Αρχιτεκτονική: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Αντικατάσταση της σελίδας με '* Κατηγορία:Επιστήμες Μηχανικών'
Αναίρεση έκδοσης 5458705 από τον 79.131.104.142 (Συζήτηση)
Γραμμή 1:
[[Αρχείο:Batoni Architecture.jpg|thumb|200px|«Η Αρχιτεκτονική, η Γλυπτική και η Ζωγραφική», αλληγορικό έργο του Πομπέο Μπατόνι.]]'''Αρχιτεκτονική''' είναι η [[τέχνη]]<ref name="AUTH">[http://www.arch.auth.gr/greek/kentrikh-selida.html Τομείς Τμήματος Αρχιτεκτόνων ΑΠΘ]{{dead link|date=June 2015}}</ref> της «ικανοποίησης των ανθρωπίνων αναγκών στο χώρο μέσω σχεδιασμού μεθόδων και υλικών κατασκευών».<ref name="FEK">"Αντικείμενο -Σκοπός Αρχιτεκτονικών μελετών", ΆρΘ 224 εδ.2. Π.Δ. 696/74 (ΦΕΚ-301 Α')</ref> που εφαρμόζεται ευρύτερα στην οίκιση και δόμηση του χώρου, ως [[επιστήμες μηχανικών|εφαρμοσμένη επιστήμη]] της σχεδίασης και της υλοποίησης κατασκευών, όπως [[κτήριο|κτηρίων]], [[γέφυρα|γεφυρών]] και πόλεων, δίνοντας έμφαση σε ορισμένους τομείς των αναγκών αυτών, όπως στην [[εργονομία]] και στην [[αισθητική]], στη λειτουργία, τη μορφή ή την κατασκευή τους, αναλόγως με την εποχή και τις ιδιαιτερότητες του εντολέα για τον οποίο διαξάγεται. Οι σύγχρονοι καταλλήλως καταρτισμένοι επιστήμονες καλούνται '''αρχιτέκτονες μηχανικοί''', ενώ πριν την ίδρυση<ref>{{Cite web|url = http://library.tee.gr/digital/books_tee/book_55834/book_55834_intro.pdf|title = 80 Χρόνια ΤΕΕ. Οδοιπορικό στο χρόνο.}}</ref> των ακαδημαϊκών σπουδών, ασκείτο από στρατιωτικούς μηχανικούς, μαϊστορες και πρωτομαϊστορες<ref>{{Cite web|url = http://books.google.gr/books?id=hOpRAAAAcAAJ&pg=PA497&lpg=PA497&dq=%CF%80%CF%81%CF%89%CF%84%CE%BF%CE%BC%CE%B1%CF%8A%CF%83%CF%84%CE%BF%CF%81%CE%BF%CE%B9&source=bl&ots=-tB3PuvNqo&sig=jsUYRFiCyReiXWP0ngkbquZMMt8&hl=el&sa=X&ei=HsZ1VLGLBKu1ygP434HAAQ&ved=0CCcQ6AEwAQ#v=onepage&q=%CF%80%CF%81%CF%89%CF%84%CE%BF%CE%BC%CE%B1%CF%8A%CF%83%CF%84%CE%BF%CF%81%CE%BF%CE%B9&f=false|title = Annales Από τον/την Michael (Glycas),Immanuel Bekker}}</ref>, φιλοσόφους<ref>{{Cite web|url = http://www.enet.gr/?i=news.el.article&id=446205|title = Πλάτων-Ο αρχιτέκτων του τύμβου της Αμφίπολης.}}</ref>, [[γεωμετρία|γεωμέτρες]], ξυλουργούς, απλούς ανθρώπους κλπ.
 
Η άσκηση της αρχιτεκτονικής υπόκειτο πάντα σε νομικούς περιορισμούς, γι' αυτό και το έργο της κρίνεται ως νόμιμο ή αυθαίρετο, πέραν του κοινωνικού χαρακτηρισμού της ως, υψηλής, ή μη. Αντικείμενο της αρχιτεκτονικής είναι ο σχεδιασμός όλων των κτιστών υποδομών στο περιβάλλον, από το μακροσκοπικό επίπεδο του σχεδιασμού [[πόλη|πόλεων]] ως το μικροσκοπικό του σχεδιασμού [[έπιπλο|επίπλων]] και προϊόντων καθημερινής χρήσης. Ετυμολογικά, ο όρος προέρχεται από το ελληνικό «''αρχή''» και «''τέχνη''» - «''τεκτονική''» (κατασκευή / δημιουργία), ενώ οι ρίζες της ανάγονται στην ανθρώπινη [[προϊστορία]] μέσω της «οικοδομίας». Οι επιστημονικοί κλάδοι της αρχιτεκτονικής, όπως ορίζονται από τα περισσότερα ακαδημαϊκά ιδρύματα, περιλαμβάνουν τον ''αρχιτεκτονικό σχεδιασμό'', τον ''αστικό και [[πολεοδομία|πολεοδομικό]] σχεδιασμό'', τον ''σχεδιασμό τοπίου και περιβάλλοντος'' και τη ''[[Προστασία μνημείων|συντήρηση και αποκατάσταση]] αρχιτεκτονικών μνημείων και συνόλων''.<ref name="AUTH" /><ref>[http://www.arch.ntua.gr/graduate-studies τομείς Τμήματος Αρχιτεκτόνων ΕΜΠ]</ref><ref>[http://www.upatras.gr/index/page/id/73 Τομείς Πανεπιστημίου Πατρών]{{dead link|date=June 2015}}</ref><ref>[http://www.arch.duth.gr/section/sectors/ Τομείς Τμήματος Αρχιτεκτόνων ΔΠΘ]</ref>
 
Η αρχιτεκτονική συνθέτει επιμέρους γνώσεις από τις [[καλές τέχνες]], τις [[ανθρωπιστικές επιστήμες]] και τις [[επιστήμες μηχανικών]].<ref>Γεώργιος Π. Λάββας, ''Επίτομη ιστορία της Αρχιτεκτονικής'', εκδ. University Studio Press, 2004, σελ.18, ISBN 9789601211244</ref> Παράλληλα επικαλύπτεται με συγγενείς αλλά διακριτούς επιστημονικούς κλάδους όπως η [[επιστήμη πολιτικού μηχανικού]],<ref>Ο οριστικός διαχωρισμός της μηχανικής από την αρχιτεκτονική συνήθως χρονολογείται από την εποχή της ίδρυσης της Ecole des Ponts et Chaussée (Σχολή Γεφυρών και Οδοστρωμάτων) στο [[Παρίσι]] το [[1747]]. Βλ. Kenneth Frampton, ''Μοντέρνα Αρχιτεκτονική – Ιστορία και κριτική'', εκδ. Θεμέλιο, 1999, σελ. 18, ISBN 9603100714.</ref> η οποία δίνει έμφαση στις τεχνικές όψεις της κατασκευαστικής δραστηριότητας (π.χ. στη στατική στήριξη), και η [[χωροταξία]]-[[πολεοδομία]], η οποία αρχικά εθεωρείτο τομέας της αρχιτεκτονικής και εξακολουθεί να διδάσκεται σε νέους αρχιτέκτονες.<ref>[http://www.arch.auth.gr/uploads/media/1213GR__Complete.pdf Πρόγραμμα σπουδών Τμήματος Αρχιτεκτόνων ΑΠΘ, σελ.145, 150]{{dead link|date=June 2015}}</ref>
 
Ο μονοσήμαντος ορισμός της αρχιτεκτονικής κρίνεται προβληματικός, καθώς αρχιτέκτονες και θεωρητικοί ή ιστορικοί της αρχιτεκτονικής δεν συγκλίνουν αποκλειστικά σε έναν.<ref>Γεώργιος Π. Λάββας, ''Επίτομη ιστορία της αρχιτεκτονικής'', εκδ. University Studio Press, 2004, σελ.15, ISBN 9789601211244</ref> Σύμφωνα με τη ''Διακήρυξη του Άμστερνταμ για την Ευρωπαϊκή Αρχιτεκτονική Κληρονομιά'', εκ μέρους του [[Συμβούλιο της Ευρώπης|Συμβουλίου της Ευρώπης]] (1975),<ref>[http://www.international.icomos.org/en/charters-and-texts/179-articles-en-francais/ressources/charters-and-standards/169-the-declaration-of-amsterdam Διακύρηξη του Άμστερνταμ]</ref> «καθώς τα νέα κτήρια του σήμερα θα είναι η κληρονομιά του αύριο, πρέπει να καταβληθεί κάθε προσπάθεια ώστε να διασφαλιστεί πως η σημερινή αρχιτεκτονική είναι υψηλής ποιότητας» και «αυτή η τελευταία πρέπει να δώσει έναν νέο ορισμό της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς και των στόχων της ολοκληρωμένης διατήρησης».
 
== Θεωρία της αρχιτεκτονικής ==
=== Ρωμαϊκή εποχή ===
[[Image:De architectura.jpg|thumb|right|250px|Αντίγραφο ιταλικής μετάφρασης των ''Δέκα βιβλίων περί αρχιτεκτονικής'', του Βιτρούβιου. Φυλάσσεται στο Εθνικό Μουσείο Αμερικανικής Ιστορίας «Σμιθσόνιαν», στις ΗΠΑ.]]
Σύμφωνα με την πιο πρώιμη μελέτη γύρω από το αντικείμενο, ο Βιτρούβιος στο έργο του ''Περί αρχιτεκτονικής''<ref>[http://archive.org/stream/dearchitecturali04vitruoft#page/21/mode/2up ''De arcitectura libri decem'']</ref> βασίζει την καλή αρχιτεκτονική σε τρεις αρχές: Ομορφιά (Venustas), Σταθερότητα (Firmitas) και Ευχρηστία (Utilitas). Τονίζει ότι η αρχιτεκτονική οφείλει να εξισορροπεί και να συντονίζει με βάση αυτά τα τρία στοιχεία, χωρίς κανένα να υπερβαίνει τα άλλα.<ref>Vitruvius, ''Περί αρχιτεκτονικής'', Βιβλία Ι – V, εκδ. Πλέθρον, 1997, σελ. 48-55, ISBN 9789603480556</ref> Με το έργο του ο Βιτρούβιος επηρέασε βαθύτατα καλλιτέχνες, στοχαστές και αρχιτέκτονες από την πρώιμη [[Αναγέννηση]] και έπειτα.
 
=== Μεσαίωνας ===
Από τα γραπτά του Βιτρούβιου έως τα πρώτα αναγεννησιακά γραπτά του [[Σεμπαστιάνο Σέρλιο]], μεσολαβεί ένα αξιοσημείωτο κενό. Τα σημαντικότερα μεσαιωνικά γραπτά περί αρχιτεκτονικής δεν είναι νέα εγχειρίδια, αλλά απλώς νεότερες και εκτενώς σχολιασμένες μεταφράσεις του Βιτρούβιου.<ref name="Taschen10"/> Το κενό αυτό όμως ερμηνεύεται εύκολα, δεδομένων των οικοδομικών πρακτικών που κυριαρχούσαν στην [[Ευρώπη]] για αιώνες και της έλλειψης [[τυπογραφία]]ς έως το [[1448]]. Ο [[γοτθικός ρυθμός]] είχε προκύψει και εξελιχθεί από πρακτικές στις οποίες η κατοικία του αρχιμάστορα, ή το ίδιο το εργοτάξιο, αποτελούσαν χώρο αρχιτεκτονικής διαπαιδαγώγησης των νέων μαθητευόμενων.<ref name="Taschen10">''Αρχιτεκτονική θεωρία από την Αναγέννηση μέχρι σήμερα'', εκδ. Taschen – Γνώση, 2005, σελ. 10, ISBN 960235707X</ref> Επόμενο ήταν οι τεχνικές και κατασκευαστικές πρακτικές να μεταδίδονται με τον προφορικό λόγο. Χρειάστηκε επίσης η εκ νέου επανεξέταση, μέσα σε ιστορικό – [[αρχαιολογία|αρχαιολογικό]] πλαίσιο, των έως τότε ασφυκτικών κανόνων του Βιτρούβιου, ώστε οι γενιές που διαδέχτηκαν τον Μπρουνελλέσκι να αξιοποιήσουν τις ανακαλύψεις τους<ref>Ερνστ Γκόμπριχ, ''Το χρονικό της τέχνης'', εκδ. Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, 1994, σελ. 249, ISBN 9789602501443</ref> ή να τις αποτυπώσουν στο χαρτί.
 
=== Αναγέννηση ===
[[Image:Leon Battista Alberti.jpg|thumb|left|130px|Γλυπτή αναπαράσταση του Λεόν Μπατίστα Αλμπέρτι]]
Η Αναγέννηση είναι μια περίοδος στην οποία συντελέστηκαν βαθιές αλλαγές στην αρχιτεκτονική. Σε κανέναν άλλο καλλιτεχνικό τομέα, κατά τη διάρκειά της, δεν έγινε τόσο αισθητή η νέα ελευθερία του δημιουργού και τόσο βαθύ το χάσμα ανάμεσα σε αυτόν και τον πελάτη, όσο στην αρχιτεκτονική. Ο αρχιτέκτονας αυτήν την περίοδο έπρεπε να έχει, ως ένα βαθμό τη μόρφωση του λογίου, να ξέρει κανόνες αρχαίων «ρυθμών», τις σωστές αναλογίες και τα μέτρα των [[Αρχαία Ελλάδα|αρχαιοελληνικών]] μορφολογικών χαρακτηριστικών.<ref>Ερνστ Γκόμπριχ, ''Το χρονικό της τέχνης'', εκδ. Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, 1994, σελ. 288, ISBN 9789602501443</ref>
 
Τα εγκαίνια αυτής της νέας περιόδου πραγματοποιούνται από τον [[Γένουα|Γενουάτη]] [[Λεόν Μπατίστα Αλμπέρτι]], ο οποίος με το έργο του ''Περί κτιστών πραγμάτων βιβλία δέκα''<ref>[http://archive.org/stream/dereaedificatori00albe#page/n5/mode/2up ''De re aedificatoria libri decem'']</ref> ακολουθεί σε οργάνωση το προγενέστερο παράδειγμα του Βιτρούβιου, με ένα ευρύτατο περιεχόμενο. Αυτό το τελευταίο περιλαμβάνει από γραμμικά σχέδια και μελέτες γύρω από τη χρήση των χώρων και των υλικών, έως κείμενα γύρω από την αρχιτεκτονική ως «''τέχνη του ωραίου''»<ref>''Αρχιτεκτονική θεωρία από την Aναγέννηση μέχρι σήμερα'', εκδ. Taschen – Γνώση, 2005, σελ. 25, ISBN 960235707X</ref> και την αναστήλωση.
 
Τα κείμενα του Σεμπαστιάνο Σέρλιο, παρά το γεγονός ότι εκδόθηκαν με διάφορους τίτλους, χωρίς κάποια συγκεκριμένη αλληλουχία, ακόμη και μετά τον θάνατό του, σημείωσαν επίσης μεγάλη επιτυχία. Στο θεωρητικό του έργο συστηματοποίησε τη γνώση του περί ρωμαϊκού κλασικισμού, σύγχρονων κατασκευών και κλασικής αρχαιότητας. Το γνωστότερο από τα βιβλία του, με τίτλο ''Το τρίτο βιβλίο, στο οποίο απεικονίζονται και περιγράφονται οι αρχαιότητες της Ρώμης και άλλες που βρίσκονται εντός και εκτός Ιταλίας'', ήταν το πρώτο που εκδόθηκε στην καθομιλουμένη<ref>''Αρχιτεκτονική θεωρία από την Aναγέννηση μέχρι σήμερα'', εκδ. Taschen – Γνώση, 2005, σελ. 78, ISBN 960235707X</ref> και η εκτενής του εικονογράφηση - που συνδύαζε [[τριδιάστατη προβολή|ορθογραφική και προοπτική προβολή]] σχεδίων ταυτοχρόνως - χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά ως μέσο προσέγγισης της αρχιτεκτονικής και ως πηγή πληροφοριών.<ref>[http://archive.org/stream/ilterzolibronelq00serl#page/n5/mode/2up ''Il terzo libro nel quale si figurano e descrivono le antichità di Roma e le altri che sono in Italia e sopra Italia'' ([[ιταλική γλώσσα|ιταλικά]])]</ref>
 
=== Νεοκλασικισμός ===
[[Image:Ionic order J.L.Leroy.jpg|thumb|right|150px|Απόσπασμα από έργο του Ζυλιέ Νταβίντ Λε Ρουά]]
Η υπερβολή της αρχιτεκτονικής γλώσσας όπως εκφράστηκε από το [[Ροκοκό]] και η εκλαΐκευση των αρχών του [[Διαφωτισμός|Διαφωτισμού]], οδήγησαν τους αρχιτέκτονες του 18ου αιώνα στην αναζήτηση ενός αυθεντικού ύφους μέσα από μια ακριβή επανεκτίμηση της Αρχαιότητας.<ref>Kenneth Frampton, ''Μοντέρνα Αρχιτεκτονική – Ιστορία και κριτική'', εκδ. Θεμέλιο, 1999, σελ. 22, ISBN 9603100714.</ref>
 
Η αναζήτηση αυτή είχε ως αποτέλεσμα στη Γαλλία ένα από τα πρώτα θεωρητικά έργα του είδους το 1758, αυτό του Ζυλιέ Νταβίντ Λε Ρουά, με τίτλο ''Ερείπια Από τα πιο Όμορφα Μνημεία στην Ελλάδα'',<ref>[http://gallica.bnf.fr/ark:/12148/btv1b2000057n ''Illustrations de Les Ruines des plus beaux monuments de la Grèce'']</ref> που αναδείκνυε την αρχαιοελληνική αρχιτεκτονική. Στην Ιταλία αντιθέτως, το έργο του Τζοβάννι Μπατίστα Πιρανέζι ''Περί της μεγαλοπρέπειας και της αρχιτεκτονικής των Ρωμαίων''<ref>[http://digi.ub.uni-heidelberg.de/diglit/piranesi1761/0001/image?sid=e05fe43d8f9f4334c2f460325d264c38 ''Della magnificenza ed architettura de’ Romani'']</ref> το 1761, ήρθε ως απάντηση στο προηγούμενο, υποστηρίζοντας ότι οι [[Ετρούσκοι]] μαζί με τους [[Ρωμαίοι|Ρωμαίους]] διαδόχους τους ήταν αυτοί που εξύψωσαν το επίπεδο τελειότητας της αρχιτεκτονικής.<ref>Kenneth Frampton, ''Μοντέρνα Αρχιτεκτονική – Ιστορία και κριτική'', εκδ. Θεμέλιο, 1999, σελ. 23, ISBN 9603100714.</ref> Στην Αγγλία, η τάση αυτών των αναζητήσεων εκφράστηκε κυρίως μέσα από την διάθεση για αποφυγή της υπερβολής του [[Μπαρόκ]]: πρωτοεμφανίστηκε στη μεν «ρωμαϊκή» της εκδοχή σε μια εκ νέου έκφραση των αρχών του [[Αντρέα Παλάντιο]] στο έργο του Λόρδου Μπέρλινγκτον (1694 – 1753),<ref>Βλ. και Γ.Π. Λάββας, ''Σύντομη ιστορία της αρχιτεκτονικής, 19ος – 20ος αιώνας'', University Studio Press, 1996, σελ.32: «Το πρότυπο εδώ είναι ο Andrea Palladio […] που θ’ αποτελέσει για τους Άγγλους αρχιτέκτονες βασικό πόλο έλξεως.» ISBN 9601202420</ref> στη δε «ελληνική» στο έργο ''Οικιακά Έπιπλα και Διακόσμηση Εσωτερικών Χώρων''<ref>[http://archive.org/stream/Householdfurnit00Hope#page/n0/mode/2up ''Household Furniture and Interior Decoration'']</ref> του Τόμας Χόουπ το 1807.
 
=== Ιστορισμός - εκλεκτικισμός ===
Σημαντική φυσιογνωμία του ιστορισμού είναι αυτή του [[Ευγένιος-Εμμανουήλ Βιολέ-λε-Ντυκ|Ευγένιου – Εμμανουήλ Βιολέ-λε-Ντυκ]],<ref>Γ.Π. Λάββας, ''Σύντομη ιστορία της αρχιτεκτονικής'', 19ος – 20ος αιώνας, εκδ. University Studio Press, 1996, σελ.39, ISBN 9601202420</ref> ενός συντηρητή – αναστηλωτή, του οποίου οι αρχιτεκτονικές ερμηνείες κατά το τρίτο τέταρτο του 19ου αιώνα επηρέασαν σημαντικά τα εννοιολογικά εργαλεία της μοντέρνας αρχιτεκτονικής. Η δεκάτομή του ''Λεπτομερής εγκυκλοπαίδεια της γαλλικής αρχιτεκτονικής από τον 11ο έως τον 16ο αιώνα''<ref>[http://en.wikisource.org/wiki/Dictionary_of_French_Architecture_from_the_11th_to_16th_Century ''Dictionnaire raisonné de l'architecture française du XIe au XVIe siècle'']</ref> που κυκλοφόρησε ανάμεσα στο 1854 και το 1868, εξέφρασε μια αρχιτεκτονική θεωρία βασισμένη σε μεγάλο βαθμό στην εξεύρεση των ιδανικών μορφών για συγκεκριμένα υλικά, και η χρήση αυτών των μορφών για τη δημιουργία κτηρίων. Έτσι στα κείμενά του επικεντρώνεται στην ιδέα ότι τα υλικά αυτά θα πρέπει να χρησιμοποιούνται με «ειλικρίνεια», ενώ τονίζει ότι «''η συνεπής εφαρμογή των αρχών της λογικής καθίσταται κινητήρια δύναμη της προόδου, φέρνοντας την αρχιτεκτονική στο επίκεντρο της [[νεωτερικότητα|νεωτερικής]] κοινωνίας''».<ref>''Αρχιτεκτονική θεωρία από την Αναγέννηση μέχρι σήμερα'', εκδ. Taschen – Γνώση, 2005, σελ. 346, ISBN 960235707X</ref>
 
=== Μοντερνισμός ===
Παρόλο που οι ρίζες της μοντέρνας αρχιτεκτονικής μπορούν να αναζητηθούν ακόμη και στα μέσα του 18ου αιώνα,<ref>Kenneth Frampton, ''Μοντέρνα Αρχιτεκτονική – Ιστορία και κριτική'', εκδ. Θεμέλιο, 1999,σελ.18, ISBN 9603100714</ref> οι [[μοντερνισμός|μοντερνιστικές]] θεωρίες στην αρχιτεκτονική αναπτύχθηκαν κυρίως στο πρώτο τέταρτο του 20ού αιώνα. Η ανάπτυξη των σύγχρονων [[βιομηχανία|βιομηχανικών]] κοινωνιών και η ταχεία ανάπτυξη των πόλεων, οι τεχνολογικές καινοτομίες και οι μετέπειτα εξελίξεις στη [[φυσική]], τη μηχανική και την αρχιτεκτονική τεχνολογία, επηρέασαν σημαντικά την αρχιτεκτονική θεωρία της εποχής, που άρχισε να απορρίπτει τα διάφορα «στυλ» αναζητά τον εαυτό της σε κινήματα όπως η βρετανική [[αρ νουβό]].<ref>[http://libcom.org/files/Eric%20Hobsbawm%20-%20Age%20Of%20Empire%201875%20-%201914.pdf [[Έρικ Χομπσμπάουμ]], ''Η εποχή των αυτοκρατοριών''], σελ. 229</ref>
[[Image:Le Corbusier 1933.JPG|thumb|left|150px|Φωτογραφία του Λε Κορμπυζιέ το 1933]]
Ένας από τους σημαντικότερους στοχαστές του μοντέρνου κινήματος ήταν ο [[Αυστρία|Αυστριακός]] [[Άντολφ Λόος]], ο οποίος άφησε κείμενα εξίσου σημαντικά με την αρχιτεκτονική του. Το 1910 εξέδωσε το ''Διακόσμηση και έγκλημα'' ([[γερμανική γλώσσα|γερμ.]]: ''Ornament und Verbrechen''), ένα έργο που, ύστερα από μια σύντομη εποπτεία της εξέλιξης της κοινωνίας και του ατόμου, ανάγει τις απαρχές της τέχνης στον ερωτισμό και στρέφεται σφοδρά εναντίον της διακόσμησης στην αρχιτεκτονική.<ref>''Αρχιτεκτονική θεωρία από την αναγέννηση μέχρι σήμερα'', εκδ. Taschen – Γνώση, 2005, σελ. 676, ISBN 960235707X</ref> Ο Λόος πίστευε ακράδαντα πως τα χρηστικά αντικείμενα – άρα και το αρχιτεκτονικό έργο ως τέτοιο – πρέπει να παραμείνουν εκτός τέχνης: «''Ο σύγχρονος διάκοσμος δεν έχει ούτε προγόνους ούτε απογόνους, ούτε παρελθόν ούτε και μέλλον. Αρέσει στους ακαλλιέργητους εκείνους ανθρώπους, που αγνοούν το πραγματικό μεγαλείο των καιρών μας, σύντομα όμως θα τον απορρίπτουν και αυτοί.''», αναφέρει μεταξύ άλλων στο ''Διακόσμηση και έγκλημα''.<ref>Kenneth Frampton, ''Μοντέρνα Αρχιτεκτονική – Ιστορία και κριτική'', εκδ. Θεμέλιο, 1999,σελ.90, ISBN 9603100714</ref>
 
Λίγες δημοσιεύσεις έχουν προκαλέσει και καθορίσει την πορεία της αρχιτεκτονικής τόσο όσο το ''Για μια αρχιτεκτονική'' (''Vers une Architecture'') του [[Ελβετία|Ελβετού]] Σαρλ-Εντουάρ Ζενερέ, γνωστού ως [[Λε Κορμπυζιέ]]. Το 1923 ο Λε Κορμπυζιέ συγκέντρωσε τις θεωρητικές του αρχές και πολυάριθμες υποθέσεις, αρχικά δημοσιευμένες στο περιοδικό Esprit Nouveau, σε ένα μανιφέστο που καθόρισε ολόκληρο το ρεύμα του μοντερνισμού. Για τον Λε Κορμπυζιέ η αναζήτηση του «νέου πνεύματος» από τον μηχανικό απορρίπτει το ακαδημαϊκό περιβάλλον, στηρίζεται σε παραδείγματα του αρχαίου κόσμου όπως ο Παρθενώνας,<ref>Βλ. Le Corbusier, ''Για μια αρχιτεκτονική'', εκδ. Εκκρεμές, 2005, σελ. 106 ISBN 9607651391, όπου γίνεται η γνωστή αντιπαραβολή φωτογραφίας του Παρθενώνα με αυτήν ενός αυτοκινήτου</ref> τα οποία επανερμηνεύονται σχεδόν προκλητικά μέσα στη σύγχρονη βιομηχανική παράδοση. Ο μηχανικός οφείλει να δώσει λύση στα προβλήματα μιας κοινωνίας στην οποία επικρατούν οι μηχανές. Και η λύση αυτή είναι το «σπίτι – μηχανή για να κατοικείς».<ref>Le Corbusier, ''Για μια αρχιτεκτονική'', εκδ. Εκκρεμές, 2005, σελ. 83, ISBN 9607651391</ref> Όπως αναφέρει για αυτό χαρακτηριστικά: «''Αν[…] εξετάσουμε το ζήτημα από κριτική και αντικειμενική σκοπιά, θα φτάσουμε στην κατοικία- εργαλείο, την τυποποιημένη κατοικία, που θα είναι προσιτή σε όλους, υγιής[…] (και από ηθικής πλευράς) και όμορφη, με την αισθητική των εργαλείων που συνοδεύουν την ύπαρξή μας.''».<ref>Le Corbusier, ''Για μια αρχιτεκτονική'', εκδ. Εκκρεμές, 2005, σελ. 193-194, ISBN 9607651391</ref> Ο Λε Κορμπυζιέ, σε αντίθεση με τον Λόος, αποκαθιστά την αρχιτεκτονική ως μορφή τέχνης, αναθέτοντας στον αρχιτέκτονα το καθήκον να αρθεί υπεράνω χρηστικών σκοπιμοτήτων και να εργαστεί δημιουργικά.<ref>''Αρχιτεκτονική θεωρία από την Αναγέννηση μέχρι σήμερα'', εκδ. Taschen – Γνώση, 2005, σελ. 706, ISBN 960235707X</ref>
[[Image:WalterGropius-1919.jpg|thumb|right|150px|Ο Βάλτερ Γκρόπιους το 1919]]
Την ίδια περίοδο στη [[Σοβιετική Ένωση]] το ρωσικό [[φουτουρισμός|φουτουριστικό]] κίνημα ενσωματώνει την ολομέτωπη αντιπαράθεση του [[ντανταϊσμός|ντανταϊσμού]] προς την κατεστημένη τέχνη, αλλά αναπτύσσεται προς μία αντίθετη κατεύθυνση: αυτήν του [[κονστρουκτιβισμός|κονστρουκτιβισμού]].<ref>Kenneth Frampton, ''Μοντέρνα Αρχιτεκτονική – Ιστορία και κριτική'', εκδ. Θεμέλιο, 1999,σελ.156, ISBN 9603100714</ref> Οι κονστρουκτιβιστές εμφανίστηκαν το 1919, τέθηκαν εξαρχής στην υπηρεσία της [[λενινισμός|λενινιστικής]] σοβιετικής κυβέρνησης και στόχευαν στο να κάνουν τις εικαστικές τέχνες πρακτικά χρήσιμες για το κοινωνικό σύνολο και συμβατές με τη νεωτερικότητα, όπως αυτοί αντιλαμβάνονταν την τελευταία.<ref>Kenneth Frampton, ''Μοντέρνα Αρχιτεκτονική – Ιστορία και κριτική'', εκδ. Θεμέλιο, 1999,σελ.156 - 157, ISBN 9603100714</ref> Έδωσαν έμφαση σε αφηρημένες κατασκευές, λιτές γραμμές και απλά γεωμετρικά σχήματα και όγκους. Επηρέασαν ιδιαίτερα την αρχιτεκτονική των δημοσίων κτηρίων και των κρατικών σοβιετικών εργοστασίων, καθώς ενσωμάτωναν στο έργο τους μία βιομηχανική αισθητική και μία λατρεία της τεχνολογίας και των βιομηχανικών υλικών, όπως το ατσάλι και το γυαλί. Έτσι εκφράστηκε ο συμβιβασμός του μοντερνισμού με τις αντιλήψεις του Διαφωτισμού. Ο υλιστικός, πρακτικός και χρησιμοθηρικός προσανατολισμός των κονστρουκτιβιστικών έργων έδωσε τροφή για αμφισβήτηση του κατά πόσον επρόκειτο για αυθεντικές μορφές καλλιτεχνικής έκφρασης.<ref>Πρβλ. την κριτική του Ναούμ Γκάμπο για τον Πύργο του Τατλίν στο Kenneth Frampton, ''Μοντέρνα Αρχιτεκτονική – Ιστορία και κριτική'', εκδ. Θεμέλιο, 1999,σελ.156: «''Αυτό που θεωρείτε καινούριο […] είναι απλά και μόνο απομίμηση της μηχανής.''», ISBN 9603100714</ref> Η επιρροή τους όμως πέρασε τα σύνορα της Σοβιετικής Ένωσης και κατά τη δεκαετία του ’20 κονστρουκτιβιστές καλλιτέχνες εμφανίστηκαν στη [[Δημοκρατία της Βαϊμάρης|μεσοπολεμική Γερμανία]].<ref>Eva Forgacs, ''Μπάουχαους – Ιδέες και πραγματικότητα'', εκδ. Νησίδες, 1999, σελ .89. ISBN 9608480434</ref>
 
Παράλληλα από το 1917 είχε ήδη ξεκινήσει, με κέντρο την [[Ολλανδία]], την πορεία του στις εικαστικές τέχνες το [[ντε στιλ]] ή ''νεοπλαστικισμός'', ένα ακόμα μοντερνιστικό καλλιτεχνικό κίνημα το οποίο τόνιζε την αφαίρεση, τη λιτότητα, τα απλά γεωμετρικά σχήματα και τη σχεδιαστική αναγωγή σε ευθείες γραμμές, σε μη τεμνόμενα επίπεδα και σε βασικά χρώματα χωρίς προσμείξεις.<ref>Kenneth Frampton, ''Μοντέρνα Αρχιτεκτονική – Ιστορία και κριτική'', εκδ. Θεμέλιο, 1999,σελ.134, ISBN 9603100714</ref> Οι νεοπλαστικιστές είχαν υποστεί την επίδραση του [[κυβισμός|κυβισμού]], αλλά και της [[πλατωνισμός|πλατωνικής]] αντίληψης περί τέλειων γεωμετρικών μορφών ως αυθύπαρκτων και άυλων ιδεών.
 
Σύντομα προέκυψε στη Γερμανία η σύνθεση του [[Μπάουχαους]], ενός κινήματος εικαστικών τεχνών σαφώς επηρεασμένο τόσο από τον σοβιετικό κονστρουκτιβισμό όσο και από τον νεοπλαστικισμό. Με αυτό συνδέθηκε ένας από τους σημαντικότερους μοντερνιστές αρχιτέκτονες του 20ου αι., ο [[Βάλτερ Γκρόπιους]], που από το 1919 βρέθηκε στα ηνία της Σχολής στη Βαϊμάρη, για μια περίοδο πυρετώδη και ιδεολογικά φορτισμένη.<ref>Eva Forgacs, ''Μπάουχαους – Ιδέες και πραγματικότητα'', εκδ. Νησίδες, 1999, σελ .35. ISBN 9608480434</ref> Στο ''Μανιφέστο του Μπάουχαους'', ο Γκρόπιους, απευθυνόμενος σε ενδεχόμενους σπουδαστές του ιδρύματος, διατύπωσε με ωριμότητα ένα πρόγραμμα, που συνέδεε τον καλλιτέχνη με τον τεχνίτη σε έναν καινούριο τύπο δημιουργικής παραγωγικής εργασιακής διαδικασίας.<ref>Eva Forgacs, ''Μπάουχαους – Ιδέες και πραγματικότητα'', εκδ. Νησίδες, 1999, σελ .38. ISBN 9608480434</ref> Μέσα από αυτό διατυπωνόταν η θέση ότι οι πρώτες ύλες είχαν μία εγγενή διακοσμητική αξία και ότι στόχος ήταν η ενοποίηση καλών και εφαρμοσμένων τεχνών, μέσω μίας σύνθεσης της καλλιτεχνικής έκφρασης και της πρακτικής λειτουργικότητας η οποία θα απέρριπτε τα «περιττά» αισθητικά στολίδια και θα οδηγούσε σε μία νέα, καθαρά νεωτερική ενότητα τέχνης και τεχνολογίας.<ref>Kenneth Frampton, ''Μοντέρνα Αρχιτεκτονική – Ιστορία και κριτική'', εκδ. Θεμέλιο, 1999,σελ.118, ISBN 9603100714</ref> Δημιουργήθηκε έτσι η βάση μιας καλλιτεχνικής παράδοσης προσανατολισμένης στον βιομηχανικό σχεδιασμό, σε μία σχολή όμως με δυσοίωνο μέλλον. Το 1924, τέσσερα χρόνια πριν εγκαταλείψει το Μπάουχαους, ο Γκρόπιους εξέδωσε το πρώτο βιβλίο της σχολής με τίτλο ''Διεθνής Αρχιτεκτονική'' (Internationale Architektur). Το βιβλίο προσπάθησε να προσελκύσει το ενδιαφέρον του κοινού στη σύγχρονη αρχιτεκτονική, αλλά αποτελούσε περισσότερο μια φωτογραφική και σχεδιαστική απογραφή αντιπροσωπευτικών παραδειγμάτων μιας προόδου εργασιών της σχολής και λιγότερο ένα αρχιτεκτονικό μανιφέστο.
 
=== Μεταμοντερνισμός ===
Με κύρια επιρροή την απογοήτευση που επακολούθησε τον [[Β' Παγκόσμιος Πόλεμος|Β' Παγκόσμιο Πόλεμο]], οι [[μεταμοντερνισμός|μεταμοντέρνες]] αντιλήψεις δεν άργησαν να μεταπηδήσουν από τη [[φιλοσοφία]] και τη [[λογοτεχνία]] στην αρχιτεκτονική. Εκεί, περισσότερο από ό,τι στις άλλες τέχνες ή στα μέσα μαζικής επικοινωνίας, συνδέθηκαν αναπόσπαστα με την κριτική που ασκήθηκε στο ''διεθνές ύφος'' και στον ώριμο μοντερνισμό. Αυτός ο τελευταίος χρεώθηκε το ότι μέσα από τη μορφολογική του ανάλυση και κριτική κατέστρεψε τον παραδοσιακό αστικό ιστό και την παλαιότερη κουλτούρα της γειτονιάς.<ref>Fredric Jameson, ''Το μεταμοντέρνο, ή η πολιτισμική λογική του ύστερου καπιταλισμού'', εκδ. Νεφέλη, 1999, σελ.34, ISBN 9602112379</ref> Το 1966 εκδόθηκαν ταυτόχρονα δύο βιβλία – μανιφέστα που άσκησαν μεγάλη επίδραση εκφράζοντας τις απόψεις αυτές.
 
Ο [[Άλντο Ρόσι]] στο βιβλίο του ''Η αρχιτεκτονική της πόλης'' επιχειρεί να αναλύσει την πόλη ως αρχιτεκτονική, όχι όμως ως άθροισμα κτιρίων αλλά ως απόρροια μακράς και ανοιχτής διαδικασίας γεννήσεων και θανάτων.<ref>Aldo Rossi, ''Η αρχιτεκτονική της πόλης'', εκδ. University Studio Press, 1991, ISBN 9789601202679</ref> Η αρχιτεκτονική της πόλης μπορεί να διαβαστεί ως μια «δίκαιη» εναντίωση στην τρέχουσα, τότε, πεποίθηση πως η σωστή αρχιτεκτονική και πολεοδομία μπορούν να προκύψουν αυτομάτως από έναν καλό σχεδιασμό.<ref>''Αρχιτεκτονική θεωρία από την Αναγέννηση μέχρι σήμερα'', εκδ. Taschen – Γνώση, 2005, σελ. 784, ISBN 960235707X</ref> O Ρόσι ήταν ωστόσο περισσότερο πιστός μιας προνεωτερικής και βιωματικής αρχιτεκτονικής, ζωντανής βιογραφίας του εαυτού της, παρά δογματικός πολέμιος του μοντερνισμού.
 
Αντίθετα, ο [[Ρόμπερτ Βεντούρι]] με το βιβλίο του ''Πολυπλοκότητα και αντίφαση στην αρχιτεκτονική'', κατάφερε να καθιερωθεί ως ο συγγραφέας του γνωστότερου έργου – πραγματείας για τον αρχιτεκτονικό μεταμοντερνισμό. Προϋπόθεση της αρχιτεκτονικής για τον Βεντούρι δεν είναι η «αντικειμενικότητα» που χαρακτήριζε ως τότε τον μοντερνισμό, αλλά η ποιητική ελευθερία.<ref>Robert Venturi, ''Complexity and contradiction in architecture'', εκδ. MOMA, 2002, ISBN 9780870702822</ref> Εντοπίζοντας αντιφάσεις και αντιθέσεις στην ιστορία της αρχιτεκτονικής, τονίζει ότι οι εκφραστές του μοντερνισμού καλλιέργησαν την καθαρότητα και το ερμητικό τους ύφος, αγνοώντας πολλές παραμέτρους και εργαζόμενοι αντίθετα από τις πραγματικές ανάγκες της κοινωνίας. Η επινόηση του αξιώματός του «''Το λιγότερο είναι βαρετό''» (αγγλ.: «''Less is a bore''»), παράφραση της γνωστής μοντερνιστικής – [[μινιμαλισμός|μινιμαλιστικής]] ρήσης του [[Μιζ βαν ντερ Ρόε]] «''το λιγότερο είναι περισσότερο''» (αγγλ.: «''Less is more''»), εκφράζει ακριβώς την παραπάνω κριτική.<ref>''Αρχιτεκτονική θεωρία από την Αναγέννηση μέχρι σήμερα'', εκδ. Taschen – Γνώση, 2005, σελ. 790, ISBN 960235707X</ref>
 
== Ιστορικό της αρχιτεκτονικής ==
Θεωρώντας ότι η ιστορία της αρχιτεκτονικής βασίζεται στην σύνθετη γνώση όλων των κτιστών υποδομών του παρελθόντος, μπορεί κανείς να εστιάσει στην τυπολογία, την οικοδομική και την μορφολογία που χαρακτηρίζουν κάθε παράδειγμα που επιλέγεται από αυτό το παρελθόν.<ref>Αργύρης Πετρονώτης, ''Αρχιτεκτονική της απώτερης και κλασσικής Αρχαιότητας'', εκδ. Γαρταγάνης, 1991, σελ. 12, ISBN 9607013166</ref>
 
=== Απώτερη Αρχαιότητα ===
Το παλαιότερο έως τώρα δείγμα ανθρώπινης κατασκευής εντοπίζεται στην περιοχή ''Terra Amata'', έναν υπαίθριο αρχαιολογικό χώρο κοντά στη [[Νίκαια (Γαλλία)|Νίκαια]], αρχικά εκτιμηθείσας ηλικίας 400.000 ετών που αμφισβητήθηκε όμως από νεότερους ερευνητές.<ref>[http://www.pnas.org/content/early/2011/03/07/1018116108.full.pdf Proceedings of the National Academy of Sciences: ''One of the earliest evidence for habitual use of fire in Europe'']</ref> Πρόκειται για ομάδα από καλύβες της [[Παλαιολιθική εποχή|Παλαιολιθικής]] περιόδου, με [[κάτοψη]] ωοειδή και ποικίλων διαστάσεων, με μήκος από 8 έως 15 μέτρα και πλάτος 4 έως 6 μέτρα, που μάλλον αποτελούσαν πρόχειρο κυνηγετικό καταφύγιο.<ref>Αργύρης Πετρονώτης, ''Αρχιτεκτονική της απώτερης και κλασσικής Αρχαιότητας'', εκδ. Γαρταγάνης, 1991, σελ. 29, ISBN 9607013166</ref>
Κατά τη [[Νεολιθική εποχή|Νεολιθική]] περίοδο αρχίζουν να εμφανίζονται οι πρώτοι οικισμοί με μόνιμο χαρακτήρα, καθώς ο αυξανόμενος αριθμός των μελών των περιπλανώμενων ομάδων και η προσήλωση στην καλλιέργεια της γης το επιβάλλουν.<ref>Βλ. Jaques Cauvin, ''Γέννηση των θεοτήτων, γέννηση της γεωργίας – Η επανάσταση των συμβόλων στη νεολιθική εποχή'', εκδ. Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2004, σελ.31 – 49, ISBN 9789605241704</ref>
 
Αυτήν την εποχή γεννιέται εκτός από την αρχιτεκτονική και η πολεοδομία: δημιουργούνται οικισμοί όπως αυτός του Τσατάλ Χογιούκ (Çatalhöyük) στην σημερινή κεντρική [[Τουρκία]] – με κατοικίες με είσοδο από την οροφή ηλικίας 9.400 ετών,<ref>[http://whc.unesco.org/uploads/nominations/1405.pdf UNESCO World Heritage Centre Report, σελ.9]</ref> αυτός του Σιάλκ (Tepe Sialk) στο [[Ιράν]] ηλικίας 8.000 ετών, και η [[Ιεριχώ]] (Tell es-Sultan) στη σημερινή [[Παλαιστίνη]] – ίσως μια από τις αρχαιότερες περιτειχισμένες πόλεις του κόσμου.<ref>Αργύρης Πετρονώτης, ''Αρχιτεκτονική της απώτερης και κλασσικής Αρχαιότητας'', εκδ. Γαρταγάνης, 1991, σελ. 39, ISBN 9607013166</ref> Προς το τέλος της Νεολιθικής εποχής εμφανίζονται επίσης δείγματα ''μεγαλιθικής αρχιτεκτονικής'' όπως οι [[οβελίσκοι]] στην [[Αρχαία Αίγυπτος|Αίγυπτο]], τα [[μενίρ]] στο Καρνάκ της [[Γαλλία]]ς, στην Έβουρα της [[Πορτογαλία]]ς και αλλού, ή το [[Στόουνχετζ]] στο Αμέσμπιουρυ της [[Αγγλία]]ς.
 
=== Μεσοποταμία - Αίγυπτος ===
[[Αρχείο:All Gizah Pyramids.jpg|thumb|left|250px|Οι [[Πυραμίδες της Γκίζας]] είναι από τα πλέον αξιοπρόσεκτα δείγματα αρχιτεκτονικής της Αρχαιότητας.]]
Ο αρχικός πολιτισμός στη [[Μεσοποταμία]] ξεκίνησε κι αυτός κατά τη Νεολιθική εποχή, αλλά αξιόλογα δείγματα αρχιτεκτονικής εμφανίζονται κατά την [[Εποχή του Χαλκού]] (2η και 1η χιλιετία π.Χ.).<ref>Αργύρης Πετρονώτης, ''Αρχιτεκτονική της απώτερης και κλασσικής Αρχαιότητας'', εκδ. Γαρταγάνης, 1991, σελ. 51, ISBN 9607013166</ref> Σε αυτήν την περίοδο εμφανίζονται αρχιτεκτονήματα μεγάλης κλίμακας, όπως τα ανάκτορα, οι ναοί και τα [[ζιγκουράτ]], τα πιο αντιπροσωπευτικά κτίσματα της Μεσοποταμίας. Τα ζιγκουράτ ήταν πυραμιδοειδείς βαθμιδωτές κατασκευές, μέρος ενός οργανωμένου συγκροτήματος ναού<ref>Πρβλ. A. Leo Oppenheim, ''Ancient Mesopotamia – Portrait of a Dead Civilization'', εκδ. University of Chicago Press, 1977, σελ.326: «''Μπορούμε να παρατηρήσουμε μια εντυπωσιακή τάση προς μια καλά οργανωμένη διάταξη διαδρόμων, δωματίων και αυλών τα οποία συνθέτουν το ναό της Μεσοποταμίας.''» ISBN 0226631877</ref> κατασκευασμένες από ωμές πλίνθους, ή στην καλύτερη περίπτωση επενδεδυμένες από οπτόπλινθους.<ref>[http://thesis.ekt.gr/thesisBookReader/id/27457#page/14/mode/2up Αλέξανδρος Σταθάτος, ''Έρευνα και ανάπτυξη ωπλισμένης οπτοπλινθοδομής για την κατασκευή κτιρίων σε σεισμογενείς περιοχές'', Διδακτορική Διατριβή Σχολής Πολιτικών Μηχανικών ΕΜΠ, 2011, σελ.2.]</ref>
 
Στην Αίγυπτο, την εποχή ενοποίησής της σε μια κοινή επικράτεια περί το 3150 π.Χ, κατοικούσε ένα μείγμα λαών με διαφορετικές γεωγραφικές καταβολές και ποικίλες θρησκευτικές δοξασίες,<ref>Αργύρης Πετρονώτης, ''Αρχιτεκτονική της απώτερης και κλασσικής Αρχαιότητας'', εκδ. Γαρταγάνης, 1991, σελ.139, ISBN 9607013166</ref> παράγοντας που είχε άμεσο αντίκτυπο στην αρχιτεκτονική της. Τα ταφικά οικοδομήματα μεγάλης κλίμακας που αναγέρθηκαν τα χρόνια που ακολούθησαν, όπως τα ''μασταμπά'' - οι παλιότερες μορφές υπέργειου ταφικού μνημείου – οι λαξευτοί τάφοι σε βράχους, η ''βαθμιδωτή πυραμίδα'' «Ζοζέρ» (Djoser) στη Σακκάρα (Saqqara), δυτικά του Νείλου, και το τριπλό συγκρότημα των [[Πυραμίδες της Γκίζας|πυραμίδων της Γκίζας]], επηρέασαν ακόμη και πολιτισμούς που εξελίχθηκαν αρκετούς αιώνες αργότερα.<ref>Ερνστ Γκόμπριχ, ''Το χρονικό της τέχνης'', εκδ. Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, 1994, σελ. 55, ISBN 9789602501443</ref> Η ''[[Πυραμίδα του Χέοπα]]'', η μεγαλύτερη από τις τρεις της Γκίζας, εντυπωσιάζει ακόμη και σήμερα με την αρτιότητα της κατασκευής, τον ακριβή προσανατολισμό και τις διαστάσεις της και την τελειότητα λάξευσης των υλικών,<ref>John Romer, ''The Great Pyramid - Ancient Egypt Revisited'', εκδ. Cambridge University Press, 2007, σελ.41, όπου παρατίθεται η μαρτυρία του αιγυπτιολόγου Sir William Matthew Flinders Petrie, ISBN 9780521871662</ref> δεδομένα πρωτόγνωρα την εποχή που κατασκευάστηκε.
 
Τόσο στην μεσοποτάμια όσο και στην αιγυπτιακή αρχιτεκτονική παρατηρούνται πρακτικές - μορφολογικές και κατασκευαστικές - που εμφανίζονται αρκετούς αιώνες αργότερα σε άλλες γεωγραφικές ζώνες: η μονολιθική δοκός επί στύλων της λίθινης ναοδομίας των Αιγυπτίων επηρέασε την αρχαία ελληνική αρχιτεκτονική, ενώ η θολοδομία της Μεσοποταμίας τη ρωμαϊκή και αργότερα τη μεσαιωνική αρχιτεκτονική.<ref>Αργύρης Πετρονώτης, ''Αρχιτεκτονική της απώτερης και κλασσικής Αρχαιότητας'', εκδ. Γαρταγάνης, 1991, σελ. 165, ISBN 9607013166</ref>
 
=== Μινωϊκός - Μυκηναϊκός κόσμος ===
[[Αρχείο:Knossos 01.JPG|thumb|right|250px|Ερείπια μινωικού οικίσματος στην Κρήτη.]]
Από την πρώτη εμφάνιση του [[Μινωικός πολιτισμός|μινωικού πολιτισμού]] το 3000 – 2200 π.Χ., ως την πλήρη καταστροφή του και την επικράτηση των [[Δωριείς|δωρικών φύλων]] το 1500 – 1000 π.Χ., μπορούν να αντληθούν πολλά στοιχεία για αυτόν: ενδείξεις της καθολικής και αδιατάρακτης ειρήνης και για τις παντελώς ατείχιστες πόλεις του, έως την οργάνωση της κοινωνικής δομής και τη ναυτική υπεροχή του.<ref>Αργύρης Πετρονώτης, ''Αρχιτεκτονική της απώτερης και κλασσικής Αρχαιότητας'', εκδ. Γαρταγάνης, 1991, σελ. 199 - 200, ISBN 9607013166</ref> Οι καινοτόμες, για την εποχή, αρχιτεκτονικές πρακτικές εντοπίζονται στη σχεδίαση των ''ανακτορικών συγκροτημάτων'' και σε αυτήν των ''οικισμών''.
 
Το τυπικό συγκρότημα ανακτόρων στη Μινωική [[Κρήτη]], είναι συνήθως ένα φαινομενικά δαιδαλώδες αλλά ανοχύρωτο σύμπλεγμα χώρων (δωματίων, εργαστηρίων, αποθηκών κτλ.), που αποτελείται από πτέρυγες διαφορετικού ύψους, οι οποίες περιβάλλουν έναν μεγάλο κεντρικό αύλειο χώρο, προσανατολισμένο στον άξονα Βορρά – Νότου.<ref>Αργύρης Πετρονώτης, ''Αρχιτεκτονική της απώτερης και κλασσικής Αρχαιότητας'', εκδ. Γαρταγάνης, 1991, σελ. 200 - 203, ISBN 9607013166</ref><ref>[http://thesis.ekt.gr/thesisBookReader/id/27194#page/34/mode/2up Γεροντάκου Ελένη, ''Η μεταβατική ΜΜΙΙΙβ-ΥΜΙα στην ανατολική Κρήτη - το παράδειγμα της Ζάκρου'', Διδακτορική Διατριβή Φιλοσοφικής Σχολής, Τμήμα Ιστορίας - Αρχαιολογίας, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, 201, σελ. 32 – 37.]</ref> Η αρχιτεκτονική των μινωικών οικισμών ενσωμάτωνε μια σειρά από κατασκευαστικές πρακτικές που επηρέασαν βαθύτατα τους πολιτισμούς που ακολούθησαν: η εκτεταμένη χρήση του ξύλου ως φέροντα οργανισμού για τα κτήρια,<ref name="VimaMinoans">[http://www.tovima.gr/culture/article/?aid=179897 ''Η επανάσταση της μινωικής αρχιτεκτονικής'', Εφημερίδα «Το Βήμα», 25-03-2007]</ref> που για πρώτη φορά επέτρεψε να πραγματοποιηθούν πολυώροφες κατασκευές με αντισεισμική προστασία<ref name="VimaMinoans"/><ref>[http://thesis.ekt.gr/thesisBookReader/id/0974#page/348/mode/2up Καλλιρρόη Παλυβού, ''Ακρωτήρι Θήρας – Οικοδομική Τέχνη και Μορφολογικά στοιχεία στην Υστεροκυκλαδική Αρχιτεκτονική'', Διδακτορική Διατριβή Τμήματος Αρχιτεκτόνων ΕΜΠ, 1988, σελ. 351.]</ref> και η ευρεία χρήση λαξευτών λίθων στις τοιχοποιίες κάποιων οικισμών<ref>[http://thesis.ekt.gr/thesisBookReader/id/0974#page/348/mode/2up Καλλιρρόη Παλυβού, ''Ακρωτήρι Θήρας – Οικοδομική Τέχνη και Μορφολογικά στοιχεία στην Υστεροκυκλαδική Αρχιτεκτονική'', Διδακτορική Διατριβή Τμήματος Αρχιτεκτόνων ΕΜΠ, 1988, σελ. 349.]</ref> αποτελούν ορισμένες από αυτές τις πρακτικές. Η παρουσία μεγάλων ανοιγμάτων - παραθύρων στα κτίσματα του μινωικού πολιτισμού χαρακτηρίζεται από κάποιους μελετητές ως «''μια μεγάλη καινοτομία του μινωικού πολιτισμού, που αφήνει πίσω πλέον τα σκοτεινά οικοδομήματα της Ανατολής, ανοίγοντας το δρόμο για τη σύγχρονη αρχιτεκτονική του Δυτικού κόσμου''».<ref>[http://thesis.ekt.gr/thesisBookReader/id/0974#page/348/mode/2up Καλλιρρόη Παλυβού, ''Ακρωτήρι Θήρας – Οικοδομική Τέχνη και Μορφολογικά στοιχεία στην Υστεροκυκλαδική Αρχιτεκτονική'', Διδακτορική Διατριβή Τμήματος Αρχιτεκτόνων ΕΜΠ, 1988, σελ. 338.]</ref>
 
Ο [[μυκηναϊκός πολιτισμός]] σφράγισε την ύστερη εποχή του χαλκού περίπου από το 1600 έως το 1100 π.Χ. Αναπτύχθηκε μέσα σε οχυρωμένες ακροπόλεις, οι περισσότερες από τις οποίες εντοπίζονται την περιοχή της [[Πελοπόννησος|Πελοποννήσου]]. Τα κυρίαρχα στοιχεία της [[μυκηναϊκή αρχιτεκτονική|μυκηναϊκής αρχιτεκτονικής]] που σώζονται έως σήμερα είναι οι ''οχυρώσεις'', τα ''μέγαρα'' και οι ''τάφοι''.<ref>Αργύρης Πετρονώτης, ''Αρχιτεκτονική της απώτερης και κλασσικής Αρχαιότητας'', εκδ. Γαρταγάνης, 1991, σελ. 219, ISBN 9607013166</ref> Οι οχυρώσεις - τα «[[κυκλώπεια τείχη]]» όπως χαρακτηριστικά περιγράφονται από αρκετά μεταγενέστερες μαρτυρίες<ref>[http://el.wikisource.org/wiki/%CE%95%CE%BB%CE%BB%CE%AC%CE%B4%CE%BF%CF%82_%CF%80%CE%B5%CF%81%CE%B9%CE%AE%CE%B3%CE%B7%CF%83%CE%B9%CF%82/%CE%9A%CE%BF%CF%81%CE%B9%CE%BD%CE%B8%CE%B9%CE%B1%CE%BA%CE%AC#p25.8 Παυσανίας, ''Ελλάδος Περιήγησις'', ΙΙ.25.8]</ref> - αποτελούνταν από στοιχειωδώς πελεκημένους ογκόλιθους, υπερμεγέθους κλίμακας. Η γνωστότερη είναι αυτή των [[Μυκήνες|Μυκηνών]], στην οποία ενσωματώνεται η [[Πύλη των Λεόντων]]: ένα μεγαλιθικό μνημείο που συντίθεται από τρεις ογκόλιθους, πάνω από τους οποίους διαμορφώνεται ''ανακουφιστικό τρίγωνο'', χαρακτηριστική χειρονομία της μυκηναϊκής αρχιτεκτονικής που γίνεται για στατικούς λόγους, κλεισμένο με τη φημισμένη διακοσμητική πλάκα με τα λιοντάρια.
 
=== Αρχαία Ελλάδα ===
Μπορεί η κάθοδος πολεμικών φυλών γύρω στο 1000 π.Χ. να συνετέλεσε στην εξαφάνιση προηγούμενων ανεπτυγμένων πολιτισμών και στην συνακόλουθη εμφάνιση μιας τραχιάς και πρωτόγονης αρχιτεκτονικής και τέχνης, αλλά μέσα στο πέρασμα των αιώνων οι απόγονοι των φυλών αυτών κυοφόρησαν μια από τις μεγαλύτερες επαναστάσεις σε όλη την ιστορία της τέχνης.<ref name="ReferenceA">Ερνστ Γκόμπριχ, ''Το χρονικό της τέχνης'', εκδ. Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, 1994, σελ. 77, ISBN 9789602501443</ref> Από αυτήν ξεπήδησαν μορφές όπως του ''περίπτερου ναού'' (αυτού με κολώνες ολόγυρά του), του ''θεάτρου'', της ''αγοράς'', της ''στοάς'', της ''αστικής κατοικίας'' και του ''σταδίου''. Τα λείψανα των πρώτων ναών είναι ολιγάριθμα, αφού αρχικά υπήρχαν μόνο βωμοί που εξυπηρετούσαν τη θρησκευτική λατρεία,<ref>Αργύρης Πετρονώτης, ''Αρχιτεκτονική της απώτερης και κλασσικής Αρχαιότητας'', εκδ. Γαρταγάνης, 1991, σελ. 257, ISBN 9607013166</ref> οι οποίοι αργότερα στεγάστηκαν. Πολύ πιθανό θεωρείται οι πρώτοι ναοί να ήταν χτισμένοι από [[ξύλο]],<ref>Wolfgang Muller-Wiener, ''Η αρχιτεκτονική στην αρχαία Ελλάδα'', εκδ. University Studio Press, 1995, σελ.121, ISBN 9789601204840</ref> κάτι που επιβεβαιώνεται από το ότι η ξύλινη δομή των προηγούμενων «αντιγράφεται» από τους μεταγενέστερους<ref name="ReferenceA"/> – για παράδειγμα η μίμηση με πέτρα, από αυτούς τους τελευταίους, των παλαιότερων απολήξεων των οριζόντιων ξύλινων δοκών.
[[Image:Epidauros Theater Panorama 02 2008-09-11.JPG|thumb|left|250px|Το αρχαίο [[θέατρο της Επιδαύρου]].]]
[[Image:Aegina, The Temple of Aphaia.jpg|thumb|right|250px|Ο [[ναός της Αφαίας]] στην [[Αίγινα]].]]
Από την [[αρχαϊκή εποχή|αρχαϊκή]] έως την [[ελληνιστική περίοδος|ελληνιστική]] φάση ([[8ος αιώνας π.Χ.|8ος]] – [[1ος αιώνας π.Χ.|1ος αι. π.Χ.]]), μέσα από μια αδιάκοπη διαδικασία εξέλιξης, επικρατούν δύο σαφείς τάσεις στην ελληνική ναοδομία: οι επιμήκεις κατόψεις βραχύνονται, με την αναλογία πλάτους/μήκους να τείνει περίπου στο ½<ref>Wolfgang Muller-Wiener, ''Η αρχιτεκτονική στην αρχαία Ελλάδα'', εκδ. University Studio Press, 1995, σελ.152, ISBN 9789601204840</ref> και οι βαριές σε αναλογίες προσόψεις αποκτούν όλο και λεπτότερα στοιχεία.<ref>Wolfgang Muller-Wiener, ''Η αρχιτεκτονική στην αρχαία Ελλάδα, εκδ. University Studio Press, 1995, σελ.123, ISBN 9789601204840</ref> Παράλληλα (και εν μέρει εξαιτίας των τάσεων αυτών<ref>Αργύρης Πετρονώτης, ''Αρχιτεκτονική της απώτερης και κλασσικής Αρχαιότητας'', εκδ. Γαρταγάνης, 1991, σελ.263, ISBN 9607013166</ref>) αναπτύσσονται τρεις διαφορετικοί αρχιτεκτονικοί ρυθμοί που έμελλε να επηρεάσουν ή να καθορίσουν σε τεράστιο βαθμό την αρχιτεκτονική που ακολούθησε για χιλιετίες: ο [[δωρικός ρυθμός|δωρικός]], ο [[ιωνικός ρυθμός|ιωνικός]] και αργότερα ο [[κορινθιακός ρυθμός|κορινθιακός]].<ref>Οι δύο πρώτοι αναπτύχθηκαν παράλληλα, ενώ ο κορινθιακός ρυθμός αναπτύχθηκε στον ελλαδικό χώρο κυρίως κατά την ελληνιστική περίοδο, δεν ευνοήθηκε τόσο από την ελληνική αρχιτεκτονική όσο από τους ρωμαίους συνεχιστές της. Βλ. Wolfgang Muller-Wiener, ''Η αρχιτεκτονική στην αρχαία Ελλάδα'', εκδ. University Studio Press, 1995, σελ.121, ISBN 9789601204840</ref> Όλα τα παραπάνω χαρακτηριστικά, μαζί με τη σχεδιαστική προσέγγιση μαθηματικών κανόνων ([[χρυσή τομή]])<ref>Βλ. Wolfgang Muller-Wiener, ''Η αρχιτεκτονική στην αρχαία Ελλάδα'', εκδ. University Studio Press, 1995, σελ.32: «''…παρόμοιες σαφείς αριθμητικές αναλογίες συναντώνται σε μια ολόκληρη σειρά αττικών οικοδομημάτων του 5ου αι. π.Χ….''», επίσης στο ίδιο σελ.34 παρ. «''Μετρικά συστήματα και σχέδιο» και σελ.121. ISBN 9789601204840</ref> και την έμφαση σε μια οπτική<ref>Wolfgang Muller-Wiener, ''Η αρχιτεκτονική στην αρχαία Ελλάδα'', εκδ. University Studio Press, 1995, σελ.146-149, ISBN 9789601204840</ref> και κατασκευαστική τελειότητα,<ref>Wolfgang Muller-Wiener, ''Η αρχιτεκτονική στην αρχαία Ελλάδα'', εκδ. University Studio Press, 1995, σελ.76, ISBN 9789601204840</ref> απέδωσαν πολλές διαφορετικές μορφές ναών.<ref>Εκτός από τους περίστυλους ναούς, στον ευρύτερο ελλαδικό χώρο απαντούν - πάντα με βάση την οργάνωση της κάτοψης - ο ναός εν παραστάσι, ο πρόστυλος, ο αμφιπρόστυλος, η θόλος (κυκλικής κάτοψης) κ.α. Βλ. ενδεικτικά Αργύρης Πετρονώτης, ''Αρχιτεκτονική της απώτερης και κλασσικής Αρχαιότητας'', εκδ. Γαρταγάνης, 1991, σελ.264 - 265, ISBN 9607013166</ref> Δωρικού ρυθμού (όπως ο [[Παρθενώνας]] στην [[Ακρόπολη των Αθηνών]] και ο Γ’ ναός της Αφαίας στην [[Αίγινα]]), Ιωνικού (ο Γ’ ναός της Ήρας στη [[Σάμος|Σάμο]] και ο ναός της απτέρου Νίκης στην Ακρόπολη των Αθηνών), σε μικρότερο αριθμό Κορινθιακού (π.χ. ο [[ναός του Ολυμπίου Διός]] στην Αθήνα) και φυσικά συνδυασμού τους.<ref>Marie-Christine Hellmann, ''Η αρχαία ελληνική αρχιτεκτονική'', εκδ. Ζαχαρόπουλος Ι.,2003, σελ.190 – 191, ISBN 9789602273272</ref>
 
Το [[αρχαίο ελληνικό θέατρο|θέατρο]] είναι ένα ακόμη αρχιτεκτόνημα της περιόδου αυτής που προήλθε από τον ιερό χώρο.<ref>Wolfram Hoepfner, ''Ιστορία της κατοικίας 5000 π.Χ.- 500 μ.Χ.'', εκδ. University Studio Press, 2005, σελ.171, ISBN 9789601214078</ref> Το πρώτο μόνιμο θέατρο οικοδομήθηκε στην Αθήνα στις αρχές του 5ου αι. π.Χ., αν και γιορτές που περιελάμβαναν θεατρικές παραστάσεις – όπως τα «εν άστει [[Μεγάλα Διονύσια|Διονύσια]]» – είχαν καθιερωθεί πολύ νωρίτερα.<ref>Πέτρος Μαρτινίδης, ''Μεταμορφώσεις του θεατρικού χώρου'', εκδ. Νεφέλη, 1999, σελ.44 ISBN 9789602114230</ref> Οι παραστάσεις αυτές από τον 6ο αι. π.Χ. οδήγησαν στο να παγιωθεί η έκφραση σημαντικών νοημάτων,<ref>Πέτρος Μαρτινίδης, ''Μεταμορφώσεις του θεατρικού χώρου'', εκδ. Νεφέλη, 1999, σελ.54 ISBN 9789602114230</ref> να καθιερωθεί ένα σταθερό λειτουργικό τυπικό<ref>Wolfgang Muller-Wiener, ''Η αρχιτεκτονική στην αρχαία Ελλάδα'', εκδ. University Studio Press, 1995, σελ.171, ISBN 9789601204840</ref> – άρα να ολοκληρωθεί η μορφή του: αυτή αποτελείται από την ''ορχήστρα'', τη ''σκηνή'', το ''προσκήνιον'', και το ''κοίλον'' – με τα εδώλια (καθίσματα) σε κυκλική διάταξη. Στο θέατρο γινόταν πολλές φορές η συνέλευση της [[Εκκλησία του Δήμου|Εκκλησίας του Δήμου]] ή της Βουλής, κάτι που φανερώνει την πλήρη ενσωμάτωσή του στην αστική ζωή.
 
Η [[Αρχαία Αγορά|αγορά]] αποτελεί την κοινωνική και πολιτική καρδιά της πόλης, εντοπίζεται στο κέντρο της και συνήθως διατρέχεται από τον μεγαλύτερο δρόμο της πόλης.<ref>Πρβλ. Wolfram Hoepfner, ''Ιστορία της κατοικίας 5000 π.Χ.- 500 μ.Χ.'', εκδ. University Studio Press, 2005, σελ.358, ISBN 9789601214078</ref> Δύο είναι οι τύποι αγοράς που κυριαρχούν: η ''ακανόνιστη'' και η ''ιωνική''.<ref>Wolfgang Muller-Wiener, ''Η αρχιτεκτονική στην αρχαία Ελλάδα'', εκδ. University Studio Press, 1995, σελ.176, ISBN 9789601204840</ref> Σε αυτήν απαντούν οι στοές, με διάφορες μορφές, οι μικροί ναοί και τα τιμητικά μνημεία. Το [[Στάδιο (αθλητικός χώρος)|στάδιο]] χρησίμευε για τη σωματική άσκηση και στην αρχή αποτελούσε μέρος όλων των μεγάλων ελληνικών ιερών.<ref>Wolfgang Muller-Wiener, ''Η αρχιτεκτονική στην αρχαία Ελλάδα'', εκδ. University Studio Press, 1995, σελ.182, ISBN 9789601204840</ref> Η ονομασία του προέρχεται από την ομώνυμη μονάδα μήκους, που ισοδυναμούσε με περίπου 600 πόδια. Η σταθερή, γνώριμη μορφή του, με τα κεκλιμένα πρανή με εδώλια, προέκυψε από τις αρχικές πρακτικές χωροθέτησής του έτσι ώστε να εκμεταλλεύεται τη φυσική κλίση του εδάφους.
 
Πέρα από τα δημόσια κτήρια, η αρχιτεκτονική εκφράζεται στην ιδιωτική σφαίρα μέσα από την κατοικία. Στον ελλαδικό χώρο κυριαρχεί – εκτός από τα σπίτια που χωροθετούνται κοντά το ένα στο άλλο και τα σπίτια με εμπρόσθια αυλή – η κατοικία με περίκλειστη αυλή. Ο αύλειος χώρος σε αυτήν τη μορφή προτιμάται όχι μόνο για την άριστη προσαρμογή του στις τοπικές κλιματολογικές συνθήκες αλλά και για λειτουργικούς λόγους. Από αυτόν γίνεται ο φωτισμός, ο φυσικός αερισμός και η επικοινωνία των γύρω δωματίων. Σε αυτόν τοποθετείται συνήθως και η σκάλα που οδηγεί στον όροφο.<ref>Πρβλ. Wolfram Hoepfner, ''Ιστορία της κατοικίας 5000 π.Χ.- 500 μ.Χ.'', εκδ. University Studio Press, 2005, σελ.571, ISBN 9789601214078</ref>
 
=== Ρωμαϊκή εποχή ===
[[Αρχείο:ColosseumAtEvening.jpg|thumb|left|250px|Το [[Κολοσσαίο]] της Ρώμης.]]
Από την εποχή που οι Ρωμαίοι κατακτούσαν τον «γνωστό κόσμο» και ίδρυαν την [[Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία|Aυτοκρατορία]] τους πάνω στα ερείπια των ελληνιστικών βασιλείων,<ref>Nancy H. Ramage - Andrew Ramage, ''Ρωμαϊκή Τέχνη - Από τον Ρωμύλο έως τον Κωνσταντίνο'', εκδ. University Studio Press, 2000, σελ.26, ISBN 9789601207858</ref> έως και τον 3ο αι. μ.Χ., η ρωμαϊκή αρχιτεκτονική ενέταξε στο λεξιλόγιό της δύο σημαντικά κατασκευαστικά επιτεύγματα: την [[αψίδα]] και το [[θόλος|θόλο]].<ref>Ερνστ Γκόμπριχ, ''Το χρονικό της τέχνης'', εκδ. Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, 1994, σελ. 119 – 121, ISBN 9789602501443</ref>
[[Αρχείο:Pantheon, Rome.jpg|thumb|right|200px|Το [[Πάνθεον]] της Ρώμης.]]
Η αψίδα είναι μια αρχιτεκτονική κατασκευή από δομικό υλικό σφηνοειδούς σχήματος, με στόχο τη δημιουργία ανοίγματος και την παραλαβή στατικού φόρτου πάνω από αυτό. Παρόλο που η τεχνική κατασκευής της ήταν γνωστή στους [[Ετρούσκοι|Ετρούσκους]] και τους Έλληνες αρχιτέκτονες,<ref>Jean Pierre Adam, ''Roman Buildings – Materials and Techniques'', εκδ. Routledge, 2003, σελ.328, ISBN 0203984366</ref> η ευρεία χρήση της καθιερώθηκε από τους Ρωμαίους στα μνημειακού χαρακτήρα κτίσματα<ref>Jean Pierre Adam, ''Roman Buildings – Materials and Techniques'', εκδ. Routledge, 2003, σελ.319, ISBN 0203984366</ref> όπως τα ''αμφιθέατρα'', τα ''υδραγωγεία'', οι ''γέφυρες'', και οι ''αψίδες θριάμβου''. Οι θόλοι αντίθετα, κατασκευές που επίσης βασίζονται στη λογική της αψίδας, χρησιμοποιήθηκαν σε τάφους και σε κτήρια όπως το [[Πάνθεον]], στη Ρώμη.
 
Η οικοδομική επιδεξιότητα των Ρωμαίων, που δεν δίσταζαν να υιοθετούν, να συνδυάζουν και να βελτιώνουν τις αρχιτεκτονικές πρακτικές των υποτελών τους λαών,<ref>Marie-Christine Hellmann, ''Η αρχαία ελληνική αρχιτεκτονική'', εκδ. Ζαχαρόπουλος Ι.,2003, σελ.242 – 243, ISBN 9789602273272</ref> παρέκαμψε την ανάγκη εύρεσης μιας λοφοπλαγιάς κατάλληλης για το στήσιμο του κοίλου του θεάτρου.<ref>Πέτρος Μαρτινίδης, ''Μεταμορφώσεις του θεατρικού χώρου'', εκδ. Νεφέλη, 1999, σελ.81 ISBN 9789602114230</ref> Αποτέλεσμα ήταν η μεταφορά των θεάτρων στην καρδιά των πόλεων και, μετά το 46 π.Χ., έπειτα από τις κατάλληλες μετατροπές, η εμφάνιση των πρώτων αμφιθεάτρων ήταν γεγονός.<ref>Πέτρος Μαρτινίδης, ''Μεταμορφώσεις του θεατρικού χώρου'', εκδ. Νεφέλη, 1999, σελ.88 ISBN 9789602114230</ref> Αναμφίβολα το διασημότερο από αυτά είναι το [[Κολοσσαίο]]: μια τεράστια για τα δεδομένα της εποχής κατασκευή, με μια εντυπωσιακή πρόσοψη χωρισμένη σε τέσσερις ζώνες, στηριγμένη σε καμάρες και θόλους, που ήταν ικανή να φιλοξενήσει στις εξέδρες της ένα πλήθος 50.000 – 70.000 θεατών.<ref>Chris Scarre, ''Τα εβδομήντα θαύματα του αρχαίου κόσμου – Τα μεγάλα μνημεία και πως κατασκευάσθηκαν'', εκδ. Βασδέκης, 2002, σελ.169, ISBN 9789608273016</ref> Αυτοί οι τελευταίοι εισέρχονταν και εξέρχονταν από στοές κάτω από το κοίλον που οδηγούσαν στις εισόδους (vomitoria),<ref>Πέτρος Μαρτινίδης, ''Μεταμορφώσεις του θεατρικού χώρου'', εκδ. Νεφέλη, 1999, σελ.82 ISBN 9789602114230</ref> για να παρακολουθήσουν τα όσα διαδραματίζονταν σε μια σκηνή τεχνολογικά άρτια<ref>Πέτρος Μαρτινίδης, ''Μεταμορφώσεις του θεατρικού χώρου'', εκδ. Νεφέλη, 1999, σελ.171 ISBN 9789602114230</ref> και προφυλαγμένοι από τις καιρικές συνθήκες κάτω από ένα υπερμέγεθες οβάλ στέγαστρο (velarium).<ref>Chris Scarre, ''Τα εβδομήντα θαύματα του αρχαίου κόσμου – Τα μεγάλα μνημεία και πώς κατασκευάσθηκαν'', εκδ. Βασδέκης, 2002, σελ.169, ISBN 9789608273016</ref>
 
Οι γέφυρες χρησιμοποιήθηκαν από τους Ρωμαίους τόσο για το οδικό δίκτυο όσο και για τα υδραγωγεία τους, αποτελώντας αντιπροσωπευτικά κατασκευαστικά έργα της εποχής τους.<ref>Jean Pierre Adam, ''Roman Buildings – Materials and Techniques'', εκδ. Routledge, 2003, σελ.586, ISBN 0203984366</ref> Ο μνημειακός χαρακτήρας των γεφυρών ήταν αποτέλεσμα τόσο της σημαντικότητάς τους – καθότι ήταν υποχρεωτικά σημεία διόδου<ref>Jean Pierre Adam, ''Roman Buildings – Materials and Techniques'', εκδ. Routledge, 2003, σελ.593, ISBN 0203984366</ref> – όσο και της τάσης ελαχιστοποίησης του αριθμού των πέδιλών τους – για λόγους αντοχής στα υδάτινα ρεύματα.<ref>Jean Pierre Adam, ''Roman Buildings – Materials and Techniques'', εκδ. Routledge, 2003, σελ.587, ISBN 0203984366</ref> Με αντίστοιχο τρόπο τα υδραγωγεία αποτελούσαν τοπόσημα μέσα στο φυσικό και στο αστικό περιβάλλον, υποδείγματα υδραυλικής μηχανικής με ροή βασισμένη στη βαρύτητα,<ref>Chris Scarre, ''Τα εβδομήντα θαύματα του αρχαίου κόσμου – Τα μεγάλα μνημεία και πως κατασκευάσθηκαν'', εκδ. Βασδέκης, 2002, σελ.237, ISBN 9789608273016</ref> που κατόρθωναν να μεταφέρουν το νερό από κάποια απομακρυσμένη περιοχή σε δεξαμενές και συστήματα διανομής μέσα στις πόλεις.<ref>Chris Scarre, ''Τα εβδομήντα θαύματα του αρχαίου κόσμου – Τα μεγάλα μνημεία και πώς κατασκευάσθηκαν'', εκδ. Βασδέκης, 2002, σελ.238, ISBN 9789608273016</ref> Ένα από τα καλύτερα διατηρημένα υδραγωγεία είναι το Pont du Gard στη νότια Γαλλία, χτισμένο από λιθόπλινθους μνημειακού μεγέθους, χωρίς κονίαμα ή συνδέσμους.<ref>Nancy H. Ramage - Andrew Ramage, ''Ρωμαϊκή Τέχνη - Από τον Ρωμύλο έως τον Κωνσταντίνο'', εκδ. University Studio Press, 2000, σελ.109, ISBN 9789601207858</ref>
 
Για πολλούς ερευνητές το Πάνθεον, ο ναός αφιερωμένος σε όλους τους θεούς, παραμένει το αριστούργημα της ρωμαϊκής αρχιτεκτονικής και θολοδομίας.<ref>Jean Pierre Adam, ''Roman Buildings – Materials and Techniques'', εκδ. Routledge, 2003, σελ.380, ISBN 0203984366</ref><ref>Chris Scarre, ''Τα εβδομήντα θαύματα του αρχαίου κόσμου – Τα μεγάλα μνημεία και πώς κατασκευάσθηκαν'', εκδ. Βασδέκης, 2002, σελ.128, ISBN 9789608273016</ref> Το κτίσμα συνδυάζει γεωμετρική απλότητα, αισθητική ποιότητα και ένα επιβλητικό μέγεθος σε μια κατασκευή που, παρά τις επαναλαμβανόμενες σεισμικές δονήσεις και τους κατά καιρούς ακρωτηριασμούς που υπέστη, δεν παρουσιάζει ακόμη και σήμερα κανένα στατικό η δομικό πρόβλημα.<ref>Jean Pierre Adam, ''Roman Buildings – Materials and Techniques'', εκδ. Routledge, 2003, σελ.381, ISBN 0203984366</ref> Η κυκλική του κάτοψη, εσωτερικής διαμέτρου 43,3 μ., καλύπτεται με τον ημισφαιρικό θόλο - φτιαγμένο από υψηλής ποιότητας ρωμαϊκό σκυρόδεμα,<ref>Chris Scarre, ''Τα εβδομήντα θαύματα του αρχαίου κόσμου – Τα μεγάλα μνημεία και πώς κατασκευάσθηκαν'', εκδ. Βασδέκης, 2002, σελ.129, ISBN 9789608273016</ref> ενισχυμένο με έξι διαδοχικούς δακτυλίους και ανακουφισμένο από αλλεπάλληλα φατνώματα<ref>Jean Pierre Adam, ''Roman Buildings – Materials and Techniques'', εκδ. Routledge, 2003, σελ.379, ISBN 0203984366</ref> – ένα μικρό θαύμα των μηχανικών της εποχής του.
 
Τέλος, οι αψίδες του θριάμβου ήταν μνημεία ιδρυμένα προς τιμήν ενός προσώπου ή σε ανάμνηση κάποιου σημαντικού γεγονότος. Οι περισσότερες από αυτές τις κατασκευές, που συνδύαζαν μία η περισσότερες αψίδες με γλυπτικό διάκοσμο επηρεασμένο από την κλασική Αρχαιότητα,<ref>Ερνστ Γκόμπριχ, ''Το χρονικό της τέχνης'', εκδ. Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, 1994, σελ. 117, ISBN 9789602501443</ref> κατασκευάστηκαν κατά τη διάρκεια της αυτοκρατορικής ρωμαϊκής περιόδου.
 
=== Πρώιμος Μεσαίωνας ===
Η διάλυση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας (συμβατικά το 476 π.Χ., με την εκθρόνιση του [[Ρωμύλος Αυγουστύλος|Ρωμύλου Αυγουστύλου]] από τον [[φοιδεράτος|φοιδεράτο]] [[Οδόακρος|Οδόακρο]]), αποτέλεσμα εξωτερικών και εσωτερικών παραγόντων, και η διαδοχικά φθίνουσα πορεία του ρωμαϊκού πολιτισμού έως την εξαφάνιση, ακολουθήθηκε από τον σχηματισμό ενός συστήματος πολλαπλών μικρότερων κρατιδίων στη δυτική Ευρώπη και μιας υποτυπώδους πρωτογενούς οικονομίας.<ref>Χαράλαμπος. Θ. Μπούρας, ''Ιστορία της Αρχιτεκτονικής'', Β’ Τόμος, εκδ. Μέλισσα, 2001, σελ. 281 – 282, ISBN 9789602040232</ref> Τα ανωτέρω είχαν άμεσο αντίκτυπο στην αρχιτεκτονική της εποχής η οποία, έως τον 10ο αι. μ.Χ., παρουσίασε πολύ περιορισμένη ανάπτυξη στη δυτική Ευρώπη.<ref>Χαράλαμπος. Θ. Μπούρας, ''Ιστορία της Αρχιτεκτονικής'', Β’ Τόμος, εκδ. Μέλισσα, 2001, σελ. 287, ISBN 9789602040232</ref> Οι λιγοστές αρχιτεκτονικές πρακτικές και τύποι ωστόσο, διαδόθηκαν ευρύτατα σε όλα τα άκρα του πρώην ρωμαϊκού κόσμου.<ref>Χαράλαμπος. Θ. Μπούρας, ''Ιστορία της Αρχιτεκτονικής'', Β’ Τόμος, εκδ. Μέλισσα, 2001, σελ. 57, ISBN 9789602040232</ref>
[[Αρχείο:Trier Konstantinbasilika BW 1.JPG|thumb|left|200px|Η ρωμαϊκή [[Βασιλική του Κωνσταντίνου]] στο [[Τριρ]] της Γερμανίας αποτέλεσε το σχεδιαστικό υπόδειγμα στο οποίο στηρίχθηκε μεγάλο μέρος από το Παλάτι του Καρλομάγνου στο Άαχεν.]]
Στην Ανατολή, μετά τον οριστικό θρίαμβο του [[χριστιανισμός|χριστιανισμού]] και τη σταδιακή εγκατάλειψη των [[παγανισμός|αρχαίων θρησκειών]] κατά τον 4ο και 5ο αιώνα,<ref>[http://www.scribd.com/doc/130387139/Peter-Brown-O-%CE%BA%CF%8C%CF%83%CE%BC%CE%BF%CF%82-%CF%84%CE%B7%CF%82-%CF%8D%CF%83%CF%84%CE%B5%CF%81%CE%B7%CF%82-%CE%B1%CF%81%CF%87%CE%B1%CE%B9%CF%8C%CF%84%CE%B7%CF%84%CE%B1%CF%82 Peter Brown, ''Ο Κόσμος της Ύστερης Αρχαιότητας – 150 - 750 μ.Χ.'', εκδ. Αλεξάνδρεια, σελ. 68 – 69, ISBN 960221130X]</ref> τα υπάρχοντα ιερά ξέπεσαν, εγκαταλείφθηκαν, βανδαλίστηκαν ή στην καλύτερη περίπτωση, μετατράπηκαν σε χριστιανικές εκκλησίες.<ref>Χαράλαμπος. Θ. Μπούρας, ''Ιστορία της Αρχιτεκτονικής'', Β’ Τόμος, εκδ. Μέλισσα, 2001, σελ. 28, ISBN 9789602040232</ref> Για άλλη μια φορά η αρχιτεκτονική εκφράστηκε κυρίως μέσα από τα θρησκευτικά κτήρια. Το είδος του θρησκευτικού κτίσματος που επικράτησε ήταν η [[βασιλική (αρχιτεκτονική)|βασιλική]], κτήριο επιμήκους ορθογωνικής κάτοψης με μεγάλες διαστάσεις, ''περίβολο'' και ''αίθριο''.<ref>Χαράλαμπος. Θ. Μπούρας, ''Ιστορία της Αρχιτεκτονικής'', Β’ Τόμος, εκδ. Μέλισσα, 2001, σελ. 39 - 40, ISBN 9789602040232</ref> Η τυπική βασιλική συνήθως αποτελούταν από το ''πρόπυλο'', τον ''νάρθηκα'', το ''διακονικόν'' και τον ''κυρίως ναό''<ref>Γ. Σωτηρίου, ''Χριστιανική και Βυζαντινή Αρχαιολογία'', εκδ. Ιωάννου Π. Σωτηράκου, 1962, σελ.168</ref> χωρισμένο σε ''κλίτη''. Στην πορεία του χρόνου, μαζί με τις μονόκλιτες ή τρίκλιτες βασιλικές, προέκυψαν και συνθετότερες μορφές όπως οι βασιλικές με ''εγκάρσιο κλίτος'' ή οι ''σταυρωτές βασιλικές''.<ref>Βλ. Χαράλαμπος. Θ. Μπούρας, ''Ιστορία της Αρχιτεκτονικής'', Β’ Τόμος, Μέλισσα, 2001, σελ. 42 - 43, ISBN 9789602040232</ref> Εκτός από τους ναούς, αυτή την εποχή κατασκευάζονται επίσης βαπτιστήρια και ταφικά μνημεία (μαρτύρια, κατακόμβες, μαυσωλεία).<ref>Βλ. ενδεικτικά Γ. Σωτηρίου, ''Χριστιανική και Βυζαντινή Αρχαιολογία'', εκδ. Ιωάννου Π. Σωτηράκου, 1962, σελ. 38, 61, 69.</ref> Σημαντικό μνημείο αυτής της περιόδου, και ένα από τα καλύτερα διατηρημένα είναι η Αχειροποίητος (Αγ. Παρασκευή) στη Θεσσαλονίκη,<ref>Kara Hattersley-Smith, ''Byzantine Public Architecture between the fourth and early elenenth centuries A.D.'', Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών, 1996, σελ.145 – 148, ISBN 9607265300</ref> κτισμένη κατά το πρώτο ήμισυ του 5ου αι. μ.Χ.
 
Μέσα στον 6ο αι. μ.Χ εμφανίζονται ραγδαίες εξελίξεις στην αρχιτεκτονική της Ανατολής,<ref name="ReferenceB">Γ. Σωτηρίου, ''Χριστιανική και Βυζαντινή Αρχαιολογία'', εκδ. Ιωάννου Π. Σωτηράκου, 1962, σελ. 342.</ref> κάτω από την επιβλητική φυσιογνωμία του Αυτοκράτορα [[Ιουστινιανός|Ιουστινιανού]]<ref>[http://www.scribd.com/doc/130387139/Peter-Brown-O-%CE%BA%CF%8C%CF%83%CE%BC%CE%BF%CF%82-%CF%84%CE%B7%CF%82-%CF%8D%CF%83%CF%84%CE%B5%CF%81%CE%B7%CF%82-%CE%B1%CF%81%CF%87%CE%B1%CE%B9%CF%8C%CF%84%CE%B7%CF%84%CE%B1%CF%82 Peter Brown, ''Ο Κόσμος της Ύστερης Αρχαιότητας – 150 - 750 μ.Χ.'', εκδ. Αλεξάνδρεια, σελ. 159 – 169, ISBN 960221130X]</ref> και εξαιτίας ριζικών μεταβολών στην κάτοψη και τον τρόπο στέγασης της ναοδομίας.<ref name="ReferenceB"/> Το νέο, καθοριστικό στοιχείο που επηρεάζει τις εξελίξεις αυτές είναι ο τρούλος, του οποίου η χρήση παρουσίαζε αρκετά πλεονεκτήματα: επέτρεπε την κάλυψη τετράγωνης ή ορθογώνιας επιφάνειας, έδινε μεγαλύτερη ευχέρεια στη διαχείριση του φωτός στο εσωτερικό<ref>Χαράλαμπος. Θ. Μπούρας, ''Ιστορία της Αρχιτεκτονικής'', Β’ Τόμος, Μέλισσα, 2001, σελ. 117, ISBN 9789602040232</ref> και ανταποκρινόταν στις θρησκευτικές αισθητικές αναζητήσεις.<ref>Γ. Σωτηρίου, ''Χριστιανική και Βυζαντινή Αρχαιολογία'', εκδ. Ιωάννου Π. Σωτηράκου, 1962, σελ. 343.</ref> Έτσι καθιερώνεται σταδιακά η ''βασιλική με τρούλο''. Οι αυτοκρατορικές φιλοδοξίες σε συνδυασμό με τα παραπάνω αρχιτεκτονικά πλεονεκτήματα ευνόησαν την κατασκευή εντυπωσιακών κτιρίων του νέου ρυθμού. Τα πιο γνωστά εντοπίζονται στην Κωνσταντινούπολη: ο ναός της Αγ. Σοφίας – μνημείο καθαρής αρχιτεκτονικής τόλμης για την εποχή,<ref>John Norwich, ''Αρχιτεκτονικοί θησαυροί της Γης'', εκδ. Αρσενίδης, 1990, σελ.84, ISBN 9780002530408</ref> ο ναός της Αγ. Ειρήνης<ref>Γ. Σωτηρίου, ''Χριστιανική και Βυζαντινή Αρχαιολογία'', εκδ. Ιωάννου Π. Σωτηράκου, 1962, σελ. 370.</ref> και ο, συνθετότερος μορφολογικά,<ref>Γ. Σωτηρίου, ''Χριστιανική και Βυζαντινή Αρχαιολογία'', εκδ. Ιωάννου Π. Σωτηράκου, 1962, σελ. 360.</ref> ναός των Αγ. Αποστόλων.
 
Στη Δύση εφόσον η χριστιανική εκκλησία και τα μοναστήρια της είναι πλέον οι μόνοι κάτοχοι της εξουσίας, είναι κατ’ επέκτασην οι μόνοι εκφραστές της αρχιτεκτονικής.<ref>Γεώργιος Π. Λάββας, ''Επίτομη ιστορία της αρχιτεκτονικής'', εκδ. University Studio Press, 2004, σελ.133, ISBN 9789601211244</ref> Τα μνημεία που έχουν σωθεί από αυτή την εποχή είναι ελάχιστα, κυρίως λόγω των ευτελών υλικών κατασκευής. Τα πιο σπουδαία από αυτά σχετίζονται με τον [[Καρλομάγνος|Καρλομάγνο]].<ref>David Watkin, ''Ιστορία της Δυτικής Αρχιτεκτονικής'', εκδ. Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, 2007, σελ.108, ISBN 9789602503676</ref> Το πιο γνωστό είναι το παλάτι και το ανακτορικό παρεκκλήσι του [[Άαχεν]], στη [[Γερμανία]], του οποίου η περίκεντρη, οκταγωνική μορφή με τις ψηλές κιονοστοιχίες έγινε πρότυπο της εποχής, ακόμη και για την απομακρυσμένη [[Ισλάμ|ισλαμική]] αρχιτεκτονική.<ref>Γεώργιος Π. Λάββας, ''Επίτομη ιστορία της αρχιτεκτονικής'', εκδ. University Studio Press, 2004, σελ.136, ISBN 9789601211244</ref>
 
=== Πρώιμο Ισλάμ ===
[[Αρχείο:Dome of Rock, Temple Mount, Jerusalem.jpg|thumb|right|230px|Ο Θόλος του Βράχου στην Ιερουσαλήμ.]]
Η ιστορία του Ισλάμ αρχίζει τον 7ο αι. μ.Χ. με τον [[Μωάμεθ]], ο οποίος μέσα σε ελάχιστες δεκαετίες ένωσε τους κατοίκους της Αραβικής χερσονήσου κάτω από μια ενιαία θρησκεία, με έδρα τη [[Μέκκα]] και τη γειτονική [[Μεδίνα]].<ref>[http://www.scribd.com/doc/130387139/Peter-Brown-O-%CE%BA%CF%8C%CF%83%CE%BC%CE%BF%CF%82-%CF%84%CE%B7%CF%82-%CF%8D%CF%83%CF%84%CE%B5%CF%81%CE%B7%CF%82-%CE%B1%CF%81%CF%87%CE%B1%CE%B9%CF%8C%CF%84%CE%B7%CF%84%CE%B1%CF%82 Peter Brown, ''Ο Κόσμος της Ύστερης Αρχαιότητας – 150 - 750 μ.Χ.'', εκδ. Αλεξάνδρεια, σελ. 201, ISBN 960221130X]</ref> Ο ισλαμικός πολιτισμός, εξελισσόμενος παράλληλα με τη σταδιακή παρακμή αυτού της ανατολικής Ευρώπης,<ref>Χαράλαμπος. Θ. Μπούρας, ''Ιστορία της Αρχιτεκτονικής'', Β’ Τόμος, εκδ. Μέλισσα, 2001, σελ.141, ISBN 9789602040232</ref> επεκτείνεται μέσα από συνεχείς κατακτήσεις σε όλη τη βόρεια Αφρική, στο [[Ιράν]] και σε μεγάλο μέρος της νότιας Ευρώπης<ref>Γεώργιος Π. Λάββας, ''Επίτομη ιστορία της αρχιτεκτονικής'', εκδ. University Studio Press, 2004, σελ.182, ISBN 9789601211244</ref> μέσα σε σχεδόν έναν αιώνα. Η θρησκευτική αρχιτεκτονική – προσπαθώντας να εξυπηρετήσει μια θρησκεία χωρίς εικόνες, τελετουργικό και ιερατείο,<ref>Βλ. Γεώργιος Π. Λάββας, ''Επίτομη ιστορία της αρχιτεκτονικής'', εκδ. University Studio Press, 2004, σελ.181 – 182, ISBN 9789601211244</ref> αλλά με διάθεση για αφηρημένη διακόσμηση<ref>Ερνστ Γκόμπριχ, ''Το χρονικό της τέχνης'', εκδ. Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, 1994, σελ. 143, ISBN 9789602501443</ref> – υιοθετεί εν μέρει στοιχεία από τους πολιτισμούς που συναντά στο δρόμο της ή απλώς μετατρέπει απευθείας τους χριστιανικούς ναούς σε τζαμιά.<ref>Χαράλαμπος. Θ. Μπούρας, ''Ιστορία της Αρχιτεκτονικής'', Β’ Τόμος, εκδ. Μέλισσα, 2001, σελ.173, ISBN 9789602040232</ref>
 
Στην αραβική αρχιτεκτονική επικρατούν αυτήν την περίοδο δύο βασικές τάσεις, που αντιστοιχούν σε δύο δυναστείες: αυτή των [[Χαλιφάτο των Ομεϋαδών|Ομεϋαδών]] και αυτή των [[Χαλιφάτο των Αββασιδών|Αββασιδών]].<ref name="John Norwich 1990">John Norwich, ''Αρχιτεκτονικοί θησαυροί της γης'', εκδ. Αρσενίδης, 1990, σελ.132, ISBN 9780002530408</ref> Αυτό έχει αντίκτυπο στη μορφολογία των κτισμάτων, καθώς η πρώτη τάση επηρεάζεται από την ελληνορωμαϊκή και παλαιοχριστιανική παράδοση, ενώ η δεύτερη στρέφεται προς την Περσία<ref name="John Norwich 1990"/> στο πλαίσιο της πολύπλευρης εσωτερικής «άλωσης» του Ισλάμ (όπου αρχικά επικρατούσε το καινοφανές αραβικό στοιχείο) από τον παλαιότατο περσικό πολιτισμό. Χαρακτηριστικό μορφολογικό στοιχείο είναι τα οξυκόρυφα ή πεταλόμορφα τόξα<ref>[http://books.google.gr/books?id=rpUuqLPPKK4C&pg=PA35&redir_esc=y#v=onepage&q&f=false Ali Wijdan, ''Τhe Arab Contribution to Islamic Art – From the Seventh to the Fifteenth Centuries'', εκδ. American University in Cairo Press, σελ. 35 – 36, ISBN 9789774244766]</ref> στα ανοίγματα των κτιρίων και οι [[μιναρές|μιναρέδες]], ενώ τα αραβικά μνημεία που ξεχωρίζουν αυτήν την περίοδο είναι τα τεμένη και τα παλάτια.
 
Η διάταξη ενός τυπικού τεμένους είναι απλή: προηγείται η μεγάλη υπαίθρια αυλή (sahn) την οποία περικλείουν στοές, στην μέση της οποίας υπάρχει κρήνη ή δεξαμενή νερού. Σε επαφή με αυτήν ακολουθεί το κυρίως τέμενος - μια μεγάλη υπόστυλη αίθουσα όπου συγκεντρώνονται και προσεύχονται οι πιστοί.<ref>Πρβλ. την αναλυτική περιγραφή του τεμένους της Δαμασκού στο [http://books.google.gr/books?id=rpUuqLPPKK4C&pg=PA35&redir_esc=y#v=onepage&q&f=false Ali Wijdan, ''Τhe Arab Contribution to Islamic Art – From the Seventh to the Fifteenth Centuries'', εκδ. American University in Cairo Press, σελ. 30 – 32, ISBN 9789774244766]</ref> Ένα από τα σημαντικότερα τεμένη αυτής της περιόδου, το αρχαιότερο σωζόμενο μουσουλμανικό κτίσμα,<ref name="books.google.gr">[http://books.google.gr/books?id=rpUuqLPPKK4C&pg=PA35&redir_esc=y#v=onepage&q&f=false Ali Wijdan, ''Τhe Arab Contribution to Islamic Art – From the Seventh to the Fifteenth Centuries'', εκδ. American University in Cairo Press, σελ. 26, ISBN 9789774244766]</ref> είναι ο ''Θόλος του Βράχου'', κτισμένο στην [[Ιερουσαλήμ]] τον 7ο αιώνα.<ref>John Norwich, ''Αρχιτεκτονικοί θησαυροί της Γης'', εκδ. Αρσενίδης, 1990, σελ. 132, ISBN 9780002530408</ref> Ένα εξωτερικά οκτάγωνο κτήριο καλύπτει έναν ακανόνιστου σχήματος βράχο, αντικείμενο θρησκευτικής λατρείας,<ref>Βλ. Γεώργιος Π. Λάββας, ''Επίτομη ιστορία της αρχιτεκτονικής'', εκδ. University Studio Press, 2004, σελ. 182, ISBN 9789601211244</ref> κάτω από έναν επιβλητικό, ξύλινο τρούλο, υπενδεδυμένο με φύλλα χρυσού.<ref name="books.google.gr"/> Στο εσωτερικό του ναού κυριαρχούν οι δύο περιμετρικές κιονοστοιχίες και η πλούσια διακόσμηση με μωσαϊκά και μαρμάρινα καφασωτά,<ref>John Norwich, ''Αρχιτεκτονικοί θησαυροί της Γης'', εκδ. Αρσενίδης, 1990, σελ.132, ISBN 9780002530408</ref> πολλά από τα οποία προστέθηκαν αρκετούς αιώνες μετά την ολοκλήρωσή του.<ref>Χαράλαμπος. Θ. Μπούρας, ''Ιστορία της Αρχιτεκτονικής'', Β’ Τόμος, εκδ. Μέλισσα, 2001, σελ.175, ISBN 9789602040232</ref>
 
Τα ανάκτορα αναπτύχθηκαν κυρίως την περίοδο των Ομεϋαδών και εντοπίζονται στη σημερινή Συρία και την Παλαιστίνη.<ref>Andrew Petersen, ''Dictionary of Islamic Architecture'', εκδ. Routledge, σελ.296, 2002, ISBN 9780203203873</ref> Ένας περίβολος με πύργους περικλείει ένα συγκρότημα αποτελούμενο, μεταξύ άλλων από μία ή δύο αυλές, χώρο λατρείας και λουτρά.<ref>Andrew Petersen, ''Dictionary of Islamic Architecture'', εκδ. Routledge, σελ.294, 2002, ISBN 9780203203873</ref> Τα περισσότερα εγκαταλείφθηκαν με την πτώση της δυναστείας.
 
=== Κεντρικός Μεσαίωνας ===
[[Αρχείο:Clocher_abbaye_cluny_2.JPG|thumb|left|230px|Το Αββαείο του Κλυνύ.]]
Την ίδια περίοδο που ο ισλαμικός κόσμος επεκτεινόταν από τη μια άκρη της νότιας Μεσογείου έως την άλλη, η μεσαιωνική Ευρώπη εκφυλιζόταν σταθερά υπό την πίεση των εξωτερικών επιδρομών, την αποδιοργάνωση της πρωτογενούς της παραγωγής και τη σταδιακή εγκατάλειψη των αστικών της κέντρων.<ref>Χαράλαμπος. Θ. Μπούρας, ''Ιστορία της Αρχιτεκτονικής'', Β’ Τόμος, εκδ. Μέλισσα, 2001, σελ.282, ISBN 9789602040232</ref> Η [[ρομανική αρχιτεκτονική]] ξεπήδησε όμως από αυτή την Ευρώπη προς το τέλος του 9ου αιώνα για να επικρατήσει επί πολύ καιρό, έως την άνοδο του γοτθικού ρυθμού μετά το 1150 μ.Χ.<ref> John Norwich, ''Αρχιτεκτονικοί θησαυροί της γης'', εκδ. Αρσενίδης, 1990, σελ.94, ISBN 9780002530408</ref> Επρόκειτο για ένα κράμα βυζαντινών, ρωμαϊκών, καρολίγγειων, ισλαμικών, σκανδιναβικών, κελτικών και σαρακήνικων επιρροών,<ref>John Norwich, ''Αρχιτεκτονικοί θησαυροί της γης'', εκδ. Αρσενίδης, 1990, σελ.94, ISBN 9780002530408</ref> που αναπτύχθηκε υπό την ισχύ της χριστιανικής εκκλησίας<ref>Ερνστ Γκόμπριχ, ''Το χρονικό της τέχνης'', εκδ. Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, 1994, σελ. 171, ISBN 9789602501443</ref> και των μοναστικών της ταγμάτων στην περιοχή της σημερινής Αγγλίας, Ιταλίας, Γερμανίας και Ισπανίας.<ref>Εκείνη την εποχή το νότιο τμήμα της Ισπανίας ανήκε στους Μαυριτανούς και επηρεάστηκε από την ισλαμική αρχιτεκτονική. Βλ. David Watkin, ''Ιστορία της Δυτικής Αρχιτεκτονικής'', εκδ. Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, 2007, σελ.113 – 115, ISBN 9789602503676</ref>
 
Ο ρομανικός ρυθμός πρωτοεμφανίστηκε ίσως στη [[Λομβαρδία]] της Ιταλίας, περί τα τέλη του 9ου αι.<ref>John Norwich, ''Αρχιτεκτονικοί θησαυροί της γης'', εκδ. Αρσενίδης, 1990, σελ.95, ISBN 9780002530408</ref>, αναπτύχθηκε περισσότερο στη Γαλλία<ref>David Watkin, ''Ιστορία της Δυτικής Αρχιτεκτονικής'', εκδ. Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, 2007, σελ.122, ISBN 9789602503676</ref> και εφάρμοζε τη γεωμετρική λιτότητα και αυστηρότητα, με την ταυτόχρονη διεύρυνση της χρήσιμης στεγασμένης επιφάνειας των ναών.<ref>John Norwich, ''Αρχιτεκτονικοί θησαυροί της γης'', εκδ. Αρσενίδης, 1990, σελ.96, ISBN 9780002530408</ref> Χαρακτηριστικά της οι ογκώδεις τοιχοποιίες με ενσωματωμένες σε αυτές ημικυκλικές αψίδες,<ref>Βλ. Γεώργιος Π. Λάββας, ''Επίτομη ιστορία της αρχιτεκτονικής'', εκδ. University Studio Press, 2004, σελ.141, ISBN 9789601211244</ref> οι βαριοί κίονες και οι πεσσοί, καθώς και η εξ’ ολοκλήρου λίθινη θολοδομία<ref>Ερνστ Γκόμπριχ, ''Το χρονικό της τέχνης'', εκδ. Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, 1994, σελ. 175, ISBN 9789602501443</ref> – όλα συνδυασμένα σε συμπαγή συμμετρικά οικοδομήματα που τα πλαισίωναν ογκώδεις πύργοι, καμπαναριά και παρεκκλήσια. Σύντομα ο νέος ρυθμός εδραιώθηκε στη δυτική Ευρώπη και τα – ομολογουμένως, αρκετά διαφορετικά μεταξύ τους – νέα κτήρια μπορεί να μην είχαν την αισθητική υποβλητικότητα ανάτασης των προγενέστερων βυζαντινών,<ref>Χαράλαμπος. Θ. Μπούρας, ''Ιστορία της Αρχιτεκτονικής'', Β’ Τόμος, εκδ. Μέλισσα, 2001, σελ.288, ISBN 9789602040232</ref> αλλά δημιούργησαν για πρώτη φορά μια διεθνή ευρωπαϊκή τεχνοτροπία.<ref>Βλ. Γεώργιος Π. Λάββας, ''Επίτομη ιστορία της αρχιτεκτονικής'', εκδ. University Studio Press, 2004, σελ.143, ISBN 9789601211244</ref>
 
Σημαντικά κτήρια ρομανικού ρυθμού είναι το [[Βενεδικτίνοι|βενεδικτίνειο]] μοναστήρι του Κλυνύ (927 – 1130 μ.Χ.), ίσως το σπουδαιότερο ρομανικό κτίσμα στη [[Βουργουνδία]] με μεγάλη διεθνή επίδραση<ref>David Watkin, ''Ιστορία της Δυτικής Αρχιτεκτονικής'', εκδ. Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, 2007, σελ.123, ISBN 9789602503676</ref>, ο πύργος της εκκλησίας των Αγίων Πάντων στο Ερλς Μπάρτον της Αγγλίας<ref>David Watkin, ''Ιστορία της Δυτικής Αρχιτεκτονικής'', εκδ. Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, 2007, σελ.112, ISBN 9789602503676</ref> (περ. αρχές 11ου αι. μ.Χ.), η Εκκλησία των Βενεδικτίνων στο Μούρμπαχ της [[Αλσατία]]ς (περ.1160 μ.Χ.)<ref>Ερνστ Γκόμπριχ, ''Το χρονικό της τέχνης'', εκδ. Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, 1994, σελ. 172, ISBN 9789602501443</ref> και ο ναός του Αγ. Μιχαήλ της Εσκαλάδας (913 μ.Χ.), δείγμα συνδυασμού μαυριτανικών και γοτθικών στοιχείων, στη Λεόν της Ισπανίας.<ref>David Watkin, ''Ιστορία της Δυτικής Αρχιτεκτονικής'', εκδ. Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, 2007, σελ.115, ISBN 9789602503676</ref>
 
Στην ανατολική Ευρώπη η μεσοβυζαντινή αρχιτεκτονική κινείται σε αντίστροφη τροχιά. Στους αιώνες που ακολούθησαν την ιουστινιάνεια ηγεμονία παρατηρούνται δύο σαφείς τάσεις: η περιορισμένη αναβίωση παλαιότερων τύπων θρησκευτικών κτηρίων (βασιλικές) σε αυλικούς κύκλους και η ευρεία οικοδόμηση νέων μικρών λαϊκών εκκλησιών στις επαρχίες της νότιας βαλκανικής χερσονήσου.<ref>Richard Krautheimer, ''Παλαιοχριστιανική και Βυζαντινή Αρχιτεκτονική'', εκδ. Μορφωτικό ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, 1991, σελ.410, ISBN 9789602500125</ref> Αυτές οι τελευταίες είναι είτε νέα επινοήματα είτε ριζικές τροποποιήσεις παλαιότερων τύπων,<ref>Richard Krautheimer, ''Παλαιοχριστιανική και Βυζαντινή Αρχιτεκτονική'', εκδ. Μορφωτικό ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, 1991, σελ.409, ISBN 9789602500125</ref> που δεν έχουν πλέον ούτε το μέγεθος ούτε την αίγλη των εκκλησιών της Κωνσταντινούπολης. Έτσι καθιερώνονται ο συνεπτυγμένος σταυροειδής ναός,<ref>Richard Krautheimer, ''Παλαιοχριστιανική και Βυζαντινή Αρχιτεκτονική'', εκδ. Μορφωτικό ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, 1991, σελ.412, ISBN 9789602500125</ref> ο ηπειρωτικός οκταγωνικός ναός<ref>Richard Krautheimer, ''Παλαιοχριστιανική και Βυζαντινή Αρχιτεκτονική'', εκδ. Μορφωτικό ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, 1991, σελ.413, ISBN 9789602500125</ref> και ο αγιορείτικος τύπος ναού<ref>Χαράλαμπος. Θ. Μπούρας, ''Ιστορία της Αρχιτεκτονικής'', Β’ Τόμος, εκδ. Μέλισσα, 2001, σελ.211, ISBN 9789602040232</ref>.
 
=== Ύστερος Μεσαίωνας ===
[[Αρχείο:Notre Dame buttress.jpg|thumb|right|230px|Οι εξωτερικές αντηρίδες της Παναγίας των Παρισίων.]]
Μετά την εδραίωση του ρομανικού ρυθμού, το βασικότερο πρόβλημα της εκκλησιαστικής τέχνης στη δυτική Ευρώπη έμοιαζε να είναι η γεφύρωση του χάσματος ανάμεσα στο θείο και στο ανθρώπινο<ref>Βλ. Γεώργιος Π. Λάββας, ''Επίτομη ιστορία της αρχιτεκτονικής'', εκδ. University Studio Press, 2004, σελ.147, ISBN 9789601211244</ref>. Ειδικά στην αρχιτεκτονική, προέκυψε το πρόβλημα πως το μυστηριακό, υπερβατικό και ευσεβές κλίμα που επέτασσε το θείο ερχόταν σε αντιδιαστολή με τη σκοτεινή, χονδροειδή και στιβαρή εντύπωση του ναού ο οποίος το στέγαζε. Αυτό οδήγησε στη σταδιακή απόρριψη του ρομανικού ρυθμού, σε συμβολικό επίπεδο<ref> Otto Von Simson, ''The Gothic Cathedral – Origins of Gothic Architecture and the Medieval Concept of Order'', εκδ. Bollingen Foundation, 1962, σελ. 47 ISBN 0500278768 διαθέσιμο [http://www.scribd.com/doc/37246430/The-Gothic-Cathedral-1956 διαδικτυακά]{{dead link|date=June 2015}}</ref> και στην επικράτηση του γοτθικού ύφους. Η ανάγκη λοιπόν για τον νέο ρυθμό προέκυψε από θρησκευτικά κίνητρα<ref>John Fitchen, ''The Construction of Gothic Cathedrals – A Study of Medieval Vault Erection'', εκδ. The University of Chicago Press, 1981, σελ.2, ISBN 0226252035 διαθέσιμο [http://books.google.gr/books?id=XTHC6c_mCi0C&printsec=frontcover#v=onepage&q&f=false διαδικτυακά]</ref> αλλά η ανοικοδόμηση των νέων ναών στάθηκε δυνατή χάρη σε τρία θεμελιώδη μορφολογικά στοιχεία της εποχής: τα σταυροθόλια, τις αντηρίδες και την οξυκόρυφη αψίδα<ref> Ερνστ Γκόμπριχ, ''Το χρονικό της τέχνης'', εκδ. Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, 1994, σελ. 186, ISBN 9789602501443</ref> .
 
Τα σταυροθόλια ήταν ένα μηχανικό επίτευγμα της εποχής που επέτρεπε τη δημιουργία του βασικού σκελετού των θόλων από πέτρινες νευρώσεις και την συμπλήρωση των κενών με ελαφρύτερα υλικά.<ref>Για τον τρόπο κατασκευής βλ. Rolf Toman, ''The Art of Gothic – Architecture, Sculpture, Painting'', εκδ. Könemann, 2004, σελ.22, ISBN 3833111682</ref> Η πολύ ελαφρύτερη πλέον οροφή μοίραζε τις εντοπισμένες κατακόρυφες στατικές ωθήσεις της σε λεπτούς πεσσούς και τις αντίστοιχες οριζόντιες στις αντηρίδες εξωτερικά του ναού<ref>Rolf Toman, ''The Art of Gothic – Architecture, Sculpture, Painting'', εκδ. Könemann, 2004, σελ.24, ISBN 3833111682</ref>. Έτσι ελευθερώθηκαν πλέον οι τοίχοι από το υπερκείμενο βάρος, λέπτυναν και απέκτησαν διαφάνεια μέσα από τεράστια ανοίγματα με βιτρό.<ref> Rolf Toman, ''The Art of Gothic – Architecture, Sculpture, Painting'', εκδ. Könemann, 2004, σελ.23, ISBN 3833111682</ref> Ταυτόχρονα έγινε δυνατή η αύξηση των κατακόρυφων διαστάσεων μέσα από τη χρήση οξυκόρυφων αψίδων στα σταυροθόλια.<ref>Rolf Toman, ''The Art of Gothic – Architecture, Sculpture, Painting'', εκδ. Könemann, 2004, σελ.22, ISBN 3833111682</ref> Έτσι οι γοτθικοί ναοί απέκτησαν ελαφρότητα, άπλετο φως, μέγιστο ύψος<ref>John Fitchen, ''The Construction of Gothic Cathedrals – A Study of Medieval Vault Erection'', εκδ. The University of Chicago Press, 1981, σελ.4, ISBN 0226252035 διαθέσιμο στο [http://books.google.gr/books?id=XTHC6c_mCi0C&printsec=frontcover#v=onepage&q&f=false διαδικτυακά]</ref> και εξαΰλωση της μάζας τους.<ref>Βλ. Γεώργιος Π. Λάββας, ''Επίτομη ιστορία της αρχιτεκτονικής'', εκδ. University Studio Press, 2004, σελ.149, ISBN 9789601211244</ref>
 
Πολλά σημαντικά κτίρια αυτής της περιόδου κατασκευάστηκαν στη Γαλλία, που θεωρείται η γενέτειρα του νέου ρυθμού.<ref>John Norwich, ''Αρχιτεκτονικοί θησαυροί της γης'', εκδ. Αρσενίδης, 1990, σελ.116, ISBN 9780002530408</ref> Ένα από αυτά είναι η ''[[Παναγία των Παρισίων]]'' (Notre-Dame de Paris, 1163 – 13ος αι. μ.Χ.) στη γαλλική πρωτεύουσα, σταυροειδούς κάτοψης και ευρέως αναγνωρισμένη ως ένα από τα αντιπροσωπευτικότερα παραδείγματα της γαλλικής γοτθικής αρχιτεκτονικής.<ref>Rolf Toman, ''The Art of Gothic – Architecture, Sculpture, Painting, Könemann'', εκδ. 2004, σελ.44, ISBN 3833111682</ref><ref>Χαράλαμπος. Θ. Μπούρας, ''Ιστορία της Αρχιτεκτονικής, Β’ Τόμος'', εκδ. Μέλισσα, 2001, σελ.368, ISBN 9789602040232</ref><ref>Bill Risebero, ''Ιστορία της Δυτικής Αρχιτεκτονικής'', εκδ. Φόρμα, 1982, σελ.74, ISBN 9789602710012</ref> Είναι ένα από τα πρώτα κτίρια στον κόσμο που χρησιμοποίησαν τις «ιπτάμενες» εξωτερικές αντηρίδες για να στηρίξουν το βάρος της εξαμερούς θολωτής οροφής που βρίσκεται 35 μ. πάνω από το έδαφος.<ref>Rolf Toman, ''The Art of Gothic – Architecture, Sculpture, Painting'', εκδ. Könemann, 2004, σελ.44, ISBN 3833111682</ref> Η δυτική της όψη εντυπωσιάζει με τη διαφάνεια και τις αναλογίες των στοιχείων της – των πύργων, των πυλών, των παραθύρων και του ρόδακα – και τα αμέτρητα γλυπτά της. <ref>Bill Risebero,'' Ιστορία της Δυτικής Αρχιτεκτονικής'', εκδ. Φόρμα, 1982, σελ.74, ISBN 9789602710012</ref>
 
Ο ''[[καθεδρικός ναός της Κολωνίας]]'' (Kölner Dom) στην ομώνυμη γερμανική πόλη, είναι η μεγαλύτερη γοτθική εκκλησία της βόρειας Ευρώπης.<ref> Bill Risebero,'' Ιστορία της Δυτικής Αρχιτεκτονικής'', εκδ. Φόρμα, 1982, σελ.86, ISBN 9789602710012</ref> Η σταυροειδής του κάτοψη, με 144,5 μ. μήκος και 86,5 μ. πλάτος, ξεκίνησε να κατασκευάζεται το 1248 και διακόπηκε το 1473, ενώ ολοκληρώθηκε το τελευταίο τέταρτο του 19ου αι. υπό το πνεύμα του [[ρομαντισμός|ρομαντισμού]] που επικρατούσε ήδη στην Ευρώπη από τα τέλη του 18ου αιώνα.<ref>Eric Hobsbawm, ''The age of revolution 1789-1848'', σελ.257 διαθέσιμο [http://libcom.org/files/Eric%20Hobsbawm%20-%20Age%20Of%20Revolution%201789%20-1848.pdf διαδικτυακά]</ref> Για πρώτη φορά, η έμφαση που δινόταν στη μορφολογία του ανατολικού τμήματος του ναού (πρακτική του γαλλικού γοτθικού ρυθμού), μεταφέρεται πλέον στη διαμόρφωση της δυτικής όψης.<ref>Rolf Toman, ''The Art of Gothic – Architecture, Sculpture, Painting'', εκδ. Könemann, 2004, σελ.202, ISBN 3833111682</ref> Σε αυτήν κυριαρχούν τα δύο κωδωνοστάσια ύψους 156 μ.,<ref>Bill Risebero, ''Ιστορία της Δυτικής Αρχιτεκτονικής'', εκδ. Φόρμα, 1982, σελ.86, ISBN 9789602710012</ref> τα δεύτερα ψηλότερα του κόσμου.
 
=== Αναγέννηση ===
[[Αρχείο:Petersplatz_von_der_Kuppel_des_Petersdoms,_Blickrichtung_Ost_im_September_2005.jpg|thumb|left|250px|Η πλατεία του Αγίου Πέτρου, από την πρόσοψη της ομώνυμης Bασιλικής στη Ρώμη.]]
Η μεγάλη περίοδος της ευρύτατης πολιτιστικής αφύπνισης και διαφώτισης που ονομάστηκε [[Αναγέννηση]], άρχισε με την αναβίωση της κλασικής παράδοσης στη [[Φλωρεντία]] τον [[15ος αιώνας|15ο αι.]] και διήρκησε έως την εμφάνιση του [[ρομαντισμός|ρομαντισμού]] και τη [[Βιομηχανική Επανάσταση]] στα τέλη του 18ου.<ref>Robert Furneaux – Jordan, ''Iστορία της αρχιτεκτονικής'', εκδ. Υποδομή, 1981, σελ.219, ISBN 9789603291862</ref> Η σταδιακή οικονομική και πολιτική ισχυροποίηση της τάξης των εμπόρων και η επανεκτίμηση της ιστορίας της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας στην [[Ιταλία]] ευθύνεται, σύμφωνα με κάποιους μελετητές,<ref>Πρβλ. Franz Brentano, ''H Αναγέννηση'', εκδ. Γκοβόστης, 1990, σελ. 78 - 80, ISBN 9789602700884</ref><ref>Bill Risebero, ''Ιστορία της Δυτικής Αρχιτεκτονικής'', εκδ. Φόρμα, 1982, σελ.108, ISBN 9789602710012</ref> για την αντίστοιχη επανεξέταση και ανεξαρτητοποίηση της κοινωνικής θέσης του αρχιτέκτονα. Ταυτόχρονα, επικράτησε σταδιακά μια τάση προσδιορισμού μιας ανθρωποκεντρικής πλέον σχέσης των ατόμων με τη λογοτεχνία, τις τέχνες τις επιστήμες και τη θρησκεία.<ref>Franz Brentano, ''H Αναγέννηση'', εκδ. Γκοβόστης, 1990, σελ. 72, ISBN 9789602700884</ref> Η αρχιτεκτονική, ακολουθώντας αυτές τις τάσεις, υπερέβη σταδιακά τον γοτθικό ρυθμό, κατόρθωσε να απελευθερώσει το λεξιλόγιό της από το θεοκεντρικό πνεύμα της Εκκλησίας και, μέσω της Αρχαιότητας, στράφηκε προς νέες αναζητήσεις.<ref>Γεώργιος Π. Λάββας, ''Επίτομη ιστορία της αρχιτεκτονικής'', εκδ. University Studio Press, 2004, σελ.160, ISBN 9789601211244</ref>
 
Ένα από τα πρώτα αποτελέσματα των αναζητήσεων αυτών ήταν ο θόλος της Santa Maria del Fiore στη Φλωρεντία, έργο του Filippo Brunelleschi (1377 – 1446). Η πρωτότυπη για την εποχή κατασκευή, με τον νευρωτό σκελετό και το διπλό κέλυφος από τούβλα<ref>David Watkin, ''Ιστορία της Δυτικής Αρχιτεκτονικής'', εκδ. Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, 2007, σελ.213, ISBN 9789602503676</ref> ξεκίνησε να κατασκευάζεται το 1420 και ολοκληρώθηκε το 1436. Το κτίριο αποτέλεσε ένα αποφασιστικό βήμα προς τη δημιουργία ενός νέου, φωτεινού και επιθυμητού από τους Φλωρεντινούς ύφους, συγκρίσιμου με το ρωμαϊκό πολιτιστικό και πολιτικό παρελθόν της πόλης τους.<ref>David Watkin, ''Ιστορία της Δυτικής Αρχιτεκτονικής'', εκδ. Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, 2007, σελ.214-216, ISBN 9789602503676</ref> Η ανθρωπιστική και κοσμική ολοκλήρωση του ύφους αυτού επιτεύχθηκε μέσα από την ανέγερση αστικών (palazzi) και θρησκευτικών κτιρίων στη Φλωρεντία.<ref>Robert Furneaux – Jordan, ''Iστορία της αρχιτεκτονικής'', εκδ. Υποδομή, 1981, σελ.227, ISBN 9789603291862</ref> Κτίρια όπως το Palazzo Pitti (1435), το Palazzo Rucellai (1451), το Palazzo Strozzi (1489)<ref>Για τα τρία αυτά κτίρια βλ. ενδεικτικά Bill Risebero, ''Ιστορία της Δυτικής Αρχιτεκτονικής'', εκδ. Φόρμα, 1982, σελ.114-116, ISBN 9789602710012</ref> άρχισαν να ενσωματώνουν ξανά τους τρεις αρχαιοελληνικούς ρυθμούς κιόνων και πολλά μορφολογικά στοιχεία όπως οι εσωτερικές αυλές και οι στοές με κιονοστοιχίες. Αντίστοιχα ένα σύνολο νέων εκκλησιών (όπως η Santa Maria Novella, το 1470) εμφάνισαν δυτικές όψεις με κλασικίζουσες λεπτομέρειες.
 
Οι νέες αυτές ιδέες, με τις σαφείς αναφορές τους σε ρωμαϊκά κτίρια όπως το Κολοσσαίο της Ρώμης ή οι αψίδες θριάμβου,<ref>Bill Risebero, ''Ιστορία της Δυτικής Αρχιτεκτονικής'', εκδ. Φόρμα, 1982, σελ.114, ISBN 9789602710012</ref> εδραιώθηκαν σύντομα στη Φλωρεντία, το Μιλάνο, τη Μάντοβα και το Ουρμπίνο, αλλά όταν μεταδόθηκαν στη Ρώμη εξελίχθηκαν σύντομα σε έναν μεγαλειώδη και διεθνή ρυθμό.<ref>Robert Furneaux – Jordan, ''Iστορία της αρχιτεκτονικής'', εκδ. Υποδομή, 1981, σελ.233, ISBN 9789603291862</ref> Στο πνεύμα του ρυθμού αυτού, ξεκίνησε στις αρχές του 16ου αι. η ανοικοδόμηση ενός μνημειώδους τολμήματος που είχε στόχο να γίνει – με δεδομένη την μετατροπή της Αγίας Σοφίας σε τζαμί στα μέσα του προηγούμενου αιώνα – η μεγαλύτερη εκκλησία της χριστιανοσύνης. Η [[Βασιλική του Αγίου Πέτρου]] της Ρώμης σχεδιάστηκε από τον Ιταλό αρχιτέκτονα Μπραμάντε<ref>David Watkin, ''Ιστορία της Δυτικής Αρχιτεκτονικής'', εκδ. Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, 2007, σελ.227, ISBN 9789602503676</ref> με μια περίκεντρη κάτοψη, βασισμένη σε έναν ελληνικό, ισοσκελή σταυρό<ref>Robert Furneaux – Jordan, ''Iστορία της αρχιτεκτονικής'', εκδ. Υποδομή, 1981, σελ.236, ISBN 9789603291862</ref>, γεωμετρικά ιδιοφυή αλλά λειτουργικά προβληματική.<ref>Robert Furneaux – Jordan, ''Iστορία της αρχιτεκτονικής'', εκδ. Υποδομή, 1981, σελ.237, ISBN 9789603291862</ref> Μεγάλο μέρος του αρχικού σχεδίου αναιρέθηκε ή τροποποιήθηκε από ένα σύνολο μεταγενέστερων αρχιτεκτόνων,<ref>Ερνστ Γκόμπριχ, ''Το χρονικό της τέχνης'', εκδ. Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, 1994, σελ. 291, ISBN 9789602501443</ref> ανάμεσά τους ο [[Ραφαήλ]], ο [[Μιχαήλ Άγγελος]] και τελευταίος ο Carlo Maderna, ο οποίος επέκτεινε την κάτοψη σε σχήμα λατινικού σταυρού και προσέθεσε μια μεγαλειώδη δυτική πρόσοψη.<ref>Bill Risebero, ''Ιστορία της Δυτικής Αρχιτεκτονικής'', εκδ. Φόρμα, 1982, σελ.132, ISBN 9789602710012</ref> Αργότερα, στα μέσα του 17ου αι. η κιονοστοιχία του Bernini ολοκλήρωσε τη σύνθεση με τη διαμόρφωση της πλατείας μπροστά από το ναό.
 
Η αναγεννησιακή αρχιτεκτονική μεταδόθηκε μέσα στον 16ο αι. στην υπόλοιπη Ευρώπη, αλλά λόγω της κραταιάς, προγενέστερης γοτθικής παράδοσης, εφαρμόστηκε αποσπασματικά, ή επιφανειακά και επιπόλαια.<ref>Robert Furneaux – Jordan, ''Iστορία της αρχιτεκτονικής'', εκδ. Υποδομή, 1981, σελ.279, ISBN 9789603291862</ref> Έτσι, εμφανίστηκε πρώτα στις πόλεις τις Ισπανίας (ίσως χάρη στον [[ρωμαιοκαθολικισμός|ρωμαιοκαθολικισμό]] των βασιλέων της<ref>Serge Bernstein - Pierre Milza, ''Ιστορία της Ευρώπης – Από τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία στα ευρωπαϊκά κράτη (5ος – 18ος αιώνας)'', εκδ. Αλεξάνδρεια, 1997, σελ.267 - 268, ISBN 9789602211427, Διαθέσιμο στο http://www.scribd.com/doc/47408074/Berstein-Serge-Milza-Pierre-%CE%99%CF%83%CF%84%CE%BF%CF%81%CE%AF%CE%B1-%CF%84%CE%B7%CF%82-%CE%95%CF%85%CF%81%CF%8E%CF%80%CE%B7%CF%82-1</ref>) και αργότερα στη Γαλλία, της οποίας οι ηγεμόνες επηρεάστηκαν βαθύτατα από τα όσα συνάντησαν με την προσάρτηση περιοχών της βόρειας Ιταλίας, κατά το δεύτερο ήμισυ του 15ου αιώνα.<ref>Serge Bernstein - Pierre Milza, ''Ιστορία της Ευρώπης – Από τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία στα ευρωπαϊκά κράτη (5ος – 18ος αιώνας)'', εκδ. Αλεξάνδρεια, 1997, σελ.324, ISBN 9789602211427, Διαθέσιμο στο http://www.scribd.com/doc/47408074/Berstein-Serge-Milza-Pierre-%CE%99%CF%83%CF%84%CE%BF%CF%81%CE%AF%CE%B1-%CF%84%CE%B7%CF%82-%CE%95%CF%85%CF%81%CF%8E%CF%80%CE%B7%CF%82-1</ref>
 
== Σημαντικοί αρχιτέκτονες ==
*''Αρχιτέκτονες της [[Αναγέννηση]]ς''
** [[Λεονάρντο ντα Βίντσι]]
** [[Αντρέας Σλύτερ]] (1664-1714)
 
*''Αρχιτέκτονες του [[19ος αιώνας|19ου αιώνα]]''
** [[Ερνστ Τσίλλερ]]
** [[Καρλ Φρίντριχ Σίνκελ]]
** [[Θεόφιλος Χάνσεν]]
 
*''Αρχιτέκτονες του [[μοντερνισμός|μοντερνισμού]]''
** [[Μπαουχάους]], καλλιτεχνική και αρχιτεκτονική σχολή
** [[Μις βαν ντερ Ρόε]]
** [[Βάλτερ Γκρόπιους]]
** [[Λε Κορμπυζιέ]]
** [[Πάτροκλος Καραντινός]]
** [[Κούνιο Μαεκάβα]]
 
*''Αρχιτέκτονες του [[μεταμοντερνισμός|μεταμοντερνισμού]] και της [[αποδόμηση]]ς''
** [[Ι.Μ. Πέι]]
** [[Μάικλ Γκρέιβς]]
** [[Σαντιάγκο Καλατράβα]]
** [[Πίτερ Άιζενμαν]]
 
== Σημειώσεις και παραπομπές ==
{{παραπομπές|4}}
 
== Εξωτερικοί σύνδεσμοι ==
{{βικιλεξικό}}
{{βικιφθέγματα}}
{{commonscat}}
* [http://www.arch.ntua.gr/ Σχολή Αρχιτεκτόνων Μηχανικών Ε.Μ.Π.]
* [http://www.thais.it/architettura/ Φωτογραφίες αρχιτεκτονικών μνημείων]
 
=== Ψηφιακό αρχείο ΔΤ ===
* {{Αρχείο ΕΡΤ|τίτλος=Παρασκήνιο, Το παιχνίδι της αρχιτεκτονικής (Αλέξανδρος Τομπάζης)|αριθμός=0000006605}}
 
 
{{9 τέχνες}}
{{Authority control}}
 
[[Κατηγορία:Αρχιτεκτονική|*]]
[[Κατηγορία:Επιστήμες Μηχανικών]]