Τζεμίλ Τουράν Μπαζιντί: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
→‎Εργογραφία: Το ματωμένο χιονολούλουδο
Γραμμή 24:
 
* «Το ματωμένο χιονολούλουδο» (Εκδόσεις Καστανιώτη - 2001)
*[[Αρχείο:Εξώφυλλο.jpg|thumb|213x213px]]
*
* '''Περίληψη''' Στην κορυφή του Αραράτ λέγεται πως σώθηκε η ζωή από το βιβλικό κατακλυσμό. Στους πρόποδες αυτού του ιερού βουνού, ένας παππούς τα χειμωνιάτικα βράδια διασώζει με τις αφηγήσεις του την ιστορία του λαού του. Ό, τι είναι απαγορευμένο την ημέρα στο σχολείο, ο μικρός Πολάτ το μαθαίνει τις παγωμένες λευκές νύχτες από τα γέρικα χείλη του Χασάν αγά μπροστά στο τζάκι. Είναι η ώρα που μπορούν ελευθέρα οι Κούρδοι να μιλήσουν στη δική τους γλώσσα, είναι η ώρα που μπορούν να τραγουδήσουν τα δικά τους τραγούδια, είναι η ώρα της μύησης στις δικές τους παραδόσεις. Από τις ιστορίες του παππού, ο Πολάτ μαθαίνει γιατί δεν μπορεί να γράφει και να διαβάζει στα κουρδικά, γιατί πρέπει να λέει μόνο τον τουρκικό ύμνο, ποιοι και γιατί προσπαθούν να αφανίζουν τη φυλή του, τι ήταν τα Αμελέ ταμπούρια. Από τα παραμιλητά της Αρμένισσας Ζελχά μαθαίνει για τη σφαγή των Αρμενίων, για την ορφάνια αλλά και για την αιώνια φιλία. Και από τον μεγάλο του φίλο Αμπντουλλάχ, γιατί τα χιονολούλουδα στο Κουρδιστάν είναι ματωμένα. Ο Χασάν αγά ήταν από τους πιο σεβάσμιους τσιφλικάδες στην πόλη. Δίκαιος και σοφός, αυστηρός μα και καλοσυνάτος, φάνταζε θεόρατος στα μάτια του μικρού του εγγονού. Όταν τα βράδια γύριζε στο σπίτι, ο χώρος γέμιζε από τον αρωματικό καπνό της πίπας του και από τις ιστορίες του. Ήξερε πως ό,τι έχει περάσει στη ζωή του, τους λόγους που οι Οθωμανοί κυνήγησαν ανελέητα τους Κούρδους και τους Αρμένιους δεν θα τα μάθει ο Πολάτ, αφού οι Τούρκοι ήταν οι κατακτητές. Κι έπρεπε ο γερό Χασάν να τα πει όλα, και να σταθεί δίκαιος. Να μπορέσει να πει, όσο κι αν αυτό τον πονούσε: « Κατακτηθήκαμε, γιατί δεν ενωθήκαμε ». Όταν ο λυγμός έφτανε στην άκρη του λαιμού σταματούσε την αφήγηση κι έκανε πως καθάριζε την πίπα του. Άφησε να του ξεφύγει μόνο ένα δάκρυ όταν μιλούσε για τους δυο φίλους του τους Έλληνες, που όταν δραπέτευσαν από τα Αμελά Ταμπούρια τους έκρυψε και από τότε που τους βοήθησε να φύγουν την Ελλάδα δεν έμαθε ποτέ τίποτα γι΄ αυτούς. Η Ζελχέ χρόνια κοντά στον παππού και στη γιαγιά, συνομήλικη τους σχεδόν, όποτε άκουγε τις ιστορίες του παππού ταραζόταν και έκλαιγε. Απορρούσε ο Πολάτ με την ευαισθησία της, ώσπου έμαθε ότι ήταν Αρμένισσα, είδε και έζησε τη μεγάλη σφαγή των Αρμενίων από τους Τούρκους και πως η ίδια σώθηκε γιατί ο παππούς του Χασάν αγά είπε ήταν εγγονή του. Όταν του περιέγραψε σκηνές από τη σφαγή και πώς χώρισε από τη μάνα της, κατάλαβε ο Πολάτ και γιατί έκλαιγε αλλά και γιατί άναβε κάθε μέρα τόσα χρόνια το καντήλι. Η Παιδική ανεμελιά άρχισε να υποχωρεί λίγο λίγο κάτω από αυτές τις αφηγήσεις. Έκανε τόπο να χωρέσουν τα λόγια που εξηγούν πώς είναι δυνατόν να φιλιώνουν διαφορετικές γλώσσες, διαφορετικές θρησκείες και παραδόσεις. Αλλά κι εκείνα που μιλούν για μίσος, για ξεριζωμός, για χωρίς έλεος κυνηγητό. Δεν ξέρει πια ο μικρός Πολάτ τι καίει πιο πολύ, η φωτιά στο τζάκι ή το δάκρυ που κυλάει από τα μάτια. «Μόνο όταν αγαπάς πολύ, χαρίζεις την αθανασία» του είπε π Αμπντουλάχ… και ο Πολάτ αγάπησε πολύ το Κουρδιστάν.
* «Τα μάτια του λύκου» (Εκδόσεις Καστανιώτη - 2003)