Βλάσιος Φειδάς: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Γραμμή 2:
==Βίος==
Ο '''Βλάσιος Φειδάς''' γεννήθηκε στις [[19 Φεβρουαρίου]] [[1936]] στο [[Κιάτο]] Κορινθίας. Αφού ολοκλήρωσε τις εγκύκλιες σπουδές στην ιδιαίτερη πατρίδα του εισήχθη στην Μέση Εκκλησιαστική Σχολή της Κορίνθου το 1948 κι αποφοίτησε το 1955. Εισήχθη το 1955 στην Θεολογική Σχολή Αθηνών λαμβάνοντας για όλη τη διάρκεια των σπουδών του υποτροφία από το Ι.Κ.Υ. Μετά την αποφοίτησή του το 1959, έλαβε υποτροφία για μεταπτυχιακή ειδίκευση στο Κανονικό Δίκαιο από το ΙΚΥ και νέα υποτροφία από το Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών για σπουδές στα Πανεπιστήμια του Δουβλίνου και του Μάντσαστερ, από το 1960 έως το 1961. Από το 1961 έως το 1963 πραγματοποίησε μεταπτυχιακές σπουδές στο Ινστιτούτο Εκκλησιαστικού Δικαίου του Πανεπιστημίου του Στρασβούργου. Παρακολούθησε μαθήματα Εκκλησιαστικής Ιστορίας, Εκκλησιολογίας, Ιστορίας των Εκκλησιαστικών θεσμών, Ιστορίας του Ρωμαϊκού Δικαίου, Βυζαντινής Ιστορίας, Ρωσικής γλώσσας και φιλολογίας, γερμανικής γλώσσας. Η διδακτορική διατριβή που εκπόνησε πάνω στο Κανονικό Δίκαιο ,τον Νοέμβριο του 1963, αφορούσε την επίδραση των πηγών του Βυζαντινού και Κανονικού Δικαίου στη διαμόρφωση του πρώιμου Ρωσικού Δικαίου: ‘’Le Reglement du prince Vladimir. Origine et fondements juridiques’’.
Κατά τη διάρκεια της θητείας του υπηρέτησε ως διερμηνέας του Στρατού ως αποσπασμένος στη Γραμματεία των Βασιλικών Ανακτόρων (1964-1965). Το 1966, κι αφού εγκρίθηκε η διδακτορική του διατριβή στην έδρα της Γενικής Εκκλησιαστικής Ιστορίας με θέμα ‘’Η πρώτη εν Ρωσία εκκλησιαστική ιεραρχία και αι ρωσικαί πηγαί’’., Διορίζεταιδιορίζεται αρχικά Βοηθός στο Σπουδαστήριο Πρακτικής Θεολογίας και επιμελητής στη διδασκαλία του Κανονικού Δικαίου. Το 1970 εκλέγεται υφηγητής, με την εργασία : ‘’Προϋποθέσεις διαμορφώσεως του θεσμού της Πενταρχίας των Πατριαρχών’’ και διδάσκει Γενική Εκκλησιαστική Ιστορία. Έκτακτος καθηγητής το [[1971]] και το [[1975]] τακτικός καθηγητής στην έδρα Γενικής Εκκλησιαστικής Ιστορίας, μέχρι το 2003, οπότε αποχώρησε. Παράλληλα δίδαξε και άλλα μαθήματα, όπως Χριστιανική και Βυζαντινή Αρχαιολογία, Παλαιογραφία και Επιγραφική, Κανονικό Δίκαιο. Δίδαξε τακτικώς στη Θεολογική Σχολή του Πατριαρχείου Αντιοχείας στο Ballamand μαθήματα Ιστορίας της Εκκλησίας Αντιόχειας και Βυζαντινής Ζωγραφικής στα πλαίσια προγράμματος του Ελληνικού Υπουργείου Εξωτερικών.
Από το 1974 μέχρι το 1979 υπηρέτησε ως Γενικός Διευθυντής Θρησκευμάτων στο Υπουργείο Παιδείας και ως Κυβερνητικός Επίτροπος στην Ιερά Σύνοδο της [[Εκκλησία της Κρήτης|ημιαυτόνομης Εκκλησίας της Κρήτης]] (1975-1980). Με την περίοδο της Γενικής Διευθυντίας του συνδέονται οι εισηγητικές προτάσεις του για τα περί θρησκείας άρθρα του Συντάγματος του 1975, ο Καταστατικός Χάρτης της Ελλαδικής Εκκλησίας (νόμος 590/1977). Με αυτά επιδιωκόταν η κατοχύρωση της αυτοτέλειας της Εκκλησίας στα εσωτερικά της και η οριοθέτηση θεσμικής συνεργασίας με την Πολιτεία. Συνέβαλε επίσης στην μεταρρύθμιση της Εκκλησιαστικής Εκπαίδευσης και της μόρφωσης του κλήρου, με την θέσπιση ως βασικής δομής της του τετρατάξιου Εκκλησιαστικού Λυκείου. Για την επιμόρφωση των κληρικών ιδρύθηκαν Ποιμαντικά τμήματα στις Θεολογικές Σχολές Αθήνας και Θεσσαλονίκης. Η εισήγησή του για το ζήτημα της εκκλησιαστικής περιουσίας (παραχώρηση των4/5 της εκκλησιαστικής του περιουσίας στο Ελληνικό Δημόσιο, του συνόλου των αγροτικών εκτάσεων εκτός των αναγκαίων για την επιβίωση των μοναχών, παραχώρηση στο 10% του 1/5 αυτής της δυνατότητας αξιοποίησης, διευκολύνσεις στη δανειοδότηση της Εκκλησίας) δεν προωθήθηκαν λόγω των συγκυριών. Τέλος στο ζήτημα του πολιτικού γάμου με εισήγησή του υποστήριξε πως η νομοθετική επιβολή ως υποχρεωτικού αποκλειστικά είναι απαράδεκτη, ενώ υποστήριξε πως η Εκκλησία έπρεπε να δεχθεί τη νομοθετική καθιέρωσή του ως εναλλακτικής δυνατότητας.
Από το 1997 δίδαξε στο Ινστιτούτο Μεταπτυχιακών Σπουδών Ορθοδόξου Θεολογίας στο Ορθόδοξο Κέντρο του Οικουμενικού Πατριαρχείου στο Σαμπεζύ της Γενεύης. Από το 2003 ήταν κοσμήτορας στο ίδιο Κέντρο.