Τζεμίλ Τουράν Μπαζιντί: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Γραμμή 26:
*'''Περίληψη''' Στην κορυφή του Αραράτ λέγεται πως σώθηκε η ζωή από το βιβλικό κατακλυσμό. Στους πρόποδες αυτού του ιερού βουνού, ένας παππούς τα χειμωνιάτικα βράδια διασώζει με τις αφηγήσεις του την ιστορία του λαού του. Ό, τι είναι απαγορευμένο την ημέρα στο σχολείο, ο μικρός Πολάτ το μαθαίνει τις παγωμένες λευκές νύχτες από τα γέρικα χείλη του Χασάν αγά μπροστά στο τζάκι. Είναι η ώρα που μπορούν ελευθέρα οι Κούρδοι να μιλήσουν στη δική τους γλώσσα, είναι η ώρα που μπορούν να τραγουδήσουν τα δικά τους τραγούδια, είναι η ώρα της μύησης στις δικές τους παραδόσεις. Από τις ιστορίες του παππού, ο Πολάτ μαθαίνει γιατί δεν μπορεί να γράφει και να διαβάζει στα κουρδικά, γιατί πρέπει να λέει μόνο τον τουρκικό ύμνο, ποιοι και γιατί προσπαθούν να αφανίζουν τη φυλή του, τι ήταν τα Αμελέ ταμπούρια. Από τα παραμιλητά της Αρμένισσας Ζελχά μαθαίνει για τη σφαγή των Αρμενίων, για την ορφάνια αλλά και για την αιώνια φιλία. Και από τον μεγάλο του φίλο Αμπντουλλάχ, γιατί τα χιονολούλουδα στο Κουρδιστάν είναι ματωμένα. Ο Χασάν αγά ήταν από τους πιο σεβάσμιους τσιφλικάδες στην πόλη. Δίκαιος και σοφός, αυστηρός μα και καλοσυνάτος, φάνταζε θεόρατος στα μάτια του μικρού του εγγονού. Όταν τα βράδια γύριζε στο σπίτι, ο χώρος γέμιζε από τον αρωματικό καπνό της πίπας του και από τις ιστορίες του. Ήξερε πως ό,τι έχει περάσει στη ζωή του, τους λόγους που οι Οθωμανοί κυνήγησαν ανελέητα τους Κούρδους και τους Αρμένιους δεν θα τα μάθει ο Πολάτ, αφού οι Τούρκοι ήταν οι κατακτητές. Κι έπρεπε ο γερό Χασάν να τα πει όλα, και να σταθεί δίκαιος. Να μπορέσει να πει, όσο κι αν αυτό τον πονούσε: « Κατακτηθήκαμε, γιατί δεν ενωθήκαμε ». Όταν ο λυγμός έφτανε στην άκρη του λαιμού σταματούσε την αφήγηση κι έκανε πως καθάριζε την πίπα του. Άφησε να του ξεφύγει μόνο ένα δάκρυ όταν μιλούσε για τους δυο φίλους του τους Έλληνες, που όταν δραπέτευσαν από τα Αμελά Ταμπούρια τους έκρυψε και από τότε που τους βοήθησε να φύγουν την Ελλάδα δεν έμαθε ποτέ τίποτα γι΄ αυτούς. Η Ζελχέ χρόνια κοντά στον παππού και στη γιαγιά, συνομήλικη τους σχεδόν, όποτε άκουγε τις ιστορίες του παππού ταραζόταν και έκλαιγε. Απορρούσε ο Πολάτ με την ευαισθησία της, ώσπου έμαθε ότι ήταν Αρμένισσα, είδε και έζησε τη μεγάλη σφαγή των Αρμενίων από τους Τούρκους και πως η ίδια σώθηκε γιατί ο παππούς του Χασάν αγά είπε ήταν εγγονή του. Όταν του περιέγραψε σκηνές από τη σφαγή και πώς χώρισε από τη μάνα της, κατάλαβε ο Πολάτ και γιατί έκλαιγε αλλά και γιατί άναβε κάθε μέρα τόσα χρόνια το καντήλι. Η Παιδική ανεμελιά άρχισε να υποχωρεί λίγο λίγο κάτω από αυτές τις αφηγήσεις. Έκανε τόπο να χωρέσουν τα λόγια που εξηγούν πώς είναι δυνατόν να φιλιώνουν διαφορετικές γλώσσες, διαφορετικές θρησκείες και παραδόσεις. Αλλά κι εκείνα που μιλούν για μίσος, για ξεριζωμός, για χωρίς έλεος κυνηγητό. Δεν ξέρει πια ο μικρός Πολάτ τι καίει πιο πολύ, η φωτιά στο τζάκι ή το δάκρυ που κυλάει από τα μάτια. «Μόνο όταν αγαπάς πολύ, χαρίζεις την αθανασία» του είπε π Αμπντουλάχ… και ο Πολάτ αγάπησε πολύ το Κουρδιστάν.[[Αρχείο:Το ματωμένο χιονολούλουδο.jpg|thumb|214x214px]]
* «Τα μάτια του λύκου» (Εκδόσεις Καστανιώτη - 2003)
*'''Περίληψη''' Εκείνη που αντέδρασε περισσότερο στα «μαύρα ταξίδια» που είχε ξεκινήσει ο Ντανιέλ ήταν η γιαγιά του. Επί ένα μήνα, ίσως και παραπάνω, είχε περάσει το τσεμπέρι της πάνω από το στόμα και ούτε του μιλούσε ούτε του γελούσε. Κι η μάνα του κι η αδερφή του προσπάθησαν να τον μεταπείσουν, αλλά ο Ντανιέλ είχε πάρει πλέον την απόφασή του. Καλύτερα κατσαχτσής, όσο επικίνδυνο κι αν ήταν, παρά πεινασμένος θαμώνας στους καφενέδες. Ο Ντανιέλ και οι φίλοι του -τι φίλοι; αδέρφια, ομογάλακτοι, από πιτσιρικάδες μαζί- τουλάχιστον δυο φορές τη βδομάδα περνούσαν στην απέναντι πλευρά, στην από ’κεί πατρίδα κι έφερναν εμπόρευμα. Ξεκινούσαν λίγο πριν σκοτεινιάσει κι όλη η γειτονιά έβγαινε έξω για να τους ξεπροβοδίσει, άλλος για να δώσει τις παραγγελιές του πότε για χένα πότε για τσάι, κι άλλος για να στείλει χαιρετίσματα σε κάποιον δικό του άνθρωπο που είχε μείνει στην άλλη μεριά των συνόρων. Κάθε φορά περνούσαν κι από διαφορετικό πέρασμα. Πότε από το φαράγγι του διαβόλου, πότε από τους βάλτους, πάντα όμως από τα δικά τους χώματα, που τα ήξεραν όπως το κορμί τους. Οι συνοροφύλακες ήταν οι ξένοι κι όχι αυτοί. Οι ξένοι όμως ήταν οι κατακτητές. Ήταν αυτοί που είχαν κομματιάσει το Κουρδιστάν. Κάθε πέρασμα των συνόρων ένα ζιγκ-ζακ με το θάνατο ήταν. Κάθε βήμα και μια παγίδα. Όταν ήρθε στην πόλη ο καινούργιος Τούρκος κουμαντάν το φιρμάνι ήταν σαφές. Ή συνεργάζεστε μαζί μου, δηλαδή μοιραζόμαστε τα κέρδη του εμπορίου, ή μαυροφορούνται οι μάνες κι οι γυναίκες σας. Τότε άλλοι κατσαχτσήδες σταμάτησαν κι άλλοι συνεργάστηκαν με τον κατακτητή. Ο Ντανιέλ κι οι φίλοι του αγνόησαν τις διαταγές, δεν συμβιβάστηκαν, δεν έκαναν συμφωνίες κι άρχισε ένα ανελέητο κυνηγητό εναντίον τους. Το χειμώνα τα μαύρα ταξίδια σταματούσαν γιατί αγρίευε ο καιρός, ηρεμούσαν όμως οι οικογένειες των κατσαχτσήδων. Τότε γίνονταν οι γιορτές τότε και οι γάμοι. Στο γάμο του φίλου του την είδε ο Ντανιέλ. Πανέμορφη, λυγερή, αγέρωχη. Δεν χρειάζονταν πολλά λόγια, οι ματιές φλυάρησαν. Κι είπαν τόσα πολλά που παραλίγο ν’ ανατρέψουν τα παραδοσιακά κουρδικά έθιμα για την ένωση δύο ανθρώπων. Ο γάμος του Ντανιέλ και της Ζιλάν ήταν σωστό πανηγύρι. Μια βδομάδα έπαιζαν τα νταούλια κι οι ζουρνάδες. Άφθονοι οι μεζέδες και η ρακή. Όλη η πόλη πέρασε να ευχηθεί στους δυο νέους να γεράσουν στο ίδιο μαξιλάρι… Οι μαγαζάτορες της περιοχής έκλεισαν τη μέρα του γάμου για να τιμήσουν τον φίλο τους κατσαχτσή που δεν ήξερε από ζύγια και νοθείες, που είχε μόνο μπέσα. Και μακάρι να ήταν η πρώτη φορά που θα έκλειναν τα μαγαζιά για τον Ντανιέλ… Και βρήκε αυτό το ζευγάρι ο πιο βαρύς χειμώνας… Οι λύκοι πεινούσαν κι άρχισαν να μπαίνουν μέσα στην πόλη. Απ’ ό,τι έλεγαν οι γεροντότεροι πάνω από τριάντα χρόνια είχε να συμβεί αυτό. Η ζωή των κατοίκων κινδύνευε. Τα σχολειά έκλεισαν. Τις νύχτες όλοι ξάπλωναν με το όπλο στο προσκέφαλο. Η επιθετικότητα των λύκων, αφού πέρασε από κοτέτσια και στάβλους, έφτασε στους ανθρώπους. Στο φυλάκιο των συνόρων είχαν μπει από το παράθυρο και είχαν επιτεθεί σε στρατιώτες. Η τοπική εξουσία αφού δεν κατάφερε τίποτα με τον κουμαντάν και τους ανθρώπους του, ζήτησε τη βοήθεια του Ντανιέλ, που είχε φήμη για τις παγίδες που έστηνε στους λύκους. Σε μια τέτοια μεγάλη παγίδα, τα βλέμματα του Ντανιέλ και της λύκαινας που έχανε την αγέλη της διασταυρώθηκαν. Τα μάτια του λύκου, τα μάτια του κυνηγημένου. Απελπισία αλλά και πείσμα. Πάλη για ζωή με την κάννη του δυνατού στον κρόταφο. Κι όταν ο κουμαντάν έφτασε στο κατώφλι του σπιτιού του Ντανιέλ για να προσφέρει τάχα τη φιλία του και να ζητήσει ανακωχή, άρχισε η αντίστροφη μέτρηση… Η ιστορία του Ντανιέλ και της Ζιλάν είναι πραγματική ιστορία. Απασχόλησε τα τουρκικά δικαστήρια και τις εφημερίδες προς το τέλος της δεκαετίας του 1960. Στην αρχή ήταν στα ψιλά. Μετά τον τρόπο όμως που ζήτησε τη δικαίωση η Ζιλάν, έγινε πρώτο θέμα. Η αγάπη και η παλικαριά αυτού του ζευγαριού θα γίνει μοιρολόι και παραμύθι για τις επόμενες κουρδικές γενιές, που ίσως να μη ζουν κάτω από τη λαιμητόμο αυτών των συνόρων, που σκέπασαν γειτονιές, χώρισαν οικογένειες και στοίχισαν ζωές.[[Αρχείο:Η νύχτα που έβλεπε τη μέρα-1.jpg|thumb|225x225px]]
*[[Αρχείο:Η νύχτα που έβλεπε τη μέρα-1.jpg|thumb|225x225px]]
* «Η νύχτα που έβλεπε τη μέρα» (Eκδόσεις Καστανιώτη - 2006)
* '''Περίληψη''' Η ανάγκη για φυγή από την άθλια πραγματικότητα της στέρησης και της ανεργίας οδήγησε τον Πολάτ και τους πέντε φίλους του να ασχοληθούν με το θέατρο. Το θέατρο ήταν πολιτική του επιλογή, γιατί ήθελε μέσα από συγκεκριμένες παραστάσεις να συσπειρώσει τον κόσμο, να επικοινωνήσει μαζί του, να μιλήσει για τα προβλήματά τους σε μια Τουρκία όπου η βία και οι δολοφονίες ήταν πλέον πικρή, μαύρη καθημερινότητα. Το «θέατρο του δρόμου» τον έφερε σε επαφή με τους απεργούς-αγωνιστές. Ποτέ δεν περίμενε όμως ότι ανάμεσα σ’ αυτούς τους ανθρώπους θα συναντούσε έναν συνδικαλιστή που έβλεπε με διαφορετικό τρόπο τα πράγματα. Έτσι όπως δεν μπορούσε να τα δει κανείς άλλος. Ο Κασίμ ήταν από τους επικεφαλείς στον ξεσηκωμό των εργατών στο πιο ιστορικό καπνεργοστάσιο της Κωνσταντινούπολης. Η Νεσρίν τον αγάπησε με την πρώτη ματιά, αλλά κι εκείνος με τα πρώτα δειλά αγγίγματα. Όταν έγερνε ο ήλιος κι άρχιζε η περιφρούρηση στο χώρο της απεργίας, έκαναν όνειρα για μια καλύτερη ζωή, κι ο Πολάτ, για μια ελεύθερη πατρίδα. Η απάντηση ήταν οι στρατιωτικοί νόμοι που διαδέχονταν ο ένας τον άλλο. Τα τυφλά χτυπήματα από τους Γκρίζους Λύκους. Τα μπλόκα και οι συλλήψεις με. αποκορύφωμα τη χούντα του Εβρέν. Η βία και οι μαζικές εκτελέσεις διέλυσαν το συνδικαλιστικό και το δημοκρατικό κίνημα. Ο Κασίμ προσπάθησε να διαφύγει όπως και οι περισσότεροι πολιτικοί και συνδικαλιστές. Όμως ποτέ δεν λείπουν από τους αγώνες εκείνοι που προδίδουν, έτσι η σύλληψή του δεν άργησε. Και δεν ήταν η απλή φυλάκιση. Ήταν τα βασανιστήρια που ξέκαναν τις αντοχές. Ήταν ο πόνος που έκανε το χρόνο να μην περνάει. Και ήταν όλα τόσο απάνθρωπα και τόσο σκληρά, πέρα και πάνω από την πιο νοσηρή φαντασία. Κι όμως άντεξε, όχι το κορμί του, αλλά η ψυχή του, και δεν πρόδωσε, δεν μίλησε, δεν «έδωσε». Η ζωή του Κασίμ και των άλλων αγωνιστών γράφτηκε στις μαύρες σελίδες της χούντας με ολοκόκκινα γράμματα, τόσο κόκκινα όσο το μεγάλο κόκκινο καράβι που διέσχιζε τον Βόσπορο και ταξίδευε μαζί του νοερά τον Πολάτ.