Κλαούντιο Μοντεβέρντι: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μΧωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Γραμμή 1:
{{Πηγές|23|06|2011}}<br>
{{Πληροφορίες καλλιτέχνη}}
Ο '''Κλάουντιο Μοντεβέρντι''' ([[Ιταλική γλώσσα|ιταλική]] <small> προφορά [[ΔΦΑ]]</small>: [ˈklaudjo monteˈverdi], Claudio Giovanni Antonio Monteverdi, [[Κρεμόνα]], [[15 Μαΐου]] [[1567]] - [[Βενετία]], [[29 Νοεμβρίου]] [[1643]]) ήταν [[Ιταλοί|Ιταλός]] [[συνθέτης]], μουσικός και Ρωμαιοκαθολικός ιερέας. Θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους συνθέτες της δυτικής μουσικής, ενώ το έργο του σηματοδοτεί τηντη μετάβαση από την μουσική της [[Αναγέννηση|Αναγέννησης]] στο [[Μπαρόκ]]. Υπήρξε, μαζί με τον [[Κάρλο Τζεζουάλντο]], ένας από τους σημαντικότερους μεταρυθμιστές στην εξέλιξη της μουσικού γλωσσικού ιδιώματος και της μουσικής έκφρασης. Συνέθεσε μια από τις πρώτες [[όπερα|όπερες]] -τον [[Ορφέας (Μοντεβέρντι)|Ορφέα]]- στην ιστορία της μουσικής, ενώ είχε την τύχη, σε αντίθεση με πλήθος άλλων συνθετών, να γνωρίσει μεγάλη επιτυχία και αναγνώριση κατά τηστη διάρκεια της ζωής του.
 
Σπούδασε με τον [[Μάρκο Αντόνιο Ιντζενιέρι]], [[Μαέστρος|Μαέστρο]] του παρεκκλησίου του Καθεδρικού Ναού της [[Κρεμόνα]] και ήδη το [[1582]], στα 15 του, εξέδωσε μια συλλογή φωνητικής μουσικής, το ''Sacrae Cantiunculae''. Ακολούθησαν τα ''Madrigali spirituali'' για τέσσερις φωνές ([[1583]]) και οι ''Canzonette'' για τρεις φωνές (Πρώτος Τόμος) και ''Madrigali'' για 5 φωνές (Πρώτος Τόμος, [[1584]] και Δεύτερος Τόμος το [[1590]]).
Γραμμή 19:
Η αυλή των Gonzaga προσπάθησε να τον δελεάσει να επιστρέψει, προσφέροντάς του θέσεις που αυτός δεν δεχόταν, με το πρόσχημα των καθηκόντων του. Παρόλα αυτά η ιδιότητα του σαν πολίτης της Μάντοβα δεν του επέτρεπε να αποκόψει εντελώς κάθε δεσμό υπηκοότητας. Στη Μάντοβα απέστειλε μεταξύ άλλων το [[μπαλέτο]] ''Tirsi e Clori'' ([[1616]]) και την όπερα "Ανδρομέδα" (1619-1920) που σήμερα δε σώζεται. Φαίνεται έτσι ότι ο Μοντεβέρντι επέτυχε, κατά κάποιο τρόπο, μια επαγγελματική σταθερότητα, αν και θα πρέπει να σημειωθούν και κάποιες επαφές το [[1623]] με την αυλή του Sigismondo III της [[Πολωνία|Πολωνίας]], που πιθανότατα συνεχίστηκαν το [[1625]] όταν, με αφορμή την επίσκεψη του πρίγκηπα Ladislao Sigismondo στην Βενετία, ο Μοντεβέρντι γράφει μια [[λειτουργία]] καθώς και έναν αριθμό έργων για συναυλίες δωματίου. Τέλος, είναι βέβαιο ότι εργάστηκε και για την αυλή της [[Πάρμα|Πάρμας]] επ' ευκαιρία των γάμων του δούκα Odoardo Farnese με την Μαργαρίτα των Μεδίκων τον Δεκέμβριο του [[1628]].
 
Το [[1632]] έγινε ιερέας. Προς το τέλος της ζωής του, αν και συχνά άρρωστος, συνέθεσε δύο από τα τελευταία αριστουργήματά του: "[[Η Επιστροφή του Οδυσσέα (όπερα)|Η Επιστροφή του Οδυσσέα]]" (''Il Ritorno d'Ulisse in patria'' - [[1641]]), και την ιστορική όπερα "[[Η στέψη της Ποππαίας (Μοντεβέρντι)|Η στέψη της Ποππαίας]]" (''L'incoronazione di Poppea'' - [[1642]]), βασισμένη στη ζωή του Ρωμαίου αυτοκράτορα [[Νέρων|Νέρωνα]]. Η όπερα αυτή θεωρείται από τα πλέον κορυφαία έργα του Μοντεβέρντι, καθώς περιέχει τραγικές, ρομαντικές και κωμικές σκηνές (μια νέα εξέλιξη στην όπερα). Οι χαρακτήρες του έργου αποτυπώνονται με πιο ρεαλιστικό τρόπο, ενώ οι μελωδίες φαντάζουν πιο εύηχες απ' ό,τι σε προηγούμενά του έργα. Σε αντίθεση με άλλες όπερες της εποχής, ο Μοντεβέρντι γράφει για μικρότερη [[ορχήστρα]], ενώ μειωμένης σπουδαιότητας είναι ο ρόλος της [[χορωδία|χορωδίας]]. Για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα οι όπερες του Μοντεβέρντι ήτανείχαν μόνον ιστορικούιστορικό ήκαι μουσικολογικούμουσικολογικό ενδιαφέροντοςενδιαφέρον. Από τη δεκαετία του [[1960]], Η "Στέψη της Ποππαίας" έχει επανεισαχθεί στο ρεπερτόριο των μεγάλων [[λυρικό θέατρο|λυρικών θεάτρων]] όλου τον κόσμου.
Ο Μοντεβέρντι πέθανε στη Βενετία στις 29 Νοέμβρη του 1643, έχοντας διατηρήσει μέχρι τότε το αξίωμα του ''maestro di cappella'' στη [[Βασιλική του Αγίου Μάρκου]].