Εθνικό Μουσείο του Καποντιμόντε: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Γραμμή 45:
Η αρχή του 20ού αιώνα σηματοδοτεί μια περίοδο στασιμότητας του Μουσείου: Αυτό γίνεται κατοικία των οικογενειών των Δουκών της Αόστα,<ref name=p348>Touring Club Italiano, 2008, σελ. 348.</ref> ενώ οι συλλογές που θα σχημάτιζαν τον πυρήνα του μελλοντικού Μουσείου συγκεντρώνονταν ακόμη στο "Ανάκτορο των Σπουδών", το οποίο, με την ενοποίηση της Ιταλίας, είχε μετονομαστεί σε [[Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο της Νάπολης]].
 
Παρά την προμήθεια έργων ζωγράφων όπως ο [[Μαζάτσο]] το 1901 και [[Τζάκοπο ντε' Μπαρμπάρι]] (Jacopo de' Barbari) μεταξύ των δεκαετιών του '30 και του '40, οι πωλήσεις άλλων έργων τέχνης φθάνουν στο αποκορύφωμά τους:<ref>Bile, σ. 5.</ref> Αυτό έγινε για να ικανοποιηθούν αιτήματα που είχαν υποβάλει η [[Πάρμα]] και η [[Πιατσέντσα]], εν είδει αποζημίωσης γι' αυτά που τους είχε αφαιρέσει ο [[Κάρολος Γ΄ της Ισπανίας]] για να διακοσμηθούν άλλα κρατικά ιδρύματα, όπως το Κυρηνάλιο Ανάκτορο, το Ανάκτορο Μοντετσιτόριο, το Παλάτσο Μαντάμα, πρεσβείες του εξωτερικού και πανεπιστήμια.<ref>Touring Club Italiano, 2012, σσ. 16-17</ref> Με το ξέσπασμα του [[ΒΠΠ|Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου]] οι συλλογές του Μουσείου μεταφέρθηκαν, το καλοκαίρι του 1940, στη μονή της Αγίας Τριάδας στο Κάβα ντε' Τιρρένι (''Abbazia territoriale della Santissima Trinità di Cava de' Tirreni'') και, ως αποτέλεσμα της γερμανικής προέλασης το 1943, στη μονή του Μόντε Κασσίνο. Από εκεί, η [[μεραρχία Γκέρινγκ[[]] κατόρθωσε να αφαιρέσει ορισμένα έργα του Τιτσιάνο, του ΠαρμιτζιανίνοΠαρμιτζανίνο, του [[Σεμπαστιάνο ντελ Πιόμπο]] και του [[Φιλιππίνο Λίππι]]: Όταν ο πόλεμος τελείωσε, τα έργα αυτά βρέθηκαν σε ένα λατομείο κοντά στο [[Ζάλτσμπουργκ]] και επανήλθαν στη Νάπολι το 1947.<ref>Touring Club Italiano, 2012, σελ. 17</ref>
[[File:B.Croce.jpg|thumb|150 px|Μπενεντέτο Κρότσε]]
Κατά τη μεταπολεμική περίοδο, με το κύμα του ενθουσιασμού για τις εργασίες ανασυγκρότησης της χώρας, δημιουργήθηκε ένα σχέδιο για τα μουσεία στη Νάπολι. Ο ιστορικός τέχνης Μπρούνο Μολαγιόλι (Bruno Molajoli) μετακίνησε οριστικά όλους τους πίνακες στο Βασιλικό Ανάκτορο του Καποντιμόντε, απαλλάσσοντάς το παράλληλα και από την "υποχρέωση" της στέγασης των Δουκών της Αόστα ύστερα από την αναχώρησή τους το 1946.<ref name=tc2nd/> Έτσι εισακούστηκε και η παράκληση, που είχε εκφραστεί μερικά χρόνια νωρίτερα από εξέχουσες προσωπικότητες του ιταλικού πολιτισμού, όπως ο [[Μπενεντέτο Κρότσε]], ενώ το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο θα περιείχε αποκλειστικά συλλογές αρχαιοτήτων, καθώς είχε αποκτήσει, με την πάροδο του χρόνου, περισσότερο χώρο, αποσπώντας τον από τη Βιβλιοθήκη που είχε μεταφερθεί από το 1925 στο Βασιλικό Ανάκτορο (Palazzo Reale).<ref>Touring Club Italiano, 2012, σελ. 17</ref> Με διάταγμα που υπογράφηκε το 1949, δημιουργήθηκε και επίσημα το Εθνικό Μουσείο Καποντιμόντε. Η αναπαλαίωση των αιθουσών του ανακτόρου ξεκίνησε το 1952, με χρηματοδότηση από το πρόγραμμα "Ταμείο για τον Νότο" (Cassa per il Mezzogiorno, επί λέξει "Ταμείο για το Μεσημέρι") και το ακολούθησαν τόσο ο Μολαγιόλι όσο και οι Φερντινάντο Μπολόνια, Ράφαελ Κάουζε και Έτσιο ντε Φελίτσε,<ref>Sapio, σελ. 11</ref> οι οποίοι ασχολήθηκαν κατά κύριο λόγο με την αρχιτεκτονική του κτιρίου και τη διάταξη του Μουσείου, το οποίο επί μακρόν θαυμαζόταν για τη λειτουργικότητα και τον εκσυγχρονισμό του και θεωρούνταν πρότυπο.<ref name=tc2nd/> Στον πρώτο όροφο στεγάστηκαν οι πίνακες του 19ου αιώνα, αναμορφώθηκε το περιβάλλον του βασιλικού διαμερίσματος και στεγάστηκε το εργαστήριο συντήρησης και αποκατάστασης, ενώ στον δεύτερο όροφο δημιουργήθηκε η πινακοθήκη για τους πίνακες των κλασικών.<ref>Sapio, σελ. 7.</ref>