Αλκιβιάδης Διαμάντης: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Γραμμή 7:
Ο Αλκιβιάδης Διαμάντης καταγόταν από πλούσια βλάχικη οικογένεια εμπόρων της Σαμαρίνας. Αφού αποφοίτησε από το Γυμνάσιο Σιάτιστας πήγε στο γυμνάσιο στη Θεσσαλονίκη και στη συνέχεια στη Ρουμανία για να συνεχίσει τις σπουδές του.
 
Το 1917 δήμαρχοι και πολίτες ορισμένων βλαχοχωριών της Πίνδου, με την άφιξη ιταλικού στρατού, προχώρησαν σε αποστολή επιστολών ζητώντας την προστασία της Ιταλίας και της Ρουμανίας, μια προσπάθεια που καταγράφηκε σε μετέπειτα βιβλιογραφία ως προσπάθεια ίδρυσης ενός ανεξάρτητου βλάχικου κρατιδίόυ ή καντονιού, του «[[Πριγκηπάτο της Πίνδου|Πριγκηπάτου της Πίνδου]]». Ο νεαρός Διαμάντης ήταν ένας από τους συνυπογράφοντες κάποιων από τις επιστολές και στη συνέχεια είχε σταλεί στα Ιωάννινα για να λάβει απάντηση από το Ιταλικό και το Ρουμανικό προξενείο. Με την άμεση αποχώρηση των Ιταλών, η απάντηση ήταν αρνητική και το σχέδιο έληξε. Το 1926, ο Διαμάντης ήταν Πρόξενος της Ρουμανίας στους [[Άγιοι Σαράντα|Αγίους Σαράντα]]<ref>Scoli si biserici romanesti din Peninsula Balcanica Documente (1864-1948), Adina Berciu-Draghicescu, Maria Petre, editura universitatii din bucuresti, 2004, ISBN 973-575-859-8, σελ. [[https://archive.org/stream/ScoliSiBiserici01#page/n93/mode/2up 94], [https://archive.org/stream/ScoliSiBiserici01#page/n399/mode/2up 401]</ref>. Λίγο αργότερα το 1930, επανήλθε στην Ελλάδα ως αντιπρόσωπος ρουμανικών εμπορικών οίκων και συγκεκριμένα των ρουμανικών πετρελαίων<ref name="Koutsov3">Κολτσίδας, 1976, σελ. 115 «...τον συναντάμε πάλι το 1930 στην Αθήνα, όπου εμφανίζεται σαν εκπρόσωπος των ρουμανικών πετρελαίων στην Ελλάδα...»[http://books.google.gr/books?id=E7QJAQAAIAAJ&q=%CE%91%CE%BB%CE%BA%CE%B9%CE%B2%CE%B9%CE%AC%CE%B4%CE%B7%CF%82+%CE%94%CE%B9%CE%B1%CE%BC%CE%AC%CE%BD%CF%84%CE%B7%CF%82+1917&dq=%CE%91%CE%BB%CE%BA%CE%B9%CE%B2%CE%B9%CE%AC%CE%B4%CE%B7%CF%82+%CE%94%CE%B9%CE%B1%CE%BC%CE%AC%CE%BD%CF%84%CE%B7%CF%82+1917&hl=en&sa=X&ei=-bxkU-z_N-2M7Abnq4DQBA&ved=0CC4Q6AEwAA]</ref>. Αποχώρησε λίγο πριν τον πόλεμο του 1940 για να ξαναγυρίσει την άνοιξη του 1941 με την έναρξη της Κατοχής.<ref>Παπαγιάννης, 2004, σελ. 196-197</ref>. Επί της [[Καθεστώς της 4ης Αυγούστου|δικτατορίας Μεταξά]], αναπτύσσει φιλικές σχέσεις με τον υπουργό Δημοσίας Ασφαλείας [[Κωνσταντίνος Μανιαδάκης|Κωνσταντίνο Μανιαδάκη]]<ref>Παπαγιάννης, 2004, σελ. 198</ref>.
 
Στις αρχές του καλοκαιριού του 1941 με την άδεια και καθοδήγηση της Ρουμανίας και της Ιταλίας ίδρυσε την «Ρωμαϊκή Λεγεώνα» (ή [[Λεγεώνα των Βλάχων]] όπως αποκλήθηκε μεταπολεμικά) και στις 25 Σεπτεμβρίου της ίδιας χρονιάς εμφανίστηκε ως εκπρόσωπος των Βλάχων στον κατοχικό πρωθυπουργό [[Γεώργιος Τσολάκογλου|Γεώργιο Τσολάκογλου]] και του υπέβαλε υπόμνημα με διεκδικήσεις των Βλάχων που εκπροσωπούσε. Τον Φεβρουάριο του 1942 δημοσιεύτηκε σε εφημερίδες της Θεσσαλίας το «Μανιφέστο των Βλάχων» το οποίο υπέγραφαν ο Διαμάντης ως «Αρχηγός και εκπρόσωπος των Βλάχων της κάτω Βαλκανικής» και ορισμένοι επιφανείς Βλάχοι<ref>Παπαγιάννης, 2004, σελ.107-109</ref>, μερικοί από τους οποίους δήλωσαν λίγο αργότερα ότι η υπογραφή τους δεν τέθηκε με την άδειά τους, αποκηρύσσοντάς το. Τη δράση του Διαμάντη και της «Ρωμαϊκής Λεγεώνας» καταδίκασε η «[[Ένωση Ελλήνων Κουτσοβλάχων|Ένωσις Ελλήνων Κουτσοβλάχων]]» με προκηρύξεις που έριξε σε πόλεις και χωριά της περιοχής, στις οποίες καταδίκαζε όσους συμμετείχαν στη Λεγεώνα κάνοντας λόγο για «''πολιτικάντηδες, αποτυχημένους διανοούμενους, κοινούς κατσικοκλέφτες και τυχοδιώκτες διεθνούς φήμης''» <ref>Παπαγιάννης, 2004, σελ. 111</ref> και αναφερόταν στα εγκλήματα των λεγεωνάριων σε περιοχές της Θεσσαλίας, της Ηπείρου και της Μακεδονίας: