Τζεμίλ Τουράν Μπαζιντί: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Γραμμή 36:
* '''Περίληψη :''' Δεν ήθελε πολλά ο Ντιβανέ. Νισάφι πια με τις έχθρες και με τις ιστορίες. Το γνώριζε πολύ καλά πως είναι Κούρδος, αλλά είχε αποφασίσει να ζήσει σαν Τούρκος. Ό,τι έγινε έγινε. Οι πρόγονοί του προσπάθησαν, αγωνίστηκαν, δεν τα κατάφεραν να πάρουν πίσω τα χώματά τους, τελείωσε. Είχε ένα χωραφάκι, πεντ’ έξι πρόβατα – λίγο βοσκός λίγο γεωργός, θα πορευόταν. Γι’ αυτό όταν ήρθε το χαρτί από τη στρατολογία χάρηκε. Δυο χρόνια φανταριλίκι και μετά καλός πολίτης – φτωχός αλλά καλός. Μόνο η μάνα του δεν ήθελε να τον αφήσει να υπηρετήσει στον τουρκικό στρατό και τον παρότρυνε να γίνει λυποτάκτης.[[Αρχείο:Εκεί ο Θεός κοιμόταν.jpg|thumb|251x251px]]Ένα μήνα ήθελε να απολυθεί, όταν η Τουρκία για να τα καταφέρει να γίνει μέλος του ΝΑΤΟ δήλωσε συμμετοχή στον Πόλεμο της Κορέας. Δεν είχε επιλογή ο Ντιβανέ, διατάχθηκε να πάει, αλλά δεν το έκανε και αγγαρεία. Άλλωστε ο χότζας είχε φροντίσει να τους εμψυχώσει: «Εκείνος που θα πεθάνει για την πατρίδα είναι σεχίτ/ήρωας εθνομάρτυρας, αλλά κι όποιος τραυματιστεί είναι ένας τιμημένος γκαζί». Και είδε πράματα και θάματα. Μπήκε σε καράβι για πρώτη φορά στη ζωή του, είδε πλαστικά μαχαιροπίρουνα, ζεστό νερό να τρέχει από τις σωλήνες, οδοντίατρους να βγάζουν δόντι με μια κίνηση και χωρίς να κρατά κανείς τον ασθενή, μάγειρες να επιδίδονται σε ιεροτελεστίες πάνω από τα πιάτα, αλλά είδε και σκοτωμούς, μάτια σβησμένα, κορμιά ρακένδυτα, παιδιά ορφανεμένα, τη φρίκη και το θάνατο. Είδε ακόμα στρατόπεδα αιχμαλώτων, τιμωρίες, ρουφιανιές. Είδε όμως κι εκείνον, τον Γκερμό, που στέκονταν απέναντί του πάντα με το ίδιο βασανιστικό ερώτημα: «Με ποιους είσαι, για ποιους πολεμάς, τι θες εσύ Κούρδος στο πλευρό των Τούρκων;» Όταν ο πόλεμος τελείωσε δεν υπήρχε νικητής, αλλά όμως ήταν πολλοί οι ηττημένοι. Η επιστροφή στην Τουρκία κουβαλούσε κυρίως πένθος και μαυρισμένες ζωές, τα όνειρα είχαν μείνει εκεί, στην Κορέα, στη «δροσιά της αυγής». Ο Ντιβανέ δεν θα γινόταν ποτέ βοσκός ούτε γεωργός, ούτε ακόμα και οδηγός ενός μεγάλου λεωφορείου, όπως γλυκο-ονειρευόταν μέσα στη μαυρίλα των μαχών. Ένας τυφλός ραψωδός-ζητιάνος, με το σαν ολόγιομο φεγγάρι μπεντρίρ του, θα περιπλανιόταν και θα μαρτυρούσε τα όσα έζησε, πιόνι αυτός στην πολιτικο-στρατιωτική σκακιέρα. Κυνηγημένος για τα μοιρολόγια του από την πατρίδα που υπηρέτησε. Κι όταν καμιά φορά άκουγε στο ραδιόφωνο τη φωνή του φίλου του Γκερμό, που ερχόταν από την άλλη πλευρά του Αραράτ, από την Αρμενία, τότε φώναζε μ’ όλη του τη δύναμη: Δίκιο είχες φίλε μου, δίκιο είχες. ''Εκεί ο θεός κοιμόταν''. Μια μαρτυρία για την εμπλοκή των Τούρκων στον Πόλεμο της Κορέας, για την ύπαρξη Κούρδων στα αντίπαλα στρατεύματα, για τους περίπου τέσσερις χιλιάδες στρατιώτες που χάθηκαν στη μακρινή χώρα, για μια ξένη υπόθεση. Μια μαρτυρία για τη ζωή στα στρατόπεδα αιχμαλώτων, για την ανταμοιβή των στρατιωτών που γύρισαν σακατεμένοι. Εκείνες τις χρονιές ο θεός κοιμόταν στην Κορέα, όπως κατά καιρούς όλο και πιο συχνά κοιμάται σε διάφορα σημεία της Γης κι αφήνει κάτω από τα κλειστά του μάτια να χάνονται ζωές, να συντρίβονται όνειρα και να χορεύει ο θάνατος.
* «Αζάντ με λένε» (Εκδόσεις Ι.ΣΙΔΕΡΗΣ- 2015)
*[[Αρχείο:Αζάντ με λένε (2).jpg|thumb|235x235px]]'''Περίληψη''' Βρέθηκε μόνος του «απέναντι». Είχε περάσει κιόλας ένας χρόνος από τότε που άφησε με τους γονείς του και την αδερφή του το όμορφο σπίτι τους στο Βόρειο Ιράκ. Τους ξεσπίτωσε το παιχνίδι με τον θάνατο, που το έστηναν όποτε ήθελαν τα βομβαρδιστικά του Σαντάμ. Ξεκίνησαν με τα πόδια, κουβαλώντας ό,τι μπορούσε ο καθένας, αλλά τι βάρος ν’ αντέξει το μικρό κορμάκι της Χελίν; Ούτε την πόρτα δεν έκλεισε η μάνα του, για να μη βρουν οι κατακτητές ούτε τη μυρωδιά τους. Δεν ρώτησε πού πήγαιναν – ο πατέρας ήταν ο αρχηγός, εκείνος ήξερε, εκείνος προστάτευε. Από τα πρώτα κιόλας σύνορα, στο Ιράν, έμαθε για τη λόξα των ανθρώπων να φυτεύουν νάρκες. Τα κατάφεραν με δαύτες, αλλά τους πρόδωσαν τα αγριεμένα νερά του ποταμού. Όταν τους χώρισαν οι δουλέμποροι για να καλογεμίσουν τις βάρκες τους, μόνο η μάνα του πρόλαβε να τον φιλήσει στα μάτια, αφού σε λίγο θα αντάμωναν και πάλι στην απέναντι όχθη του Έβρου, ελεύθερη, στην Ελλάδα. Η βάρκα όμως με τους γονείς του και την αδερφή του δεν έφτασε ποτέ. Στο κέντρο κράτησης έμαθε για πνιγμούς, είδε πτώματα. Πουθενά οι δικοί του. Όχι δεν μπορεί να χάθηκαν έτσι, «ο μπαμπάς μου είναι δυνατός, να τώρα θα τον δω μπροστά μου να κρατάει από το χέρι τη μάνα μου και τη Χελίν…». Πώς να πιστέψει πως πνίγηκαν; Πώς να χωρέσει ο νους του ότι τα έχασε όλα; Πού να πάει, πού βρίσκεται; Χωρίς χαρτιά, χωρίς ταυτότητα βρέθηκε στην Αθήνα. Έλεγε και ξανάλεγε το όνομά του, για να νιώθει πως υπάρχει, για να μη χαθεί. Κοιμήθηκε στα χαρτόκουτα, κρύωσε, πείνασε, άκουσε ιστορίες φρίκης, φοβήθηκε, έκλαψε… Και τότε ήταν που σφηνώθηκε στο μυαλό του ότι πρέπει να αποκτήσει διαβατήριο για να γυρίσει πίσω, να ψάξει για τους δικούς του. Κανείς δεν θα μπορούσε πια να τον κρατήσει. Πάση θυσία έπρεπε να φτάσει στη Γαλλία, αφού εκεί οι Κούρδοι είχαν δυνατές οργανώσεις και θα μπορούσαν να τον βοηθήσουν. Σ’ αυτήν την πορεία φυγής έκανε φίλους, βρήκε φροντίδα, αγάπη, έμαθε πως η προσφορά και η καλοσύνη δεν έχουν εθνικότητα και θρησκεία, ήρθε σε επαφή με δουλέμπορους και μαφιόζους, ερωτεύθηκε… Τίποτα δεν τον κράτησε, γιατί θα ήταν σαν να πρόδιδε την οικογένειά του, που μπορεί να τον περίμενε πίσω στην πατρίδα. «Όχι, δεν πνίγηκαν». Είχε ανάγκη από αυτήν την άρνηση για να πείθεται κυρίως ο ίδιος. Είναι η πραγματική ιστορία του Αζάντ που από τα δεκατέσσερά του βρέθηκε στους επικίνδυνους, βρόμικους δρόμους της προσφυγιάς. Που πείνασε, κρύωσε, προδόθηκε αλλά και αγαπήθηκε. Που αντάμωσε με τον υπόκοσμο αλλά και με τη στοργή. Δεν ήταν όμως αυτά που αναζητούσε… ΛΕΥΚΩΜΑ : « Χρώματα που μυήθηκαν στις ζωές μας » Υπό έκδοση, σύντομα Θα κυκλοφορήσει...
* ΛΕΥΚΩΜΑ : « Χρώματα που μυήθηκαν στις ζωές μας » Υπό έκδοση, σύντομα Θα κυκλοφορήσει...
* « Η Αρχαία Σοφία των Κούρδων Εζιντί » Υπό έκδοση, σύντομα Θα κυκλοφορήσει...