Εκκλησιαστική ιστορία της Ελλάδας (1821-1827): Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Γραμμή 1:
==Η σχέση με το Οικουμενικό Πατριαρχείο==
Ο διάδοχος του [[Πατριάρχης Γρηγόριος Ε΄|Γρηγόριου Ε']]<ref>Γεώργιος Μακρής, «Εκκλησία και Επανάσταση (1821-1852). Οι σχέσεις του Οικουμενικού Πατριαρχείου με τα εθνικά κινήματα», στο: Στέφανος Παπαγεωργίου, (επιμ.), Αφιέρωμα στον Αλέξανδρο Δεσποτόπουλο. Ανάλεκτα νεότερης Ελληνικής Ιστορίας, εκδ.Παπαζήση, Αθήνα, 1995, σελ.101-113</ref> , [[Ευγένιος Β΄]] , προσπάθησε να κατασιγάσει την οργή των Τούρκων σε βάρος των Ελληνικών πληθυσμών της πρωτεύουσας και των Οθωμανοκρατούμενων περιοχών. Στους μήνες Μάιο και Ιούνιο του 1821 ήλθε σε επαφή με αξιωματούχους της Πύλης διαβεβαιώνοντάς τους για αποκατάσταση των σφαλμάτων όσων ξεσηκώθηκαν και υποσχόμενος απεριόριστη υπακοή και υποταγή στο μέλλον. Τον Αύγουστο του ίδιου έτους κλήθηκε ο Ευγένιος από την Πύλη να εκδώσει καταδίκη κατά της ελληνικής επανάστασης.<ref>Charles Frazee, Ορθόδοξος Εκκλησία και Ελληνική ανεξαρτησία 1821-1852, μτφρ. Ιωσήφ Ροηλίδης, εκδ.Δόμος, 1987, σελ. 53-54</ref>Στην εγκύκλιο του αυτή ο [[ Ευγένιος Β΄]] μεταξύ άλλων υποσχόταν άρση του αφορισμού σε εκείνους που θα εγκατέλειπαν τον αγώνα. Η εγκύκλιος αυτή καταδικάστηκε από τους ιεράρχες της Πελοποννήσου οι οποίοι αναθεμάτισαν τον Πατριάρχη: το καταδικαστικό κείμενο υπόγραψαν εικοσιοκτώ επίσκοποι και χίλιοι ιερείς.<ref>Charles Frazee, Ορθόδοξος Εκκλησία και Ελληνική ανεξαρτησία 1821-1852, μτφρ. Ιωσήφ Ροηλίδης, εκδ.Δόμος, 1987, σελ.55 Βασίλειος Καραγιώργος, Το ζήτημα της σχέσεως Εκκλησίας και Πολιτείας κατά την περίοδο της Επαναστάσεως (1821), εκδ.Διήγηση, 1998, σελ.98,υπόσ.4</ref>Ο μετά τον Ευγένιο Πατριάρχης Άνθιμος Γ’ παύτηκε από τον Σουλτάνο και εξορίσθηκε, διότι αποδείχθηκε αδρανής και ανάξιος προς κατευνασμόν των εξεγερθέντων Ελλήνων. Ο διαδεχόμενος αυτόν Χρύσανθος (1824-1826) με την εκλογή του δημοσίευσε εγκύκλιο προτρεπτική προς τους Έλληνες για ειρήνευση, γράφοντας ειδικώς προς τους Κρήτες και τους μοναχούς του Αγίου Όρους<ref>Χρυσόστομος Παπαδόπουλος, «Η Εκκλησία Κωνσταντινουπόλεως και η μεγάλη επανάστασις του 1821», Θεολογία, τομ. ΚΑ,(1950) σελ.504</ref>
Κατά τη διακοπή των μεταξύ τους σχέσεων οι Ελλαδίτες αρχιερείς μνημόνευαν στις ιεροτελεστίες τους ''πάσης Επισκοπής ορθοδόξων''<ref>[[Χρυσόστομος Παπαδόπουλος]], Ιστορία της Εκκλησίας της Ελλάδος, τομ.1ος, εν Αθήναις, 1920, σελ. 21</ref>Η μη μνημόνευση των διαδόχων του Γρηγορίου Ε' δεν μπορεί να εννοηθεί πως κινείται «προς την κατεύθυνση της αυτονομήσεως της Εκκλησίας των απελευθερωμένων περιοχών» από την Κωνσταντινούπολη.<ref>Βασίλειος Καραγιώργος, Το ζήτημα της σχέσεως Εκκλησίας και Πολιτείας κατά την περίοδο της Επαναστάσεως (1821), εκδ.Διήγηση, 1998, σελ. 104</ref>
Η συνείδηση των επαναστατημένων Ελλήνων ήταν προσανατολισμένη στην εθνική ολοκλήρωση με την ενσωμάτωση και της Κωνσταντινούπολης,άρα και της έδρας του Οικουμενικού Πατριαρχείου, στο Ελληνικό κράτος. Έτσι σε συνεδρίαση του Βουλευτικού (Μάρτιος 1822) προκρίθηκε η σύσταση Αρχιερατικής συνέλευσης από έξι ή οκτώ Αρχιερείς της ελεύθερης Ελλάδας για την πλήρωση κενών επισκοπικών εδρών και την αντιμετώπιση διαφόρων επισυμβασών καταχρήσεων. Προφορικώς αποφάσισαν τα μέλη της [[Β΄ Εθνοσυνέλευση Άστρους|Β΄ Εθνοσυνέλευσης του Άστρους]] να μην δέχονται όσο διαρκεί η Επανάσταση αρχιερείς από την Κωνσταντινούπολη ή καμία έγγραφη πράξη από αυτήν. <ref>Χρυσόστομος Παπαδόπουλος, Ιστορία της Εκκλησίας της Ελλάδος, τομ.1ος, εν Αθήναις, 1920, σελ.25</ref>. Όμως ταυτόχρονα είχε συνειδητοποιηθεί το γεγονός πως κάθε απόπειρα ανάλογης ρύθμισης συνδεόταν με τη διατήρηση των κανονικών σχέσεων με τον Οικουμενικό θρόνο. Το υφιστάμενο δικαιοδοσιακό καθεστώς του Πατριαρχείου γινόταν σεβαστό. Έτσι οι δύο πρώτες εθνοσυνελεύσεις απέφυγαν να ρυθμίσουν ανάλογα θέματα.<ref>Βασίλειος Καραγιώργος, Το ζήτημα της σχέσεως Εκκλησίας και Πολιτείας κατά την περίοδο της Επαναστάσεως (1821), εκδ.Διήγηση, 1998, σελ.179-180</ref>