Τζεμίλ Τουράν Μπαζιντί: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Γραμμή 34:
* '''Περίληψη''' Πώς κυλάει έτσι μια κουβέντα και γίνεται σιγά σιγά μονόλογος-αφήγηση, γίνεται μαρτυρία! Η μια ανάμνηση χτυπάει πάνω στην άλλη, και γίνονται οι χάντρες που θα φτιάξουν το κομπολόι της ζωής. Αυτό το κομπολόι πήρε στα χέρια του ο Τζεμίλ και μίλησε για τη ζωή του, για τους αγώνες του, για τη φαμίλια του, για τους συντρόφους του, για τα βασανιστήρια, για την προσφυγιά του. Γεννήθηκε στο Αραράτ και από πολύ νωρίς έμαθε ότι είναι αιχμάλωτος. Όχι μόνο αυτός αλλά πενήντα εκατομμύρια Κούρδοι, αφού την πατρίδα του μοιράστηκαν τέσσερις κατακτητές. Έμαθε να είναι περήφανος για την καταγωγή του, αλλά και πως πρέπει να μιλάει ψιθυριστά γι” αυτήν, αφού οι Τούρκοι επισήμως δεν αναγνωρίζουν την ύπαρξή τους και τους έχουν καταχωρίσει στα κιτάπια τους ως «ορεσίβιους Τούρκους». Στο σπίτι του όμως μιλούν πάντα για την ελευθερία. Γυμνασιόπαιδο, μέσα σε ένα έντονα φορτισμένο κλίμα, κάνει την πρώτη αντιστασιακή πράξη του, χαστουκίζει το άγαλμα του Ατατούρκ, και μπαίνει για πρώτη φορά στη φυλακή. Θα ακολουθήσουν πολλές ακόμη και θα γνωρίσει όλα τα βασανιστήρια των «μεγάλων θωπευτών». Όχι μόνο αυτός, αλλά και ο αδερφός του, ο Μουσταφά, ο ξάδερφός του ο «Σιγιαμπέντ». Βγαίνει στην παρανομία και κινείται σα σκιά για να μπορέσει να δει την κόρη του. Ώσπου το κόμμα σχεδιάζει τη φυγή του στην Ελλάδα. Κάνει αυτή τη χώρα δεύτερη πατρίδα του, και αναζητώντας τα ίχνη του Μάνου Κατράκη, βρίσκει τα… Κύθηρα. Τα παιδιά του Αραράτ είναι μια συγκλονιστική αφήγηση-μαρτυρία για τη ζωή των Κούρδων – από τον πρώτο διαμελισμό της πατρίδας τους ώς τις μέρες μας. Καταγράφονται όλες οι εξεγέρσεις τους, αλλά και η προδοτική στάση πολλών Κούρδων αγάδων. Η αναζήτηση βοήθειας στη Σοβιετική Ένωση. Οι συμφωνίες μεταξύ Ιράν-Ιράκ και Τουρκίας για την εξαφάνιση των Κούρδων. Ο τρόπος που ξεσπίτωναν τις κουρδικές οικογένειες και τις οδηγούσαν μακριά από το Αραράτ. («Δεν υπήρχε κόρφος που να μην είχε κρύψει μια σταλιά χώμα, δεν υπήρχαν μάτια στεγνά. Τα ταλαιπωρημένα κορμιά πήγαιναν μπροστά κι οι ψυχές όλων έμεναν πίσω») Αναφέρονται οι δολοφονίες αγωνιστών, ο τρόπος που οργανώνονταν τα στρατόπεδα των ανταρτών. Περιγράφονται όλα τα βασανιστήρια στις τουρκικές φυλακές, τα κελιά που φιλοξένησαν τον Ναζίμ Χικμέτ και τον Σαμπαχατίν Αλί. «Και ίσως αναρωτηθείς γιατί σου τα λέω όλα αυτά; […] Έχουμε μεταξύ μας μια βασική διαφορά. Εγώ όλα πρέπει να τα λέω και να τα ξανάλεω για να μη τα ξεχάσω αλλά και για να τα μάθουν και τα παιδιά μου, γιατί εμείς δεν έχουμε βιβλία που να περιγράφουν και να οριοθετούν την πατρίδα μας. Γιατί πρέπει την ιστορία μας να τη μαθαίνουμε από στόμα σε στόμα. Έτσι τα έμαθα κι εγώ από τους γονείς μου κι έτσι θα τα μάθουν τα παιδιά μας.» Ο όρκος που δίνει ο Κούρδος αγωνιστής είναι να ελευθερώσει την πατρίδα του. Πόσες ζωές θα χρειαστούν μέχρι τότε; Πόσα βασανιστήρια θα αντέξουν τα κορμιά; Δεν έχει σημασία. Το γράφουν και στο πρώτο λάβαρο του αγώνα τους: «Το μαύρο είναι το πένθος μας, το κόκκινο είναι το αίμα μας».
* «Εκεί ο θεός κοιμόταν» (Εκδόσεις NOVELBOOKS- 2013)
* '''Περίληψη :''' Δεν ήθελε πολλά ο Ντιβανέ. Νισάφι πια με τις έχθρες και με τις ιστορίες. Το γνώριζε πολύ καλά πως είναι Κούρδος, αλλά είχε αποφασίσει να ζήσει σαν Τούρκος. Ό,τι έγινε έγινε. Οι πρόγονοί του προσπάθησαν, αγωνίστηκαν, δεν τα κατάφεραν να πάρουν πίσω τα χώματά τους, τελείωσε. Είχε ένα χωραφάκι, πεντ’ έξι πρόβατα – λίγο βοσκός λίγο γεωργός, θα πορευόταν. Γι’ αυτό όταν ήρθε το χαρτί από τη στρατολογία χάρηκε. Δυο χρόνια φανταριλίκι και μετά καλός πολίτης – φτωχός αλλά καλός. Μόνο η μάνα του δεν ήθελε να τον αφήσει να υπηρετήσει στον τουρκικό στρατό και τον παρότρυνε να γίνει λυποτάκτης.[[Αρχείο:Εκεί ο Θεός κοιμόταν.jpg|thumb|251x251px]]Ένα μήνα ήθελε να απολυθεί, όταν η Τουρκία για να τα καταφέρει να γίνει μέλος του ΝΑΤΟ δήλωσε συμμετοχή στον Πόλεμο της Κορέας. Δεν είχε επιλογή ο Ντιβανέ, διατάχθηκε να πάει, αλλά δεν το έκανε και αγγαρεία. Άλλωστε ο χότζας είχε φροντίσει να τους εμψυχώσει: «Εκείνος που θα πεθάνει για την πατρίδα είναι σεχίτ/ήρωας εθνομάρτυρας, αλλά κι όποιος τραυματιστεί είναι ένας τιμημένος γκαζί». Και είδε πράματα και θάματα. Μπήκε σε καράβι για πρώτη φορά στη ζωή του, είδε πλαστικά μαχαιροπίρουνα, ζεστό νερό να τρέχει από τις σωλήνες, οδοντίατρους να βγάζουν δόντι με μια κίνηση και χωρίς να κρατά κανείς τον ασθενή, μάγειρες να επιδίδονται σε ιεροτελεστίες πάνω από τα πιάτα, αλλά είδε και σκοτωμούς, μάτια σβησμένα, κορμιά ρακένδυτα, παιδιά ορφανεμένα, τη φρίκη και το θάνατο. Είδε ακόμα στρατόπεδα αιχμαλώτων, τιμωρίες, ρουφιανιές. Είδε όμως κι εκείνον, τον Γκερμό, που στέκονταν απέναντί του πάντα με το ίδιο βασανιστικό ερώτημα: «Με ποιους είσαι, για ποιους πολεμάς, τι θες εσύ Κούρδος στο πλευρό των Τούρκων;» Όταν ο πόλεμος τελείωσε δεν υπήρχε νικητής, αλλά όμως ήταν πολλοί οι ηττημένοι. Η επιστροφή στην Τουρκία κουβαλούσε κυρίως πένθος και μαυρισμένες ζωές, τα όνειρα είχαν μείνει εκεί, στην Κορέα, στη «δροσιά της αυγής». Ο Ντιβανέ δεν θα γινόταν ποτέ βοσκός ούτε γεωργός, ούτε ακόμα και οδηγός ενός μεγάλου λεωφορείου, όπως γλυκο-ονειρευόταν μέσα στη μαυρίλα των μαχών. Ένας τυφλός ραψωδός-ζητιάνος, με το σαν ολόγιομο φεγγάρι μπεντρίρ του, θα περιπλανιόταν και θα μαρτυρούσε τα όσα έζησε, πιόνι αυτός στην πολιτικο-στρατιωτική σκακιέρα. Κυνηγημένος για τα μοιρολόγια του από την πατρίδα που υπηρέτησε. Κι όταν καμιά φορά άκουγε στο ραδιόφωνο τη φωνή του φίλου του Γκερμό, που ερχόταν από την άλλη πλευρά του Αραράτ, από την Αρμενία, τότε φώναζε μ’ όλη του τη δύναμη: Δίκιο είχες φίλε μου, δίκιο είχες. ''Εκεί ο θεός κοιμόταν''. Μια μαρτυρία για την εμπλοκή των Τούρκων στον Πόλεμο της Κορέας, για την ύπαρξη Κούρδων στα αντίπαλα στρατεύματα, για τους περίπου τέσσερις χιλιάδες στρατιώτες που χάθηκαν στη μακρινή χώρα, για μια ξένη υπόθεση. Μια μαρτυρία για τη ζωή στα στρατόπεδα αιχμαλώτων, για την ανταμοιβή των στρατιωτών που γύρισαν σακατεμένοι. Εκείνες τις χρονιές ο θεός κοιμόταν στην Κορέα, όπως κατά καιρούς όλο και πιο συχνά κοιμάται σε διάφορα σημεία της Γης κι αφήνει κάτω από τα κλειστά του μάτια να χάνονται ζωές, να συντρίβονται όνειρα και να χορεύει ο θάνατος.
* «Αζάντ με λένε» (Εκδόσεις Ι.ΣΙΔΕΡΗΣ- 2015)
* ΛΕΥΚΩΜΑ : « Χρώματα που μυήθηκαν στις ζωές μας » Υπό έκδοση, σύντομα Θα κυκλοφορήσει...