Εξαρχάτο της Ραβέννας: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Ετικέτα: μεγάλη προσθήκη
(Καμία διαφορά)

Έκδοση από την 09:18, 26 Αυγούστου 2015

Το Εξαρχάτο της Ραβένα ήταν διοικητική διαίρεση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας στην Ιταλική χερσόνησο από το 568 έως και το 751 όταν ο τελευταίος έξαρχος δολοφονήθηκε από τους Λομβαρδούς.

Το εξαρχάτο και το Λομβαρδικό βασίλειο

Ιστορία

Διαίρεση Εξαρχίας

Η εξαρχία οργανώθηκε από τον αυτοκράτορα Μαυρίκιο[1] ενώνοντας τις προηγούμενες επαρχίες σε μια. Το εξαρχάτο διοικητικά χωρίζονταν σε υποδιαιρέσεις, τα δουκάτα[2] (δηλαδή το Δουκάτο της Ρώμης, Δουκάτο της Βενετίας, Δουκάτο της Καλαβρίας, Δουκάτο της Νάπολης, Δουκάτο της Περούτζια, Δουκάτο της Πενταπόλεως, Δουκάτο της Λευκανίας, Δουκάτο του Σορέντο κ.λπ.), τα οποία ήταν κυρίως οι παράκτιες πόλεις στην ιταλική χερσόνησο, δεδομένου ότι οι Λομβαρδοί είχαν κατακτήσει σχεδόν όλη την ενδοχώρα.

Γεωγραφία

Ο πολιτικός και στρατιωτικός επικεφαλής αυτών των αυτοκρατορικών κτήσεων, ήταν ο Έξαρχος, ο εκπρόσωπος στην Ραβέννα του αυτοκράτορα της Κωνσταντινούπολης[3]. Η γύρω περιοχή προσβάσιμη από τον ποταμό Πάδο η οποία χρησίμευσε ως όριο με τη Βενετία στο βορρά με την Πεντάπολη στο Ρίμινι στο νότο, τα σύνορα Πεντάπολης κατά μήκος της Αδριατικής ακτής και έφτασε ακόμα σε πόλεις μακριά από την ακτή, όπως το Φορλί. Όλο αυτό το έδαφος βρίσκεται στην ανατολική πλευρά των Απεννίνων και ήταν υπό την άμεση διοίκηση του εξάρχου και αποτέλεσαν την Εξαρχία με τη στενή έννοια. Οι γύρω περιοχές διέπονταν από δούκες και μάγιστρους λιγότερο ή περισσότερο υπό την εξουσία του. Από την πλευρά της Κωνσταντινούπολης, η Εξαρχία αποτελούσε την επαρχία της Ιταλίας.

Η εξαρχία

Η Εξαρχία της Ραβέννας δεν ήταν η μοναδική βυζαντινή επαρχία στην Ιταλία. Η Βυζαντινή Σικελία αποτέλεσε ξεχωριστή επαρχία, με την Κορσική και τη Σαρδηνία, ενώ παρέμεινε βυζαντινή, ανήκε στο Εξαρχάτο της Αφρικής.

Οι Λομβαρδοί είχαν πρωτεύουσά τους στην Παβία και έλεγχαν τη μεγάλη κοιλάδα του Πάδου. Η σφήνα των Λομβαρδών στην Ιταλία εξαπλώθηκε προς τα νότια, και καθιέρωσε, Λομβαρδικά, δουκάτα σε Σπολέτο και Μπενεβέντο που έλεγχαν το εσωτερικό, ενώ οι Βυζαντινοί διοικητές περισσότερο ή λιγότερο έλεγχαν τις ακτές.

Σιγά σιγά ο έξαρχος στην Ιταλία χάνει πολλά εδάφη από τους Λομβαρδούς, αν και κατά όνομα ελεγχόμενες περιοχές όπως η Λιγουρία (εντελώς χαμένη το 640 από τους Λομβαρδούς[4]), ή Νάπολη και η Καλαβρία (κατακτήθηκαν από το Λομβαρδικό δουκάτο του Μπενεβέντο[5]). Στη Ρώμη ο Πάπας ήταν ο πραγματικός κύριος.

Στο τέλος το 740, η Εξαρχία αποτελείται από την Ίστρια, την Βενετία, την Φεράρα, την Ραβένα, την Πεντάπολη, και την Περούτζια. Οι Λομβαρδοί τελικά κατέλαβαν και τη Ραβένα το 751 ενώ ο πάπας, διαχωρίζεται από την βυζαντινή Αυτοκρατορία μετά τις μεταρρυθμίσεις κατά την εικονομαχία.

Η σχέση μεταξύ του Πάπα στη Ρώμη και τον Έξαρχο στη Ραβέννα ήταν μια δυναμική που θα μπορούσε να βλάψει ή να βοηθήσει την αυτοκρατορία. Ο παπισμός θα μπορούσε να αποτελέσει όχημα για την τοπική δυσαρέσκεια. Η παλιά ρωμαϊκή συγκλητική αριστοκρατία δυσαρεστήθηκε όταν έπρεπε να διοικείτε από έναν Έξαρχο ο οποίος θεωρείται από πολλούς ενοχλητικός αλλοδαπός. Έτσι, ο έξαρχος αντιμετώπιζε απειλές που παρεμπόδιζαν πολύ την πραγματική πρόοδο και την ανάπτυξη.

Στην εσωτερική ιστορία της, η εξαρχία υπόκειται στις επιδράσεις του κατακερματισμού που οδηγεί στην υποδιαίρεση της κυριαρχίας και της δημιουργίας της φεουδαρχίας σε όλη την Ευρώπη. Βήμα προς βήμα, και παρά τις προσπάθειες των αυτοκρατόρων στην Κωνσταντινούπολη, οι μεγάλοι αυτοκρατορικοί αξιωματούχοι έγιναν τοπικοί γαιοκτήμονες, και με συμμαχίες είχαν παρεισφρήσει στη σφαίρα της αυτοκρατορικής διοίκησης. Εν τω μεταξύ, η ανάγκη για την παροχή και την υπεράσπιση των αυτοκρατορικών εδαφών ενάντια στους Λομβαρδούς οδήγησε στο σχηματισμό τοπικών πολιτοφυλακών, οι οποίες αρχικά συνδέθηκαν με τα αυτοκρατορικά συντάγματα, αλλά σταδιακά απέκτησαν την ανεξαρτησία της, όπως είχαν προσληφθεί εξ ολοκλήρου σε τοπικό επίπεδο. Αυτές οι ένοπλοι ομάδες αποτέλεσαν τους πρόδρομους των ελεύθερων ενόπλων δημοτών των ιταλικών πόλεων του Μεσαίωνα. Άλλες πόλεις της Εξαρχίας οργανώθηκαν στο ίδιο μοντέλο.

Τέλος της Εξαρχίας

Κατά τον 6ο και 7ο αιώνα, η αυξανόμενη απειλή από τους Λομβαρδούς και Φράγκους, και τον διαχωρισμό μεταξύ ανατολικής και δυτικής χριστιανοσύνης που προκαλούνται από την εικονομαχία και την οξεία αντιπαλότητα μεταξύ του Πάπα και του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, έκανε τη θέση του εξάρχου όλο και περισσότερο αστήρικτη[6].

Η Ραβέννα παρέμεινε η έδρα του έξαρχου μέχρι την εξέγερση του 727 κατά της εικονομαχίας. Ο Ευτήχης, ο τελευταίος έξαρχος Ραβέννας, σκοτώθηκε από τους Λομβαρδούς το 751[7]. Η εξαρχία αναδιοργανώθηκε ως Κατεπανάτο της Ιταλίας που εδρεύει στο Μπάρι.

Όταν το 756 οι Φράγκοι επιτέθηκαν στους Λομβαρδούς, ο Πάπας Στέφανος Β΄ υποστήριξε την εξαρχία. Ο σύμμαχός του Πεπίνο ο Νεότερος, ο βασιλιάς των Φράγκων, δώρισε τις κατακτημένες περιοχές του στην πρώην εξαρχία στον πάπα το 756[8]. Η δωρεά αυτή, η οποία επιβεβαιώθηκε από το γιο του Καρλομάγνο το 774, σηματοδότησε την αρχή της χρονικής ισχύος των παπών ως κληρονομιά του Αγίου Πέτρου[9].

Έτσι, η Εξαρχία εξαφανίστηκε, και τα μικρά υπολείμματα των αυτοκρατορικών κτήσεων στην ηπειρωτική χώρα, της Νάπολης και της Καλαβρίας, πέρασαν υπό την εξουσία του κατεπάνω της Ιταλίας, και όταν η Σικελία κατακτήθηκε από τους Άραβες τον 9ο αιώνα τα απομεινάρια ανεγέρθηκαν στα θέματα της Καλαβρίας και Λογγιβαρδίας. Η Ίστρια στην κεφαλή της Αδριατικής συνδέθηκε με τη Δαλματία.

Έξαρχοι της Ραβέννας

Παραπομπές

  1. Antonio Carile, Materiali di storia bizantina, Bologna, Lo Scarabeo, 1994
  2. Ravegnani 2004, σελ. 82-83.
  3. Ravegnani 2004, σελ. 81-82
  4. Fredegar, IV, 71
  5. Ravegnani 2004, σ. 118
  6. Ravegnani 2004, σ. 120
  7. Ravegnani 2004, σ. 135
  8. Ravegnani 2004, σελ. 137-138
  9. Ravegnani 2004, σ. 138
  10. "Pelagii Papae ΙΙ Epistolae", στο JP Migne (επιμ), τη Λατινική Πατρολογία, Parisii 1878 72, coll.700-760 (Επιστολή 1)

Πηγές

  • Borri, Francesco (July–December 2005). «Duces e magistri militum nell’Italia esarcale (VI-VIII secolo)» (στα Italian) (PDF). Estratto da Reti Medievali Rivista (Firenze University Press) VI (2). ISSN 1593-2214. http://www.storia.unifi.it/_RM/rivista/saggi/Borri.htm. Ανακτήθηκε στις 2008-05-21. 
  • Brown, T. S. (1991). «Byzantine Italy c. 680 - c.876». Στο: Rosamond McKitterick. The New Cambridge Medieval History: II. c. 700 - c. 900. Cambridge University Press. ISBN 0-521-36292-X. 
  • Diehl, Charles. Etudes sur l'Administration Byzantine dans l'Exarchat de Ravenne (568-751). Research & Source Works Series Byzantine Series No. 39 (στα French). New York: Burt Franklin. Πρότυπο:Listed Invalid ISBN. 
  • Hallenbeck, Jan T. (1982). «Pavia and Rome: The Lombard Monarchy and the Papacy in the Eighth Century». Transactions of the American Philosophical Society 72 (4): 1–186. doi:10.2307/1006429. (ISBN) 0-87169-724-6. 
  • Hartmann, Ludo M. (Ιουνίου 1971). Untersuchungen zur Geschichte der byzantinischen Verwaltung in Italien (540-750). Research & Source Works Series No. 86 (στα German). New York: Burt Franklin. ISBN 978-0-8337-1584-5. 
  • Hodgkin, Thomas. 553-600 The Lombard Invasion. Italy and Her Invaders, Vol. 5, Book VI (Replica έκδοση). Boston: Elibron Classics. 
  • John of Biclaro. Chronicle. 
  • Norwich, John Julius (1982). A History of Venice. New York: Alfred A. Knopf. 
  • Paul the Deacon. «Book 2:ch. 26-27». Historia Langobardorum (Paul the Deacon's History of the Lombards. trans. from Latin by William Dudley Foulke. University of Pennsylvania. 
 
 
Στο λήμμα αυτό έχει ενσωματωθεί κείμενο από το λήμμα Exarchate of Ravenna της Αγγλικής Βικιπαίδειας, η οποία διανέμεται υπό την GNU FDL και την CC-BY-SA 4.0. (ιστορικό/συντάκτες).
  • Giorgio Ravegnani, I bizantini in Italia, Il Mulino, Bologna, 2004.
  • Giorgio Ravegnani, Bisanzio e Venezia, Il Mulino, Bologna, 2006.