Κυριαρχία: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Ετικέτες: Επεξεργασία από κινητό Διαδικτυακή επεξεργασία από κινητό
Gts-tg (συζήτηση | συνεισφορές)
Αναίρεση έκδοσης 5534580 από τον 46.198.73.255 (Συζήτηση)
Γραμμή 2:
 
== Ιστορική εξέλιξη ==
Η εξελικτική πορεία της έννοιας '''κυριαρχία''' είχε ως αφετηρία τον 16ο αιώνα και αφορμή [[εμφύλιος πόλεμος|εμφύλιους πολέμους]] που ξεσούσανξεσπούσαν, καθώς ισχυροί μονάρχες συγκέντρωναν δύναμη εις βάρος των ευγενών (η απαρχή του σύγχρονου έθνους). Πρώτος ο [[Ζαν Μποντέν]] (Jean Bodin) έδωσε έναν ορισμό της κυριαρχίας ως «ο υψηλότερος βαθμός διοίκησης» (''the highest power of command'') και «η απόλυτη και διαρκής δύναμη μιας κοινοπολιτείας» (''the absolute and perpetual power of a commonwealth'').
 
Ο ορισμός του Μποντέν εξελίχθηκε από τους [[Τόμας Χομπς]] (Thomas Hobbes) και [[Μπένεντικτ ντε Σπινόζα]] (Benedict de Spinoza), οι οποίοι θεωρούσαν την κυριαρχία ως «οντότητα που ενσάρκωνε την ανώτατη πολιτική αρχή, ελεύθερη πάσης φύσεως περιορισμών στις πράξεις της». Οι προϋποθέσεις του Χομπς για την κυριαρχία, στο έργο του ''Leviathan'' το 1651, είναι πως αυτή πρέπει να είναι «απόλυτη και αδιαίρετη». Αν και στο κείμενο του Χομπς γίνεται αναφορά για απόδοση της κυριαρχίας στον ηγεμόνα από τον λαό, με αντάλλαγμα την εξασφάλιση και διατήρησης της ασφάλειάς του -ένα πρώιμο κοινωνικό συμβόλαιο- είναι νομικά παραδεκτό πως όλοι αυτοί οι ορισμοί αντιλαμβάνονται το κυρίαρχο κράτος, στο επίπεδο των διεθνών σχέσεων, σαν ένα μαύρο κουτί, του οποίου οι εσωτερικές λειτουργίες είναι αδιάφορες ως προς τις διεθνείς του αλληλεπιδράσεις. Δηλαδή, στην πραγματιστική θεωρία των διεθνών σχέσεων (''realist international relations theory'') η εσωτερική κατάσταση ή τύπος πολιτεύματος είναι αδιάφορα για το διεθνές νομικό καθεστώς και η προτίμηση ή συγκατάθεση του πληθυσμού είναι άσχετη με τις διεθνείς σχέσεις του κράτους.
Γραμμή 10:
Στην εποχή μας, όπου υπάρχει ισχυρή η δέσμευση για λαϊκές μορφές κυριαρχίας, οι διεθνείς νόμοι αναζητούν μια σύνδεση ανάμεσα στον κρατικό σεβασμό δημοκρατικών ιδεωδών και ατομικών δικαιωμάτων και στην εγκυρότητα των εξωτερικών -διεθνών- πράξεων του κράτους. Παρόλα αυτά, το ζήτημα αυτό είναι περισσότερο διπλωματικής φύσεως και η μη αναγνώριση της κυριαρχίας μιας διοίκησης ελλείψει των προηγούμενων εσωτερικών χαρακτηριστικών μπορεί -και έχει- ανατραπεί δικαστικά, καθώς για τον νόμο σημασία έχει η «κρατικιστική κυριαρχία» (''statist sovereignty''), που υποδηλώνεται από τον «αποτελεσματικό έλεγχο» (''effective control''). Τα στοιχεία που εξετάζονται συνήθως από τα δικαστήρια, για να αποφανθούν για την κυριαρχία μιας εξουσίας, είναι: η θεωρητική δυνατότητα άσκησης αποκλειστικού ελέγχου στους υπηκόους (''[[de jure]] or legal sovereignty'') και η δυνατότητα εφαρμογής του ελέγχου (''[[de facto]] or actual sovereignty'').
 
Κυριαρχία και κυριαρχικό δικαίωμα είναι, εν ολίγοις, το ίδιο πράγμα. Είναι το δικαίωμα του κράτους -ή της κυρίαρχης οντότητας- να δρα όπως κρίνει, προς όφελος των πολιτών του. Η νομική βάση της παραπάνω διατύπωσης είναι η «αποκλειστικότητα δικαιοδοσίας» (''exclusivity of jurisdiction''), που στο [[διεθνές δίκαιο]] σημαίνει ότι το κράτος έχει τον πλήρη έλεγχο των υποθέσεών του εντός των ορίων του, δίχως να λογοδοτεί για τον τρόπο που ασκεί τον έλεγχο αυτόν. Συνεπώς, όσο αναγνωρίζεται μια οντότητα ως κυρίαρχη, τα δικαιώματά της δεν παύονται, αναστέλλονται ή παραχωρούνται.
 
== Δείτε επίσης ==