Λυκούργος Λογοθέτης: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Γραμμή 34:
σαμιακής επανάστασης του 1821<ref>{{Cite web|url = http://polhist.panteion.gr/keni/images/1821/logothetis-likourgos.pdf|title = Λογοθέτης Λυκούργος, ΚΕΝΙ (Κέντρο Έρευνας Νεότερης Ιστορίας), Πάντειο Πανεπιστήμιο}}</ref>.
 
Γεννήθηκε στο Νέο Καρλόβασι στις 10/21 Φεβρουαρίου 1772. Ήταν το πέμπτο  παιδί του Γιάννη Παπλωματά και της Μαρίας (κατά τον [[ΕπαμεινώνδαςΣταματιάδης|Επαμεινώνδα Σταματιάδη]], Μαρούδας). Ο πατέρας του είχε ως επάγγελμα «την εμπορίαν ταπήτων, βάμβακος και εφαπλωμάτων», απ΄ όπου και το επώνυμο. Τα μεγαλύτερα αδέλφια του ονομάζονταν κατά σειρά γέννησης: Ειρήνη, Δάφνη, Αλέξανδρος και Μελαχροινή. Από τους τοπικούς ιστοριογράφους ο Εμμανουήλ Κρητικίδης αναφέρει  ότι «Ο Γεώργιος Παπλωματάς Λογοθέτης ή Λυκούργος εγεννήθη εκ πατρός Πισιδέως και μητρόςΙκαρίας…» μια πληροφορία που φαίνεται να επιβεβαιώνει και ο σύγχρονός του Γεώργιος Δημητριάδης από τον Μαραθόκαμπο της δυτικής Σάμου. Ωστόσο, ο Νικόλαος Σταματιάδης στα τέλη του 19<sup>ου</sup> αιώνα αμφισβητεί τη μικρασιατική καταγωγή του Γιάννη Παπλωματά. Στα ''Σαμιακά'' του αναφέρει με βεβαιότητα ότι «εξ άλλων πληροφοριών καθίσταται βέβαιον ότι ο πατήρ αυτού [του Λυκούργου] ήτο Ικάριος» και, εν συνεχεία, επικαλείται σειρά προφορικώνμαρτυριώνπροφορικών μαρτυριών -ικαριώτικης προέλευσης ως επί το πλείστον- που συνδέουν την οικογένεια του Γιάννη Παπλωματά με την οικογένεια των Κουλουλιάδων από την Πέρα Μαριά της Ικαρίας. Η παραπάνω εκδοχή ίσως αποκτά μεγαλύτερη ισχύ, αν συνδυαστεί επιπλέον και με την πληροφορία του Γιάννη Ζαφείρη ότι ο Γεώργιος Παπλωματάς γεννήθηκε
στη συνοικία «Καριωτέικα» (σημ. Καναπτσέικα, Νέου Καρλοβάσου).
 
Ο Γεώργιος Παπλωματάς φοίτησε στο «ελληνικόν σχολείον» Καρλοβάσου, στην κατόπιν γνωστή ως ''Πορφυριάδα σχολή'' και μετά την ολοκλήρωση των σπουδών μεταβαίνει στην Κωνσταντινούπολη (1791-1794) και εντάσσεται στο φαναριώτικο περιβάλλον. Σύμφωνα με τις διαθέσιμες ιστορικές πληροφορίες, η δικτύωση με τους κύκλους αυτούς εξασφάλισε γρήγορα στον νέο  διανοούμενο τον διορισμό του ως ''γραμματεύς των Πατριαρχείων''.  Η μετάβασή του, αργότερα, στο επίσης προνομιακό περιβάλλον των Παραδουνάβιων Ηγεμονιών αναμφίβολα αποτελούσε για εκείνον αναβάθμιση της κοινωνικής του θέσης αλλά και δικαίωση των προσπαθειών του. Από το 1794 ως το 1802 σταδιοδρομεί στις Αυλές πανίσχυρων ηγεμόνων της
Βλαχίας και της Μολδαβίας, γίνεται γραμματέας του ηγεμονικού γραφείου του Κωνσταντίνου Υψηλάντη και του Αλέξανδρου Σούτσου και λαμβάνει τα αξιώματα του ταμία και «δεύτερου λογοθέτη». Το 1802 ακολούθησε τον Αλ. Σούτσο στην Κωνσταντινούπολη, όπου βιώνει τις ραγδαίες ανακατατάξεις που επιφέρουν στην οθωμανική αυτοκρατορία οι στρατιωτικές και διπλωματικές εξελίξεις της εποχής (γαλλικός επεκτατισμός, αγγλική αντίδραση, ρωσική απειλή).
 
Το 1805 επιστρέφει στη γενέτηραγενέτειρά του και εμπλέκεται
ενεργά στην εσωτερική διαμάχη ανάμεσα στις τοπικές φατρίες των Καρμανιόλων και
των Καλικαντζάρων. Συστρατεύεται με εκείνα τα κοινωνικά στρώματα που είχαν από
τα τέλη του 18<sup>ου</sup>  αιώνα αποκτήσει δύναμη, κυρίως από τις οικονομικές-εμπορικές τους δραστηριότητες, και βαθμιαία επιδίωκαν να εκτοπίσουν από την τοπική εξουσία το ισχυρό κατεστημένο πήγμα των παλαιών προεστών. Εξελίσσεται συνεπώς σε ηγετική φυσιογνωμία της καρμανιόλικης φατρίας σε μία εποχή μεταβατική, πουκατά την οποία ένας άγριος εσωτερικός αγώνας ξεσπά για την κατάληψη της τοπικής εξουσίας στην οθωμανοκρατούμενη Σάμο και διώκεται απηνώς από τους αντιπάλους του. Κατορθώνει επανειλημμένως να γλιτώσει τη ζωή του από απόπειρες δολοφονικές και εξορίζεται με σουλτανικό φιρμάνι στο Άγιο Όρος για δύο χρόνια (1809-1810).
 
Τον 1811, αφού έχει επιστρέψει στη Σάμο, νυμφεύεται την Πουλουδίτσα Γεωργιάδη από τη μεγάλη προυχοντική οικογένεια του Μαραθοκάμπου. Πολύ γρήγορα, εκμεταλλευόμενος τα συγγενικά δίκτυα, γίνεται προεστός δυτικής Σάμου και το 1812 πρόεδρος του σώματος των προεστών. Με την Πουλουδίτσα θα αποκτήσει εννέα παιδιά εκ των οποίων τα πέντε πέθαναν: τη Μαρουδιώ, τη Διαμαντούλα, τον Ιπποκράτη, τον Αλέξανδρο, την Κλεοπάτρα, τη
Μαρία, τον Αλέξανδρο, την Αγγελική και τον Ιωάννη. Τα επιζήσαντα τέσσερα ήταν  η Διαμαντούλα (1814-1897), ο Ιπποκράτης (1816-1857), η Κλεοπάτρα (1824-1882) και ο Αλέξανδρος (1826-1875), μετέπειτα καθηγητής στη θεολογική σχολή του στο Πανεπιστήμιο Αθηνών (1861-1866) και αρχιεπίσκοπος Σύρου και άλλων Κυκλάδων (1866-1875). Όταν στις αρχές του 1813 η φατρία των Καρμονιόλων χάνει την εξουσία από τους Καλικαντζάρους, η ζωή του Λογοθέτη αντιμετωπίζει ξανά θανάσιμο κίνδυνο. Αναχωρεί από τη Σάμο και δύο χρόνια αργότερα, το 1815, μετά από συνεχείς μετακινήσεις (Μύκονος, Τήνος,Κέρκυρα, Πόλη, Νέα Έφεσσος-Κουσάντασι) εγκαθίσταται με την οικογένειά του οριστικά στη Σμύρνη ασκώντας το επάγγελμα του ιατρού/φαρμακέμπορου.
 
Τον Ιούνιο του 1819 μυείται στη Φιλική Εταιρεία από τον θεσσαλό Αριστείδη Παππά και λαμβάνει το όνομα «Λυκούργος» (από το όνομα του αρχαίου σπαρτιάτη νομοθέτη), το οποίο έκτοτε θα κρατήσει ως το τέλος της ζωής του. Ορίζεται από τον ''απόστολο''Δημήτριο Θέμελη ως «τοποτηρήτης της Αυτού Εκλαμπρότητος» [sic. του Αλέξανδρου Υψηλάντη-Αόρατης Αρχής της Φιλικής] στη Σάμο και αποβιβάζεται στο νησί στις 24 Απριλίου/6 Μαΐου 1821, λίγομετάλίγο μετά τις πρώτες επαναστατικές κινήσεις στο Βαθύ υπό την αρχηγία του καπετάν Κωνσταντή Λαχανά. Αναπτύσσει έντονη επαναστατική δραστηριότητα προσπαθώντας ναμυήσεινα μυήσει στην τοπική ''αδελφότητα''συμπατριώτες του, ακόμη και από τη αντίπαλη φατρία. Στις 8/20 Μαϊου 1821 κηρύσσει επίσημα τη σαμιακή επανάσταση στο [[Καρλόβασι]] και στις 12/24 Μαΐου στη πόλη της [[Σάμος|Σάμου]]. Λίγο αργότερα, ιδρύει τον ''Στρατοπολιτικό Διοργανισμό της νήσου Σάμου'', το αυτόνομο επαναστατικό πολίτευμα του νησιού,που αποτελεί θεσμική πλαισίωση της ιδεολογίας των Καρμανιόλων, τουκαρμανιολισμούτου καρμανιολισμού (βλ. σχετικό λήμμα). Ο ίδιος ανακηρύσσεται ''Γενικός Διοικητής και Στρατηγός ''και'' ''γίνεται ο μεγάλος πολιτικός και στρατιωτικός ηγέτης της σαμιακής επανάστασης οργανώνοντας ταχύτατα το νησί σε διοικητικό και στρατιωτικό επίπεδο ενόψει του οθωμανικού κινδύνου.
 
Στο διάστημα από το 1821 ως το 1826 αποκρούει τρεις φορές συντονισμένες επιθετικές ενέργειες του οθωμανικού στόλου (υπό τον Καρά Αλή το 1821 και υπό τον Χοσρέφ το 1824 και 1826) και αναλαμβάνει στρατιωτικά την πρωτοβουλία «εξαγωγής» της εθνικής επανάστασης στη Χίο κατόπιν συνεννόησης με τον χιώτη Αντώνη Μπουρνιά, χωρίς την επίσημη εντολή της Κεντρικής επαναστατικής Διοίκησης.  Η επιχείρηση, στέφθηκε με αποτυχία (1822) και έγινε αιτία της ολοσχερούς καταστροφής του νησιού από τους Οθωμανούς. Για τον ίδιο  στάθηκε αφορμή διώξεων από τη Διοίκηση, σεμία περίοδο μάλιστα που η ηγεσία της Επανάστασης μεθόδευε, στα πλαίσια των αποφάσεων της Α΄και Β΄ Εθνοσυνέλευσης, τον περιορισμό αρχικά και την κατάργηση αργότερα των ισχυρών τοπικών κέντρων με τον διορισμό εντεταλμένων «ξένων»επάρχων στην περιφέρεια. Οι σχέσεις της Διοίκησης με τον «απείθαρχο» Λυκούργο αποκαταστάθηκαν τελικά το 1826, μετά την τρίτη απόκρουση του οθωμανικού κινδύνου από τους Σάμιους και τον τυπικό συμβιβασμό της Διοίκησης με τις πραγματικότητες που παρήγαγε η ίδια η Επανάσταση στην εξέλιξή της.