Πρωτεύοντα: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Elanus (συζήτηση | συνεισφορές)
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
μΧωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Γραμμή 48:
}}
}}}}
Η [[τάξη (βιολογία)|τάξη]] των Πρωτευόντων είμαι τμήμα του κλάδου [[Ευαρχοντομυωξοί]], ο οποίος ανήκει στον κλάδο [[Ευθήρια]], μέρος της ομοταξίας των [[Θηλαστικό|Θηλαστικών]]. Πρόσφατη μοριακή γενετική έρευνα στα πρωτεύοντα, τα δερμόπτερα και τις δενδρομυγαλές έδειξε πως τα δερμόπτερα συγγενεύουν περισσότερο με τα πρωτεύοντα απ' ότιό,τι με τις δενδρομυγαλές,<ref>{{cite journal|title=Molecular and Genomic Data Identify the Closest Living Relative of Primates|journal=Science|year=2007|author=Janečka, J. E.|coauthors=Miller, W., Pringle, T. H., Wiens, F., Zitzmann, A., Helgen, K. M., Springer, M. S. & Murphy, W. J.|url=http://www.sciencemag.org/cgi/content/full/318/5851/792|accessdate=2008-08-17|doi=10.1126/science.1147555|volume=318|issue=5851|pages=792–794|pmid=17975064|archiveurl = http://web.archive.org/web/20080621092403/http://www.sciencemag.org/cgi/content/full/318/5851/792 |archivedate = June 21, 2008|deadurl=yes}}</ref> παρόλο που τα τελευταία θεωρούνταν για ένα διάστημα στο παρελθόν μέλη των πρωτευόντων.<ref>{{cite book|title=A Complete Guide to Monkeys, Apes and Other Primates|author=Kavanagh, M. |publisher=Viking Press |location=New York|pages=18|year=1983|isbn=0670435430}}</ref> Αυτές οι τρεις [[τάξη (βιολογία)|τάξεις]] σχηματίζουν τον κλάδο των [[Ευάρχοντα|Ευάρχοντων]]. Ο κλάδος ολοκληρώνεται με τους [[Μυωξοί|Μυωξούς]] (ο οποίος περιλαμβάνει τα [[Τρωκτικά]] και τα [[Λαγόμορφα]]) σχηματίζοντας τον κλάδο των Ευαρχοντομυωξών. Τα Ευάρχοντα και οι Ευαρχοντομυωξοί αποκαλούνται μερικές φορές υπερτάξεις. Πολλοί επιστήμονες θεωρούν τα δερμόπτερα υποτάξη των πρωτευόντων και αποκαλούν την υπόταξη με τα «πραγματικά» πρωτεύοντα ''ευπρωτεύοντα''.<ref>{{cite book | author = McKenna, M. C. and Bell, S. K.| year = 1997 | title = Classification of Mammals Above the Species Level| publisher = Columbia University Press |location=New York| pages = 329 |isbn=023111012X}}</ref>
 
=== Εξέλιξη ===
Γραμμή 62:
Η υποτάξη [[Απλόρρινοι]], αποτελείται από δύο αδελφικούς κλάδους.<ref name="MSW3" /> Τους [[προσιμιίδες]] τάρσιους της οικογένειας [[Τάρσιος|Ταρσιίδες]] (μονοτυπική στην ανθυποτάξη [[Τάρσιος|Ταρσιόμορφα]]), που αποτελούν την παλαιότερη διαίρεση που συνέβη περίπου 58 εκατομμύρια χρόνια πριν.<ref>{{cite conference|title=Evolutionary Biology of Tarsiers|author=Shekelle, M.|year=2005|url=http://rmbr.nus.edu.sg/bejc/|accessdate=2008-08-22}}</ref><ref>{{cite journal|title=Rapid electrostatic evolution at the binding site for cytochrome c on cytochrome c oxidase in anthropoid primates|url=http://www.pubmedcentral.nih.gov/articlerender.fcgi?artid=1088365|author=Schmidt, T. ''et al.'' |journal=Proceedings of the National Academy of Sciences of the United States of America|volume=102|issue=18|pages=6379–6384|doi=10.1073/pnas.0409714102|accessdate=2008-08-22|year=2005|pmid=15851671|pmc=1088365}}</ref> Και την ανθυποτάξη [[Σιμιίδες|Σιμιόμορφα]] που προέκυψε 40 εκατομμύρια χρόνια πριν<ref name="evolution" /> και αποτελείται επίσης από δύο κλάδους: τη μικροτάξη [[Πλατύρρινοι]] η οποία αναπτύχθηκε στη Νότια Αμερική και γι' αυτό τα μέλη της αποκαλούνται συχνά μαϊμούδες του Νέου Κόσμου, και τη μικροτάξη [[Κατάρρινοι]] που αναπτύχθηκε στην Αφρική και περιλαμβάνει τα [[Κερκοπιθηκίδες|Κερκοπιθηκοειδή]] (ή μαϊμούδες του Παλαιού Κόσμου) και τα [[Πίθηκος|Ανθρωποειδή]] ([[Πίθηκος|πίθηκοι]], στους οποίους συγκαταλέγεται και ο [[άνθρωπος]]).<ref name="MSW3" /> Ένας τρίτος κλάδος των Απλόρρινων, ο οποίος περιλαμβάνει τους [[ηωσιμιίδες]], εξελίχτηκε στην Ασία αλλά αφανίστηκε πολλά εκατομμύρια χρόνια πριν.<ref>{{cite journal|author=Marivaux, L. ''et al.'' |title=Anthropoid primates from the Oligocene of Pakistan (Bugti Hills): Data on early anthropoid evolution and biogeography|journal=Proceedings of the National Academy of Sciences of the United States of America |date=2005-06-14 |volume=102 |issue=24 |pages=8436–8441 |doi=10.1073/pnas.0503469102 |url=http://www.pubmedcentral.nih.gov/articlerender.fcgi?artid=1150860 |accessdate=2008-08-22|pmid=15937103|pmc=1150860}}</ref>
 
Όπως και στους λεμούριους, έτσι και η καταγωγή των Πλατύρρινων (μαϊμούδες Νέου Κόσμου) δεν είναι ακόμα ξεκάθαρη. Έρευνες πάνω σε συνενωμένες μοριακές αλληλουχίες εκτιμούν πως η απόκλιση πλατύρρινων και κατάρρινων συνέβη κάποια στιγμή το διάστημα 33 με 70 εκατομμύρια χρόνια πριν, ενώ έρευνες πάνω σε μιτοχονδριακές αλληλουχίες υποστηρίζουν πως η διαίρεση έγινε το διάστημα 35 με 43 εκατομμύρια χρόνια πριν.<ref name=ChatterjeeEtal2009/><ref name="Schrago">{{cite journal | author = Schrago, C.G. & Russo, C.A.M. | title = Timing the Origin of New World Monkeys | journal = Molecular Biology and Evolution | volume = 20 | issue = 10 | year = 2003 | pages = 1620–1625 | url = http://mbe.oxfordjournals.org/cgi/reprint/20/10/1620.pdf | format = PDF Reprint | doi = 10.1093/molbev/msg172 | pmid = 12832653}}</ref> Έχει αποδειχτεί πως όλοι οι σιμιίδες έχουν κοινή καταγωγή από την Αφρική, ήπειρο από την οποία οι προγονικοί πληθυσμοί τους μετακινήθηκαν και συνέβη [[ειδογένεση]].<ref name="Sellers" /> Είναι πιθανόν οι σιμιίδες να διέσχισαν τον Ατλαντικό ωκεανό κατά την [[Ηώκαινος εποχή|Ηώκαινο]] εποχή. Η [[Ατλαντική Ράχη|Μέσο-Ατλαντική Ράχη]] και η χαμηλή στάθμη της θάλασσας, διευκόλυναν τη μετακίνηση τους προς τη Νότιο Αμερική πιθανόν διασχίζοντας σταδιακά τα ποικίλα νησιά που είχαν δημιουργηθεί.<ref name="Sellers" /> Και σε αυτή την περίπτωση, ένα περιστατικό φυσικής σχεδίας θα μπορούσε επίσης να εξηγήσει τον υπερωκεάνιο αποικισμό. Χάρη στη [[μετατόπιση των ηπείρων]], ο νεοσύστατος Ατλαντικός Ωκεανός ήταν λιγότερο πλατύς απ' ότιό,τι είναι σήμερα,<ref name="Sellers" /> και ερευνητές υποστηρίζουν πως ένα μικρό πρωτεύον ενός κιλού θα μπορούσε να επιβιώσει τουλάχιστον 13 μέρες σε μία φυσική σχεδία με βλάστηση.<ref name="Houle">{{cite journal | author = Houle, A. | title = The origin of platyrrhines: An evaluation of the Antarctic scenario and the floating island model | journal = American Journal of Physical Anthropology | volume = 109 | issue = 4 | year = 1999 | pages = 541–559 | doi = 10.1002/(SICI)1096-8644(199908)109:4<541::AID-AJPA9>3.0.CO;2-N | pmid = 10423268}}</ref> Υπό συγκεκριμένες συνθήκες, που αφορούν κυρίως τα θαλάσσια ρεύματα και την ταχύτητα των ανέμων, αυτό το διάστημα είναι λογικό για να πραγματοποιηθεί η διάσχιση του ωκεανού μεταξύ των δύο ηπείρων.
 
[[Αρχείο:Tamarin portrait 2 edit3.jpg|220px|thumb|[[Αυτοκρατορικός Ταμαρίνος]], μία μαϊμού του Νέου Κόσμου ([[κερκοπιθηκίδες|κερκοπιθηκοειδή]]).]]
Γραμμή 148:
Τα περισσότερα πρωτεύοντα έχουν πέντε δάκτυλα σε κάθε άκρο ([[Δακτυλία#Πενταδακτυλία|πενταδακτυλία]]), με νύχια από κερατίνη στο τέλος κάθε δακτύλου. Οι κάτω πλευρές των ποδιών και των χεριών αποτελούνται από μία [[παλαμιαία επιφάνεια]] και κάθε δάκτυλο έχει ξεχωριστά [[δακτυλικό αποτύπωμα|δακτυλικά αποτυπώματα]]. Τα περισσότερα πρωτεύοντα έχουν αντιτακτούς αντίχειρες, ένα βασικό χαρακτηριστικό των πρωτευόντων (αν και υπάρχουν και άλλα ζώα με αντιτακτούς αντίχειρες όπως για παράδειγμα τα [[οπόσουμ]]).<ref name="pough" /> Οι αντίχειρες βοηθούν ορισμένα ήδη να κάνουν [[Χρήση εργαλείων από ζωά|χρήση εργαλείων]]. Στα πρωτεύοντα, ο συνδυασμός των αντιτακτών αντιχείρων, των μικρών νυχιών (αντί για νύχια αρπακτικών) και τα μακριά, συγκλίνοντα προς τα μέσα δάκτυλα είναι εξελικτικό κατάλοιπο της συνήθειας των προγονικών ειδών να γραπώνουν κλαδιά, και έχει, εν μέρει, επιτρέψει σε μερικά είδη να αναπτύξουν την ταλάντευση (από δέντρο σε δέντρο) ως σημαντικό τρόπο μετακίνησης. Πολλοί προσιμιίδες έχουν νύχια που θυμίζουν πολύ τα νύχια των αρπακτικών στο δεύτερο δάκτυλο κάθε ποδιού, γνωστά και ως [[νύχι καλλωπισμού|νύχια καλλωπισμού]], που χρησιμεύουν κυρίως για ατομική περιποίηση.<ref name="pough" />
 
Οι [[κλείδα|κλείδες]] στα πρωτεύοντα αποτελούν κυρίαρχο στοιχείο της [[ωμική ζώνη|ωμικής ζώνης]]. Αυτό επιτρέπει στις [[Γληνοβραχιόνια άρθρωση|γληνοβραχιόνιες αρθρώσεις]] μεγάλο βαθμό κίνησης προς όλες τις κατευθύνσεις.<ref name="palaeos" /> Ειδικότερα στους πιθήκους, οι συγκεκριμένες αρθρώσεις τους επιτρέπουν ακόμα μεγαλύτερη κινητικότητα λόγω της ραχιαίας θέσης της [[ωμοπλάτη]]ς, των φαρδιών πλευρών -που είναι πιο πλατιά στο μπροστινό μέρος απ' ότιό,τι στο πίσω, και μίας μικρότερης, λιγότερο ευκίνητης σπονδυλικής στήλης συγκριτικά με τις άλλες [[κερκοπιθηκίδες|μαϊμούδες Παλαιού Κόσμου]] (με σημαντική επίσης μείωση στο κάτω μέρος της [[σπονδυλική στήλη]]ς που έχει οδηγήσει στην απώλεια της ουράς σε πολλά είδη πιθήκων). Οι περισσότερες μαϊμούδες Παλαιού Κόσμου σε αντίθεση με τους πιθήκους έχουν ουρές. Η μόνη ομάδα πρωτευόντων με [[συλληπτήρια ουρά|συλληπτήριες ουρές]] ανήκει στις [[πλατύρρινοι|μαϊμούδες Νέου Κόσμου]], και πρόκειται για την οικογένεια [[Ατελίδες]], που μεταξύ άλλων περιλαμβάνει τις [[μαϊμού αράχνη|μαϊμούδες αράχνες]] και τις [[τριχωτή μαϊμού|τριχωτές μαϊμούδες]].
 
Τα πρωτεύοντα παρουσιάζουν τάση για μικρότερο [[ρύγχος]].<ref name="palaeos" /> Οι μαϊμούδες του Παλαιού Κόσμου διαφέρουν από αυτές του Νέου Κόσμου λόγω της διαφορετικής δομής της μύτης τους, καθώς και από την οδοντοφυΐα τους.<ref name="adw" /> Στις μαϊμούδες του Νέου Κόσμου τα ρουθούνια είναι στραμμένα προς το πλάι, ενώ στις μαϊμούδες του Παλαιού Κόσμου, τα ρουθούνια είναι στραμμένα προς τα κάτω.<ref name="adw" /> Οι οδοντικοί τύποι μεταξύ των πρωτευόντων διαφέρουν σημαντικά, με μερικά πρωτεύοντα να έχουν χάσει τους περισσότερους [[κοπτήρας|κοπτήρες]] τους, παρόλαπαρ'όλα αυτά όλα σχεδόν τα πρωτεύοντα διατηρούν τουλάχιστον έναν κάτω κοπτήρα.<ref name="adw" /> Οι περισσότεροι στρεψίρρινοι έχουν κτενωτά δόντια (toothcomb), δηλαδή μία πυκνή διάταξη των κάτω κοπτήρων και κυνοδόντων, που χρησιμεύουν κυρίως στην περιποίηση και σε ορισμένες περιπτώσεις και για τη χορτονομή,<ref name="EncycMammals" /><ref name="adw" /> ενώ οι πρώτοι κάτω προγόμφιοι έχουν σχήμα όμοιο με αυτό του κυνόδοντα.<ref name="EncycMammals" /> Οι μαϊμούδες του Παλαιού Κόσμου έχουν οχτώ [[προγόμφιος|προγόμφιους]], σε αντίθεση με τους δώδεκα προγόμφιους των μαϊμούδων του Νέου Κόσμου.<ref name="adw" /> Γενικότερα, ένα από τα πολλά χαρακτηριστικά που διαχωρίζει τα είδη του Παλαιού Κόσμου σε μαϊμούδες και πιθήκους είναι ο αριθμός των οδοντικών φυμάτων στους [[γομφίος|γομφίους]]: οι μαϊμούδες του Παλαιού Κόσμου έχουν τέσσερις,<ref name="adw" /> ενώ οι περισσότεροι πίθηκοι έχουν σε γενικές γραμμές πέντε (οι άνθρωποι μπορεί να έχουν 4 ή 5).<ref>{{cite book|title=Wheeler's Dental Anatomy, Physiology, and Occlusion |author=Ash, M. M., Nelson, S. J. & Wheeler, R. C. |publisher=W.B. Saunders |year=2003 |isbn=9780721693828 |pages=12}}</ref> Το βασικό φύμα των γομφίων των [[Ανθρωπίδαι|ανθρωπιδών]] (υποκώνος) εξελίχτηκε στην αρχή της εξελικτικής ιστορίας των πρωτευόντων, ενώ το αντίστοιχο πρωτόγονο κάτω φύμα των γομφίων (παρακώνος) χάθηκε. Οι προσιμιίδες ξεχωρίζουν από τα ακίνητα άνω χείλη τους, την υγρή κορυφή της μύτης τους και τα στραμμένα προς τα μπροστά κάτω μπροστινά δόντια τους.
 
Η [[εξέλιξη της έγχρωμης όρασης στα πρωτεύοντα]] είναι μοναδική σε σχέση με τα περισσότερα άλλα [[ευθήρια]] [[θηλαστικό|θηλαστικά]]. Παρόλο που οι παλαιότεροι [[σπονδυλωτό|σπονδυλωτοί]] πρόγονοι των πρωτευόντων είχαν [[τριχρωματική όραση]], οι πιο πρόσφατοι [[νυκτόβιο ζώο|νυκτόβιο]]ι και [[ομοιόθερμο]]ι, θηλαστικοί πρόγονοι τους έχασαν έναν εκ των τριών κώνων του [[αμφιβληστροειδής|αμφιβληστροειδούς]] κατά τη [[Μεσοζωϊκή περίοδος|Μεσοζωϊκή]] περίοδο. Κατά συνέπεια τα ψάρια, τα ερπετά και τα πτηνά έχουν τριχρωματική ή τετραχρωματική όραση ενώ όλα τα θηλαστικά, με εξαίρεση μερικά πρωτεύοντα και μερικά [[μαρσιποφόρα]],<ref>{{cite journal | author=Arrese, C. A., ''et al.'' | year=2005 | title=Cone topography and spectral sensitivity in two potentially trichromatic marsupials, the quokka (''Setonix brachyurus'') and quenda (''Isoodon obesulus'') | journal=Proceedings of Biological Science | volume=272 | issue=1565 | doi=10.1098/rspb.2004.3009 | pages=791–796 | pmid=15888411 | pmc=1599861}}</ref> έχουν διχρωματική ή μονοχρωματική όραση (αχρωματοψία).<ref name="EncycMammals" /> Τα νυκτόβια πρωτεύοντα, όπως οι [[Αοτίδες|νυχτερινές μαϊμούδες]] και οι [[γαλάγος|γαλάγοι]] έχουν συχνά αχρωματοψία. Οι κατάρρινοι παρόλαπαρ'όλα αυτά έχουν τριχρωματική όραση χάρη στον [[διπλασιασμός γονιδίου|διπλασιασμό]] του κόκκινου-πράσινου γονιδίου ([[opsin]]) στην απαρχή της εξελικτικής τους πορείας ως ανεξάρτητη ομάδα, 30 με 40 εκατομμύρια χρόνια πριν.<ref name="EncycMammals" /><ref name="Bowmaker1991">{{cite journal | author = Bowmaker, J. K. & Astell, S. | year = 1991 | title = Photosensitive and photostable pigments in the retinae of Old World monkeys | journal = Journal of Experimental Biology | volume = 156 | pages = 1–19 |issn=0022-0949 |url=http://jeb.biologists.org/cgi/reprint/156/1/1.pdf |format=pdf |accessdate=2008-06-16 | pmid = 2051127}}</ref> Οι πλατύρρινοι, από την άλλη, παρουσιάζουν τριχρωματική όραση σε ελάχιστες περιπτώσεις.<ref name="Surridge2003">{{cite journal | author = Surridge, A. K., and D. Osorio | year = 2003 | title = Evolution and selection of trichromatic vision in primates | journal = Trends in Ecology and Evolution | volume = 18 | pages = 198–205 | doi = 10.1016/S0169-5347(03)00012-0}}</ref> Συγκεκριμένα, τα θηλυκά άτομα της ομάδας λόγω [[ετεροζυγία]]ς στο φυλετικό [[χρωμόσωμα Χ]], μπορεί να έχουν διχρωματική ή τριχρωματική όραση, ενώ τα αρσενικά παρουσιάζουν μόνο διχρωματική όραση. Η έγχρωμη όραση στους στρεψίρρινους δεν είναι ακόμα αρκετά καλά κατανοητή. Παρόλα αυτά, έρευνες υποδεικνύουν πως το είδος της έγχρωμης όρασης τους δεν διαφέρει και πολύ από αυτή των πλατύρρινων.<ref name="EncycMammals" />
 
Όπως και οι κατάρρινοι, οι μαϊμούδες του γένους ''[[Alouatta]]'' (που ανήκει όμως στους πλατύρρινους) φαίνεται να έχουν τριχρωματική όραση, κάτι που δικαιολογείται από τον εντοπισμό ενός πρόσφατου [[γενετικός διπλασιασμός|γενετικού διπλασιασμού]].<ref name="Lucas2003">{{cite journal | author = Lucas, P. W. & Dominy, N. J. | year = 2003 | title = Evolution and function of routine trichromatic vision in primates | journal = Evolution | volume = 57 |pages = 2636–2643 | doi = 10.1554/03-168 | pmid = 14686538 | issue = 11}}</ref> Οι μαϊμούδες αυτού του γένους βρίσκονται μεταξύ των πιο ειδικευμένων φυλλοφάγων μαϊμούδων του Νέου Κόσμου: τα φρούτα παίζουν σημαντικό ρόλο στη διατροφή τους,<ref name="Sussman2003">{{cite book|title=Primate Ecology and Social Structure, Volume 2: New World Monkeys|edition=Revised First|author=Sussman, R. W.|year=2003|isbn=0-536-74364-9|location = Needham Heights, MA | publisher = Pearson Custom Publishing & Prentice Hall|pages=77–80, 132–133, 141–143}}</ref> και το είδος των φύλλων που προτιμούν να καταναλώνουν (νέα, θρεπτικά, και εύπεπτα) είναι εντοπίσιμα μόνο μέσω του κόκκινου-πράσινου σήματος (δηλαδή απαιτείται η τριχρωματική όραση). Σύμφωνα με μελέτες, υποστηρίζεται πως η τριχρωματική όραση των μαϊμούδων του γένους ''Alouatta'' αποτελεί χαρακτηριστικό στοιχείο που προωθήθηκε μέσω της [[φυσική επιλογή|φυσικής επιλογής]].<ref name="Surridge2003">{{cite journal | author = Surridge, A. K. & Osorio, D. | year = 2003 | title = Evolution and selection of trichromatic vision in primates | journal = Trends in Ecology and Evolution | volume = 18 | pages = 198–205 | doi = 10.1016/S0169-5347(03)00012-0}}</ref>
Γραμμή 159:
[[Αρχείο:Hamadryas Baboon.jpg|thumb|right|Ευδιάκριτος φυλετικός διμορφισμός σωματικής μάζας μπορεί να παρατηρηθεί μεταξύ των αρσενικών [[Βαβουίνος ο αμαδρυάς|Βαβουίνων αμαδρυάς]] (γκρι) και των θηλυκών ατόμων του πληθυσμού (καφέ).]]
 
Ο [[φυλετικός διμορφισμός]], δηλαδή η ανάπτυξη ευδιάκριτων φαινοτυπικών διαφορών μεταξύ θηλυκών και αρσενικών ατόμων σε ένα είδος ή πληθυσμό, παρατηρείται συχνά στους [[σιμιίδες]], σε μεγαλύτερο βαθμό στα είδη του Παλαιού Κόσμου (πίθηκοι και μερικές μαϊμούδες) απ' ότιό,τι στα είδη του Νέου Κόσμου. Πρόσφατες έρευνες [[συγκριτική ανάλυση|συγκριτικής ανάλυσης]] του [[DNA]] εξετάζουν τους διάφορους τρόπους φυλετικού διμορφισμού στα πρωτεύοντα, καθώς επίσης και τις θεμελιώδεις αιτίες αυτού του φαινομένου. Βασικότερα χαρακτηριστικά των πρωτευόντων στα οποία παρατηρείται έντονος διμορφισμός είναι η [[μάζα σώματος]]<ref>{{cite journal |author=Ralls, K. |year=1976 |title=Mammals in Which Females are Larger Than Males |journal=The Quarterly Review of Biology |volume=51 |issue=2 |doi=10.1086/409310 | pages=245–76 |pmid=785524}}</ref><ref>{{cite journal | author=Lindstedtand & Boyce | year=1985 | journal=The American Naturalist | volume=125 |pages=873 |doi = 10.1086/284385 |title = Seasonality, Fasting Endurance, and Body Size in Mammals | last2=Boyce | first2=Mark S.}}</ref> το μέγεθος των κυνοδόντων<ref>{{cite journal |author=Frisch, J. E. |year=1963 |title=Sex-differences in the canines of the gibbon (''Hylobates lar'') |journal = Primates |volume = 4 |issue = 2 |doi=10.1007/BF01659148 |pages=1}}</ref><ref>{{cite journal |author=Kay, R. F. |year=1975 |title=The functional adaptations of primate molar teeth |journal=American Journal of Physical Anthropology |volume=43 |issue=2 |pages=195–215 |doi=10.1002/ajpa.1330430207 |pmid=810034}}</ref> μαζί με το τρίχωμα και το χρώμα σώματος.<ref>{{cite book |author=Crook, J. H. |editor=Campbell, B. G. |year=1972 |chapter=Sexual selection, dimorphism, and social organization in the primates |title=Sexual selection and the descent of man |publisher=Aldine Transaction |pages=246 |isbn=978-0202020051}}</ref> Ο σεξουαλικός διμορφισμός μπορεί να αποδοθεί και να επηρεαστεί από διάφορους παράγοντες, συμπεριλαμβανομένων των [[μέθοδος ζευγαρώματος|μεθόδων ζευγαρώματος]],<ref name="cheverud">{{cite journal |author=Cheverud, J. M., Dow, M. M. & Leutenegger, W. |year=1985 |title=The quantitative assessment of phylogenetic constraints in comparative analyses: Sexual dimorphism in body weight among primates |journal=Evolution |volume=39 |issue=6 |pages=1335–1351 |doi=10.2307/2408790 |url=http://jstor.org/stable/2408790}}</ref> του μεγέθους,<ref name="cheverud" /> του περιβάλλοντος και της διατροφής.<ref name="leutenegger">{{cite journal | author=Leutenegger, W. & Cheverud, J. M. | year=1982 | title=Correlates of sexual dimorphism in primates: Ecological and size variables | journal = International Journal of Primatology | volume = 3 | issue = 4 | doi=10.1007/BF02693740 | pages=387}}</ref>
 
Οι συγκριτικές αναλύσεις του DNA έχουν βοηθήσει στην πιο σφαιρική κατανόηση των σχέσεων μεταξύ [[σεξουαλική επιλογή|σεξουαλικής επιλογής]], [[φυσική επιλογή|φυσικής επιλογής]], και των μεθόδων ζευγαρώματος στα πρωτεύοντα. Έρευνες υποδεικνύουν πως ο διμορφισμός είναι προϊόν πολλών διαφορών στα αρσενικά και θηλυκά χαρακτηριστικά.<ref name="plavcan">{{cite journal |author=Plavcan, J. M. |year=2001 |title=Sexual dimorphism in primate evolution |journal=American Journal of Physical Anthropology |volume=33 |pages=25–53 |doi=10.1002/ajpa.10011 |pmid=11786990}}</ref> Η [[οντογενετική κλιμάκωση]] (ontogenetic scaling), ίσως βοηθήσει στην καλύτερη κατανόηση της σχέσης μεταξύ του φυλετικού διμορφισμού και τους ρυθμούς ανάπτυξης ενός ατόμου.<ref name="ohiggins">{{cite journal |author=O'Higgins, P. & Collard, M. |year=2002 |title=Sexual dimorphism and facial growth in papionine monkeys |journal=Journal of Zoology |volume=257 |issue=2 |pages=255–272 |doi=10.1017/S0952836902000857}}</ref> Σύμφωνα με στοιχεία ερευνών πάνω σε απολιθώματα, πιθανόν να συνέβη [[συγκλίνουσα εξέλιξη]] του διμορφισμού, και ορισμένοι αφανισμένοι [[ανθρωπίδαι|ανθρωπίδες]] ίσως παρουσίασαν μεγαλύτερο βαθμό διμορφισμού απ' οποιοδήποτε σωζόμενο πρωτεύον σήμερα.<ref name="plavcan" />