Τζεμίλ Τουράν Μπαζιντί: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Γραμμή 23:
== Εργογραφία ==
 
* '''«Το ματωμένο χιονολούλουδο» (Εκδόσεις Καστανιώτη - 2001)'''
*[[Αρχείο:Το ματωμένο χιονολούλουδο.jpg|thumb|214x214px|Το ματωμένο χιονολούλουδο]]'''Περίληψη''' Στην κορυφή του Αραράτ λέγεται πως σώθηκε η ζωή από το βιβλικό κατακλυσμό. Στους πρόποδες αυτού του ιερού βουνού, ένας παππούς τα χειμωνιάτικα βράδια διασώζει με τις αφηγήσεις του την ιστορία του λαού του. Ό, τι είναι απαγορευμένο την ημέρα στο σχολείο, ο μικρός Πολάτ το μαθαίνει τις παγωμένες λευκές νύχτες από τα γέρικα χείλη του Χασάν αγά μπροστά στο τζάκι. Είναι η ώρα που μπορούν ελευθέρα οι Κούρδοι να μιλήσουν στη δική τους γλώσσα, είναι η ώρα που μπορούν να τραγουδήσουν τα δικά τους τραγούδια, είναι η ώρα της μύησης στις δικές τους παραδόσεις. Από τις ιστορίες του παππού, ο Πολάτ μαθαίνει γιατί δεν μπορεί να γράφει και να διαβάζει στα κουρδικά, γιατί πρέπει να λέει μόνο τον τουρκικό ύμνο, ποιοι και γιατί προσπαθούν να αφανίζουν τη φυλή του, τι ήταν τα Αμελέ ταμπούρια. Από τα παραμιλητά της Αρμένισσας Ζελχά μαθαίνει για τη σφαγή των Αρμενίων, για την ορφάνια αλλά και για την αιώνια φιλία. Και από τον μεγάλο του φίλο Αμπντουλλάχ, γιατί τα χιονολούλουδα στο Κουρδιστάν είναι ματωμένα. Ο Χασάν αγά ήταν από τους πιο σεβάσμιους τσιφλικάδες στην πόλη. Δίκαιος και σοφός, αυστηρός μα και καλοσυνάτος, φάνταζε θεόρατος στα μάτια του μικρού του εγγονού. Όταν τα βράδια γύριζε στο σπίτι, ο χώρος γέμιζε από τον αρωματικό καπνό της πίπας του και από τις ιστορίες του. Ήξερε πως ό,τι έχει περάσει στη ζωή του, τους λόγους που οι Οθωμανοί κυνήγησαν ανελέητα τους Κούρδους και τους Αρμένιους δεν θα τα μάθει ο Πολάτ, αφού οι Τούρκοι ήταν οι κατακτητές. Κι έπρεπε ο γερό Χασάν να τα πει όλα, και να σταθεί δίκαιος. Να μπορέσει να πει, όσο κι αν αυτό τον πονούσε: « Κατακτηθήκαμε, γιατί δεν ενωθήκαμε ». Όταν ο λυγμός έφτανε στην άκρη του λαιμού σταματούσε την αφήγηση κι έκανε πως καθάριζε την πίπα του. Άφησε να του ξεφύγει μόνο ένα δάκρυ όταν μιλούσε για τους δυο φίλους του τους Έλληνες, που όταν δραπέτευσαν από τα Αμελά Ταμπούρια τους έκρυψε και από τότε που τους βοήθησε να φύγουν την Ελλάδα δεν έμαθε ποτέ τίποτα γι΄ αυτούς. Η Ζελχέ χρόνια κοντά στον παππού και στη γιαγιά, συνομήλικη τους σχεδόν, όποτε άκουγε τις ιστορίες του παππού ταραζόταν και έκλαιγε. Απορρούσε ο Πολάτ με την ευαισθησία της, ώσπου έμαθε ότι ήταν Αρμένισσα, είδε και έζησε τη μεγάλη σφαγή των Αρμενίων από τους Τούρκους και πως η ίδια σώθηκε γιατί ο παππούς του Χασάν αγά είπε ήταν εγγονή του. Όταν του περιέγραψε σκηνές από τη σφαγή και πώς χώρισε από τη μάνα της, κατάλαβε ο Πολάτ και γιατί έκλαιγε αλλά και γιατί άναβε κάθε μέρα τόσα χρόνια το καντήλι. Η Παιδική ανεμελιά άρχισε να υποχωρεί λίγο λίγο κάτω από αυτές τις αφηγήσεις. Έκανε τόπο να χωρέσουν τα λόγια που εξηγούν πώς είναι δυνατόν να φιλιώνουν διαφορετικές γλώσσες, διαφορετικές θρησκείες και παραδόσεις. Αλλά κι εκείνα που μιλούν για μίσος, για ξεριζωμός, για χωρίς έλεος κυνηγητό. Δεν ξέρει πια ο μικρός Πολάτ τι καίει πιο πολύ, η φωτιά στο τζάκι ή το δάκρυ που κυλάει από τα μάτια. «Μόνο όταν αγαπάς πολύ, χαρίζεις την αθανασία» του είπε π Αμπντουλάχ… και ο Πολάτ αγάπησε πολύ το Κουρδιστάν.
* '''«Τα μάτια του λύκου» (Εκδόσεις Καστανιώτη - 2003)'''[[Αρχείο:Τα μάτια του λύκου.jpg|thumb|247x247px|Τα μάτια του λύκου]]
*[[Αρχείο:Τα μάτια του λύκου.jpg|thumb|247x247px|Τα μάτια του λύκου]]
*'''Περίληψη''' Εκείνη που αντέδρασε περισσότερο στα «μαύρα ταξίδια» που είχε ξεκινήσει ο Ντανιέλ ήταν η γιαγιά του. Επί ένα μήνα, ίσως και παραπάνω, είχε περάσει το τσεμπέρι της πάνω από το στόμα και ούτε του μιλούσε ούτε του γελούσε. Κι η μάνα του κι η αδερφή του προσπάθησαν να τον μεταπείσουν, αλλά ο Ντανιέλ είχε πάρει πλέον την απόφασή του. Καλύτερα κατσαχτσής, όσο επικίνδυνο κι αν ήταν, παρά πεινασμένος θαμώνας στους καφενέδες. Ο Ντανιέλ και οι φίλοι του -τι φίλοι; αδέρφια, ομογάλακτοι, από πιτσιρικάδες μαζί- τουλάχιστον δυο φορές τη βδομάδα περνούσαν στην απέναντι πλευρά, στην από ’κεί πατρίδα κι έφερναν εμπόρευμα. Ξεκινούσαν λίγο πριν σκοτεινιάσει κι όλη η γειτονιά έβγαινε έξω για να τους ξεπροβοδίσει, άλλος για να δώσει τις παραγγελιές του πότε για χένα πότε για τσάι, κι άλλος για να στείλει χαιρετίσματα σε κάποιον δικό του άνθρωπο που είχε μείνει στην άλλη μεριά των συνόρων. Κάθε φορά περνούσαν κι από διαφορετικό πέρασμα. Πότε από το φαράγγι του διαβόλου, πότε από τους βάλτους, πάντα όμως από τα δικά τους χώματα, που τα ήξεραν όπως το κορμί τους. Οι συνοροφύλακες ήταν οι ξένοι κι όχι αυτοί. Οι ξένοι όμως ήταν οι κατακτητές. Ήταν αυτοί που είχαν κομματιάσει το Κουρδιστάν. Κάθε πέρασμα των συνόρων ένα ζιγκ-ζακ με το θάνατο ήταν. Κάθε βήμα και μια παγίδα. Όταν ήρθε στην πόλη ο καινούργιος Τούρκος κουμαντάν το φιρμάνι ήταν σαφές. Ή συνεργάζεστε μαζί μου, δηλαδή μοιραζόμαστε τα κέρδη του εμπορίου, ή μαυροφορούνται οι μάνες κι οι γυναίκες σας. Τότε άλλοι κατσαχτσήδες σταμάτησαν κι άλλοι συνεργάστηκαν με τον κατακτητή. Ο Ντανιέλ κι οι φίλοι του αγνόησαν τις διαταγές, δεν συμβιβάστηκαν, δεν έκαναν συμφωνίες κι άρχισε ένα ανελέητο κυνηγητό εναντίον τους. Το χειμώνα τα μαύρα ταξίδια σταματούσαν γιατί αγρίευε ο καιρός, ηρεμούσαν όμως οι οικογένειες των κατσαχτσήδων. Τότε γίνονταν οι γιορτές τότε και οι γάμοι. Στο γάμο του φίλου του την είδε ο Ντανιέλ. Πανέμορφη, λυγερή, αγέρωχη. Δεν χρειάζονταν πολλά λόγια, οι ματιές φλυάρησαν. Κι είπαν τόσα πολλά που παραλίγο ν’ ανατρέψουν τα παραδοσιακά κουρδικά έθιμα για την ένωση δύο ανθρώπων. Ο γάμος του Ντανιέλ και της Ζιλάν ήταν σωστό πανηγύρι. Μια βδομάδα έπαιζαν τα νταούλια κι οι ζουρνάδες. Άφθονοι οι μεζέδες και η ρακή. Όλη η πόλη πέρασε να ευχηθεί στους δυο νέους να γεράσουν στο ίδιο μαξιλάρι… Οι μαγαζάτορες της περιοχής έκλεισαν τη μέρα του γάμου για να τιμήσουν τον φίλο τους κατσαχτσή που δεν ήξερε από ζύγια και νοθείες, που είχε μόνο μπέσα. Και μακάρι να ήταν η πρώτη φορά που θα έκλειναν τα μαγαζιά για τον Ντανιέλ… Και βρήκε αυτό το ζευγάρι ο πιο βαρύς χειμώνας… Οι λύκοι πεινούσαν κι άρχισαν να μπαίνουν μέσα στην πόλη. Απ’ ό,τι έλεγαν οι γεροντότεροι πάνω από τριάντα χρόνια είχε να συμβεί αυτό. Η ζωή των κατοίκων κινδύνευε. Τα σχολειά έκλεισαν. Τις νύχτες όλοι ξάπλωναν με το όπλο στο προσκέφαλο. Η επιθετικότητα των λύκων, αφού πέρασε από κοτέτσια και στάβλους, έφτασε στους ανθρώπους. Στο φυλάκιο των συνόρων είχαν μπει από το παράθυρο και είχαν επιτεθεί σε στρατιώτες. Η τοπική εξουσία αφού δεν κατάφερε τίποτα με τον κουμαντάν και τους ανθρώπους του, ζήτησε τη βοήθεια του Ντανιέλ, που είχε φήμη για τις παγίδες που έστηνε στους λύκους. Σε μια τέτοια μεγάλη παγίδα, τα βλέμματα του Ντανιέλ και της λύκαινας που έχανε την αγέλη της διασταυρώθηκαν. Τα μάτια του λύκου, τα μάτια του κυνηγημένου. Απελπισία αλλά και πείσμα. Πάλη για ζωή με την κάννη του δυνατού στον κρόταφο. Κι όταν ο κουμαντάν έφτασε στο κατώφλι του σπιτιού του Ντανιέλ για να προσφέρει τάχα τη φιλία του και να ζητήσει ανακωχή, άρχισε η αντίστροφη μέτρηση… Η ιστορία του Ντανιέλ και της Ζιλάν είναι πραγματική ιστορία. Απασχόλησε τα τουρκικά δικαστήρια και τις εφημερίδες προς το τέλος της δεκαετίας του 1960. Στην αρχή ήταν στα ψιλά. Μετά τον τρόπο όμως που ζήτησε τη δικαίωση η Ζιλάν, έγινε πρώτο θέμα. Η αγάπη και η παλικαριά αυτού του ζευγαριού θα γίνει μοιρολόι και παραμύθι για τις επόμενες κουρδικές γενιές, που ίσως να μη ζουν κάτω από τη λαιμητόμο αυτών των συνόρων, που σκέπασαν γειτονιές, χώρισαν οικογένειες και στοίχισαν ζωές.[[Αρχείο:Η νύχτα που έβλεπε τη μέρα-1.jpg|thumb|225x225px]]
* '''«Η νύχτα που έβλεπε τη μέρα» (Eκδόσεις Καστανιώτη - 2006)'''
* '''Περίληψη''' Η ανάγκη για φυγή από την άθλια πραγματικότητα της στέρησης και της ανεργίας οδήγησε τον Πολάτ και τους πέντε φίλους του να ασχοληθούν με το θέατρο. Το θέατρο ήταν πολιτική του επιλογή, γιατί ήθελε μέσα από συγκεκριμένες παραστάσεις να συσπειρώσει τον κόσμο, να επικοινωνήσει μαζί του, να μιλήσει για τα προβλήματά τους σε μια Τουρκία όπου η βία και οι δολοφονίες ήταν πλέον πικρή, μαύρη καθημερινότητα. Το «θέατρο του δρόμου» τον έφερε σε επαφή με τους απεργούς-αγωνιστές. Ποτέ δεν περίμενε όμως ότι ανάμεσα σ’ αυτούς τους ανθρώπους θα συναντούσε έναν συνδικαλιστή που έβλεπε με διαφορετικό τρόπο τα πράγματα. Έτσι όπως δεν μπορούσε να τα δει κανείς άλλος. Ο Κασίμ ήταν από τους επικεφαλείς στον ξεσηκωμό των εργατών στο πιο ιστορικό καπνεργοστάσιο της Κωνσταντινούπολης. Η Νεσρίν τον αγάπησε με την πρώτη ματιά, αλλά κι εκείνος με τα πρώτα δειλά αγγίγματα. Όταν έγερνε ο ήλιος κι άρχιζε η περιφρούρηση στο χώρο της απεργίας, έκαναν όνειρα για μια καλύτερη ζωή, κι ο Πολάτ, για μια ελεύθερη πατρίδα. Η απάντηση ήταν οι στρατιωτικοί νόμοι που διαδέχονταν ο ένας τον άλλο. Τα τυφλά χτυπήματα από τους Γκρίζους Λύκους. Τα μπλόκα και οι συλλήψεις με. αποκορύφωμα τη χούντα του Εβρέν. Η βία και οι μαζικές εκτελέσεις διέλυσαν το συνδικαλιστικό και το δημοκρατικό κίνημα. Ο Κασίμ προσπάθησε να διαφύγει όπως και οι περισσότεροι πολιτικοί και συνδικαλιστές. Όμως ποτέ δεν λείπουν από τους αγώνες εκείνοι που προδίδουν, έτσι η σύλληψή του δεν άργησε. Και δεν ήταν η απλή φυλάκιση. Ήταν τα βασανιστήρια που ξέκαναν τις αντοχές. Ήταν ο πόνος που έκανε το χρόνο να μην περνάει. Και ήταν όλα τόσο απάνθρωπα και τόσο σκληρά, πέρα και πάνω από την πιο νοσηρή φαντασία. Κι όμως άντεξε, όχι το κορμί του, αλλά η ψυχή του, και δεν πρόδωσε, δεν μίλησε, δεν «έδωσε». Η ζωή του Κασίμ και των άλλων αγωνιστών γράφτηκε στις μαύρες σελίδες της χούντας με ολοκόκκινα γράμματα, τόσο κόκκινα όσο το μεγάλο κόκκινο καράβι που διέσχιζε τον Βόσπορο και ταξίδευε μαζί του νοερά τον Πολάτ.
*
* «Τα παιδιά του Αραράτ» (Εκδόσεις Καστανιώτη- 2008)
* '''«Τα παιδιά του Αραράτ» (Εκδόσεις Καστανιώτη- 2008)'''[[Αρχείο:Τα παιδιά του Αραράτ.jpg|thumb|209x209px]]
* '''Περίληψη''' Πώς κυλάει έτσι μια κουβέντα και γίνεται σιγά σιγά μονόλογος-αφήγηση, γίνεται μαρτυρία! Η μια ανάμνηση χτυπάει πάνω στην άλλη, και γίνονται οι χάντρες που θα φτιάξουν το κομπολόι της ζωής. Αυτό το κομπολόι πήρε στα χέρια του ο Τζεμίλ και μίλησε για τη ζωή του, για τους αγώνες του, για τη φαμίλια του, για τους συντρόφους του, για τα βασανιστήρια, για την προσφυγιά του. Γεννήθηκε στο Αραράτ και από πολύ νωρίς έμαθε ότι είναι αιχμάλωτος. Όχι μόνο αυτός αλλά πενήντα εκατομμύρια Κούρδοι, αφού την πατρίδα του μοιράστηκαν τέσσερις κατακτητές. Έμαθε να είναι περήφανος για την καταγωγή του, αλλά και πως πρέπει να μιλάει ψιθυριστά γι” αυτήν, αφού οι Τούρκοι επισήμως δεν αναγνωρίζουν την ύπαρξή τους και τους έχουν καταχωρίσει στα κιτάπια τους ως «ορεσίβιους Τούρκους». Στο σπίτι του όμως μιλούν πάντα για την ελευθερία. Γυμνασιόπαιδο, μέσα σε ένα έντονα φορτισμένο κλίμα, κάνει την πρώτη αντιστασιακή πράξη του, χαστουκίζει το άγαλμα του Ατατούρκ, και μπαίνει για πρώτη φορά στη φυλακή. Θα ακολουθήσουν πολλές ακόμη και θα γνωρίσει όλα τα βασανιστήρια των «μεγάλων θωπευτών». Όχι μόνο αυτός, αλλά και ο αδερφός του, ο Μουσταφά, ο ξάδερφός του ο «Σιγιαμπέντ». Βγαίνει στην παρανομία και κινείται σα σκιά για να μπορέσει να δει την κόρη του. Ώσπου το κόμμα σχεδιάζει τη φυγή του στην Ελλάδα. Κάνει αυτή τη χώρα δεύτερη πατρίδα του, και αναζητώντας τα ίχνη του Μάνου Κατράκη, βρίσκει τα… Κύθηρα. Τα παιδιά του Αραράτ είναι μια συγκλονιστική αφήγηση-μαρτυρία για τη ζωή των Κούρδων – από τον πρώτο διαμελισμό της πατρίδας τους ώς τις μέρες μας. Καταγράφονται όλες οι εξεγέρσεις τους, αλλά και η προδοτική στάση πολλών Κούρδων αγάδων. Η αναζήτηση βοήθειας στη Σοβιετική Ένωση. Οι συμφωνίες μεταξύ Ιράν-Ιράκ και Τουρκίας για την εξαφάνιση των Κούρδων. Ο τρόπος που ξεσπίτωναν τις κουρδικές οικογένειες και τις οδηγούσαν μακριά από το Αραράτ. («Δεν υπήρχε κόρφος που να μην είχε κρύψει μια σταλιά χώμα, δεν υπήρχαν μάτια στεγνά. Τα ταλαιπωρημένα κορμιά πήγαιναν μπροστά κι οι ψυχές όλων έμεναν πίσω») Αναφέρονται οι δολοφονίες αγωνιστών, ο τρόπος που οργανώνονταν τα στρατόπεδα των ανταρτών. Περιγράφονται όλα τα βασανιστήρια στις τουρκικές φυλακές, τα κελιά που φιλοξένησαν τον Ναζίμ Χικμέτ και τον Σαμπαχατίν Αλί. «Και ίσως αναρωτηθείς γιατί σου τα λέω όλα αυτά; […] Έχουμε μεταξύ μας μια βασική διαφορά. Εγώ όλα πρέπει να τα λέω και να τα ξανάλεω για να μη τα ξεχάσω αλλά και για να τα μάθουν και τα παιδιά μου, γιατί εμείς δεν έχουμε βιβλία που να περιγράφουν και να οριοθετούν την πατρίδα μας. Γιατί πρέπει την ιστορία μας να τη μαθαίνουμε από στόμα σε στόμα. Έτσι τα έμαθα κι εγώ από τους γονείς μου κι έτσι θα τα μάθουν τα παιδιά μας.» Ο όρκος που δίνει ο Κούρδος αγωνιστής είναι να ελευθερώσει την πατρίδα του. Πόσες ζωές θα χρειαστούν μέχρι τότε; Πόσα βασανιστήρια θα αντέξουν τα κορμιά; Δεν έχει σημασία. Το γράφουν και στο πρώτο λάβαρο του αγώνα τους: «Το μαύρο είναι το πένθος μας, το κόκκινο είναι το αίμα μας».
*
* '''«Εκεί ο θεός κοιμόταν» (Εκδόσεις NOVELBOOKS- 2013)'''
* '''Περίληψη :''' Δεν ήθελε πολλά ο Ντιβανέ. Νισάφι πια με τις έχθρες και με τις ιστορίες. Το γνώριζε πολύ καλά πως είναι Κούρδος, αλλά είχε αποφασίσει να ζήσει σαν Τούρκος. Ό,τι έγινε έγινε. Οι πρόγονοί του προσπάθησαν, αγωνίστηκαν, δεν τα κατάφεραν να πάρουν πίσω τα χώματά τους, τελείωσε. Είχε ένα χωραφάκι, πεντ’ έξι πρόβατα – λίγο βοσκός λίγο γεωργός, θα πορευόταν. Γι’ αυτό όταν ήρθε το χαρτί από τη στρατολογία χάρηκε. Δυο χρόνια φανταριλίκι και μετά καλός πολίτης – φτωχός αλλά καλός. Μόνο η μάνα του δεν ήθελε να τον αφήσει να υπηρετήσει στον τουρκικό στρατό και τον παρότρυνε να γίνει λυποτάκτης.[[Αρχείο:Εκεί ο Θεός κοιμόταν.jpg|thumb|251x251px]]Ένα μήνα ήθελε να απολυθεί, όταν η Τουρκία για να τα καταφέρει να γίνει μέλος του ΝΑΤΟ δήλωσε συμμετοχή στον Πόλεμο της Κορέας. Δεν είχε επιλογή ο Ντιβανέ, διατάχθηκε να πάει, αλλά δεν το έκανε και αγγαρεία. Άλλωστε ο χότζας είχε φροντίσει να τους εμψυχώσει: «Εκείνος που θα πεθάνει για την πατρίδα είναι σεχίτ/ήρωας εθνομάρτυρας, αλλά κι όποιος τραυματιστεί είναι ένας τιμημένος γκαζί». Και είδε πράματα και θάματα. Μπήκε σε καράβι για πρώτη φορά στη ζωή του, είδε πλαστικά μαχαιροπίρουνα, ζεστό νερό να τρέχει από τις σωλήνες, οδοντίατρους να βγάζουν δόντι με μια κίνηση και χωρίς να κρατά κανείς τον ασθενή, μάγειρες να επιδίδονται σε ιεροτελεστίες πάνω από τα πιάτα, αλλά είδε και σκοτωμούς, μάτια σβησμένα, κορμιά ρακένδυτα, παιδιά ορφανεμένα, τη φρίκη και το θάνατο. Είδε ακόμα στρατόπεδα αιχμαλώτων, τιμωρίες, ρουφιανιές. Είδε όμως κι εκείνον, τον Γκερμό, που στέκονταν απέναντί του πάντα με το ίδιο βασανιστικό ερώτημα: «Με ποιους είσαι, για ποιους πολεμάς, τι θες εσύ Κούρδος στο πλευρό των Τούρκων;» Όταν ο πόλεμος τελείωσε δεν υπήρχε νικητής, αλλά όμως ήταν πολλοί οι ηττημένοι. Η επιστροφή στην Τουρκία κουβαλούσε κυρίως πένθος και μαυρισμένες ζωές, τα όνειρα είχαν μείνει εκεί, στην Κορέα, στη «δροσιά της αυγής». Ο Ντιβανέ δεν θα γινόταν ποτέ βοσκός ούτε γεωργός, ούτε ακόμα και οδηγός ενός μεγάλου λεωφορείου, όπως γλυκο-ονειρευόταν μέσα στη μαυρίλα των μαχών. Ένας τυφλός ραψωδός-ζητιάνος, με το σαν ολόγιομο φεγγάρι μπεντρίρ του, θα περιπλανιόταν και θα μαρτυρούσε τα όσα έζησε, πιόνι αυτός στην πολιτικο-στρατιωτική σκακιέρα. Κυνηγημένος για τα μοιρολόγια του από την πατρίδα που υπηρέτησε. Κι όταν καμιά φορά άκουγε στο ραδιόφωνο τη φωνή του φίλου του Γκερμό, που ερχόταν από την άλλη πλευρά του Αραράτ, από την Αρμενία, τότε φώναζε μ’ όλη του τη δύναμη: Δίκιο είχες φίλε μου, δίκιο είχες. ''Εκεί ο θεός κοιμόταν''. Μια μαρτυρία για την εμπλοκή των Τούρκων στον Πόλεμο της Κορέας, για την ύπαρξη Κούρδων στα αντίπαλα στρατεύματα, για τους περίπου τέσσερις χιλιάδες στρατιώτες που χάθηκαν στη μακρινή χώρα, για μια ξένη υπόθεση. Μια μαρτυρία για τη ζωή στα στρατόπεδα αιχμαλώτων, για την ανταμοιβή των στρατιωτών που γύρισαν σακατεμένοι. Εκείνες τις χρονιές ο θεός κοιμόταν στην Κορέα, όπως κατά καιρούς όλο και πιο συχνά κοιμάται σε διάφορα σημεία της Γης κι αφήνει κάτω από τα κλειστά του μάτια να χάνονται ζωές, να συντρίβονται όνειρα και να χορεύει ο θάνατος.
*
* «Αζάντ με λένε» (Εκδόσεις Ι.ΣΙΔΕΡΗΣ- 2015)
* '''«Αζάντ με λένε» (Εκδόσεις Ι.ΣΙΔΕΡΗΣ- 2015)'''[[Αρχείο:Αζάντ με λένε (2).jpg|thumb|235x235px]]'''Περίληψη''' Βρέθηκε μόνος του «απέναντι». Είχε περάσει κιόλας ένας χρόνος από τότε που άφησε με τους γονείς του και την αδερφή του το όμορφο σπίτι τους στο Βόρειο Ιράκ. Τους ξεσπίτωσε το παιχνίδι με τον θάνατο, που το έστηναν όποτε ήθελαν τα βομβαρδιστικά του Σαντάμ. Ξεκίνησαν με τα πόδια, κουβαλώντας ό,τι μπορούσε ο καθένας, αλλά τι βάρος ν’ αντέξει το μικρό κορμάκι της Χελίν; Ούτε την πόρτα δεν έκλεισε η μάνα του, για να μη βρουν οι κατακτητές ούτε τη μυρωδιά τους. Δεν ρώτησε πού πήγαιναν – ο πατέρας ήταν ο αρχηγός, εκείνος ήξερε, εκείνος προστάτευε. Από τα πρώτα κιόλας σύνορα, στο Ιράν, έμαθε για τη λόξα των ανθρώπων να φυτεύουν νάρκες. Τα κατάφεραν με δαύτες, αλλά τους πρόδωσαν τα αγριεμένα νερά του ποταμού. Όταν τους χώρισαν οι δουλέμποροι για να καλογεμίσουν τις βάρκες τους, μόνο η μάνα του πρόλαβε να τον φιλήσει στα μάτια, αφού σε λίγο θα αντάμωναν και πάλι στην απέναντι όχθη του Έβρου, ελεύθερη, στην Ελλάδα. Η βάρκα όμως με τους γονείς του και την αδερφή του δεν έφτασε ποτέ. Στο κέντρο κράτησης έμαθε για πνιγμούς, είδε πτώματα. Πουθενά οι δικοί του. Όχι δεν μπορεί να χάθηκαν έτσι, «ο μπαμπάς μου είναι δυνατός, να τώρα θα τον δω μπροστά μου να κρατάει από το χέρι τη μάνα μου και τη Χελίν…». Πώς να πιστέψει πως πνίγηκαν; Πώς να χωρέσει ο νους του ότι τα έχασε όλα; Πού να πάει, πού βρίσκεται; Χωρίς χαρτιά, χωρίς ταυτότητα βρέθηκε στην Αθήνα. Έλεγε και ξανάλεγε το όνομά του, για να νιώθει πως υπάρχει, για να μη χαθεί. Κοιμήθηκε στα χαρτόκουτα, κρύωσε, πείνασε, άκουσε ιστορίες φρίκης, φοβήθηκε, έκλαψε… Και τότε ήταν που σφηνώθηκε στο μυαλό του ότι πρέπει να αποκτήσει διαβατήριο για να γυρίσει πίσω, να ψάξει για τους δικούς του. Κανείς δεν θα μπορούσε πια να τον κρατήσει. Πάση θυσία έπρεπε να φτάσει στη Γαλλία, αφού εκεί οι Κούρδοι είχαν δυνατές οργανώσεις και θα μπορούσαν να τον βοηθήσουν. Σ’ αυτήν την πορεία φυγής έκανε φίλους, βρήκε φροντίδα, αγάπη, έμαθε πως η προσφορά και η καλοσύνη δεν έχουν εθνικότητα και θρησκεία, ήρθε σε επαφή με δουλέμπορους και μαφιόζους, ερωτεύθηκε… Τίποτα δεν τον κράτησε, γιατί θα ήταν σαν να πρόδιδε την οικογένειά του, που μπορεί να τον περίμενε πίσω στην πατρίδα. «Όχι, δεν πνίγηκαν». Είχε ανάγκη από αυτήν την άρνηση για να πείθεται κυρίως ο ίδιος. Είναι η πραγματική ιστορία του Αζάντ που από τα δεκατέσσερά του βρέθηκε στους επικίνδυνους, βρόμικους δρόμους της προσφυγιάς. Που πείνασε, κρύωσε, προδόθηκε αλλά και αγαπήθηκε. Που αντάμωσε με τον υπόκοσμο αλλά και με τη στοργή. Δεν ήταν όμως αυτά που αναζητούσε… ΛΕΥΚΩΜΑ : « Χρώματα που μυήθηκαν στις ζωές μας » Υπό έκδοση, σύντομα Θα κυκλοφορήσει...
* « Η Αρχαία Σοφία των Κούρδων Εζιντί » Υπό έκδοση, σύντομα Θα κυκλοφορήσει...