Κβαντική χημεία: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ Ρομπότ: Προσθήκη: sv:Kvantkemi
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Γραμμή 1:
Η '''Κβαντική χημείαΧημεία''' είναι ηο κλάδος εκείνος της [[Θεωρητική Χημεία|Θεωρητικής Χημείας]] ο οποίος αποτελεί εφαρμογή της [[κβαντική μηχανική|κβαντικής μηχανικής]] στα προβλήματα της [[χημεία|χημείας]]. Η ποιοτική και ποσοτική περιγραφή της ηλεκτρονικής συμπεριφοράς και δραστικότητας [[άτομο|ατόμων]] και [[μόριο|μορίων]] αποτελεί παράδειγμα εφαρμογής της κβαντικής χημείας.
 
<p>Η περιγραφή της ηλεκτρονιακής συμπεριφοράς [[άτομο|ατόμων]] και [[μόριο|μορίων]] όσον αφορά τη δραστικότητά τους αποτελεί ένα παράδειγμα εφαρμογής της κβαντικής χημείας.
== Ιστορία ==
<p>
Η Κβαντική Χημεία ουσιαστικά πήρε σάρκα και οστά με τον πρώτο θεωρητικό υπολογισμό της ενέργειας του μορίου του [[υδρογόνο|υδρογόνου]] (Η<sub>2</sub>) το [[1927]] από τους Γερμανούς φυσικούς [[Βάλτερ Χάιτλερ]] και [[Φριτς Λόντον]]. Προηγουμένως, η πρώτη σύνδεση της (παλαιάς) [[Κβαντική μηχανική|Κβαντικής Μηχανικής]] με τη Χημεία έγινε το [[1913]], οπότε και εμφανίσθηκε η εργασία του Δανού Φυσικού [[Νιλς Μπορ]] ([[Βραβεία Νόμπελ|Νόμπελ Φυσικής]] [[1922]]) στην επιθεώρηση Philosophical Magazine, η οποία περιέγραφε επιτυχώς τη δομή του ατόμου του υδρογόνου και ερμήνευε με μεγάλη ακρίβεια, ποσοτικά πλέον, τις πειραματικά παρατηρούμενες [[Φάσμα|φασματικές]] του γραμμές διορθώνοντας όχι μόνο τις προβλέψεις, αλλά και τη λανθασμένη "[[φυσική]]" του πλανητικού προτύπου του ατόμου το οποίο είχε εισαγάγει ο [[Έρνεστ Ράδερφορντ]] (Nobel Χημείας 1908) (υπό τον οποίον ο Μπορ εργαζόταν εκείνη την εποχή στο [[Μάντσεστερ]] της [[Αγγλία|Αγγλίας]]) δύο χρόνια πριν, το [[1911]].
Επειδή οι κβαντομηχανικές μελέτες επί ατόμων θεωρούνται ότι βρίσκονται στη διαχωριστική γραμμή μεταξύ χημείας και [[φυσική|φυσικής]] και δεν συμπεριλαμβάνονται πάντα στην κβαντική χημεία, αυτός που θεωρείται συχνά ως ο πρώτος πραγματικός υπολογισμός στην κβαντική χημεία ήταν εκείνος των Γερμανών επιστημόνων [[Walter Heitler]] και [[Fritz London]] (παρόλο που οι Heitler και London θεωρούνται γενικά ως φυσικοί) επί του μορίου του [[υδρογόνο|υδρογόνου]] (Η<sub>2</sub>) το 1927. Η μέθοδος των Heitler και London επεκτάθηκε από τους αμερικάνους χημικούς [[John C. Slater]] και [[Linus Pauling]] και ονομάστηκε [[θεωρία δεσμού σθένους]] (VB) [ή Heitler-London-Slater-Pauling (HLSP)]. Σε αυτή τη μέθοδο, η προσοχή εστιάζεται πρωτίστως στις [[αλληλεπίδραση|αλληλεπιδράσεις]] των ατόμων ανά δύο, και επομένως σχετίζεται ιδιαιτέρως με τις κλασσικές εικόνες των χημικών δεσμών μεταξύ ατόμων.
 
<p>
Στην εργασία τους, οι Χάιτλερ και Λόντον μελέτησαν δύο μόρια, το Η<sub>2</sub> ως τυπικό μόριο με έναν [[Ομοιοπολικός δεσμός|ομοιοπολικό δεσμό]] και το He<sub>2</sub>, το διμερές του ατόμου του [[Ήλιο|ηλίου]] ως τυπικό μόριο στο οποίο δεν υφίσταται χημικός δεσμός μεταξύ των δύο ατόμων. Οι θεωρητικοί τους υπολογισμοί προέβλεψαν επιτυχώς ότι το Η<sub>2</sub> σχηματίζει έναν σταθερό ομοιοπολικό δεσμό, ενώ στο He<sub>2</sub> τα δύο άτομα ηλίου απωθούνται και δεν σχηματίζουν ομοιοπολικό δεσμό.
Μια εναλλακτική προσέγγιση αναπτύχθηκε από τους [[Friendrich Hund]] και [[Robert S. Mulliken]], στην οποία τα ηλεκτρόνια περιγράφονται από μαθηματικές συναρτήσεις οι οποίες είναι απεντοπισμένες σε όλη την έκταση του μορίου. Η [[προσέγγιση Hund-Mulliken]] [ή [[μέθοδος μοριακών τροχιακών]] (ΜΟ)] είναι λιγότερο διαισθητική στους χημικούς, αλλά δεδομένου ότι αποδεικνύεται ικανότερη στην πρόβλεψη ιδιοτήτων από τη μέθοδο VB, είναι ουσιαστικά η μόνη υπολογιστική μέθοδος η οποία χρησιμοποιείται κατά κόρον.
 
Στα χρόνια που ακολούθησαν, η μέθοδος των Χάιτλερ και Λόντον επεκτάθηκε από τους αμερικάνους χημικούς [[Τζον Κλαρκ Σλέιτερ|Τζον Σλέιτερ]] και [[Λάινους Πόλινγκ]] και ονομάστηκε [[θεωρία δεσμού σθένους]] (Valence-Bond Theory ή VB Theory). Σε αυτή τη μέθοδο, η προσοχή εστιάζεται πρωτίστως στις [[αλληλεπίδραση|αλληλεπιδράσεις]] των ατόμων ανά δύο, και επομένως σχετίζεται ιδιαιτέρως με τις κλασσικές εικόνες των χημικών δεσμών μεταξύ ατόμων.
 
Μια εναλλακτική προσέγγιση ξεκίνησε να αναπτύσσεται το ίδιο έτος από τους [[Φρίντριχ Χουντ]] και [[Ρόμπερτ Σάντερσον Μούλικεν|Ρόμπερτ Μούλικεν]], στην οποία τα ηλεκτρόνια περιγράφονται από μαθηματικές συναρτήσεις ([[μοριακά τροχιακά]]) οι οποίες είναι απεντοπισμένες σε όλη την έκταση του μορίου. Κάθε μόριο αντιμετωπίζεται ως ξεχωριστή οντότητα ("ηνωμένο άτομο") αποτελούμενο από μοριακά τροχιακά στα οποία τοποθετούνται ένα–ένα τα [[ηλεκτρόνιο|ηλεκτρόνια]]. Κάθε ηλεκτρόνιο θεωρείται ότι κινείται στο [[ηλεκτρικό πεδίο]] το οποίο δημιουργείται λόγω της παρουσίας των πυρήνων των ατόμων και των υπολοίπων ηλεκτρονίων. Η αντιμετώπιση αυτή των μορίων έθεσε τα θεμέλια της [[Θεωρία μοριακών τροχιακών|θεωρίας των μοριακών τροχιακών]] (Molecular orbital theory ή MO theory). Η προσέγγιση αυτή είναι λιγότερο διαισθητική στους χημικούς, αλλά δεδομένου ότι συχνά αποδεικνύεται ικανότερη στην πρόβλεψη ιδιοτήτων από τη μέθοδο VB, είναι ουσιαστικά η κύρια υπολογιστική μέθοδος στην οποία βασίζεται μεγάλο μέρος των υπολογισμών οι οποίοι εκτελούνται σήμερα.
 
[[Category:Χημεία]]