή του. Στις Επισκοπές χρέη Μανδάτωρος εκτελεί ο ''Πρωτοσύγκελος της Μητρόπολης'', που φέρει σχετική ράβδο (με επιπρόσθετα καθήκοντα του τελετάρχη στις λιτανείες). Κατά δε τη διάρκεια των Αρχιερατικών συλλείτουργων χρέη Μανδάτωρα εκτελεί ο Αρχιδιάκονος ή Διάκονος κατά την αναγγελία της φήμης ενός εκάστου Αρχιερέως. Επί Βυζαντίου, ήταν ανώτατος υπάλληλος της Βασιλικής (Αυτοκρατορικής) Αυλής, έργο του οποίου ήταν να μεταβιβάζει τις διαταγές του Αυτοκράτορα. Το αξίωμα αυτό έφεραν πολλοί, με επί κεφαλής αυτών τον '''''"Πρωτομανδάτωρα"'''''.
* '''''[[Μυρεψός]]''''': Ο Μυρεψός ήταν τιμητικός τίτλος, ο οποίος αποδιδόταν κατά τους βυζαντινούς χρόνους σε γιατρούς. Ο τίτλος αυτός διατηρείται μέχρι και σήμερα και απονέμεται από το Οικουμενικό Πατριαρχείο, στην έδρα του οποίου εξάλλου κάθε 10 χρόνια παρασκευάζεται το Άγιο Μύρο. Ο '''''Άρχων Μυρεψός''''' χειροθετούνταν από του Πατριάρχη την Κυριακήν των Βαίων και μαζί με τους «Ειδικούς Κοσμήτορες» είχαν την ευθύνη για την κατασκευή του Αγίου Μύρου.
* '''''[[Νομοδότης]]'''''.
* '''''[[Νομοφύλαξ]]''''': Οφφίκιο που χακτήριζε τους διαπρεπείς νομομαθείς και νομοθέτες του Βυζαντίου. Εκκλησιαστικά, αποδίδεδεται σε νομομαθείς κληρικούς.
Γραμμή 230 ⟶ 246 :
* '''''[[Οστιάριος]]''''': Ο Οστιάριος προέρχεται από τη λέξη «οstium» (θύρες) και περιγράφει τα καθήκοντα του θυρωρού, ο οποίος συνόδευε και παρουσίαζε ξένους αντιπροσώπους, αξιωματούχους και πρεσβευτές ενώπιον του Αυτοκράτορα. Εκκλησιαστικά, ο Οστιάριος φρόντιζε για την τάξη εντός του ιερού ναού και ήλεγχε το άνοιγμα και το κλείσιμο των θυρών του, κυρίως κατά την καθιερωμένη τάξη μεταξύ της [[Θεία Λειτουργία|Λειτουργίας των Κατηχουμένων]] και αυτής των [[Θεία Λειτουργία|Πιστών]]. Επίσης, απέτρεπε την είσοδο σε μη βαπτισμένα ατόμα και στις επίσημες τελετές και εκδηλώσεις προπορευόταν του Αρχιερέα κρατώντας τη ράβδο του. Για να γίνει κάποιος Οστιάριος τελούνταν ειδική Ιερά Ακολουθία, που βρίσκεται στο Μέγα Ευχολόγιο ως «Τάξις δια τον εισερχόμενον εις διακονίαν εκκλησιαστικήν». Συχνά απαντούνται ταυτόχρονα δύο Οστιάροι, οι οποίοι διακρίνονται ως '''''Πρώτος Οστιάριος''''' και '''''Δεύτερος Οστιάριος'''''.
* [[Πριμικήριος των Νοταρίων]]
* [[Πρωταποστολάριος]]
* [[Πρωτοβιστιάριος]]
* '''''[[Πρωτοκανονάρχης]]''''': Ο Πρωτοκανονάρχης, κρατεί το ισοκράτημα και δίνει τη μουσικήν βάση της ψαλμωδίας. Επίσης, απαγγέλει τη μουσική φράσιν, την οποία ακολουθεί ο ψάλτης, στην τονική συνήθως του ήχου.
Γραμμή 247 ⟶ 270 :
* '''''[[Χοράρχης]]''''': Οφφίκιο, που απονέμεται σε διακεκριμένους χοράρχες (προίσταμένους εκκλησιαστικών χορωδιών).
* '''''[[Χρονογράφος του Οικουμενικού Πατριαρχείου]]''''': Οφφίκιο, που απονέμεται σε διακεκριμένους χρονογράφους, που ασχολήθηκαν με το Οικουμενικό Πατριαρχείο
== Δείτε επίσης ==
|